Walter Benjamin: Αριστερή μελαγχολία

 

Walter Benjamin-Αριστερή μελαγχολία

 

(1931)

Αρχική δημοσίευση Gesammelte Schriften, τομ. III.

 Αγγλική δημοσίευση: Selected Writings, τομ. 2.

 Μτφρ.: Lenin Reloaded

 

 

 

Σήμερα, τα ποιήματα του Kästner διατίθενται ήδη σε τρεις επιβλητικούς τόμους. Οποιοσδήποτε θελήσει να μελετήσει τον χαρακτήρα των στίχων του όμως θα πρέπει να εμμείνει στην μορφή που είχαν όταν πρωτοεμφανίστηκαν. Δεμένα σε βιβλίο είναι πολύ στριμωγμένα και κάπως ασφυκτικά, αλλά στις εφημερίδες πετάγονται σαν τα ψάρια στο νερό. Αν αυτό το νερό δεν είναι και το καθαρότερο, και αν κάθε είδους απόβλητα επιπλέουν πάνω του, τόσο το καλύτερο για τον συγγραφέα, αφού οι ποιητικοί γυρίνοι του μπορούν να τραφούν από αυτά.

Η δημοφιλία των ποιημάτων αυτών συνδέεται με την άνοδο ενός κοινωνικού στρώματος που ξεκάθαρα απέκτησε την ιδιοκτησία των εμπορικών θέσεων ισχύος του και που καυχιόταν περισσότερο από όλα για την γύμνια, για τον απροκάλυπτο χαρακτήρα της οικονομικής του φυσιογνωμίας. Αυτό δεν σημαίνει πως τούτο το κοινωνικό στρώμα, του οποίου μοναδικός στόχος ήταν η επιτυχία και το οποίο δεν αναγνώριζε τίποτε άλλο, είχε κατακτήσει πια τις ισχυρότερες θέσεις.

Το ιδανικό του παραήταν ασθματικό για τον στόχο αυτό. Ήταν το ιδανικό άκληρων μεσαζόντων, νεόπλουτων ασήμαντης καταγωγής, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους οικονομικούς μεγιστάνες, δεν παρείχαν τίποτε στις οικογένειές τους για δεκαετίες αλλά φρόντιζαν μονάχα τον εαυτό τους, και αυτό με το ζόρι μετά το τέλος της σαιζόν. Ποιος δεν μπορεί να τους δει μπροστά του — τα ονειροπόλα μωρουδίσια μάτια τους, πίσω από τους κοκκάλινους σκελετούς των γυαλιών τους, τα πλατιά, χλωμά τους μάγουλα, τις διστακτικές τους φωνές, τη μοιρολατρία των χειρονομιών τους και του τρόπου σκέψης τους;

Απ’ την αρχή, ήταν σ’ αυτό το κοινωνικό στρώμα, και σ’ αυτό μονάχα, που ο ποιητής έχει κάτι να πει· αυτό κολακεύει, εφόσον απ’ το πρωί ως το βράδι κρατά έναν καθρέφτη όχι τόσο γι’ αυτούς όσο εναντίον τους. Τα χάσματα ανάμεσα στις στροφές του είναι οι δίπλες του λίπους στο λαιμό τους, οι ρίμες του είναι τα χοντρά τους χείλη, οι παύσεις του τα λακάκια στη σάρκα τους, οι καταληκτικές του γραμμές είναι οι κόρες των ματιών τους. Η θεματολογία και τα υφολογικά εφέ παραμένουν περιορισμένα σ’ αυτό το στρώμα, και ο Kästner είναι τόσο ανίκανος να αγγίξει τους κοινωνικά απόκληρους με τις επαναστατικές του κορώνες όσο είναι και να αγγίξει τους βιομηχάνους με την ειρωνεία του. Αυτό συμβαίνει επειδή κόντρα στα φαινόμενα, ο λυρισμός του προβάλλει πάνω από όλα τα συμφέροντα του στάτους των μεσαίων στρωμάτων — των αντζέντηδων, των δημοσιογράφων, των τμηματαρχών. Στο μεταξύ, το μίσος το οποίο διακηρύσσει ενάντια στην μικροαστική τάξη έχει το ίδιο μια πολύ οικεία μικροαστική γεύση.

Από την άλλη, είναι χαρακτηριστικό ότι εγκαταλείπει κάθε δύναμη να χτυπήσει τους μεγαλοαστούς και προδίδει τη λαχτάρα του για πατρωνεία, τουλάχιστον με τον από καρδιάς στεναγμό: “Αχ, να υπήρχαν μια ντουζίνα σοφοί με ένα κάρο λεφτά.” Δεν είναι άξιο απορίας που ο Kästner, που τακτοποιεί τους λογαριασμούς του με τους τραπεζίτες στο ποίημα “Υμνος”, είναι όσο πλαγιώς οικογενειακός όσο είναι και πλαγίως οικονομικός όταν παρουσιάζει τις νυχτερινές σκέψεις μιας προλετάριας με τον τίτλο “Μια μητέρα λογαριάζει.” Στο τέλος, σπίτι και εισόδημα παραμένουν τα σκοινιά με τα οποία μια ανώτερη τάξη καθοδηγεί τον κλαψουρίζοντα ποιητή.

Ο ποιητής αυτός είναι δυσαρεστημένος· έχει στ’ αλήθεια βαριά καρδιά. Αλλά αυτό το βάρος στην καρδιά προέρχεται απ’ τη ρουτίνα. Γιατί το να βρίσκεσαι σε κατάσταση ρουτίνας σημαίνει το να έχεις θυσιάσει τις ιδιοσυγκρασίες σου, το να έχεις απωλέσει το προνόμιο να μπορείς να αηδιάσεις. Και αυτό φέρνει βαριά καρδιά. Αυτές είναι οι περιστάσεις που δίνουν στην περίπτωση αυτή μια κάποια ομοιότητα με αυτή του Χάινε. Οι σημειώσεις με τις οποίες χαράζει τα ποιήματά του ο Kästner, δίνοντας σ’ αυτές τις λακαρισμένες παιδικές μπάλες την εμφάνιση μπάλας του ράγκμπι, είναι ρουτίνα. Και τίποτε δεν μιλά περισσότερο για τη ρουτίνα από ό,τι η ειρωνεία με την οποία, σαν με μαγειρική σόδα, προσπαθεί να φουσκώσει τη ζύμη της ατομικής άποψης.

 Δυστυχώς, η αμετροέπειά του είναι τόσο εκτός αναλογίας με τις ιδεολογικές δυνάμεις που έχει στη διάθεσή του όσο είναι και με τις πολιτικές. Η γκροτέσκα υποτίμηση του αντιπάλου που χαρακτηρίζει τις προκλήσεις του προδίδει, ανάμεσα σε άλλα, το πόσο η θέση αυτής της αριστερής-ριζοσπαστικής ιντελιγκέντσια είναι χαμένη θέση. Δεν έχει σχεδόν τίποτε να κάνει με το εργατικό κίνημα. Μάλλον, ως φαινόμενο αστικής αποσύνθεσης, είναι το αντίστοιχο της μίμησης της φεουδαρχίας που θαύμαζε ο Kaiserreich στον έφεδρο υπαξιωματικό.

 Οι αριστεροί-ριζοσπάστες δημοσιολόγοι όπως ο Kästner, ο Μέρινγκ, και ο Τουχόλσκι είναι η μίμηση του προλεταριάτου από μια αστική τάξη σε αποσύνθεση. Η λειτουργία τους είναι το να δημιουργούν, με πολιτικούς όρους, όχι κόμματα αλλά κλίκες· με λογοτεχνικούς όρους, όχι σχολές αλλά μόδες· με οικονομικούς όρους, όχι παραγωγούς αλλά αντζέντηδες. Και πράγματι, για τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αυτή η αριστερή ιντελιγκέντσια έχει αδιάκοπα λειτουργήσει ως αντζέντης για όλες τις μόδες στην διανόηση, από τον Ακτιβισμό, και δια μέσω του Εξπρεσιονισμού, στην Νέα Αντικειμενικότητα. Η πολιτική της όμως σημασία εξαντλήθηκε στην μεταποίηση των επαναστατικών ανακλαστικών (στον βαθμό που αναδύθηκαν τέτοια στη μπουρζουαζία) σε αντικείμενα διασκέδασης, αφηρημένης ενασχόλησης, που να μπορούν να προσφέρονται για κατανάλωση.

 Έτσι, ο Ακτιβισμός μπόρεσε να επιβάλλει την εικόνα μιας οιονεί αταξικής κοινής λογικής πάνω στην επαναστατική διαλεκτική. Ήταν, τρόπον τινά, η εβδομάδα εκπτώσεων του πολυκαταστήματος αυτής της ιντελιγκέντσια. Ο Εξπρεσιονισμός ανέδειξε την επαναστατική χειρονομία, το υψωμένο χέρι, τη σφιγμένη γροθιά, μόνο που ήταν από χαρτόνι. Μετά από αυτή τη διαφημιστική καμπάνια, η Νέα Αντικειμενικότητα, από την οποία προέρχεται η ποίηση του Kästner, προστέθηκε κι αυτή στον κατάλογο. Λοιπόν, τι ανακαλύπτει η “ελίτ της διανόησης” καθώς ξεκινά να αναλογίζεται τα συναισθήματά της;

Αυτά τα ίδια τα συναισθήματα; Εδώ και καιρό βρίσκονται στα αζήτητα. Αυτό που απέμεινε είναι ο κενός χώρος όπου, μέσα σε δίσκους βελούδινους και σκονισμένους, στο σχήμα της καρδιάς, βρίσκονταν κάποτε τα συναισθήματα — η φύση και η αγάπη, ο ενθουσιασμός και η ανθρωπιά. Τώρα, χαϊδεύονται αφηρημένα οι κενές μορφές. Μια ειρωνεία που τα ξέρει όλα νομίζει πως έχει βρει περισσότερα σ’ αυτά τα υποτιθέμενα στερεότυπα από ό,τι στα ίδια τα πράγματα· κάνει μεγάλη φασαρία για την ένδειά της και μετατρέπει το κενό που χάσκει με στόμα ανοιχτό σε πανηγυρισμό. Διότι αυτό είναι το νέο σ’ αυτή την αντικειμενικότητα — καυχιέται τόσο για τα ίχνη των πρώην ψυχικών αγαθών όσο καυχιέται και η μπουρζουαζία για τα υλικά της αγαθά. Ποτέ δεν έχουν γίνει τόσο βολικές διευθετήσεις σε τόσο άβολες καταστάσεις.

 Με λίγα λόγια, τούτος ο αριστερός ριζοσπαστισμός είναι ακριβώς η στάση σε σχέση με την οποία δεν υπάρχει, γενικά, καμία αντίστοιχη πολιτική πράξη. Δεν βρίσκεται στ’ αριστερά αυτής ή της άλλης τάσης, αλλά απλώς στα αριστερά αυτού που είναι γενικώς εφικτό. Διότι εξ αρχής, το μόνο που έχει κατά νου είναι να διασκεδάσει τον αρνητικό του ησυχασμό. Η μεταμόρφωση της πολιτικής πάλης από αναγκαστική απόφαση σε αντικείμενο κατανάλωσης: αυτή είναι η τελευταία επιτυχία τούτης της λογοτεχνίας.

 Ο Kästner, ο οποίος έχει σημαντικό ταλέντο, έχει όλα της τα μέσα στα δάχτυλά του. Μακράν το σημαντικότερο απ’ αυτά είναι μια στάση που εκφράζεται ακόμα και στους τίτλους πολλών από τα ποιήματά του. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι “Ελεγεία με αυγό”, “Χριστουγεννιάτικα κάλαντα με χημική επεξεργασία”, “Αυτοκτονία στη δημόσια πισίνα”, “Η μοίρα ενός στυλιζαρισμένου νέγρου”, και λοιπά. Προς τι αυτές οι παραμορφώσεις; Επειδή η κριτική και η γνώση είναι έτοιμες να παρέμβουν· αλλά θα ήταν άτακτες και θα χαλούσαν το παιχνίδι, οπότε δεν θα ‘πρεπε με κανένα τρόπο να τους επιτραπεί να μιλήσουν. Κι έτσι ο ποιητής πρέπει να τους βουλώσει το στόμα, και οι απελπισμένες τους συσπάσεις πλέον έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τα κόλπα του  ακροβάτη που διπλώνει το σώμα του — δηλαδή, διασκεδάζουν ένα ευρύ κοινό, που έχει ανασφαλές γούστο. Στον Morgenstern η ανοησία ήταν μονάχα η ανάστροφη πλευρά της πτήσης προς την θεοσοφία. Αλλά ο μηδενισμός του Kästner δεν κρύβει τίποτα, όπως και ένα στόμα που δεν μπορεί να κλείσει επειδή χασμουριέται.

 Οι ποιητές γνωρίζουν γρήγορα μια παράξενη ποικιλία της απελπισίας· τη βασανισμένη ηλιθιότητα. Γιατί η πραγματικά πολιτική ποίηση των περασμένων δεκαετιών έχει ως επί το πλείστον δείξει βιασύνη, προσπερνώντας τα πράγματα σαν αγγελιοφόρος. Το 1912 και το 1913 ήταν που τα ποιήματα του Georg Heym προεικόνισαν την τότε ασύλληπτη σύνθεση των μαζών που βγήκαν στην επιφάνεια τον Αύγουστο του 1914, σε μια αποκρουστική περιγραφή συλλογικοτήτων που δεν είδαν ποτέ το φως της μέρας: αυτόχειρων, φυλακισμένων, αρρώστων, ναυτών, τρελών. Στις αράδες του, η γη οπλιζόταν για την βύθισή της στην πλημμύρα του αίματος. Και πολύ πριν το Αραράτ μείνει η μόνη κορφή που εξέχει απ’ την πλημμύρα –με το κάθε του εκατοστό να πολιορκείται από την Τροφοδόχο, την Φόδρα της Κοιλιάς, και τον Γλυκοδόντη– ο Άλφρεντ Λίχτενσταϊν, που έπεσε νεκρός στις πρώτες μέρες του πολέμου, είχε φέρει στην επιφάνεια τις θλιβερές και πλαδαρές μορφές για τις οποίες ο Kästner ανακάλυψε τα στερεότυπα.

 Αυτό το οποίο διαχωρίζει τον αστό σ’ αυτή την πρώιμη, ακόμα προεξπρεσιονιστική εκδοχή από την μετέπειτα μετα-εξπρεσιονιστική του εκδοχή είναι η εκκεντρικότητά του. Δεν ήταν τυχαίο που ο Λίχτενσταϊν αφιέρωσε ένα από τα ποιήματά του σ’ έναν κλόουν. Η κλοουνίστικη μίμηση της απελπισίας ήταν ακόμα βαθιά στο πετσί της μπουρζουαζίας. Δεν είχε ακόμα μετατοπίσει την εκκεντρικότητα έξω από τον εαυτό της, ως αντικείμενο αστικής διασκέδασης. Δεν είχε ακόμα χορτάσει τόσο ολοκληρωτικά, ούτε είχε γίνει τόσο ολοκληρωτικά αντζέντης, ώστε να μην νιώθει την αδιόρατή της ομοιότητα με ένα εμπόρευμα του οποίου η κρίση πωλήσεων εμφανιζόταν ήδη στον ορίζοντα.

 Μετά ήρθε η ειρήνη — η κατάρρευση της αγοράς για το ανθρώπινο εμπόρευμα, μια κατάρρευση την οποία γνωρίζουμε ως ανεργία. Και η αυτοκτονία για την οποία λειτουργούν ως προπαγάνδα τα ποιήματα του Λίχτενσταϊν είναι κάτι σαν πέταμα στα σκουπίδια — η απαλλαγή από ένα εμπόρευμα σε εξευτελιστικές τιμές. Οι στίχοι του Kästner τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά. Ο ρυθμός τους ακολουθεί με μεγάλη ακρίβεια την θλίψη του χορτάτου ανθρώπου που δεν μπορεί πια να αφιερώσει όλα του τα λεφτά στο στομάχι του. Βασανισμένη ηλιθιότητα: αυτή είναι η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση της μελαγχολίας μετά από δύο χιλιετίες.

 Τα ποιήματα του Kästner είναι φτιαγμένα για ανθρώπους με υψηλό εισόδημα, για αυτά τα κατηφή, μελαγχολικά ανδρείκελα που ποδοπατούν τα πάντα και τους πάντες στο διάβα τους. Με την σκληρότητα της πανοπλίας τους, με την βραδύτητα της προέλασής τους, με την τυφλότητα της δράσης τους, είναι το ραντεβού ανάμεσα στον κοριό και το τανκ μέσα στους ανθρώπους.

 Αυτά τα ποιήματα βρίθουν από δαύτους όσο το καφέ στο κέντρο όταν κλείνει το χρηματιστήριο. Είναι απρόσμενο το γεγονός ότι η λειτουργία τους είναι να συμφιλιώνουν αυτόν τον τύπο ατόμου με τον εαυτό του, και να θεμελιώνουν αυτή την ταυτότητα της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής με την οποία οι άνθρωποι αυτοί κατανοούν τον όρο “ανθρωπιά”, αλλά η οποία είναι στην πραγκατικότητα το αυθεντικά κτηνώδες, εφόσον η αυθεντική ανθρωπιά –κάτω από τις σημερινές περιστάσεις– μπορεί να αναδυθεί μόνο στην ένταση ανάμεσα στους δύο πόλους; Στην ένταση αυτή διαμορφώνεται η συνείδηση και η πράξη. Το να δημιουργήσεις τούτη την ένταση είναι το χρέος κάθε πολιτικού λυρισμού, και σήμερα, το καθήκον αυτό εκπληρώνεται πιο ακέραια από τα ποιήματα του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Στον Kästner, αναγκάζεται να ανοίξει δρόμο για την αυταρέσκεια και τη μοιρολατρία.

 Πρόκειται για τη μοιρολατρία όσων είναι περισσότερο απομακρυσμένοι από τη διαδικασία της παραγωγής, αυτών που το δυσδιάκριτο φλερτάρισμά τους με την κατάσταση της αγοράς συγκρίνεται με την κατάσταση ενός ανθρώπου που παραδίδεται εντελώς στις αδιευκρίνιστες δυσλειτουργίες του πεπτικού του συστήματος. Η αναταραχή στις αράδες αυτές έχει αναμφισβήτητα περισσότερα να κάνει με τα πεπτικά αέρια παρά με κάποια ανατροπή. Η δυσκοιλιότητα και η μελαγχολία πάντα συμβαδίζουν. Αλλά εφόσον άρχισαν να ξεραίνονται οι χυμοί στο κοινωνικό σώμα, η κλεισούρα μάς συναντά σε κάθε στροφή. Δεν βελτιώνουν την ατμόσφαιρα τα ποιήματα του Kästner.

 

 

 Πηγή: http://leninreloaded.blogspot.gr/2012/12/walter-benjamin.html

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *