V.I Lenin: Τί Είναι Διεθνισμός

 

 

 

Τί Είναι Διεθνισμός

 

 

 

Ο Κάουτσκι θεωρεί και ανακηρύχνει τον εαυτό του διεθνιστή παίρνοντας το πιο πειστικό ύφος. Χαρακτηρίζει τους Σάϊντμαν για «κυβερνητικούς σοσιαλιστές». Υπερασπίζοντας τους μενσεβίκους (ο Κάουτσκι δεν ομολογεί ανοιχτά την αλληλεγγύη του με τους μενσεβίκους, εφαρμόζει όμως όλες τις ιδέες τους), έδειξε με μια ωραία σαφήνεια την ποιότητα του «διεθνισμού» του. Κ’ επειδή ο Κάουτσκι δεν είναι μονάδα, αλλά ο εκπρόσωπος ενός ρεύματος που έμελλε αναγκαστικά ν’ αναπτυχθεί μέσα στην ατμόσφαιρα της 2ης Διεθνούς, όπως ο Λογκέ στη Γαλλία, ο Τουράτι στην Ιταλία, οι Νομπς και Γκριμ, Γκράμπερ και Νεν στην Ελβετία, ο Ράμσεϊ Μακντόναλ στην Αγγλία κτλ., θάταν διδακτικό να σταματήσουμε στο «διεθνισμό» του Κάουτσκι.

Κάνοντας την παρατήρηση πως και οι μενσεβίκοι είτανε στο Τσίμμερβαλντ (είναι ένα δίπλωμα βέβαια, όμως… ένα δίπλωμα κάπως μουχλιασμένο) ο Κάουτσκι εκθέτει έτσι τις ιδέες τους, που τις συμμερίζεται άλλωστε.

«…Οι μενσεβίκοι θέλανε την παγκόσμια ειρήνη. Ήθελαν όλοι οι εμπόλεμοι να υιοθετήσουνε το σύνθημα: δίχως προσαρτήσεις, ούτε αποζημιώσεις. Ώσπου να γίνει αυτό, ο ρωσικός στρατός, κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να είναι έτοιμος με το όπλο παρά πόδας. Οι μπολσεβίκοι από το άλλο μέρος ζητούσαν άμεση ειρήνη με κάθε θυσία και είτανε διατεθειμένοι, σε περίπτωση ανάγκης, να κλείσουνε χωριστή ειρήνη και προσπαθούσαν να την κάνουν αναπόφευκτη αυξάνοντας την αποσύνθεση του στρατού που είταν κιόλας μεγάλη», (σ. 27). Οι μπολσεβίκοι κατά τον Κάουτσκι δεν έπρεπε να καταλάβουν την εξουσία, αλλά να αρκεστούνε στη Συντακτική Συνέλευση.

Νά λοιπόν σε τί συνίσταται ο διεθνισμός του Κάουτσκι και των μενσεβίκων: να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις από την αστική ιμπεριαλιστική κυβέρνηση, μα να εξακολουθούν να την υποστηρίζουνε, να εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον πόλεμο που κάνει η κυβέρνησή τους, ώσπου όλοι οι εμπόλεμοι να υιοθετήσουνε το σύνθημα: χωρίς προσαρτήσεις, ούτε αποζημιώσεις. Αυτήν εδώ την ιδέα την εκφράσανε πολλές φορές και ο Τουράτι και οι καουτσκιστές (Χάαζε και Σία) και ο Λογκέ και οι φίλοι του, υποστηρίζοντας όλοι τους «την άμυνα της πατρίδας».

Από θεωρητική άποψη είναι σα να είσαι ολότελα ανίκανος να ξεχωρίσεις από τους σοσιαλσοβινιστές και να δείχνεις ολοκληρωτική σύγχυση πάνω στο ζήτημα της άμυνας της πατρίδας. Από πολιτική άποψη, είναι σα να υποκαθιστάς τον εθνικισμό στο διεθνισμό, και να περνάς με το μέρος του ρεφορμισμού, είναι σα ν’ απαρνιέσαι την επανάσταση.

Το ν’ αναγνωρίζεις την «άμυνα της πατρίδας» είναι, από την άποψη του προλεταριάτου, σα να δικαιολογείς τον πόλεμο, σα ν’ αναγνωρίζεις τη νομιμότητα του. Και καθώς ο πόλεμος, τόσο κάτω από τη δημοκρατία όσο και κάτω από τη μοναρχία, είτε εχθρικά στρατεύματα βρίσκονται στο έδαφος μας ή σε ξένο έδαφος, παραμένει ιμπεριαλιστικός, το ν’ αναγνωρίζεις την άμυνα της πατρίδας είναι σα να υποστηρίζεις την ιμπεριαλιστική και ληστρική αστική τάξη, είναι σα να προδίνεις ολότελα το σοσιαλισμό.

Στη Ρωσία, ακόμα και κάτω από την αστικολαϊκή δημοκρατία με τον Κερένσκι, ο πόλεμος εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστικός, αφού τον έκανε η αστική τάξη σαν τάξη κυρίαρχη, και ο πόλεμος δεν είναι παρά η «επέκταση της πολιτικής». Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου αποδείχτηκε με τον πιο χτυπητό τρόπο από τις μυστικές συνθήκες, αναφορικά με το μοίρασμα του κόσμου και τη λεηλασία των ξένων χωρών, που έκλεισε ο τσάρος με τους καπιταλιστές της Αγγλίας και Γαλλίας.

Οι μενσεβίκοι εξαπατούσαν επαίσχυντα το λαό παρουσιάζοντας τούτο τον πόλεμο σαν αμυντικό ή επαναστατικό, και ο Κάουτσκι, επιδοκιμάζοντας την πολιτική των μενσεβίκων, επιδοκιμάζει τον εμπαιγμό του λαού, επιδοκιμάζει την τακτική των μικροαστών που υπηρετούσαν το κεφάλαιο εξαπατώντας τους εργάτες και δένοντάς τους στο άρμα των ιμπεριαλιστών. Ο Κάουτσκι ακολουθεί μια πολιτική τυπικά μικροαστική και φιλισταϊκή φανταζόμενος (και υποβάλλοντας στις μάζες την παράλογη αυτή ιδέα) πως το «σύνθημα» αλλάζει την ουσία του ζητήματος.

Όλη η ιστορία της αστικής δημοκρατίας έρχεται να καταστρέψει εδώ το ονειροπόλημά του: Για να εξαπατήσουν το λαό οι αστοί δημοκράτες σκορπάνε ανέκαθεν ό,τι «συνθήματα» θέλεις. Πρόκειται να εξακριβώσουμε μονάχα την ειλικρίνειά τους, να αντιπαραβάλουμε τις πράξεις με τα λόγια, να μην ικανοποιούμαστε με ιδεαλιστικές ή τσαρλατάνικες φράσεις μα να ψάχνουμε να βρούμε το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο. Ο πόλεμος δεν παύει να είναι ιμπεριαλιστικός επειδή οι τσαρλατάνοι, οι φρασεολόγοι και οι μικροαστοί φιλισταίοι ρίχνουν ένα ζαχαρωμένο «σύνθημα». Ο πόλεμος δε θα πάψει να είναι ιμπεριαλιστικός, παρά μονάχα όταν η τάξη που διεξάγει τον ιμπεριαλιστικό αυτόν πόλεμο και που είναι δεμένη μ’ αυτόν με χίλια δυο οικονομικά νήματα (αν όχι με σκοινιά) θα ανατραπεί πραγματικά και θα αντικατασταθεί στην εξουσία από την αληθινά επαναστατική τάξη, από το προλεταριάτο. Δεν υπάρχει άλλο μέσο να γλιτώσουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, καθώς και από τη ληστρική ιμπεριαλιστή ειρήνη.

Επιδοκιμάζοντας την εξωτερική πολιτική των μενσεβίκων, που την ανακηρύχνει διεθνιστική και τσιμμερβαλντιανή, ο Κάουτσκι αποδείχνει πρώτα-πρώτα μ’ αυτό όλη τη διαφθορά της οπορτουνιστικής τσιμμερβαλντιανής πλειοψηφίας (δεν είναι χωρίς λόγο που εμείς, η αριστερά του Τσίμμερβαλντ, ξεκόψαμε αμέσως με μια τέτοια πλειοψηφία)· περνάει ύστερα ο Κάουτσκι, κι αυτό είναι το κυριότερο, από τη θέση του προλεταριάτου στη θέση της μικροαστικής τάξης, από την επαναστατική αρχή στη ρεφορμιστική.

Το προλεταριάτο αγωνίζεται για την επαναστατική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, η μικροαστική τάξη για τη ρεφορμιστική «τελειοποίηση» του ιμπεριαλισμοί), για να προσαρμοστεί μ’ αυτόν υποτασσόμενη σ’ αυτόν. Όταν ο Κάουτσκι είταν ακόμα μαρξιστής, στα 1909 λ.χ., όταν έγραφε το «Δρόμο προς την εξουσία», υποστήριζε ίσα – ίσα την ιδέα πως ο πόλεμος έκανε αναπόφευκτη την επανάσταση κ’ έλεγε πως είχε φτάσει η εποχή των επαναστάσεων.

Το «Μανιφέστο της Βασιλείας» στα 1912 μιλάει πολύ καθαρά για την προλεταριακή επανάσταση σαν αναγκαία συνέπεια του ίδιου αυτού ιμπεριαλιστικού πολέμου που ξέσπασε στα 1914 ανάμεσα στα συγκροτήματα της Αγγλίας και της Γερμανίας. Έ, λοιπόν, όταν στα 1918 άρχισαν οι επαναστάσεις, σα συνέπεια του πολέμου, αντί να εξηγήσει το μοιραίο χαρακτήρα τους, αντί να εξετάσει και να μελετήσει σ’ όλο της το βάθος την επαναστατική τακτική, τις μέθοδες και τα μέσα για την προπαρασκευή της επανάστασης, ο Κάουτσκι χαρακτηρίζει διεθνισμό τη ρεφορμιστική τακτική των μενσεβίκων. Τί είναι λοιπόν αυτό αν όχι αποστασία; 

Ο Κάουτσκι εγκωμιάζει τους μενσεβίκους γιατί υποστήριζαν πως έπρεπε να κρατήσει ο στρατός άθικτη τη μαχητική του ικανότητα. Μέμφεται τους μπολσεβίκους, γιατί διεύρυναν την «εξάρθρωση» του στρατού που είταν κιόλας μεγάλη και χωρίς αυτό. Αυτό είναι σα να εγκωμιάζει το ρεφορμισμό και την υποταγή στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη, σα να ψέγει την επανάσταση, να την απαρνιέται. Γιατί διατήρηση της μαχητικής δύναμης του στρατού σήμαινε διατήρηση του στρατού με αστική διοίκηση, όσο δημοκρατική κι αν είταν. Αυτό δεν είναι για κανένα μυστικό και η πορεία των γεγονότων το έδειξε καθαρά: ο δημοκρατικός εκείνος στρατός είχε διατηρήσει το πνεύμα του Κορνίλοφ, χάρη στα στελέχη του που είταν διαποτισμένα απ’ αυτό το πνεύμα.

Η κάστα των αστών αξιωματικών δε μπορούσε να μην είναι κορνιλοφική, δε μπορούσε να μην κλίνει προς τον ιμπεριαλισμό, προς τη βίαιη καταστολή του προλεταριάτου. Ν’ αφήσουν άθικτες όλες τις παλιές βάσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όλες τις βάσεις της αστικής δικτατορίας, να ρετουσάρουν λεπτομέρειες, να διορθώσουν μικροπράματα («μεταρρυθμίσεις») νά σε τι περιορίζονταν πραγματικά η τακτική των μενσεβίκων.

Αντίθετα, καμιά μεγάλη επανάσταση δεν έγινε, και δε μπορεί να γίνει χωρίς την «εξάρθρωση» του στρατού. Γιατί ο στρατός είναι το πιο σίγουρο στήριγμα του παλιού καθεστώτος, η πιο γερή ασπίδα της αστικής πειθαρχίας, το βάθρο της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όργανο και σχολείο υποδούλωσης και υποταγής των εργατών στο κεφάλαιο. Η αντεπανάσταση δεν ανέχτηκε ποτέ κ’ ούτε μπορούσε ν’ ανεχτεί τους οπλισμένους εργάτες πλάϊ στον τακτικό στρατό.

«Στη Γαλλία», γράφει ο Έγκελς στην «Εισαγωγή» στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία» του Μαρξ, «ύστερ’ από κάθε επανάσταση, οι εργάτες είταν οπλισμένοι· γι’ αυτό η πρώτη δουλειά των αστών, που κρατούσανε την εξουσία, είτανε να αφοπλίσουν τους εργάτες». Οι οπλισμένοι εργάτες είτανε το έμβρυο του νέου στρατού, το οργανικό κύτταρο της νέας κοινωνικής τάξης.

Να συντρίψει αυτό το κύτταρο, να εμποδίσει την ανάπτυξή του, τέτοια είτανε η πρώτη έγνοια της αστικής τάξης. Η πρώτη έγνοια κάθε νικηφόρας επανάστασης, όπως τόχουνε πολλές φορές υπογραμμίσει ο Μαρξ κι ο Έγκελς, είτανε να καταστρέψει τον παλιό στρατό, να τον διαλύσει και να τον αντικαταστήσει μ’ έναν καινούργιο στρατό. Η νέα κοινωνική τάξη που φτάνει στην εξουσία, δε μπόρεσε ποτέ κι ούτε μπορεί και σήμερα να κερδίσει και να εξασφαλίσει την κυριαρχία της χωρίς την ολοκληρωτική αποσύνθεση του παλιού στρατού –αφήνοντας τους αντιδραστικούς μικροαστούς ή απλούστατα άναντρους να φωνάζουνε για «εξάρθρωση»– χωρίς να περάσει μια περίοδος σπαρμένη με δυσκολίες και δοκιμασίες, που στη διάρκειά της η χώρα μένει χωρίς στρατό (η μεγάλη γαλλική επανάσταση γνώρισε την τρομερή αύτη περίοδο), και χωρίς να σφυρηλατήσει λίγο – λίγο, μέσα στα μαρτύρια του εμφυλίου πολέμου έναν καινούργιο στρατό, μια καινούργια πειθαρχία, τη νέα στρατιωτική οργάνωση της νέας τάξης. Αυτό ο ιστορικός Κάουτσκι το καταλάβαινε κάποτε. Ο αποστάτης Κάουτσκι το ξέχασε.

Με ποιο δικαίωμα ο Κάουτσκι αποκαλεί τους Σάϊντμαν «κυβερνητικούς σοσιαλιστές» αφού επιδοκιμάζει την τακτική των μενσεβίκων στη ρωσική επανάσταση; Υποστηρίζοντας τον Κερένσκι και παίρνοντας μέρος στην κυβέρνησή του οι μενσεβίκοι είτανε κι αυτοί λίγο – πολύ κυβερνητικοί σοσιαλιστές. Ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει αυτό το συμπέρασμα, φτάνει να δοκίμαζε να θέσει το πρόβλημα της κυρίαρχης τάξης που διεξάγει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αποφεύγει όμως ν’ ανακινήσει αυτό το ζήτημα, που μπαίνει ωστόσο μπροστά σε κάθε μαρξιστή, γιατί και θέτοντάς το μόνο θα αποκάλυπτε την αποστασία του.

Οι καουτσκιστές στη Γερμανία, οι λογκετιστές στη Γαλλία, οι Τουράτι και Σία στην Ιταλία, σκέφτονται έτσι: ο σοσιαλισμός περιλαβαίνει την ισότητα και την ελευθερία των εθνών, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης τους· κατά συνέπεια, όταν τα εχθρικά στρατεύματα επιτίθενται στη χώρα μας ή εισβάλλουν στο έδαφος μας, οι σοσιαλιστές έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να υπερασπίσουν την πατρίδα τους. Αυτός όμως ό συλλογισμός, από θεωρητική άποψη, είναι μια ολοφάνερη προσβολή στο σοσιαλισμό ή ένα αδιάντροπο σόφισμα. Από πρακτική και πολιτική άποψη, θυμίζει το συλλογισμό ενός αγράμματου μουζίκου, που είναι ανίκανος και να φανταστεί καν τον κοινωνικό και ταξικό χαρακτήρα του πολέμου, ούτε τα καθήκοντα του επαναστατικού κόμματος μέσα σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο.

Ο σοσιαλισμός είναι εναντίον της βίας απέναντι στα έθνη. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αλλά ό σοσιαλισμός είναι γενικά κατά της βίας απέναντι στους ανθρώπους. Ωστόσο, έξω από τους αναρχοχριστιανούς και τους τολστοϊστές, κανένας ακόμα δεν έβγαλε απ’ αυτό το συμπέρασμα ότι ο σοσιαλισμός αντιτίθεται στην επαναστατική βία. Κατά συνέπεια, να μιλάς για «βία», χωρίς να βλέπεις καθαρά τους όρους που κάνουν να διαφέρει η αντιδραστική βία από την επαναστατική βία είναι σα να φέρνεσαι σαν φιλισταίος πού έχει απαρνηθεί την επανάσταση ή απλούστατα σα να εξαπατάς τον εαυτό σου και τους άλλους με σοφίσματα.

Το ίδιο γίνεται και με τη βία απέναντι στα έθνη. Κάθε πόλεμος είναι άσκηση βίας απέναντι στα έθνη, αυτό όμως δεν εμποδίζει τους σοσιαλιστές να είναι υπέρ του επαναστατικού πολέμου. Ο ταξικός χαρακτήρας του πολέμου –να το θεμελιακό ζήτημα πού μπαίνει μπροστά σε κάθε σοσιαλιστή, αν δεν είναι βέβαια αποστάτης. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε δυο ομάδες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης για το μοίρασμα του κόσμου, για το μοίρασμα της λείας, για το ξεγύμνωμα και το στραγγαλισμό των μικρών και αδύνατων εθνών. Έτσι έβλεπε τον πόλεμο το «Μανιφέστο της Βασιλείας» στα 1912 κι αυτό επιβεβαίωσαν τα γεγονότα. Όποιος εγκαταλείπει την άποψη αυτή για τον πόλεμο δεν είναι σοσιαλιστής.

Όταν ο γερμανός του Γουλιέλμου ή ο γάλλος του Κλεμανσό λέει: «Έχω το δικαίωμα και το καθήκον σα σοσιαλιστής να υπερασπίσω την πατρίδα, όταν ο εχθρός εισβάλλει στη χώρα μου», σκέφτεται όχι σα σοσιαλιστής, όχι σα διεθνιστής, όχι σαν επαναστάτης προλετάριος, μα σα μικροαστός εθνικιστής. Γιατί με το συλλογισμό αυτό εξαφανίζεται η ταξική επαναστατική πάλη του εργάτη ενάντια στο κεφάλαιο, εξαφανίζεται η σωστή εκτίμηση του πολέμου στο σύνολό του, από την άποψη της παγκόσμιας αστικής τάξης και του παγκόσμιου προλεταριάτου, εξαφανίζεται δηλαδή ο διεθνισμός και δε μένει παρά ένας καχεκτικός εθνικισμός που κινεί τον οίκτο. Τα βάζουν με τη χώρα μου, για τα αλλά δε με νοιάζει –νά που καταλήγει ο συλλογισμός αυτός κι ως πού φτάνει η μικροαστική και εθνικιστική στενότητά του. Είναι σαν, μπροστά στην ατομική βία που ασκείται πάνω σ’ ένα πρόσωπο, να κάνεις τον ακόλουθο συλλογισμό: Ο σοσιαλισμός είναι κατά της βίας, κατά συνέπεια προτιμάω να κάνω μια προδοσία παρά να πάω στη φυλακή.

Ο γάλλος, ο γερμανός ή ο ιταλός που λέει: Ο σοσιαλισμός είναι εναντίον της βίας απέναντι στα έθνη, νά γιατί αμύνομαι όταν ο εχθρός εισβάλλει στη χώρα μου –προδίνει το σοσιαλισμό και το διεθνισμό. Ο άνθρωπος αυτός δε βλέπει τίποτα έξω από τη «χώρα του». Βάζει την αστική τάξη… «του» πάνω απ’ όλα, χωρίς να σκεφτεί τους διεθνείς δεσμούς που κάνουν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και την αστική τάξη του έναν κρίκο στην αλυσίδα της ιμπεριαλιστικής ληστείας.

Όλοι οι μικροαστοί, όλοι οι αμόρφωτοι και κοντόμυαλοι χωρικοί, σκέφτονται ακριβώς σαν τους αποστάτες καουτσκιστές, λογκετιστές, Τουράτι και Σία, δηλαδή: Ο εχθρός βρίσκεται στη χώρα μου, όλα τ’ άλλα λίγο με ενδιαφέρουν.[5]

Ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης προλετάριος, ο διεθνιστής, σκέφτεται αλλιώς: Ο αντιδραστικός ή επαναστατικός χαρακτήρας του πολέμου εξαρτιέται όχι από το ποιός επιτέθηκε ούτε σε ποια χώρα βρίσκεται ο «εχθρός», μα από τούτο: ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποιάς πολιτικής είναι προέκταση. Αν ο πόλεμος είναι αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός, δηλαδή πόλεμος ανάμεσα σε δυο παγκόσμιες ομάδες της αντιδραστικής, ληστρικής, καταπιεστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, τότε ολόκληρη η αστική τάξη (ακόμα και μιας μικρής χώρας) συμμετέχει σ’ αυτή τη ληστεία, και το καθήκον μου, το χρέος μου σαν εκπρόσωπου του επαναστατικού προλεταριάτου είναι να προετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μόνη σανίδα σωτηρίας από τις φρικαλεότητες του παγκόσμιου πολέμου. Δεν πρέπει να σκεφτώ από την άποψη της χώρας «μου» (πρέπει να τ’ αφήσω αυτό στον αποβλακωμένο μικροαστό εθνικιστή, που δεν καταλαβαίνει πως είναι ένα παιχνιδάκι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής μεγαλοαστικής τάξης), μα από την άποψη της συμμετοχής μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδα για την επιτάχυνση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης.

Νά τί είναι διεθνισμός, νά ποιο είναι το καθήκον του διεθνιστή, του επαναστάτη εργάτη, του αληθινού σοσιαλιστή. Ο αποστάτης Κάουτσκι «ξέχασε» το άλφα-βήτα. Αλλά η αποστασία του φαίνεται ακόμα πιο ανάγλυφα, όταν από την τακτική των μικροαστών εθνικιστών (μενσεβίκων στη Ρωσία, λογκετιστών στη Γαλλία, Τουράτι στην Ιταλία, Χάαζε και Σία στη Γερμανία) που επιδοκιμάζει, περνάει στην κριτική της μπολσεβίκικης τακτικής:

«Η μπολσεβίκικη επανάσταση έγινε με την προϋπόθεση πως θα είτανε η αφετηρία της γενικής ευρωπαϊκής επανάστασης και πως η τολμηρή πρωτοβουλία της Ρωσίας θάκανε όλους τους προλετάριους της Ευρώπης να ξεσηκωθούν.

Σ’ αυτή τη συγκυρία, πολύ λίγο ενδιέφερε φυσικά ποια μορφή θάπαιρνε η χωριστή ρωσική ειρήνη, τί θυσίες και τί απώλειες, εδαφών (κατά γράμμα: ακρωτηριασμοί Verstümmelungen) θα επέφερε για το ρωσικό λαό, ποια λύση θάδινε στο δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών. Το ίδιο ελάχιστα ενδιέφερε αν η Ρωσία είτανε τότε ικανή να αμυνθεί ή όχι. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη η ευρωπαϊκή επανάσταση θάτανε η καλύτερη υπεράσπιση της ρωσικής επανάστασης, θα εξασφάλιζε σ’ όλους τους λαούς τους διασπαρμένους στο παλιό ρωσικό έδαφος την αληθινή και ακέρια ελευθερία να αποφασίζουν για την τύχη τους.

Μια επανάσταση στην Ευρώπη που θάφερνε και θα στερέωνε το σοσιαλισμό, θα χρησίμευε επίσης στο παραμέρισμα των εμποδίων που έβαζε για την πραγματοποίηση στη Ρωσία ενός σοσιαλιστικού συστήματος παραγωγής, η οικονομική καθυστέρηση της χώρας.
Όλα αυτά είτανε πολύ λογικά και πολύ βάσιμα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η ρωσική επανάσταση θάβαζε σε κίνηση την ευρωπαϊκή επανάσταση. Αν όμως δε γινότανε αυτό; …
Ως τα σήμερα η υπόθεση αυτή δε δικαιώθηκε. Και κατηγορούνε τώρα τους προλετάριους της Ευρώπης, ότι εγκαταλείψανε και προδώσανε τη ρωσική επανάσταση. Πρόκειται για μήνυση κατ’ αγνώστων, γιατί ποιόν να θεωρήσουμε υπεύθυνο για τη διαγωγή του ευρωπαϊκού προλεταριάτου;
», (σ. 28). Πάνω σ’ αυτό, ο Κάουτσκι προσθέτει ότι ο Μαρξ, ο Έγκελς και ο Μπέμπελ, πολλές φορές γελάστηκαν στις επαναστατικές τους προβλέψεις, μα ότι ποτέ τους δε στηρίξανε την τακτική τους στην αναμονή της επανάστασης «μέσα σε ορισμένη ημερομηνία», (σ. 29), ενώ οι μπολσεβίκοι «τάβαλαν όλα πάνω στο χαρτί της γενικής επανάστασης στην Ευρώπη».

Δώσαμε επίτηδες τη μακριά αυτή περικοπή για να δείξουμε στον αναγνώστη με πόση «επιδεξιότητα» διαστρέφει ο Κάουτσκι το μαρξισμό, ανακατεύοντας τον με χυδαίες μικροαστικές και αντιδραστικές ιδέες.

Να αποδίνεις, πρώτα – πρώτα, στον αντίπαλό σου μιαν ολοφάνερη ανοησία, για να την ανασκευάσεις ύστερα, αυτό είναι μέθοδος όχι και πολύ έξυπνων ανθρώπων. Θάτανε αναμφισβήτητα μωρία από μέρους των μπολσεβίκων να στηρίξουνε την τακτική τους στην αναμονή της επανάστασης στις άλλες χώρες «μέσα σε ορισμένη ημερομηνία». Αλλά το κόμμα των μπολσεβίκων δε διέπραξε μια τέτοια μωρία.

Στο γράμμα μου στους αμερικανούς εργάτες (20-8-1918), εφιστώ την προσοχή πάνω σ’ αυτή την πλάνη, λέγοντάς τους ότι υπολογίζουμε στην αμερικανική επανάσταση, όχι όμως σε ορισμένη ημερομηνία. Στην πολεμική μου ενάντια στους Εσέρους της αριστεράς και τους «αριστερούς κομμουνιστές» (Γενάρης-Μάρτης 1918), επανειλημμένα ανέπτυξα την ίδια αυτή ιδέα. Ο Κάουτσκι έκανε μια μικρή, μια τόση δα ταχυδακτυλουργία, πάνω στην οποία στήριξε ολόκληρη την κριτική του εναντίον του μπολσεβικισμού. Ανακάτεψε την τακτική που υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση σε ημερομηνία λιγότερο ή περισσότερο κοντινή –οπωσδήποτε όμως όχι σε ορισμένη ημερομηνία– μαζί με την τακτική που υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση μέσα σε ορισμένη ημερομηνία. Ασήμαντη απάτη, ολότελα ασήμαντη!

Η δεύτερη τακτική είναι πραγματική μωρία. Η πρώτη είναι υποχρεωτική για κάθε μαρξιστή, για κάθε επαναστάτη προλετάριο, για κάθε διεθνιστή· υποχρεωτική, γιατί μονάχα αυτή, πιστή στις μαρξιστικές αρχές, υπολογίζει ακριβώς στην αντικειμενική κατάσταση που δημιουργεί ο πόλεμος σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, γιατί μονάχα αυτή ανταποκρίνεται στα διεθνικά καθήκοντα του προλεταριάτου.

Υποκαθιστώντας άτιμα το μεγάλο ζήτημα των αρχών της επαναστατικής τακτικής γενικά με το μικροζήτημα της πλάνης που θα μπορούσαν να πέσουν οι επαναστάτες μπολσεβίκοι, αλλά δεν πέσανε, ο Κάουτσκι απαρνιέται ούτε λίγο ούτε πολύ την επαναστατική τακτική γενικά.

Αποστάτης στην πολιτική δεν ξέρει ούτε στη θεωρία να θέσει το ζήτημα των αντικειμενικών όρων της επαναστατικής τακτικής.

Κ’ ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σημείο. Είναι υποχρεωτικό για κάθε μαρξιστή να υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση, από τη στιγμή που βρίσκεται μπροστά σε μιαν επαναστατική κατάσταση. Είναι το άλφα-βήτα του μαρξισμού πως η τακτική του σοσιαλιστικού προλεταριάτου δε μπορεί να είναι ίδια, όταν η κατάσταση είναι επαναστατική κι όταν δεν είναι.

Αν ο Κάουτσκι απλώς είχε θέσει το υποχρεωτικό αυτό για κάθε μαρξιστή ζήτημα, θάβλεπε τότε πως η απάντηση θα στρέφονταν αναγκαστικά εναντίον του. Πολύ πριν απ’ τον πόλεμο, όλοι οι μαρξιστές, όλοι οι σοσιαλιστές, είτανε σύμφωνοι πως ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα δημιουργούσε μιαν επαναστατική κατάσταση. Ο ίδιος ο Κάουτσκι το αναγνώρισε καθαρά κι αδίσταχτα, προτού γίνει αποστάτης, στα 1902 («Η Κοινωνική Επανάσταση») και στα 1909 («Ο Δρόμος προς την Εξουσία»). Το «Μανιφέστο της Βασιλείας» το αναγνώριζε στο όνομα ολόκληρης της 2ης Διεθνούς· και δεν είναι χωρίς λόγο ότι οι σοσιαλσοβινιστές και οι καουτσκιστές (οι «κεντριστές», δηλαδή οι άνθρωποι που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στους επαναστάτες και τους οπορτουνιστές) φοβούνται σαν τη φωτιά τις διακηρύξεις του «Μανιφέστου της Βασιλείας» πάνω στο ζήτημα αυτό.

Κατά συνέπεια, η αναμονή μιας επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη δεν είτανε φαντασία των μπολσεβίκων, μα η κοινή γνώμη όλων των μαρξιστών. Όταν λοιπόν ο Κάουτσκι απαλλάσσεται από την ασυζήτητη αυτήν αλήθεια με φράσεις σαν κι αυτή: οι μπολσεβίκοι «πίστευαν πάντα στην παντοδυναμία της βίας και της θέλησης», μεταχειρίζεται μια κούφια φράση για να καλύψει τη φυγή του, την επαίσχυντη φυγή του μπροστά στην επαναστατική κατάσταση.

Κ’ υστέρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν επαναστατική κατάσταση ή όχι; Ούτε κι αυτό το ερώτημα μπόρεσε να θέσει ο Κάουτσκι. Την απάντηση πάνω σ’ αυτό τη δίνουν τα οικονομικά γεγονότα: η γενική πείνα και καταστροφή που γεννήθηκαν από τον πόλεμο παρουσιάζουν μιαν επαναστατική κατάσταση. Μιαν άλλη απάντηση μας δίνουνε τα πολιτικά γεγονότα: από το 1915 εκδηλώνεται καθαρά σ’ όλες τις χώρες η πορεία της διάλυσης των παλιών σοσιαλιστικών κομμάτων, πούχουν πάθει γάγγραινα, η πορεία της αριστεροποίησης των προλεταριακών μαζών, που παρατάνε τους σοσιαλπατριώτες αρχηγούς τους για να πάνε με τις επαναστατικές ιδέες –με τους επαναστάτες αρχηγούς.

Όταν έγραφε ο Κάουτσκι τη μπροσούρα του στις 5 Αυγούστου 1918, μη βλέποντας τίποτ’ απ’ όλα αυτά, φοβότανε την επανάσταση και την πρόδινε κιόλας. Και να τώρα, τέλη Οκτώβρη 1918, που η επανάσταση φουντώνει γοργά σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης ο «επαναστάτης» Κάουτσκι, που θάθελε να εξακολουθεί να περνάει όπως και πριν για μαρξιστής, αποδείχνεται κοντόφθαλμος φιλισταίος· το ίδιο όπως οι φιλισταίοι του 1847 που χλευάστηκαν από το Μαρξ, δεν είδε την επανάσταση να πλησιάζει!

Περνάμε στο τρίτο σημείο.

Ποιές είναι, τρίτο, οι ιδιομορφίες της επαναστατικής τακτικής, μια και παραδεχτούμε την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη; Ο Κάουτσκι, σαν καλός αποστάτης που είναι, φοβήθηκε να θέσει την υποχρεωτική αυτή για κάθε μαρξιστή ερώτηση. Σκέφτεται σαν τυπικός μικροαστός φιλισταίος ή σαν τον αγράμματο χωριάτη: Η «γενική ευρωπαϊκή επανάσταση» ξέσπασε ή όχι; Αν ξέσπασε, είναι κι αυτός έτοιμος να γίνει επαναστάτης!

Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση –ας το προσέξουμε– κάθε κατεργάρης, σαν κι αυτούς τους αχρείους που κολλάνε σήμερα στους νικητές μπολσεβίκους, δεν έχει παρά να ανακηρύξει τον εαυτό του επαναστάτη!

Αν όχι, ο Κάουτσκι γυρίζει τις πλάτες στην επανάσταση! Δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα απ’ αυτήν την αλήθεια, πως εκείνο που ξεχωρίζει το μαρξιστή επαναστάτη από τον κοινό άνθρωπο και το μικροαστό, είναι ότι ξέρει να κηρύχνει στις άμαθες μάζες την αναγκαιότητα της επανάστασης που ωριμάζει, να αποδείχνει πως είναι αναπόφευκτη, να εξηγεί τη χρησιμότητά της για το λαό, να προετοιμάζει γι’ αυτή το προλεταριάτο και όλες τις εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες.

Ο Κάουτσκι αποδίνει στους μπολσεβίκους την ανοησία, ότι τα βάλανε όλα πάνω σ’ ένα χαρτί, υπολογίζοντας ότι η ευρωπαϊκή επανάσταση θα ξέσπαγε σε ορισμένη ημερομηνία. Η ανοησία αυτή στρέφεται ενάντια στον Κάουτσκι: σύμφωνα με το συλλογισμό του, η τακτική των μπολσεβίκων θάταν σωστή αν η ευρωπαϊκή επανάσταση έφτανε στις 5 Αύγουστου 1918! Είναι η ημερομηνία που έγραψε τη μπροσούρα του. Και όταν μερικές βδομάδες υστέρα από τις 5 Αυγούστου, έγινε πια φανερό ότι η επανάσταση άρχιζε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, τότε όλη η αποστασία του Κάουτσκι, όλη η παραποίηση που έκανε στο μαρξισμό, όλη του η ανικανότητα να σκεφτεί σαν επαναστάτης κι ακόμα να θέσει τα ζητήματα σαν επαναστάτης, παρουσιάστηκαν σ’ όλη τους τη μεγαλοπρέπεια!

Να κατηγορείς τους προλετάριους της Ευρώπης για προδοσία, γράφει ο Κάουτσκι, είναι σα να κάνεις μήνυση κατ’ αγνώστων.

Γελιέστε, κύριε Κάουτσκι! Κοιτάξτε στον καθρέφτη και θα δείτε εκεί τους «άγνωστους» εναντίον των οποίων στρέφεται αυτή η κατηγορία. Ο Κάουτσκι κάνει τον αφελή· καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει από που έρχεται αυτή η κατηγορία και ποιο το νόημα της. Στην πραγματικότητα, ξέρει πολύ καλά ο Κάουτσκι ότι η κατηγορία αυτή ήρθε και έρχεται από τους γερμανούς «αριστερούς», από τους σπαρτακιστές, από το Λίμπκνεχτ και τους φίλους του. Η κατηγορία αυτή εκφράζει τη σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι το γερμανικό προλεταριάτο πρόδινε τη ρωσική και τη διεθνή επανάσταση, όταν στραγγάλιζε τη Φιλλανδία, την Ουκρανία, τη Λετονία και την Εσθονία.

Η κατηγορία αυτή απευθύνεται πρώτα – πρώτα και κυρίως όχι ενάντια στην καταπονημένη μάζα, μα ενάντια στους αρχηγούς, που σαν τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι δεν εκπληρώσανε το καθήκον τους –να κάνουν επαναστατική προπαγάνδα και ζύμωση, επαναστατική δουλειά μέσα στις μάζες για να χτυπήσουν την αδράνεια τους– και βάδισαν στην πραγματικότητα ενάντια στα επαναστατικά ένστικτα και πόθους που φωλιάζουν πάντοτε μέσα στους κόλπους της μάζας της καταπιεζόμενης τάξης. Άμεσα, χοντροκομένα, κυνικά και, τις περισσότερες φορές, από ιδιοτελή ελατήρια, οι Σάϊντμαν προδώσανε το προλεταριάτο και περάσανε με το μέρος της αστικής τάξης. Διστακτικά, με ταλαντεύσεις, οι καουτσκιστές και οι λογκετιστές κάνανε το ίδιο ρίχνοντας φοβισμένες ματιές στους ισχυρούς της ημέρας. Ο Κάουτσκι, με όλα όσα έγραψε από την εποχή του πολέμου, προσπάθησε να καταπνίξει το επαναστατικό πνεύμα, αντί να το διατηρήσει και να το αναπτύξει.

Ότι ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει καν την τεράστια θεωρητική σημασία κι ακόμα περισσότερο τη σημασία που έχει για την προπαγάνδα και τη ζύμωση αυτή η «κατηγορία» για προδοσία απέναντι στη ρωσική επανάσταση, που απευθύνεται ενάντια στους προλετάριους της Ευρώπης, αυτό θα μείνει πραγματικό ιστορικό μνημείο μικροαστικής αποβλάκωσης του «μέσου» αρχηγού της επίσημης γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει ότι η «κατηγορία» αυτή, κάτω από το καθεστώς της «αυτοκρατορικής» γερμανικής λογοκρισίας, είναι λίγο – πολύ το μόνο μέσο για τους γερμανούς σοσιαλιστές που μείνανε πιστοί στο σοσιαλισμό, τον Λίμπκνεχτ και τους φίλους του, να κάνουν την έκκληση τους στους γερμανούς εργάτες να ξεφορτωθούν τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι, να διώξουν τέτοιους «αρχηγούς», να απαλλαγούν από το αποκτηνωτικό και εξευτελιστικό τους κήρυγμα και να υψωθούνε ενάντια σ’ αυτούς, χωρίς αυτούς, πάνω απ’ αυτούς, ως την επανάσταση! 

Ο Κάουτσκι δεν το καταλαβαίνει αυτό. Πως θέλετε να καταλάβει την τακτική των μπολσεβίκων; Μπορεί κανείς να περιμένει, από έναν άνθρωπο που απαρνήθηκε την επανάσταση, να ζυγίσει και να εκτιμήσει τους όρους ανάπτυξης της επανάστασης σε μιαν από τις πιο «δύσκολες» περιπτώσεις; 

Η τακτική των μπολσεβίκων είτανε σωστή, είταν η μόνη διεθνιστική τακτική, γιατί βασιζόταν όχι πάνω στον άναντρο φόβο της παγκόσμιας επανάστασης, πάνω στον μικροαστικό σκεπτικισμό απέναντι της, ούτε πάνω στη στενά εθνικιστική επιθυμία να υπερασπίσουν την πατρίδα «τους» (την πατρίδα της αστικής τάξης) φτύνοντας πάνω σ’ όλα τ’ άλλά, μα βασιζότανε στη σωστή εκτίμηση (την αναγνωρισμένη απ’ όλο τον κόσμο πριν από τον πόλεμο, πριν απ’ την αποστασία των σοσιαλσοβινιστών και σοσιαλπατσιφιστών) της επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη. Η τακτική αυτή είταν η μόνη διεθνιστική τακτική γιατί έκανε το μάξιμουμ απ’ ό,τι μπορεί να γίνει σε μια χώρα, για ν’ αναπτύξει, να υποστηρίξει, να ξεσηκώσει την επανάσταση σ’ όλες τις χώρες. Η τακτική αυτή επαληθεύτηκε από μια τεράστια επιτυχία, γιατί ο μπολσεβικισμός (όχι χάρη στην αξία των ρώσων μπολσεβίκων, μα χάρη στη βαθιά και γενική συμπάθεια των μαζών για την αληθινά επαναστατική τακτική τους) έγινε ο παγκόσμιος μπολσεβικισμός, έδοσεμιαν ιδέα, μια θεωρία, ένα πρόγραμμα, μια τακτική, όλα συγκεκριμένα και πρακτικά, που ξεχωρίζουν από το σοσιαλσοβινισμό και τον σοσιαλπατσιφισμό.

Ο μπολσεβικισμός έδοσετη χαριστική βολή στην παλιά σάπια Διεθνή των Σάϊντμαν και των Κάουτσκι, των Ρενοντέλ και των Λογκέ, των Χέντερσον και των Μακντόναλ, που πάνε τώρα να πέσουν ο ένας στα πόδια του άλλου ονειροπολώντας «ενότητα» και προσπαθούν ν’ αναστήσουν ένα πτώμα. Ο μπολσεβικισμός δημιούργησε τις ιδεολογικές και τακτικές βάσεις μιας αληθινά προλεταριακής και κομμουνιστικής 3ης Διεθνούς που λαβαίνει υπ’ όψη της τις κατακτήσεις της ειρηνικής εποχής μαζί και την πείρα της εποχής των επαναστάσεων που έχει ήδη αρχίσει.

Ο μπολσεβικισμός εκλαΐκευσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, μετέφρασε πρώτα – πρώτα αυτές τις λέξεις από τα λατινικά στα ρωσικά, κατόπι σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, έδειξε με το παράδειγμα της εξουσίας των Σοβιέτ πως οι εργάτες και οι φτωχοί χωρικοί, ακόμα και σε μια καθυστερημένη χώρα, ακόμα και οι λιγότερο έμπειροι, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι λιγότερο συνηθισμένοι στην οργάνωση, μπόρεσαν, μέσα σ’ ένα χρόνο, ανάμεσα σε απερίγραπτες δυσκολίες, αναγκασμένοι να μάχονται ενάντια στους εκμεταλλευτές που υποστηρίζονταν από την αστική τάξη όλου του κόσμου, να διατηρήσουνε την εξουσία των εργατών, να δημιουργήσουνε μια άπειρα ανώτερη και πιο πλατιά δημοκρατία απ’ όλες τις προγενέστερες δημοκρατίες, ν’ αρχίσουνε τη δημιουργική δουλειά δεκάδων εκατομμυρίων εργατών και χωρικών για την πρακτική εφαρμογή του σοσιαλισμού.

Πραγματικά ο μπολσεβικισμός βοήθησε την ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης στην Ευρώπη και στην Αμερική τόσο, όσο κανένα κόμμα σε καμιά χώρα δε μπόρεσε ακόμα να κάνει. Ενώ οι εργάτες σ’ όλο τον κόσμο αντιλαμβάνονται κάθε μέρα και πιο καθαρά, ότι η τακτική των Σάϊντμαν και των Κάουτσκι δεν τους γλίτωσε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ούτε από τη μισθωτή σκλαβιά προς όφελος της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και πως η τακτική αυτή δε θα μπορούσε να χρησιμέψει σαν υπόδειγμα στον κόσμο –οι προλεταριακές μάζες όλων των χωρών αντιλαμβάνονται κάθε μέρα και πιο καθαρά, ότι ο μπολσεβικισμός έδειξε το σωστό δρόμο για ν’ απαλλαγούμε από τις φρικαλεότητες του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, ότι ο μπολσεβικισμός μπορεί να χρησιμέψει σαν πρότυπο τακτικής για όλους. 

Η προλεταριακή επανάσταση ωριμάζει αισθητά, όχι μονάχα στην Ευρώπη, μα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο και είναι η νίκη του προλεταριάτου στη Ρωσία που την ευνόησε, την επιτάχυνε και την υποστήριξε. Είμαστε βέβαια ακόμα μακριά από την ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλισμού. Μια μόνη χώρα δε μπορεί να κάνει περισσότερα. Αλλά η μόνη αυτή χώρα, χάρη στην εξουσία των Σοβιέτ, έκανε τόσα για το σοσιαλισμό που, ακόμα κι αν συντριβόταν αύριο η εξουσία των Σοβιέτ στη Ρωσία από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, λ. χ. από ένα συνασπισμό του γερμανικού και του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού, δηλαδή ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση, θα πρόσφερνε μια χωρίς προηγούμενο υπηρεσία στο σοσιαλισμό και θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη της ακαταμάχητης παγκόσμιας επανάστασης.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[5] Οι σοσιαλσοβινιστές (Σάϊντμαν, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Γκόμπερς και Σία) δε θέλουν ούτε ν’ ακούνε για «Διεθνή» κατά τη διάρκεια του πολέμου. Θεωρούν «προδότες» του σοσιαλισμού τους εχθρούς της αστικής τάξης «τους». Υπερασπίζουν την κατακτητική πολιτική της αστικής τάξης «τους». Οι σοσιαλπατσιφιστές, σοσιαλιστές στα λόγια και μικροαστοί πατσιφιστές στην πραγματικότητα, εκφράζουν κάθε λογής «διεθνιστικά» αισθήματα, εξεγείρονται εναντίον των προσαρτήσεων κτλ., αλλά εξακολουθούν στην πραγματικότητα να υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική τους αστική τάξη. Η διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς τύπους είναι ασήμαντη, σαν τη διαφορά που υπάρχει λ.χ. ανάμεσα σ’ έναν καπιταλιστή που μιλάει άγρια και σ’ έναν άλλον που μιλάει μαλακά.

 

 

 

Γράφτηκε: τον Οχτώβρη του 1918 από τον Λένιν ενάντια στις ρεφορμιστικές συκοφαντίες του Καρλ Κάουτσκι κατά των Μπολσεβίκων

Πηγή: Εκδόσεις «Προμηθέας» 1966 – «Νέοι Στόχοι» 1973
Επιμέλεια – Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης – Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 10 Γενάρη 2010

Μετάφραση: Λ. Μιχαήλ

 

Πηγή: Marxistsboks

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *