V.I Lenin: Κάτω απο ξένη σημαία

Το κείμενο βρίσκεται στο “Β.Ι Λενιν-Για τον πόλεμο και την σοσιαλιστική επανάσταση”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 47-76.

 

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ

 

[Απαντα, τόμ. 26, σελ. 131-154]

 

 

 

Στο περιοδικό Νάσε Ντιέλο”, τεύχος 1 (Πετρούπολη, Γενάρης 1915), δημοσιεύτηκε ένα εξαιρετικά χαρακτηριστικό προγραμματικό άρθρο του κ. Α. Πότρεσοφ: «Στο μεταίχμιο δυο εποχών.» Όπως και το προηγούμενο άρθρο του ίδιου συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε σε κάποιο περιοδικό λίγο νωρίτερα, το άρθρο αυτό εκθέτει τις βασικές ιδέες ενός  ολόκληρου αστικού ρεύματος της κοινωνικής σκέψης της  Ρωσίας, και συγκεκριμένα του ρεύματος του λικβινταρισμού, πάνω στα πιο σπουδαία και τα πιο φλέγοντα προβλήματα της σύγχρονης εποχής.

 Για να κυριολεκτήσουμε, μπροστά μας δεν έχουμε άρθρα αλλά τη διακήρυξη ενός ορισμένου ρεύματος και ο καθένας που θα τα διαβάσει προσεκτικά και θα εμβαθύνει στο περιεχόμενο τους θα δει ότι μόνο τυχαίοι λόγοι, δηλαδή λόγοι ξένοι προς τα καθαρά δημοσιογραφικά συμφέροντα, εμπόδισαν ώστε οι σκέψεις του  συγγραφέα (και των φίλων του, γιατί ο συγγραφέας δεν είναι μόνος) να διατυπωθούν με την πιο κατάλληλη μορφή μιας δήλωσης ή ενός «κρέντο» (σύμβολο πίστης).

Η βασική σκέψη του Α. Πότρεσοφ είναι ότι η σύγχρονη  δημοκρατία βρίσκεται στο μεταίχμιο δυο εποχών και ότι η  ριζική διαφορά της παλιάς εποχής από τη νέα συνίσταται  στο πέρασμα από την εθνική στενότητα στο διεθνισμό. Λέγοντας σύγχρονη δημοκρατία, ο Α. Πότρεσοφ, εννοεί τη δημοκρατία που είναι χαρακτηριστική για το τέλος ακριβώς  του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα σε αντιδιαστολή με  την παλιά αστική δημοκρατία, που είναι χαρακτηριστική για  τα τέλη του 18ου και τα πρώτα δυο τρίτα του 19ου αιώνα.

Από πρώτη ό\\)χ\ μπορεί να φανεί ότι η σκέψη του συγγραφέα είναι απόλυτα σωστή, ότι μπροστά μας έχουμε έναν  αντίπαλο της εθνικοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, που κυριαρχεί σήμερα μέσα στη σύγχρονη δημοκρατία, ότι ο συγγραφέας είναι «διεθνιστής» και όχι εθνικοφιλελεύθερος. Και πραγματικά, μήπως η υπεράσπιση του διεθνισμού,  η κατάταξη της εθνικής στενότητας και της εθνικής αποκλειστικότητας στα γνωρίσματα μιας παλιάς, μιας  περασμένης εποχής -μήπως όλα αυτά δε σημαίνουν αποφασιστική ρήξη με την επιδημία του εθνικοφιλελευθερισμού, την  πληγή αυτή της σύγχρονης δημοκρατίας ή, πιο σωστά, των  επίσημων εκπροσώπων της;

Από πρώτη όψη όχι μόνο μπορεί μα είναι σχεδόν αναπόφευκτο να φανεί ότι έτσι είναι. Και, όμως, αυτό είναι θεμελιακό λάθος. Ο συγγραφέας μεταφέρει το φορτίο του χρησιμοποιώντας ξένη σημαία. Χρησιμοποίησε -συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτό δεν έχει στην προκειμένη περίπτωση καμιά σημασία- ένα μικρό στρατήγημα, ύψωσε τη σημαία του «διεθνισμού» με σκοπό να περάσει με μεγαλύτερη ασφάλεια μ’ αυτήν τη σημαία το λαθραίο φορτίο του εθνικοφιλελευθερισμού.

 Γιατί ο Α. Πότρεσοφ είναι αναμφισβήτητα εθνικοφιλελεύθερος. Όλη η ουσία του άρθρου του (και του προγράμματος του, της πλατφόρμας του, του «κρέντο» του) συνίσταται ακριβώς στη χρησιμοποίηση αυτού του μικρού, αν θέλετε, αθώου στρατηγήματος για να περάσει τον οπορτουνισμό με τη σημαία του διεθνισμού.

Για να εξηγήσουμε την ουσία αυτού του άρθρου είναι ανάγκη να το αναλύσου- με πολύ λεπτομερειακά, γιατί το ζήτημα αυτό έχει τεράστια, πρωταρχική σπουδαιότητα. Και η χρησιμοποίηση ξένης σημαίας από τον Α. Πότρεσοφ είναι ακόμη πιο επικίνδυνη,  γιατί καλύπτεται όχι μόνο με την αρχή του «διεθνισμού» μα  και με τον τίτλο του οπαδού της «μεθοδολογίας του Μαρξ».

Με άλλα λόγια ο Α. Πότρεσοφ θέλει να είναι αληθινός οπαδός και εκφραστής του μαρξισμού, στην πράξη όμως υποκαθιστά το μαρξισμό με τον εθνικοφιλελευθερισμό. Ο Α. Πότρεσοφ θέλει «να διορθώσει» τον Κάουτσκι κατηγορώντας τον για «δικηγορισμό», δηλαδή για το γεγονός ότι υπερασπίζει το φιλελευθερισμό πότε του ενός και πότε του άλλου εθνικού χρώματος και πότε διάφορων εθνών. Ο Α. Πότρεσοφ θέλει ν’ αντιπαραθέσει στον εθνικοφιλελευθερισμό (γιατί είναι εντελώς αναμφισβήτητο και έξω από κάθε συζήτηση ότι ο Κάουτσκι έγινε σήμερα εθνικοφιλελεύθερος) το διεθνισμό και το μαρξισμό.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Α. Πότρεσοφ αντιπαραθέτει στον ποικιλόχρωμο εθνικοφιλελευθερισμό ένα μονόχρωμο εθνικοφιλελευθερισμό. Ο μαρξισμός, όμως, είναι εχθρικός -και στη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση από κάθε άποψη εχθρικός- προς κάθε εθνικοφιλελευθερισμό. Ότι έτσι έχουν τα πράγματα και γιατί έχουν έτσι, γι’ αυτό θα μιλήσουμε τώρα.

 

 

Ι

 

 

 

Η ουσία των παθημάτων του Α. Πότρεσοφ, που τον έφεραν σε σημείο να ταξιδεύει με εθνικοφιλελεύθερη σημαία, μπορεί να κατανοηθεί ευκολότερα αν ο αναγνώστης εμβαθύνει στο παρακάτω σημείο του άρθρου του:

«…Με την ιδιοσυγκρασία που τους χαρακτήριζε (τον Μαρξ και τους συντρόφους  του) ρίχνονταν στη λύση ενός προβλήματος όσο σύνθετο κι αν ήταν, έκαναν διάγνωση της σύγκρουσης, προσπαθούσαν να καθορίσουν ποιας πλευράς η επιτυχία ανοίγει πλατύτερο ορίζοντα σε δυνατότητες που, από την άποψη τους, εύχονταν να πραγματοποιηθούν κι έτσι εξασφάλιζαν μια ορισμένη βάση για τον καθορισμό της τακτικής τους» (σελ. 73, οι υπογραμμίσεις των περικοπών είναι δικές μας).

«Ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία» -να τι πρέπει να καθοριστεί κι αυτό όχι από εθνική αλλά από διεθνιστική άποψη· να που βρίσκεται η ουσία της μεθοδολογίας του Μαρξ να τι δεν κάνει ο Κάουτσκι, που μετατρέπεται έτσι από «δικαστή» (από μαρξιστή) σε «δικηγόρο» (εθνικοφιλελεύθερο).

Αυτή είναι η σκέψη του Α. Πότρεσοφ. Ο ίδιος ο Α. Πότρεσοφ πιστεύει βαθιά ότι, υποστηρίζοντας πως πρέπει να εύχεται κανείς την επιτυχία της μιας πλευράς (και συγκεκριμένα της δικής του πλευράς), δεν κάνει καθόλου τον «δικηγόρο» αλλά καθοδηγείται από καθαρά διεθνιστικές σκέψεις για τα «υπέρμετρα» λάθη της άλλης πλευράς…

Και ο Πότρεσοφ και ο Μάσλοφ και ο Πλεχάνοφ κτλ. καθοδηγούνται από καθαρά διεθνιστικές σκέψεις όταν φτάνουν στα ίδια συμπεράσματα που έφτασε και ο πρώτος απ’ αυτούς… Αυτό είναι απλοϊκό μέχρι… Πάντως δε θα προ- τρέξουμε αλλά θα τελειώσουμε πρώτα την εξέταση του καθαρά θεωρητικού ζητήματος.

Ο Μαρξ καθόρισε το ζήτημα «ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία», λόγου χάρη, στον ιταλικό πόλεμο του 1859.0 Α. Πότρεσοφ στέκεται ακριβώς σ’ αυτό το παράδειγμα «που λόγω ορισμένων ιδιομορφιών του παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον για μας». Κι εμείς, από την πλευρά μας, είμαστε σύμφωνοι να πάρουμε το παράδειγμα που διάλεξε ο Α. Πότρεσοφ.

Το 1859 ο Ναπολέοντας Γ’ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστρίας για την απελευθέρωση δήθεν της Ιταλίας, στην πραγματικότητα, όμως, για τους δικούς του δυναστικούς σκοπούς.

«Πίσω από τις πλάτες του Ναπολέοντα Γ’ -γράφει ο Α. Πότρεσοφ-διαγραφόταν η φυσιογνωμία του Γκορτσακόφ, που λίγο πιο μπροστά είχε υπογράψει μυστική συμφωνία με τον αυτοκράτορα των Γάλλων.» Δημιουργείται κόμπος αντιθέσεων: Από τη μια πλευρά βρίσκεται η πιο αντιδραστική ευρωπαϊκή μοναρχία που καταπίεζε την Ιταλία και από την άλλη οι εκπρόσωποι της επαναστατημένης Ιταλίας που παλεύει για τη λευτεριά της, μέχρι και τον Γαριβάλδη, χέρι-χέρι με τον αρχιαντιδραστικό Ναπολέοντα Γ’ κτλ. «Δε θα τους ήταν πιο απλό -γράφει ο Α. Πότρεσοφ-για να αποφευχθούν λάθη να πουν: “Κι οι δυο τους είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον”;

Ωστόσο ούτε ο Ένγκελς, ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Λασάλ δε δελεάστηκαν από την “απλότητα” μιας τέτοιας λύσης μα καταπιάστηκαν με την εξερεύνηση του προβλήματος» (ο Α. Πότρεσοφ θέλει να πει με τη μελέτη και την έρευνα του προβλήματος) «ποια έκβαση της σύγκρουσης μπορεί να προσφέρει τις μεγαλύτερες  πιθανότητες επιτυχίας σε μια υπόθεση που ήταν προσφιλής σε όλους στους;»

Αντίθετα από τον Λασάλ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν τη γνώμη ότι η Πρωσία πρέπει να επέμβει. Ανάμεσα στις σκέψεις που τους παρακίνησαν ήταν, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Α. Πότρεσοφ, η σκέψη «ότι είναι ενδεχόμενο, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τον εχθρικό συνασπισμό, να ξεσπάσει στη Γερμανία ένα εθνικό κίνημα πάνω από τα κεφάλια των πολυάριθμων κυβερνητών της, καθώς και το ζήτημα ποια δύναμη μέσα στην ευρωπαϊκή συναυλία αποτελεί το κύριο κακό: Η αντιδραστική παραδουνάβια μοναρχία ή άλλοι εξέχοντες εκπρόσωποι αυτής της συναυλίας».

Για μας δεν έχει σημασία, συμπεραίνει ο Α. Πότρεσοφ αν είχε δίκιο ο Μαρξ ή ο Λασάλ· σημασία έχει το γεγονός ότι όλοι συμφωνούν πως είναι ανάγκη να καθοριστεί από διεθνή άποψη ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία.

Αυτό είναι το παράδειγμα που διάλεξε ο Α. Πότρεσοφ· αυτός είναι και ο συλλογισμός του συγγραφέα μας. Αν ο Μαρξ ήξερε τότε «να δώσει την εκτίμηση των διεθνών συγκρούσεων» (η έκφραση είναι του Α. Πότρεσοφ) παρά την άκρα αντιδραστικότητα των κυβερνήσεων και των όνο εμπόλεμων πλευρών, τότε και σήμερα οι μαρξιστές είναι υποχρεωμένοι να δώσουν παρόμοια εκτίμηση -συμπεραίνει ο Α. Πότρεσοφ.

Το συμπέρασμα είναι παιδιάστικο και απλό ή πολύ χοντροκομμένο και σοφιστικό, γιατί ανάγεται στα παρακάτω:

Μια και ο Μαρξ το 1859 έλυσε το πρόβλημα ποιας αστικής  τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία, γι’ αυτό κι εμείς, ύστερα από μισό αιώνα και πάνω, πρέπει να λύσουμε ένα πρόβλημα απόλυτα ταυτόσημο.

Ο Α. Πότρεσοφ δεν πρόσεξε ότι στον Μαρξ το 1859 (και σε μια σειρά άλλες περιπτώσεις αργότερα) το πρόβλημα «ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία» ισοδυναμεί με το πρόβλημα «ποιας αστικής τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία». Ο Α. Πότρεσοφ δεν πρόσεξε ότι ο Μαρξ έλυσε το γνωστό πρόβλημα τότε που υπήρχαν -κι όχι μόνο υπήρχαν μα και βρίσκονταν στο προσκήνιο του ιστορικού προτσές στα σπουδαιότερα κράτη της Ευρώπης- αναμφισβήτητα προοδευτικά αστικά κινήματα.

Στις μέρες μας θα ήταν γελοίο και να σκεφτεί κανείς για προοδευτική αστική τάξη και για προοδευτικό αστικό κίνημα προκειμένου για τέτοιες αναμφισβήτητα κεντρικές και σπουδαιότερες φιγούρες της ευρωπαϊκής «συναυλίας», όπως είναι, λόγου χάρη, η Αγγλία και η Γερμανία. Η παλιά αστική «δημοκρατία» αυτών των κεντρικών και σπουδαιότατων μεγάλων κρατών έγινε αντιδραστική.

ο κ. Α. Πότρεσοφ «ξέχασε» αυτό το πράγμα και αντικατέστησε το ζήτημα της άποψης της σύγχρονης δημοκρατίας (όχι της αστικής) με την άποψη της παλιάς δήθεν δημοκρατίας (της αστικής). Αυτό το πέρασμα στην άποψη μιας άλλης και μάλιστα γέρικης τάξης που έφαγε τα ψωμιά της είναι καθαρότατος οπορτουνισμός. Ούτε λόγος μπορεί να γίνει για τη δικαιολόγηση αυτού του περάσματος με την ανάλυση του αντικειμενικού περιεχομένου του ιστορικού προτσές στην παλιά και στη νέα εποχή.

Η αστική τάξη -στη Γερμανία, λόγου χάρη, μα και στην Αγγλία- είναι εκείνη που προσπαθεί να κάνει μια υποκατάσταση όπως αυτή που έκανε ο Α. Πότρεσοφ, υποκατάσταση της ιμπεριαλιστικής εποχής με την εποχή των αστικοπροοδευτικών, εθνικοαπελευθερωτικών και δημοκρατικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ο Α. Πότρεσοφ σέρνεται άκριτα στην ουρά της αστικής τάξης. Κι αυτό είναι το πιο ασυγχώρητο γιατί ο ίδιος, με το παράδειγμα που διάλεξε μόνος του, αναγκάστηκε να ομολογήσει και να τονίσει από ποιους συλλογισμούς ξεκινούσε ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λασάλ σε μια εποχή που έχει πριν πολύ καιρό περάσει(1).

Πρώτο, ήταν συλλογισμοί για το εθνικό κίνημα (της Γερμανίας και της Ιταλίας), με την έννοια ότι το κίνημα αυτό θα μπορούσε να αναπτυχθεί πάνω από τα κεφάλια των «εκ προσώπων του μεσαίωνα»· δεύτερο, συλλογισμοί για το «κύριο κακό» των αντιδραστικών μοναρχιών (της Αυστρίας, του Ναπολέοντα κτλ.) μέσα στην ευρωπαϊκή συναυλία.

Οι συλλογισμοί αυτοί είναι πέρα για πέρα καθαροί και αδιαφιλονίκητοι. Οι μαρξιστές ποτέ δεν αρνήθηκαν τον προοδευτικό χαρακτήρα των αστικοεθνικών  απελευθερωτικών κινημάτων ενάντια στις φεουδαρχικές-απολυταρχικές δυνάμεις. Ο Α. Πότρεσοφ δεν μπορεί παρά να ξέρει ότι τίποτε το παράνομο δεν υπάρχει και δεν μπορούσε να υπάρχει στα κεντρικά, δηλαδή στα κυριότερα, στα σπουδαιότερα συγκρουόμενα κράτη της εποχής μας. Τότε υπήρχαν και στην Ιταλία και στη Γερμανία λαϊκά κινήματα εθνικοαπελευθερωτικού τύπου που διαρκούσαν ολόκληρες δεκαετίες.

Τότε δεν ήταν η αστική τάξη της Δύσης εκείνη που υποστήριζε οικονομικά ορισμένα άλλα μεγάλα κράτη μα, αντίθετα, τα μεγάλα αυτά κράτη αποτελούσαν πραγματικά το «κύριο κακό». Ο Α. Πότρεσοφ δεν μπορεί παρά να ξέρει -ο ίδιος το ομολογεί στο ίδιο άρθρο- ότι στην εποχή μας κανένα από τα υπόλοιπα μεγάλα κράτη δεν αποτελεί και δεν μπορεί ν’ αποτελέσει το «κύριο κακό».

Η αστική τάξη (η γερμανική, λόγου χάρη, αν και όχι μόνο αυτή), ξεκινώντας από ιδιοτελείς σκοπούς, υποδαυλίζει την ιδεολογία των εθνικών κινημάτων και προσπαθεί να τη μεταφέρει στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή σε μια εντελώς διαφορετική εποχή. Στην ουρά της αστικής τάξης σέρνονται, όπως πάντα, οι οπορτουνιστές, εγκαταλείποντας την άποψη της σύγχρονης δημοκρατίας και περνώντας στην άποψη της παλιάς (της αστικής) δημοκρατίας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το βασικό σφάλμα όλων των άρθρων και όλης της θέσης, όλης της γραμμής του Α. Πότρεσοφ και των λικβινταριστών ομοϊδεατών του.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην εποχή της παλιάς (της αστικής) δημοκρατίας είχαν να λύσουν το πρόβλημα: Ποιας αστικής τάξης πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία, φροντίζοντας να αναπτύξουν το φιλελευθερο-μετριοπαθές κίνημα σε δημοκρατικο-θυελλώδες κίνημα. Ο Α. Πότρεσοφ κηρύσσει τον αστικό εθνικοφιλελευθερισμό στην εποχή της σύγχρονης (όχι αστικής) δημοκρατίας, τώρα που ούτε στην Αγγλία, ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Γαλλία δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για αστικοπροοδευτικά κινήματα, ούτε για φιλελευθερο-μετριοπαθή, ούτε για δημοκρατικο-θυελλώδη. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς βάδιζαν μπροστά από την εποχή τους, από την εποχή των αστικοεθνικών προοδευτικών κινημάτων, σπρώχνοντας αυτά τα κινήματα παραπέρα και φροντίζοντας να αναπτύσσονται «πάνω από τα κεφάλια» των εκ- προσώπων του μεσαίωνα.

Ο Α. Πότρεσοφ, όπως και όλοι οι σοσιαλσοβινιστές, μένει πίσω από την εποχή του, από την εποχή της σύγχρονης δημοκρατίας, μεταπηδώντας στην άποψη της παλιάς (της αστικής) δημοκρατίας, που από καιρό έχει ξεπεραστεί, είναι νεκρή και γι’ αυτό εσωτερικά ψεύτικη. Γι’ αυτό η παρακάτω έκκληση του Α. Πότρεσοφ για τη δημοκρατία αποτελεί το αποκορύφωμα σύγχυσης και αντίδραστικότητας.

«… Μη βαδίζεις προς τα πίσω αλλά μπροστά. Όχι προς τον ατομικισμό αλλά προς διεθνική συνείδηση σε όλη την πληρότητα της και σε όλη τη δύναμη της. Μπροστά, δηλαδή με μια ορισμένη έννοια και προς τα πίσω: Πίσω προς τον Ένγκελς, τον Μαρξ, τον Λασάλ στη μέθοδο τους εκτίμησης των διεθνών συγκρούσεων στην ιδέα τους ότι και η διεθνής δράση των κρατών πρέπει να χρησιμοποιηθεί προς το συμφέρον της δημοκρατίας.»

Ο Α. Πότρεσοφ, όχι «με μια ορισμένη έννοια» αλλά με κάθε έννοια, τραβάει τη σύγχρονη δημοκρατία προς τα πίσω, προς τα συνθήματα και την ιδεολογία της παλιάς αστικής δημοκρατίας, προς την εξάρτηση των μαζών από την αστική τάξη… Η μέθοδος του Μαρξ συνίσταται, πρώτ’ απ’ όλα, στο να παίρνεται υπόψη το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές σε μια δοσμένη συγκεκριμένη στιγμή, σε μια δοσμένη συγκεκριμένη κατάσταση για να κατανοηθεί, πριν απ’ όλα, ποιας τάξης το κίνημα αποτελεί το κύριο ελατήριο μιας ενδεχόμενης προόδου μέσα σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη κατάσταση.

 Τότε, το 1859, το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν ήταν ο ιμπεριαλισμός αλλά τα αστικοεθνικά απελευθερωτικά κινήματα. Κύριο ελατήριο ήταν το κίνημα της αστικής τάξης ενάντια στις φεουδαρχικές απολυταρχικές δυνάμεις. Και ο σοφότατος Α. Πότρεσοφ, ύστερα από 55 χρόνια, όταν τη θέση των αντιδραστικών φεουδαρχών την κατέλαβαν οι εξομοιωμένοι μ’ αυτούς μεγιστάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου της γερασμένης αστικής τάξης, θέλει να κρίνει τις διεθνείς συγκρούσεις από την άποψη της αστικής τάξης και όχι της νέας τάξης(2).

ο Α. Πότρεσοφ δε σκέφτηκε βαθιά τη σημασία της αλήθειας που ξεστόμισε. Ας υποθέσουμε ότι δυο χώρες πολεμούν ανάμεσα τους στην εποχή των αστικών, εθνικών και απελευθερωτικών κινημάτων. Ποιας χώρας την επιτυχία πρέπει να εύχεται κανείς από την άποψη της σύγχρονης δημοκρατίας; Βέβαια εκείνης της χώρας που η επιτυχία της θα σπρώξει πιο δυνατά και θα αναπτύξει πιο ορμητικά το απελευθερωτικό κίνημα της αστικής τάξης και που θα υποσκάψει περισσότερο τη φεουδαρχία. Ας υποθέσουμε, σε συνέχεια, ότι το καθοριστικό στοιχείο της αντικειμενικής ιστορικής εποχής άλλαξε και τη θέση του κεφαλαίου, που παλεύει για εθνική απελευθέρωση, την κατέλαβε το διεθνές αντιδραστικό το χρηματιστικό, το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο.

 Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμα» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4.

Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμιά ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό.

Ο αναγνώστης ας μην αφήσει μόνο να παρασυρθεί από την επιτηδευμένη ορολογία με την οποία ο Α. Πότρεσοφ καλύπτει το πέρασμα του στην άποψη της αστικής τάξης. Όταν ο Α. Πότρεσοφ ξεφωνίζει: «Όχι προς τον ατομικισμό αλλά προς τη διεθνική συνείδηση σε όλη την πληρότητα της και σε όλη τη δύναμη της», εννοεί να αντιπαραθέσει την άποψη του στην άποψη του Καουτσκι. Την άποψη του Καουτσκι (και των ομοίων του) την ονομάζει «ατομικισμό», θέλοντας να πει ότι ο Καουτσκι αρνείται να πάρει υπόψη «ποιας πλευράς πρέπει να εύχεται κανείς πιο πολύ την επιτυχία» και δικαιολογεί τον εθνικοφιλευθερισμό των εργατών κάθε «ξεχωριστής» χώρας. Εμείς, όμως, σα να λέει δηλαδή εγώ, ο Α. Πότρεσοφ, ο Τσερεβάνιν, ο Μάσλοφ, ο Πλεχάνοφ και οι άλλοι, κάνουμε έκκληση στη «διεθνική συνείδηση σε όλη την πληρότητα και τη δύναμη της», γιατί δεν υποστηρίζουμε καθόλου τον εθνικοφιλελευθεριομό ενός ορισμένου χρώματος από ατομικιστικά κρατική (ή ατομικιστικά εθνική) άποψη αλλά τον υποστηρίζουμε από αληθινά διεθνιστική…

Ο συλλογισμός αυτός θα ήταν γελοίος αν δεν ήταν τόσο… επαίσχυντος. Και ο Α. Πότρεσοφ και Σία και ο Καουτσκι σέρνονται στην ουρά της αστικής τάξης, προδίνοντας την άποψη της τάξης που προσπαθούν να εκπροσωπήσουν.

 

 

II

 

 

ο Α. Πότρεσοφ τιτλοφόρησε το άρθρο του: «Στο μεταίχμιο δυο εποχών.» Είναι αναμφισβήτητο ότι ζούμε στο μεταίχμιο δυο εποχών και τα μεγίστης σπουδαιότητας ιστορικά γεγονότα, που διαδραματίζονται μπρος στα μάτια μας, μπορούν να κατανοηθούν μόνο όταν αναλύσουμε, πρώτ’ απ’ όλα, τους αντικειμενικούς όρους του περάσματος από τη μια εποχή στην άλλη. Πρόκειται για μεγάλες ιστορικές εποχές* σε κάθε εποχή υπάρχουν και θα υπάρχουν διάφορα μικρότερα  κινήματα, που έχουν πότε χαρακτήρα προοδευτικό και πότε χαρακτήρα οπισθοδρομικό, υπάρχουν και θα υπάρχουν διάφορες αποκλίσεις από το μέσο τύπο και τους μέσους ρυθμούς των κινημάτων. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια ταχύτητα θα αναπτυχθούν τα διάφορα ιστορικά κινήματα μιας δοσμένης εποχής και σε τι βαθμό θα επιτύχουν. Μπορούμε όμως να ξέρουμε, και ξέρουμε, ποια τάξη βρίσκεται στο κέντρο της μιας ή της άλλης εποχής όταν καθορίσουμε το κύριο περιεχόμενο της, την κύρια κατεύθυνση της ανάπτυξης της, τις κύριες ιδιομορφίες των ιστορικών συνθηκών της δοσμένης εποχής κτλ.

Μόνο πάνω σ’ αυτήν τη βάση, δηλαδή παίρνοντας υπόψη σε πρώτη σειρά τα βασικά  γνωρίσματα που ξεχωρίζουν τις διάφορες «εποχές» (και όχι τα ξεχωριστά επεισόδια από την ιστορία ορισμένων χωρών), μπορούμε να καθορίσουμε σωστά την τακτική μας* και μόνο η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών μιας δοσμένης εποχής μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση για να κατανοηθούν οι πιο λεπτομερειακές ιδιομορφίες της μιας ή της άλλης χώρας.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το βασικό σόφισμα του Α. Πότρεσοφ και του Κάουτσκι (το άρθρο του τελευταίου δημοσιεύτηκε στο τελευταίο φύλλο του περιοδικού Νάσε Ντιέλο)” ή το βασικό ιστορικό λάθος και των δυο, που οδηγεί και τον ένα και τον άλλο σε εθνικοφιλελεύθερα και όχι σε μαρξιστικά συμπεράσματα.

Το παράδειγμα που πήρε ο Α. Πότρεσοφ και που παρουσιάζει γι’ αυτόν «ειδικό ενδιαφέρον», το παράδειγμα της ιταλικής εκστρατείας του 1859 και ολόκληρη σειρά από ανάλογα ιστορικά παραδείγματα που πήρε ο Κάουτσκι, αναφέρονται «ίσα-ίσα όχι σ* εκείνες τις ιστορικές εποχές» που «στο μεταίχμιο» τους ζούμε εμείς. Ας ονομάσουμε την εποχή στην οποία μπαίνουμε (ή μπήκαμε, που βρίσκεται όμως στο αρχικό της στάδιο) σύγχρονη (ή τρίτη) εποχή. Ας ονομάσουμε την εποχή από την οποία εμείς βγήκαμε χτεσινή (ή δεύτερη) εποχή. Θα χρειαστεί τότε να ονομάσουμε την εποχή από την οποία παίρνουν τα παραδείγματα τους ο Α. Πότρεσοφ και ο Κάουτσκι προχτεσινή (ή πρώτη) εποχή. Το εξωφρενικό σόφισμα, το ανυπόφορο ψέμα, που βρίσκει κανείς στους συλλογισμούς και του Α. Πότρεσοφ και του Κάουτσκι είναι ακριβώς ότι υποκαθιστούν τις συνθήκες της σύγχρονης (τρίτης) εποχής με τις συνθήκες της προχτεσινής (πρώτης) εποχής.

Ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα.

Η συνηθισμένη διαίρεση των ιστορικών εποχών, που έχει γίνει πολλές φορές στη μαρξιστική φιλολογία και που επαναλήφθηκε επανειλημμένα από τον Κάουτσκι και υιοθετήθηκε από τον Α. Πότρεσοφ στο άρθρο του, είναι η παρακάτω: 1) 1789-1871 2) 1871-1914 3) 1914-; Εννοείται ότι εδώ, όπως και παντού στη φύση και στην κοινωνία, τα όρια είναι συμβατικά και κινητά, σχετικά και όχι απόλυτα. Εμείς δεν παίρνουμε παρά κατά προσέγγιση τα πολύ σημαντικά και χτυπητά ιστορικά γεγονότα, που τα θεωρούμε ορόσημα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων.

Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Είναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, η εποχή των αστικοδημοκρατικών κινημάτων γενικά, των αστικοεθνικών ειδικά, η εποχή της γρήγορης συντριβής των φεουδαρχικών απολυταρχικών θεσμων που έφαγαν τα ψωμιά τους. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, η εποχή του περάσματος από την προοδευτική αστική τάξη στο αντιδραστικό και αντιδραστικότατο χρηματιστικό κεφάλαιο. Είναι η εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από τη νέα τάξη, από τη σύγχρονη δημοκρατία. Η τρίτη εποχή, που μόλις αρχίζει, βάζει την αστική τάξη «στην ίδια κατάσταση» που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών κλονισμών, καθώς και των κλονισμών που απορρέουν από τον ιμπεριαλισμό.

Ο Κάουτσκι, και κανένας άλλος, ήταν εκείνος που σε μια σειρά άρθρα και στην μπροσούρα του Ο δρόμος προς την εξουσία (βγήκε το 1909) περιέγραψε με απόλυτη ακρίβεια τα βασικά γνωρίσματα της επερχόμενης τρίτης εποχής, σημείωσε τη θεμελιακή διαφορά αυτής της εποχής από τη δεύτερη (τη χτεσινή), αναγνώρισε την αλλαγή των άμεσων καθηκόντων, καθώς και των συνθηκών και μορφών πάλης της σύγχρονης δημοκρατίας, την αλλαγή που απορρέει από τη μεταβολή των αντικειμενικών ιστορικών συνθηκών.

 Σήμερα ο Κάουτσκι καίει εκείνο που λάτρευε και αλλάζει μέτωπο με τον πιο απίστευτο, με τον πιο άπρεπο, με τον πιο ξετσίπωτο τρόπο. Στην προαναφερόμενη μπροσούρα μιλάει καθαρά για τα συμπτώματα του πολέμου που ζυγώνει και μάλιστα ενός πολέμου όπως αυτόν που το 1914 έγινε πραγματικότητα. Θα ήταν αρκετό να αντιπαραβάλλει κανείς απλούστατα μερικά σημεία αυτής της μπροσούρας με τα σημερινά γραπτά του Κάουτσκι για να δείξει πεντακάθαρα την προδοσία του απέναντι στις ίδιες τις πεποιθήσεις του και τις πανηγυρικότατες διακηρύξεις του. Και ο Κάουτσκι, απ’ αυτήν την άποψη, δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση (και καθόλου μόνο γερμανική) αλλά είναι ο τυπικός εκπρόσωπος ενός ολόκληρου ανώτερου στρώματος της σύγχρονης δημοκρατίας, που τη στιγμή της κρίσης πέρασε με το μέρος της αστικής τάξης.

Όλα τα ιστορικά παραδείγματα που χρησιμοποίησαν ο Α. Πότρεσοφ και ο Κάουτσκι αφορούν την πρώτη εποχή. Το βασικό αντικειμενικό περιεχόμενο των ιστορικών φαινομένων της εποχής των πολέμων, όχι μόνο του 1855, του 1859, του 1864, του 1866, του 1870 μα και του 1877 (ρωσοτουρκικός) και του 1896-1897 (πόλεμος Τουρκίας και Ελλάδας και ταραχές των Αρμενίων), ήταν αστικοεθνικά κινήματα ή «σπασμοί» της αστικής κοινωνίας που απελευθερωνόταν από τις διάφορες μορφές της φεουδαρχίας. Τότε δεν μπορούσε να γίνει λόγος για καμιά πραγματικά αυτοτελή δράση της σύγχρονης δημοκρατίας σε μια σειρά προηγμένες χώρες, για δράση που να ανταποκρίνεται στην εποχή της υπερωρίμανσης και της παρακμής της αστικής τάξης. Η βασική τάξη που πήρε τότε μέρος σ’ αυτούς τους πολέμους και στην πορεία τους ακολούθησε ανοδική γραμμή, η μοναδική τάξη που μπορούσε να παλεύει με συντριπτική δύναμη ενάντια στους φεουδαρχικούς-απολυταρχικούς θεσμούς, ήταν η αστική τάξη.

Στις διάφορες χώρες η αστική αυτή τάξη, που εκπροσωπούνταν από διαφορετικά στρώματα εύπορων εμπορευματοπαραγωγών, ήταν σε διαφορετικό βαθμό προοδευτική και κάποτε (λόγου χάρη, ένα μέρος της ιταλικής αστικής τάξης το 1859) και επαναστατική, γενικό, όμως, γνώρισμα της εποχής ήταν ο προοδευτικός ακριβώς χαρακτήρας της αστικής τάξης, δηλαδή το γεγονός ότι ο αγώνας της ενάντια στη φεουδαρχία δεν είχε ακόμη φτάσει στο σκοπό του, δεν είχε τερματιστεί. Είναι απόλυτα φυσικό ότι τα στοιχεία της σύγχρονης δημοκρατίας -και ο Μαρξ ως εκπρόσωπος τους- οδηγούμενα από την αδιαφιλονίκητη αρχή της υποστήριξης της προοδευτικής αστικής τάξης (μιας αστικής τάξης ικανής για αγώνα) ενάντια στη φεουδαρχία, είχαν τότε να λύσουν το ζήτημα «ποιας πλευράς», δηλαδή ποιας αστικής τάξης, «την επιτυχία» πρέπει να εύχεται κανείς. Το λαϊκό κίνημα στις κυριότερες χώρες που αγκάλιαζε ο πόλεμος ήταν τότε πανδημοκρατικό, δηλαδή αστικοδημοκρατικό στο οικονομικό και ταξικό του περιεχόμενο. Είναι απόλυτα φυσικό ότι τότε δεν μπορούσε να θέσει κανείς άλλο ζήτημα εκτός από το ζήτημα ποιας: αστικής τάξης η επιτυχία, με ποιο συνδυασμό, με την αποτυχία ποιας από τις αντιδραστικές δυνάμεις (τις φεουδαρχικές-απολυταρχικές που συ^/κρατούσαν την άνοδο της αστικής τάξης), υπόσχεται ευρύτερο «πεδίο δράσης» για τη σύγχρονη δημοκρατία.

Παράλληλα ο Μαρξ -όπως είναι αναγκασμένος να το ομολογήσει και ο ίδιος ο Α. Πότρεσοφ-όταν έδινε την «εκτίμηση» των διεθνών συγκρούσεων που προκαλούνταν από τα αστικά εθνικά και απελευθερωτικά κινήματα, είχε για οδηγό του τους εξής συλλογισμούς: Ποιας πλευράς η επιτυχία είναι σε θέση να βοηθήσει περισσότερο την «ανάπτυξη» (σελ. 74 του άρθρου του Α. Πότρεσοφ) το)ν εθνικών και γενικά των λαϊκών πανδημοκρατικών κινημάτων.

Αυτό σημαίνει ότι στις πολεμικές συγκρούσεις, που προκαλούνταν μέσα σε ορισμένες εθνότητες από την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία, ο Μαρξ, όπως και το 1848, φρόντιζε περισσότερο από κάθε άλλον για το πλάτεμα και την ένταση των αστικοδημοκρατικών κινημάτων με τη συμμετοχή πιο πλατιών και πιο «πληβειακών» μαζών, της μικροαστικής τάξης γενικά, της αγροτιάς ειδικά, τέλος των άπορων τάξε- ων. Αυτός ακριβός ο συλλογισμός του Μαρξ, για το πλάτεμα της κοινωνικής βάσης του κινήματος και για την ανάπτυξη του, ξεχώριζε ριζικά τη συνεπή δημοκρατική τακτική του Μαρξ από την ασυνεπή τακτική του Λασάλ, που έκλινε προς μια συμμαχία με τους εθνικοφιλελεύθερους.

Οι διεθνείς συγκρούσεις, όσον αφορά τη μορφή τους, παρέμειναν και στην τρίτη εποχή οι ίδιες όπως και στην πρώτη εποχή, το κοινωνικό, όμως, και το ταξικό τους  περιεχόμενο άλλαξε ριζικά. Η αντικειμενική ιστορική κατάσταση  έγινε εντελώς διαφορετική.

Ο αγώνας ενάντια στη φεουδαρχία που διεξήγαγε το ανερχόμενο κεφάλαιο για την εθνική του απελευθέρωση αντικαταστάθηκε από την πάλη του αντιδραστικότατου, ξεπερασμένου από τη ζωή, χρηματιστικού κεφαλαίου, που έφαγε τα ψωμιά του και τραβάει προς τα κάτω, προς την παρακμή -ενάντια στις νέες δυνάμεις. Τα αστικοεθνικά  πλαίσια των κρατών, που στην πρώτη εποχή ήταν το βάθρο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρωπότητας τότε που αυτή απολυτρωνόταν από τη φεουδαρχία, έγιναν τώρα, στην τρίτη εποχή, εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η αστική τάξη από ανερχόμενη πρωτοπόρα τάξη έγινε τάξη που τραβάει τον κατήφορο, τάξη σε παρακμή, εσωτερικά νεκρή, αντιδραστική. Και ανερχόμενη τάξη -σε πλατιά ιστορική κλίμακα- έγινε μια εντελώς άλλη τάξη.

Ο Α. Πότρεσοφ και ο Κάουτσκι εγκατέλειψαν την άποψη αυτής της τάξης και τράβηξαν προς τα πίσω, επαναλαμβάνοντας την αστική απάτη που στηρίζεται στην ιδέα ότι το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές είναι, τάχα, και τώρα το προοδευτικό κίνημα της αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρχία. Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης -αδιάφορο τι «χρώμα» θα έχει αυτή η αστική τάξη.

Στην πρώτη εποχή, αντικειμενικά, το ιστορικό καθήκον ήταν: Με τι τρόπο πρέπει «να εκμεταλλευτεί» η προοδευτική αστική τάξη τις διεθνείς προστριβές στην πάλη της ενάντια στους κύριους  εκπρόσωπους της φεουδαρχίας, που πέθαινε, για να πετύχει το μεγαλύτερο κέρδος για την παγκόσμια αστική δημοκρατία γενικά. Τότε, στην πρώτη εποχή, πριν μισό αιώνα και παραπάνω, ήταν φυσικό και αναπόφευκτο η υποδουλωμένη από τη φεουδαρχία αστική τάξη να εύχεται την αποτυχία του φεουδάρχη καταπιεστή «της» κι, εκτός απ’ αυτό, ήταν πολύ μικρός ο αριθμός αυτών των κύριων, των κεντρικών, φεουδαρχικών φρουρίων με πανευρωπαϊκή βαρύτητα. Και ο Μαρξ έδινε την «εκτίμηση»: Σε ποια χώρα, στις δοσμένες συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες (κατάσταση), η επιτυχία του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος έχει ουσιαστικότερη σημασία για την υπόσκαψη του πανευρωπαϊκού φεουδαρχικού φρουρίου.

Τώρα, στην τρίτη εποχή, δεν έχει απομείνει κανένα φεουδαρχικό φρούριο πανευρωπαϊκής σημασίας. Η «εκμετάλλευση» των συνθηκών αποτελεί, βέβαια, καθήκον της σύγχρονης δημοκρατίας, ακριβώς, όμως, η εκμετάλλευση σε διεθνή κλίμακα-αντίθετα απ’ όσα λένε ο Α. Πότρεσοφ και ο Κάουτσκι-δεν πρέπει να στρέφεται ενάντια σε ορισμένα χωριστά εθνικά χρηματιστικά κεφάλαια αλλά ενάντια στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Και την εκμετάλλευση αυτή δεν πρέπει να την κάνει η τάξη που πριν 50-100 χρόνια ήταν η ανερχόμενη τάξη. Τότε γινόταν λόγος για «διεθνική δράση» (έκφραση του Α. Πότρεσοφ) της πιο πρωτοπόρας αστικής δημοκρατίας· τώρα ένα παρόμοιο καθήκον έχει ιστορικά ωριμάσει και τεθεί από την αντικειμενική κατάσταση μπροστά σε μια εντελώς άλλη τάξη.

 

 

III

 

 

Η δεύτερη εποχή, ή η «περίοδος των σαράντα πέντε χρόνων» (1870-1914), κατά την έκφραση του Α. Πότρεσοφ, χαρακτηρίζεται πολύ ανεπαρκώς από τον ίδιο. Από την ίδια ανεπάρκεια πάσχει και ο χαρακτηρισμός της εποχής αυτής στο έργο του Τρότσκι, που το έγραψε στα γερμανικά, αν και αυτός δε συμφωνεί με τον Α. Πότρεσοφ στα πρακτικά συμπεράσματα (πράγμα  που  πρέπει να θεωρηθεί υπεροχή τοι^ πρώτου απέναντι στο δεύτερο) -και είναι λίγο πιθανό να είναι και στους δυο συγγραφείς  που αναφέραμε καθαρή η αιτία μιας ορισμένης συγγένειας μεταξύ τους.

Ο Α. Πότρεσοφ· γράφει για την εποχή που ονομάσαμε δεύτερη ή χτεσινή:

«Ο λεπτολόγος και περιορισμένος χαρακτήρας της εργασίας και της πάλης και η τάση βαθμιαίας εξέλιξης που διαπερνά τα πάντα, το γνώρισμα αυτό της εποχής που ορισμένοι το έκαναν κανόνα, για άλλους έγινε ένας συνηθισμένος παράγοντας της ζωής τους και ως τέτοιος αποτέλεσε στοιχείο της ψυχολογίας τους, απόχρωση της ιδεολογίας τους» (71)… «Το ταλέντο της (αυτής της εποχής) για συστηματική, συγκρατημένη και προσεκτική κίνηση προς τα εμπρός είχε (ως ανάποδη όψη του, πρώτο, την καθαρά εκφρασμένη ανικανότητα προσαρμογής στα στοιχεία παραβίασης όλων αυτών των τάσεων βαθμιαίας εξέλιξης και στα καταστροφικά φαινόμενα κάθε είδους και, δεύτερο, ένα εξαιρετικό κλείσιμο στη σφαίρα της εθνικής δράσης, στη σφαίρα του εθνικού περιβάλλοντος» (72)… «Ούτε επαναστάσεις, ούτε πόλεμοι» (70)… «Η δημοκρατία εθνικόποιούνταν με τόσο μεγαλύτερη επιτυχία, όσο περισσότερο παρατεινόταν η περίοδος “αγώνα θέσεων” που έκανε, όσο αργούσε ν’ αποχωρήσει από τη σκηνή η περίοδος εκείνη της ευρωπαϊκής ιστορίας που… ήταν περίοδος που δε γνώρισε διεθνείς συγκρούσεις στην καρδιά της Ευρώπης και συνεπώς δε γνώρισε και ταραχές που να ξεπερνούν τα πλαίσια των εθνικών κρατικών εδαφών, περίοδος που δεν ένιωσε επιτακτικά συμφέροντα πανευρωπαϊκής ή παγκόσμιας κλίμακας» (75-76).

Βασική έλλειψη αυτού του χαρακτηρισμού, καθώς και του αντίστοιχου χαρακτηρισμού της ίδιας εποχής που έδωσε ο Τρότσκι, είναι η έλλειψη επιθυμίας να δει και να αναγνωρίσει τις βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις της σύγχρονης δημοκρατίας, που αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος που περιγράψαμε. Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι η σύγχρονη δημοκρατία της δοσμένης εποχής παραμένει, τάχα, ένα ενιαίο σύνολο που, μιλώντας γενικά, διαποτιζόταν από το πνεύμα της βαθμιαίας εξέλιξης, εθνικοποιούταν, ξεσυνήθιζε τις παραβιάσεις της βαθμιαίας εξέλιξης και των καταστροφών, εκφυλιζόταν και σκεπαζόταν με μούχλα.

Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ήταν έτσι, γιατί παράλληλα με τις προαναφερόμενες τάσεις δρούσαν αναμφισβήτητα και άλλες αντίθετες  τάσεις, η «ζωή» Τ(ον εργατικών μαζών διεθνοποιούταν -έλξη προς τις πόλεις και ισοπέδωση (εξομοίωση) των συνθηκών ζωής στις μεγάλες πόλεις όλου του κόσμου, διεθνοποίηση του κεφαλαίου, ανακάτεμα στα πολύ μεγάλα εργοστάσια του πληθυσμού της πόλης και του χωριού, του ντόπιου και του αλλοεθνούς κτλ.- οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονταν, οι ενώσεις  των επιχειρηματιών πίεζαν όλο και πιο έντονα τις ενώσεις   των εργατών, εμφανίζονταν πιο οξείες και δύσκολες μορφές πάλης, όπως, λόγου χάρη, οι μαζικές απεργίες, μεγάλωνε η ακρίβεια της ζωής, η καταπίεση του χρηματιστικού κεφαλαίου γινόταν αφόρητη κτλ. κτλ.

Στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι -αυτό το ξέραμε στα σίγουρα. Στη διάρκεια αυτής της εποχής καμιά, μα κυριολεκτικά καμιά, από τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης δε γλύτωσε από την πάλη ανάμεσα στα δυο αντιφατικά ρεύματα που υπάρχουν μέσα στους κόλπους της σύγχρονης δημοκρατίας. Σε κάθε μια από τις μεγάλες χώρες η πάλη αυτή έπαιρνε κάποτε -παρόλο το γενικό «ειρηνικό», «στάσιμο», υπναλέο χαρακτήρα της εποχής- τις πιο θυελλώδεις μορφές, φτάνοντας ως τη διάσπαση. Τα αντιφατικά αυτά ρεύματα εκδηλώθηκαν σε όλους, χωρίς εξαίρεση, τους πολυποίκιλους τομείς της ζωής και σε όλα τα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας: Στάση απέναντι στην αστική τάξη, συμμαχίες με τους φιλελευθέρους, ψήφιση των πιστώσεων, στάση απέναντι στην αποικιακή πολιτική, απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, απέναντι στο χαρακτήρα της οικονομικής πάλης, απέναντι στην ουδετερότητα των συνδικάτων κ.ά.

«Η τάση βαθμιαίας εξέλιξης που διαπερνά τα πάντα» δεν ήταν καθόλου μια διάθεση που κυριαρχούσε ιδιαίτερα μέσα σ’ όλη τη σύγχρονη δημοκρατία, όπως βγαίνει απ’ όσα λένε ο Πότρεσοφ και ο Τρότσκι. Όχι, η τάση αυτή της βαθμιαίας εξέλιξης αποκρυσταλλώθηκε προς μια ορισμένη κατεύθυνση, που συχνά δημιουργούσε στην Ευρώπη αυτής της περιόδου διάφορες ομάδες, κάποτε μάλιστα και διάφορα κόμματα της σύγχρονης δημοκρατίας. Η κατεύθυνση αυτή είχε τους ηγέτες της, τα όργανα του Τύπου της, την πολιτική της, την ειδική της επενέργεια -οργανωμένη μ’ ένα ειδικό τρόπο- πάνω στις μάζες του πληθυσμού. Κάτι περισσότερο. Η κατεύθυνση αυτή στηριζόταν όλο και περισσότερο -και στο τέλος «στηρίχτηκε» οριστικά, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι- στα συμφέροντα ορισμένου κοινωνικού στρώματος μέσα στη σύγχρονη δημοκρατία.

«Η τάση βαθμιαίας εξέλιξης που διαπερνά τα πάντα» τράβηξε, όπως ήταν φυσικό, στις γραμμές της σύγχρονης δημοκρατίας μια σειρά μικροαστούς συνοδοιπόρους· έπειτα σε ορισμένο στρώμα κοινοβουλευτικών ανδρών, δημοσιογράφων, υπαλλήλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δημιουργήθηκαν ορισμένες μικροαστικές ιδιομορφίες  ύπαρξης -και συνεπώς και πολιτικού «προσανατολισμού» (κατεύθυνσης, τάσης)- ξεχώρισε, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό έκδηλα και ευδιάκριτα, ένα είδος γραφειοκρατίας και αριστοκρατίας της εργατικής τάξης.

Πάρτε, λόγου χάρη, την κατοχή αποικιών, την επέκταση των αποικιακών κτήσεων. Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό ήταν ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της εποχής που περιγράφουμε και της πλειοψηφίας των μεγάλων κρατών. Και τι σήμαινε αυτό από οικονομική άποψη; Αυτό σήμαινε ένα ορισμένο ποσό υπερκέρδους και ιδιαιτέρων προνομίων για την αστική τάξη· και έπειτα σήμαινε αναμφισβήτητα τη δυνατότητα να παίρνει μερικά ψίχουλα απ’ αυτά τα «κομμάτια της πίτας» και μια μικρή μειοψηφία μικροαστών και έπειτα μια μικρή μειοψηφία μισθωτών με καλύτερες θέσεις, διορισμένων υπαλλήλων του εργατικού κινήματος κτλ.

Ότι μια ασήμαντη μειοψηφία της εργατικής τάξης «επωφελήθηκε», π.χ. στη Αγγλία, από τα ψίχουλα των κερδών που βγαίνουν από τις αποικίες και από τα προνόμια, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, που το αναγνώρισαν και το τόνισαν ήδη ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Εκείνο, όμως, που ήταν κάποτε φαινόμενο αποκλειστικά αγγλικό, έγινε φαινόμενο γενικό για όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, στο βαθμό που οι χώρες αυτές περνούσαν στην κατοχή αποικιών σε μεγάλη κλίμακα και γενικά στο βαθμό που αναπτυσσόταν και έπαιρνε διαστάσεις η ιμπεριαλιστική περίοδος του καπιταλισμού.

Με λίγα λόγια η «τάση βαθμιαίας εξέλιξης που διαπερνά τα πάντα» της δεύτερης (ή της χτεσινής) εποχής δε δημιούργησε μόνο μια ορισμένη «ανικανότητα προσαρμογής στις παραβιάσεις της βαθμιαίας εξέλιξης», όπως νομίζει ο Α. Πότρεσοφ, ή μόνο ορισμένες «δυνητικές» ροπές, όπως νομίζει ο Τρότσκι: Δημιούργησε μια ολόκληρη οπορτουνιστική κατεύθυνση που στηρίζεται σ’ ένα ορισμένο κοινωνικό στρώμα μέσα στη σύγχρονη δημοκρατία, συνδεμένο με την αστική τάξη του δικού του εθνικού «χρώματος» με πολυάριθμά  νήματα κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων -μια κατεύθυνση που είναι άμεσα, ανοιχτά, εντελώς συνειδητά και συστηματικά εχθρική προς κάθε ιδέα «παραβίασης της βαθμιαίας εξέλιξης».

Η ρίζα μιας ολόκληρης σειράς τακτικών και οργανωτικών λαθών του Τρότσκι (χωρίς να μιλάμε για τον Α. Πότρεσοφ) βρίσκεται ακριβώς στο φόβο του, ή στην απροθυμία του, ή στην ανικανότητα του, να αναγνωρίσει την πλήρη «ωριμότητα» της οπορτουνιστικής κατεύθυνσης, καθώς επίσης και τη στενότατη, αδιάρρηκτη σύνδεση της με τους εθνικοφιλελεύθερους (ή το σοσιαλεθνικισμό) των ημερών μας. Στην πράξη η άρνηση αυτού του γεγονότος της «ωριμότητας» και αυτής της αδιάρρηκτης σύνδεσης οδηγεί, το λιγότερο, σε πλήρη σύγχυση και αδυναμία απέναντι στο σοσιαλεθνικιστικό (ή εθνικοφιλελεύθερο) κακό που κυριαρχεί.

Μιλώντας γενικά και ο Α. Πότρεσοφ και ο Μάρτοφ και ο Άξελροντ και ο Βλ. Κοσόβσκι (που έφτασε σε σημείο να υπερασπίζει την εθνικοφιλελεύθερη ψήφιση πολεμικών πι-πτώσεων από μέρους τ(ι)ν Γερμανών δημοκρατών) και ο Τρότσκι αρνούνταν τη σύνδεση ανάμεσα στον οπορτουνισμό και το σοσιαλεθνικιομό.

Το κύριο «επιχείρημα» τους είναι ότι δεν υπάρχει πλήρης σύμπτωση ανάμεσα στη χτεσινή διαίρεση της δημοκρατίας «με βάση τον οπορτουνισμό» και στη σημερινή διαίρεση της «με βαση το σοσιαλεθνικιομό». Το επιχείρημα αυτό είναι, πρωτο, ουσιαστικά λαθεμένο, όπως θα το δείξουμε αμέσως, και, δεύτερο, είναι εντελώς μονόπλευρο, όχι ολοκληρωμένο και, από μαρξιστική άποψη, ριζικά ανυπόστατο. Ορισμένα πρόσωπα και ομάδες μπορούν να περνούν από τη μια πλευρά στην άλλη -αυτό δεν είναι απλώς δυνατό μα και αναπόφευκτο σε κάθε μεγάλο κοινωνικό «τράνταγμα»· απ’ αυτό δεν αλλάζει καθόλου ο χαρακτήρας ενός ορισμένου ρεύματος- δεν αλλάζει και η ιδεολογική σύνθεση ανάμεσα σε ορισμένα ρεύματα, δεν αλλάζει και η ταξική τους σημασία. Θα νόμιζε κανείς ότι όλοι αυτοί οι συλλογισμοί είναι τόσο πασίγνωστοι και αναμφισβήτητοι, ώστε βρίσκεται κανείς κάπως σε δύσκολη θέση να επιμένει πολύ ο’ αυτούς. Και όμως αυτούς ακριβώς τους συλλογισμούς ξέχασαν οι προαναφερόμενοι συγγραφείς. Το βασικό ταξικό νόημα -ή αν θέλετε το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού- είναι ότι ορισμένα στοιχεία της σύγχρονης δημοκρατίας πέρασαν (στην πράξη, με άλλα λόγια κι αν δεν έχουν επίγνωση αυτού του πράγματος) με το μέρος της αστικής τάξης σε μια ολόκληρη σειρά ζητήματα.

Ο οπορτουνισμός είναι φιλελεύθερη εργατική πολιτική. Αν φοβάται κανείς τη «φραξιονιστική» όψη αυτών των εκ- φράσεων θα του δώσουμε τη συμβουλή να κάνει τον κόπο να μελετήσει τις γνώμες του Μαρξ, του Ένγκελς και του Κάουτσκι («αυθεντία» πολύ κατάλληλη για τους αντιπάλους του «φραξιονισμού», δεν είναι έτσι;) έστω και για τον αγγλικό οπορτουνισμό. Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη αμφιβολία ότι αποτέλεσμα μιας τέτοιας μελέτης θα είναι η αναγνώριση της ριζικής και ουσιαστικής σύμπτωσης του οπορτουνισμού και της φιλελεύθερης εργατικής πολιτικής. Το βασικό ταξικό νόημα του σοσιαλεθνικισμού των ημερών μας είναι απόλυτα το ίδιο. Η βασική ιδέα του οπορτουνισμού είναι η συμμαχία ή η προσέγγιση (κάποτε συμφωνία, συνασπισμός κτλ.) της αστικής τάξης και του αντίποδα της.

Η βασική ιδέα του σοσιαλεθνικισμού είναι απόλυτα η ίδια. Δε χωράει καμιά αμφιβολία για την ιδεολογικοπολιτική συγγένεια, σύνδεση ή ακόμη και ταυτότητα, του οπορτουνισμού και του σοσιαλεθνικισμού. Εννοείται, όμως, ότι δεν πρέπει να παίρνουμε ως βάση μήτε πρόσωπα, μήτε ομάδες αλλά ακριβώς την ανάλυση του ταξικού περιεχομένου των κοινωνικών ρευμάτων και την ιδεολογικοπολιτική έρευνα των βασικών, ουσιαστικών αρχών τους.

Αν το ίδιο θέμα το αντιμετωπίσουμε από κάπως διαφορετική πλευρά θα βάλουμε το ερώτημα: Από πού προέρχεται ο σοσιαλεθνικισμός; Πώς σχηματίστηκε και αναπτύχθηκε; Τι ήταν εκείνο που του έδωσε σημασία και δύναμη;

Όποιος δεν ξεκαθάρισε μέσα του αυτά τα ερωτήματα αυτός δεν κατάλαβε καθόλου τι είναι σοσιαλεθνικισμός και, συνεπώς, είναι εντελώς ανίκανος «να χωρίσει ιδεολογικά» από το σοσιαλεθνικισμό, έστω και αν υπερθεματίζει και ορκίζεται ότι είναι έτοιμος «να χωρίσει ιδεολογικά» απ’ αυτόν.

Και η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι μια: Ο σοσιαλεθνικισμός εξελίχτηκε από τον οπορτουνισμό και ο οπορτουνισμός ήταν εκείνος που του έδωσε δύναμη. Πώς μπόρεσε να γεννηθεί «μεμιάς» ο σοσιαλεθνικισμός; Όπως ακριβώς γεννιέται «μεμιάς» το βρέφος αφού περάσουν εννέα μήνες από τη σύλληψη του. Η καθεμιά από τις πολυάριθμες εκδηλώσεις του οπορτουνισμού στη διάρκεια όλης της δεύτερης (ή της χτεσινής) εποχής σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν από ένα ρυάκι και τα ρυάκια αυτά όλα μαζί συγχωνεύτηκαν τώρα «μεμιάς» ο’ ένα μεγάλο, αν και πολύ ρηχό (σε παρένθεση θα προσθέταμε: Θολό και γεμάτο λάσπη), σοσιαλεθνικιστικό ποτάμι. Εννέα  μήνες μετά από τη σύλληψη ο καρπός πρέπει να αποχωριστεί από τη μάνα πολλές δεκαετίες μετά από τη σύλληψη του οπορτουνισμού ο ώριμος καρπός του, ο σοσιαλεθνικισμός,

θα πρέπει μέσα σε λίγο πολύ σύντομο (σε σύγκριση με τις δεκαετίες) χρονικό διάστημα να αποχωριστεί από τη σύγχρονη δημοκρατία. Όσο και να φωνάζουν οι διάφοροι αγαθοί άνθρωποι, όσο και να θυμώνουν, όσο και να λυσσομανούν με αφορμή τις σκέψεις και τους λόγους γι’ αυτό το πράγμα, αυτό είναι αναπόφευκτο, γιατί απορρέει από όλη την κοινωνική εξέλιξη της σύγχρονης δημοκρατίας κι από τις αντικειμενικές συνθήκες της τρίτης εποχής.

Αν όμως δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στη διαίρεση «με βάση τον οπορτουνισμό» και στη διαίρεση «με βάση το σοσιαλεθνικισμό», μήπως αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική σύνδεση ανάμεσα στα δοσμένα  φαινόμενα; Πρώτο, δεν το αποδεικνύει, όπως το πέρασμα ορισμένων προσώπων από την αστική τάξη στα τέλη του 18ου αιώνα πότε με το μέρος των φεουδαρχών και πότε με το μέρος του λαού, δεν αποδεικνύει ότι «δεν υπάρχει σύνδεση» ανάμεσα στην ανάπτυξη της αστικής τάξης και στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Δεύτερο, γενικά και συνολικά -και πρόκειται μόνο για το γενικό και συνολικό- μια τέτοια αντιστοιχία υπάρχει. Μην παίρνεται μια μόνο χώρα αλλά μια σειρά χώρες, λόγου χάρη, δέκα ευρωπαϊκές  χώρες: τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Ρωσία, την Ιταλία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ολλανδία και τη Βουλγαρία. Θα δείτε ότι μόνο οι τρεις  υπογραμμισμένες  χώρες αποτελούν μια ορισμένη εξαίρεση· στις υπόλοιπες τα ρεύματα των αποφασιστικών αντιπάλων του οπορτουνισμού γέννησαν ακριβώς ρεύματα εχθρικά προς το σοσιαλεθνικισμό.

Συγκρίνετε τη γνωστή Μηναία Επιθεώρηση με τους αντιπάλους της στη Γερμανία, συγκρίνετε το Νάσε Ντιέλο με τους αντιπάλους του στη Ρωσία, το κόμμα του Μπισολάτι με τους αντιπάλους του στην Ιταλία· τους οπαδούς του Γκρόιλιχ με τους οπαδούς του Γκριμ στην Ελβετία, του Μπράντινγκ με τους οπαδούς του Χέγκλουντ στη Σουηδία, του Τρούλστρα και του Πάνεκουκ με τον Γκόρτερ στην Ολλανδία· τέλος, τους ομπστσεντέλτσι με τους  τεσνιάκι στη Βουλγαρία.

Μια γενική αντιστοιχία ανάμεσα στην παλιά και τη νέα διαίρεση είναι γεγονός, πλήρης, όμως, αντιστοιχία δεν υπάρχει ούτε και στα πιο απλά φαινόμενα της φύσης, όπως δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στον Βόλγα έπειτα από τη συμβολή του Κάμα με τον Βόλγα και τον Βόλγα πριν απ’ αυτήν τη συμβολή, ή όπως δεν υπάρχει πλήρης ομοιότητα ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς. Η Αγγλία αποτελεί φαινομενική εξαίρεση· στην πραγματικότητα πριν τον πόλεμο στην Αγγλία υπήρχαν δυο βασικά ρεύματα γύρω από δυο καθημερινές εφημερίδες -ασφαλέστατο αντικειμενικό κριτήριο για τη μαζικότητα του ρεύματος: Συγκεκριμένα γύρω από τις εφημερίδες Ημερήσιος Πολίτη των οπορτουνιστών και Ημερήσιος Κήρυκας των αντιπάλων του οπορτουνισμού. Και τις δυο εφημερίδες τις κατέκλυσε το κύμα του εθνικισμού· στην αντιπολίτευση, όμως, βρέθηκαν λιγότεροι από το 1 /10 των οπαδών της πρώτης και περίπου τα 3/7 των οπαδών της δεύτερης.

Η συνηθισμένη μέθοδος σύγκρισης όταν γίνεται αντιπαράθεση μόνο ανάμεσα στο Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα δεν είναι σωστή, γιατί δεν παίρνεται υπόψη ο ουσιαστικός συνασπισμός αυτού του τελευταίου και με τους  φαβιανούς’ και με το Εργατικό Κόμμα”. Συνεπώς, από τις 10 χώρες μόνο οι δυο αποτελούν εξαίρεση· μα κι εδώ δεν έχουμε απόλυτη εξαίρεση, γιατί τα ρεύματα δεν άλλαξαν θέσεις, απλώς το κύμα σκέπασε (για λόγους τόσο κατανοητούς που δεν είναι ανάγκη να σταθούμε σ’ αυτούς) σχεδόν όλους τους αντιπάλους του οπορτουνισμού. Αυτό αποδεικνύει αναμφισβήτητα τη δύναμη του κύματος·αυτό, όμως, δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι γενικά στην Ευρώπη η παλιά διαίρεση αντιστοιχεί με τη νέα.

Μας λένε: Η διαίρεση «με βάση τον οπορτουνισμό» πάλιωσε· νόημα έχει μόνο η διαίρεση σε οπαδούς του διεθνισμού και σε οπαδούς της εθνικής στενότητας. Αυτή είναι μια γνώμη ριζικά λαθεμένη. Η έννοια «οπαδός του διεθνισμού» δεν έχει κανένα περιεχόμενο και κανένα νόημα αν δεν την αναπτύξετε συγκεκριμένα και κάθε βήμα μιας τέτοιας συγκεκριμένης ανάπτυξης θα είναι και μια απαρίθμηση των γνωρισμάτων της εχθρότητας απέναντι στον οπορτουνισμό. Στην πράξη αυτό θα είναι ακόμη πιο σωστό.

Το να είσαι οπαδός του διεθνισμού χωρίς να είσαι ο πιο συνεπής κι αποφασιστικός αντίπαλος του οπορτουνισμού είναι αυταπάτη και τίποτε παραπάνω. Ίσως ορισμένα πρόσωπα αυτού του είδους να θεωρούν ειλικρινά το εαυτό τους «διεθνιστή», τους ανθρώπους, όμως, δεν τους κρίνουν από το τι σκέπτονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους αλλά από την πολιτική τους στάση: Η πολιτική στάση τέτοιων «διεθνιστών», που δεν είναι συνεπείς και αποφασιστικοί αντίπαλοι του οπορτουνισμού, θα αποτελεί πάντα για το ρεύμα των εθνικιστών βοήθεια ή υποστήριξη. Από το άλλο μέρος και οι εθνικιστές αυτοαποκαλούνται «διεθνιστές» (Κάουτσκι, Λεντς, Χένις, Βαντερβέλντε, Χάιντμαν κ.ά.) και όχι μόνο αυτοαποκαλούνται αλλά και αναγνωρίζουν απόλυτα την ανάγκη για μια διεθνή προσέγγιση, συμφωνία, συγχώνευση των ανθρώπων, του τρόπου σκέψης τους.

Οι οπορτουνιστές δεν είναι ενάντια στο «διεθνισμό», είναι απλώς υπέρ της διεθνούς επιδοκιμασίας και της διεθνούς συμφωνίας των οπορτουνιστών.

 

 

 

Γράφτηκε αργότερα από το Γενάρη του 1915.

Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1917 στη Μόσχα στην Ι Συλλογή του εκδοτικού «Πριλίβ»

Υπογραφή: Ν. Κονσταντίνοφ

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της Συλλογής.

 

1)ο Α. Πότρεσοφ, ανάμεσα στ’ άλλα, αρνείται ν’ απαντήσει στο ερώτημα ποιος είχε δίκιο στην εκτίμηση των συνθηκών του πολέμου του 1859: Ο Μαρξ ή ο Λασάλ. Νομίζουμε ότι δίκιο είχε (αντίθετα από τη γνώμη του Μέριγκ) ο Μαρξ, ενώ ο Λασάλ ήταν και τότε, όπως και στις ερωτοτροπίες του με τον Βίσμαρκ, οπορτουνιστής. Ο Λασάλ προσαρμόστηκε στη νίκη της Πρωσίας και του Βίσμαρκ, προσαρμόστηκε στην έλλειψη ενός αρκετά ισχυρού δημοκρατικού εθνικού κινήματος στην Ιταλία και στη Γερμανία. Έτσι ο Λασάλ ταλαντεύτηκε προς την εθνικοφιλελεύθερη εργατική πολιτική. Ο Μαρξ, αντίθετα, ενθάρρυνε και ανέπτυσσε μια αυτοτελή, συνεπή, δημοκρατική πολιτική, εχθρική προς την εθνικοφιλελεύθερη δειλία (η επέμβαση της Πρωσίας ενάντια στον Ναπολέοντα το 1859 θα ήταν κίνητρο για ένα λαϊκό κίνημα στη Γερμανία). Ο Λασάλ έβλεπε περισσότερο προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω, έστρεφε τα βλέμματα του προς τον Βϊσμαρκ. Η «επιτυχία» του Βίσμαρκ δε δικαιολογεί καθόλου τον οπορτουνιομό του Λασάλ.

 

2)«Πραγματικά -γράφει ο Α. Πότρεσοφ- σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο της φαινομενικής στασιμότητας, στο εσωτερικό κάθε χώρας συντελούνταν τεράστια μοριακά προτσές αλλά και η διεθνής κατάσταση μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά, γιατί καθοριστικό στοιχείο της γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρα η πολιτική των  αποικιακών  κατακτήσεων. η πολιτική του μαχόμενου ιμπεριαλισμού.»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *