Yevgeni Preobrazhensky:Το πέρασμα στον σοσιαλισμό

 

 

Yevgeni Preobrazhensky – Το πέρασμα στον σοσιαλισμό

 

(1924)

 

 

Ο γαλλικός συνδικαλισμός ήταν από μια ορισμένη άποψη, αντίδραση στην ήττα της Παρισινής Κομμούνας, επειδή απομακρύνθηκε απ’ τον αγώνα για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Από την άλλη ήταν αντίδραση στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό του εργατικού κινήματος της Δύσης, αντίδραση που τώρα -μετά την κρίση της Δεύτερης Διεθνούς- είναι ουσιαστική για μια νέα έρευνα και εν μέρει για μια νέα εκτίμηση.

 Είναι ενδιαφέρον ότι το πρώτο εργατικό συνέδριο στη Γαλλία, που έγινε στο Παρίσι στις 2 Οκτώβρη 1876, πήρε ανάμεσα στ’ άλλα και την ακόλουθη απόφαση:

Θέλουμε αυτό το συνέδριο να είναι αποκλειστικά εργατικό συνέδριο και να καταλάβει ο καθένας τις αντιλήψεις μας. Δεν επιτρέπεται να ξεχνάμε πως όλα τα συστήματα, όλες οι ουτοπίες, με τις όποιες απευθύνθηκαν στους εργάτες, δεν προέρχονταν απ’ αυτούς τους ίδιους· προέρχονταν λιγότερο ή περισσότερο, από την αστική τάξη, που ακολουθούσε αναμφίβολα ορισμένους σκοπούς και ζητούσε τη θεραπεία των δεινών μας σε ιδεολογικές κατασκευές, αντί να ξεκινάει από τις ανάγκες μας και από τις πραγματικές συνθήκες. Αν δεν είχαμε αποφασίσει ομόφωνα και δεσμευτικά πως σ’ αυτό το συνέδριο μπορούν να μιλούν και να ψηφίζουν μόνο εργάτες, τότε θα είχαμε επαναλάβει απλώς ό,τι γινόταν προηγουμένως: θα είχαμε να κάνουμε σε πρώτη γραμμή με τους ιδεολόγους αστικών συστημάτων, που μόνο θα ενοχλούσαν τις συζητήσεις μας και θα τους έδιναν ένα χαρακτήρα, τον όποιο εμείς πάντα αποκρούαμε [1].

Ότι ο συνδικαλισμός ήταν αντίδραση στην ήττα της Παρισινής Κομμούνας, δε φαίνεται μόνο απ’ το ότι απομακρύνθηκε απ’ τη ρεφορμιστική διανόηση και τους απόγονους των αστικών κύκλων, αλλά και απ’ το ότι ταυτόχρονα απομάκρυνε τα επαναστατικά στοιχεία του εργατικού κινήματος, που επεδίωκαν να πάρουν την εξουσία. O συνδικαλισμός φέρθηκε αρνητικά όχι μόνο προς το ρεφορμισμό αλλά και προς το μπλανκισμό.

 Σε ό,τι άφορα τη συνδικαλιστική αντίδραση προς το ρεφορμισμό, αυτή έδειχνε το χαρακτήρα της τόσο πιο καθαρά, όσο πιο οπορτουνιστικά γίνονταν τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα τμήματα της Δεύτερης Διεθνούς, και όσο περισσότερο συνωστίζονταν οι αποστάτες του σοσιαλισμού σαν τους Μιλεράν, Βιβιάνι, Μπριάν κλπ., για να πιάσουν υπουργικά πόστα. Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του γαλλικού συνδικαλισμού μπορούμε να τα συνοψίσουμε ως εξής:

 

1 Η μελλοντική κοινωνία είναι αποτέλεσμα της κατάργησης του καπιταλιστικού συστήματος και θα οικοδομηθεί πάνω σε αυτοδιοικούμενα συνδικάτα- θα δημιουργήσει ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, απ’ ό,τι ήταν δυνατό στον καπιταλισμό.

  1. Η εργατική τάξη μπορεί να απελευθερωθεί από τα καπιταλιστικά δεσμά μόνο με σκληρό αγώνα. Αυτός ο αγώνας δε θα διεξαχθεί κάνω στη βάση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, σε καμία περίπτωση μέσα σ’ αυτό, χωρίς τη βοήθεια των θεσμών του, σαν π.χ. τον κοινοβουλευτισμό, αλλά έξω από αυτό το σύστημα. Το υπάρχον αστικό κράτος δεν θα μεταβληθεί, θα καταστραφεί.
  2. Στις παρούσες συνθήκες του επαναστατικού αγώνα η πάλη στα χαρακώματα θα οδηγούσε σε αιματηρή ήττα. Η μοναδική ειδική μορφή του προλεταριακού αγώνα είναι η γενική απεργία που επιτρέπει στην εργατική τάξη, σαν τάξη παραγωγών, να πάρει την εξουσία.
  3. Ο τωρινός, κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός δεν είναι όργανο του προλεταριακού ταξικού αγώνα για ένα νέο κοινωνικό σύστημα, αλλά αγώνας για την εξουσία ενός τμήματος της αστικής κοινωνίας ενάντια σ’ ένα άλλο τμήμα. Γι’ αυτό η εργατική τάξη πρέπει να κρατηθεί έξω απ’ αυτή τη διαμάχη.
  4. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός που αντιτάσσεται στο αστικό κράτος και θέλει να το συντρίψει, στρέφεται έτσι ταυτόχρονα και ενάντια στον μιλιταρισμό και τον πατριωτισμό.
  5. Στη σφαίρα της θεωρίας ο επαναστατικός συνδικαλισμός ακολουθεί τη σχολή του νεομαρξισμού, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση τον Σορέλ, ή το μαρξιστικό συνδικαλισμό σύμφωνα με την ορολογία του ιταλού συνδικαλιστή Ολιβέτι. Βάζει σαν καθήκον του να κρατήσει «όλα όσα είναι επαναστατικά στον Μαρξ» απαλλάσσοντας τις θεωρίες του από τις οπορτουνιστικές αποκλίσεις του κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού. Από την άλλη «συμπληρώνει και διορθώνει» τον Μαρξ συνδέοντάς τον με τον Προυντόν και ξεκινώντας από την παράδοση του επαναστατικού σοσιαλιστικού κινήματος.
  6. Ο συνδικαλισμός αντιλαμβάνεται τη δομή της μελλοντικής κοινωνίας σαν εθελοντική συνεργασία συνδικάτων, που καθένα στον τομέα του προσδιορίζει την παραγωγή. Η καπιταλιστική δεσποτεία και ο καταναγκασμός αντικαθίστανται στα εργοστάσια από την αυτοδιοίκηση των εργατών.
  7. Σχεδόν όλοι οι συνδικαλιστές, με εξαίρεση τον ιταλό Λεόνε αρνούνται μια μεταβατική περίοδο απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και επίσης κάθε είδος εργατικού κράτους σε μετασχηματισμό.

 

Κατά του κράτους

 

Πρέπει να σημείωση οπωσδήποτε κανείς, πως ακριβώς στην προπολεμική περίοδο, που χαρακτηρίζεται απ’ τη δράση της 2ης Διεθνούς, οι συνδικαλιστές κατόρθωσαν να υπερασπίσουν τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος στο σημείο που άφορα την αναπόφευκτη συντριβή του καπιταλιστικού κράτους από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Οι συνδικαλιστές κατάλαβαν λάθος τη γενική θεωρία του Μαρξ για το κράτος, όμως σε ό,τι άφορα το αστικό κράτος η θέση τους ήταν σημαντικά πλησιέστερα στον επαναστατικό μαρξισμό απ’ ό,τι η θέση της μεγάλης πλειοψηφίας της «ορθόδοξης» σοσιαλδημοκρατίας της Δεύτερης Διεθνούς. Μπορεί να πειστεί κανείς γι’ αυτό απ’ τα ακόλουθα τρία αποσπάσματα: ο σπουδαιότερος θεωρητικός του γαλλικού συνδικαλισμού, ο Σορέλ, στην εργασία του Για τη Βία γράφει για το κράτος:

 Οι συνδικαλιστές δεν προτείνουν, όπως οι άνθρωποι του 18ου αιώνα, να μετασχηματίσουμε το κράτος. Θέλουν να το εκμηδενίσουν, επειδή θέλουν να πραγματοποιήσουν τη μαρξική σκέψη πως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν επιτρέπεται να τελειώσει με την αντικατάσταση της μιας κυρίαρχης μειοψηφίας από μιαν άλλη. Οι συνδικαλιστές διατυπώνουν αυτή την αντίληψη ακόμη οξύτερα, της δίνουν μια ακριβέστερη ιδεολογική στήριξη, όταν -ακολουθώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο- αυτοχαρακτηρίζονται σαν αντιπατριώτες [2].

 

Για το ίδιο θέμα ο μαθητής του Σορέλ, Έντουαρντ Μπέρθ, λεει:

Η άρνηση του μιλιταρισμού και της πατρίδας από την πλευρά του επαναστατικού συνδικαλισμού είναι η τελική ρήξη της εργατικής τάξης με το κράτος- η ιδέα της κατάκτησης του κράτους με σκοπό την καταστροφή του καπιταλισμού είναι πίστη σε θαύματα. Το πρόβλημα δεν είναι πως θα χρησιμοποιήσει κανείς το κράτος ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά πως, με ένα χτύπημα, θα ρίξει και τον καπιταλισμό και το κράτος, επειδή το κράτος είναι απλώς και μόνο η άμεση συνέχιση της καπιταλιστικής δεσποτείας και μ’ αυτή την ιδιότητα είναι ακόμη πιο τυραννικό· από τους μεμονωμένους καπιταλιστές, επειδή προετοιμάζεται να αφαιρέσει απ’ τους εργαζόμενους το δικαίωμα της απεργίας και από τις κοινωνικές του λειτουργίες παράγει μιαν ειδική κοινωνική δουλεία [3].

Είναι αυτονόητο πως δεν αρνούνται όλοι οι συνδικαλιστές το κράτος για τους ίδιους με τον επαναστατικό μαρξισμό λόγους. Οι συνδικαλιστές π.χ. που προέρχονται απ’ τους κύκλους των αναρχικών, ορίζουν τελείως διαφορετικά αυτή την άρνηση. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον Πελουτιέ. Στην Ιστορία τον Εργατικού Χρηματιστηρίου αναφέρει για αυτό το θέμα τα εξής:

Οι άνθρωποι που βλέπουν το κράτος σαν πρόνοια και για τους όποιους ο «επιστημονικός σοσιαλισμός» αποτελεί μια κρατική ή εργοδοτική ιδεολογία, νιώθουν μια ορισμένη αντιπάθεια απέναντι στους ελεύθερους συνεταιρισμούς, όπου αυτοί που πρέπει να διοικηθούν συζητούν περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται για τη διαφύλαξη της ησυχίας των διοικούμενων [4].

Αυτός ο ορισμός για την αναγκαιότητα της καταστροφής του κράτους έχει έναν αναρχικό και ατομικιστικό χαρακτήρα και δεν έχει τίποτα κοινό με το μαρξισμό. Αλλά πρέπει να τονιστεί, πως οι αναρχικοί τύπου Πελουτιέ ήταν μειοψηφία ανάμεσα στους θεωρητικούς του συνδικαλισμού, ενώ η πλειοψηφία επηρεαζόταν λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά από το μαρξισμό.

 

Εναντία στον κοινοβουλευτισμό

 

Οι συνδικαλιστές έδειξαν με λεπτομέρειες πως οι κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές δεν έχουν τίποτα κοινό με την επανάσταση και με το σοσιαλισμό των εργατών και πως ο αγώνας τους είναι απλώς μια αντιπαράθεση ενός τμήματος της αστικής κοινωνίας σε ένα άλλο.

 «Όλοι οι αντιπρόσωποι λένε πως κανείς δε μοιάζει τόσο στους εκπροσώπους της αστικής τάξης, όσο οι εκπρόσωποι του προλεταριάτου», τόνιζε ο Σορέλ [5]. Ακόμη σαφέστερα διατύπωσε αυτή τη σκέψη ο Λαργκαντέλ στο άρθρο του «Μαχάιμ, η Ρώμη της Άμιένης», όπου γράφει: «Ο σοσιαλισμός, που καθορίζεται από τους συμβιβασμούς των οπαδών του Ζωρές ή απ’ τις επαναστατικές φράσεις του Γκέσντ, δεν αποσπάται απ’ τον κόσμο του καπιταλισμού, αλλά μεγαλώνει μέσα του». [6]

 Αντιπαραθέτοντας ο Λαργκαντέλ στον κοινοβουλευτισμό των σοσιαλιστικών κομμάτων τον προλεταριακό χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κινήματος, υπογράμμιζε: «Το ρήγμα ανάμεσα στην αστική κοινωνία και στο εργατικό κίνημα ολοκληρώνεται στην πραγματικότητα μόνο πάνω στη βάση της βιομηχανικής παραγωγής. Ακριβώς στη λειτουργία του σαν παραγωγός εξεγείρεται ο βιομηχανικός εργάτης ενάντια στο καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα και ενάντια στην απ’ αυτό γεννημένη κοινωνική τάξη πραγμάτων στη λειτουργία του σαν παραγωγός παράγει νέες αντιλήψεις, εκτοπίζοντας τα παραδοσιακά συστήματα της ηθικής και του δικαίου»[7]. Ο Λαργκαντέλ αντιπαραθέτει τον «εργάτη της παραγωγής» στο μικροαστό διανοούμενο, στον απόγονο μιας άλλης τάξης, και τονίζει:

Ο σοσιαλισμός της ταξικής πάλης σκοπεύει στη ρήξη μεταξύ τον καπιταλιστικού κόσμου και του κόσμου των εργατών. Το κύριο ζήτημα λοιπόν είναι να εξακριβώσουμε σε ποια βάση ολοκληρώνεται αυτή η ρήξη. Ο συνδικαλισμός απαντά πως αυτό συμβαίνει αποκλειστικά στην οικονομική βάση. Στο εργαστήρι, στο εργοστάσιο και στην απεργία ο συνδικαλισμός παλεύει ενάντια στους επιχειρηματίες και το στυλοβάτη τους, το κράτος. Μέσα σ’ αυτό τον αγώνα αναπτύσσει ένα νέο εργατικό δίκαιο, που αποτελεί την αντίθεση στο καπιταλιστικό δίκαιο και εκτοπίζει την ιεραρχική διάρθρωση κυρίων και δούλων. Καμία άλλη ρήξη δεν υπάρχει σε άλλη βάση. Εδώ η ένωση του εργάτη με το διανοούμενο ή με το μικροαστό πραγματώνεται στις πολιτικές επιτροπές, στους φιλοσοφικούς, λογοτεχνικούς ή καλλιτεχνικούς κύκλους· ο εργάτης γίνεται ένα μέρος της συνολικής ζωής της υπάρχουσας κοινωνίας και έτσι συγχωνεύεται μαζί της [8].

Οι συνδικαλιστές δεν τάσσονται μόνο ενάντια στον κοινοβουλευτισμό. Είναι γενικά κατά του πολιτικού αγώνα και επίσης κατά της δημιουργεί πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου, επειδή -κατά τη γνώμη τους- τα πολιτικά κόμματα συγκεντρώνουν τους ανθρώπους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και όχι κατά τάξεις, έτσι που μέσα σ’ αυτά οι εκπρόσωποι των διάφορων τάξεων ενώνονται μεταξύ τους. Μόνο τα συνδικάτα, σαν οργανώσεις της παραγωγής, είναι οι μοναδικές ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου. Οι συνδικαλιστές αντιτίθενται στον κοινοβουλευτικό και πολιτικό αγώνα· γενικά είναι και κατά του αγώνα του προλεταριάτου για την κατάκτηση της εξουσίας.

 

Σ’ αυτό το σημείο είναι αξιοπρόσεχτη η ακόλουθη θέση του Σορέλ:

Όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου επηρεάστηκαν ισχυρά από εκείνες τις ατυχείς περιπτώσεις, που τις δημιούργησε ή αφροσύνη των επαναστατών, που είχαν πάρει την κυβερνητική εξουσία απ’ τον Θιέρσο στο εγκαταλειμμένο Παρίσι. Παρόλα αυτά οι ηγέτες της Κομμούνας πρέπει να τιμηθούν πολύ περισσότερο απ’ τους τρομοκράτες του 1793 [9].

Και ο Σορέλ επίσης πρέπει να παραδεχτεί, πως μπορεί να έχει μοιραία αποτελέσματα η κατάκτηση της εξουσίας από ένα τύπο σαν τον Μιλεράν. Παρόλα αυτά δε μπορεί να φανταστεί καμία άλλη «κατάκτηση εξουσίας» παρά μόνο μέσω του Μιλεράν. Έτσι όπως κι όλοι οι άλλοι συνδικαλιστές, αντιτάσσεται κι αυτός στο μπλανκισμό. Είναι πεισμένος πως «ένα εργατικό κίνημα, του όποιου ηγούνται πολιτικοί, δε μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα» [10]. Ακόμη οξύτερα εκφράζεται γι’ αυτό το θέμα ο Πελουτιέ σ’ ένα του γράμμα στους αναρχικούς στα 1899: «Είμαστε πάντα και σε όλα επαναστάτες, άνθρωποι χωρίς θεό και πατρίδα· είμαστε ασυμφιλίωτοι εχθροί κάθε ηθικού, φυσικού, ατομικού ή συλλογικού δεσποτισμού, δηλαδή εχθροί κάθε νόμου και κάθε δικτατορίας, δηλ. εχθροί και της δικτατορίας του προλεταριάτου, και παθιασμένοι οπαδοί της κουλτούρας καθαυτής» [11].

 Δεν ανέφερα αυτά τα αποσπάσματα από συνδικαλιστές συγγραφείς για να τους εκθέσω σε εσπευσμένη κριτική. Η ορθότητα της άρνησής τους του οπορτουνιστικού κοινοβουλευτισμού και του οπορτουνιστικού σοσιαλισμού επιβεβαιώθηκε απ’ τη ντροπιασμένη ιστορία της Δεύτερης Διεθνούς. Είναι λοιπόν σπουδαίο να τονίσουμε πως οι συνδικαλιστές, ξεκινώντας απ’ τη θέση τους ως προς το κράτος, ήταν δηλωμένοι αντίπαλοι της αστικής δημοκρατίας και έτσι αποκάλυψαν με σωστό ταξικό πνεύμα τον ταξικό της χαρακτήρα [12].

 

Η υπερνίκηση τον καπιταλισμού. Η γενική απεργία

 

Η γενική απεργία προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Πελουτιέ και έγινε αποδεκτή στο συνέδριο της Εργατικής Ομοσπονδίας στην Τουρ. Η ιδέα της γενικής απεργίας που απορρίφθηκε από τα σοσιαλιστικά συνέδρια έγινε αποδεκτή από τα συνδικαλιστικά, και από το περίφημο συνέδριο της Αμιένης. Αν και όλα τα βασικά επιχειρήματα ενάντια στη συμμετοχή των σοσιαλιστών στο κοινοβούλιο όπως διατυπώνονται στη θεωρία των γάλλων σοσιαλδημοκρατών, είχαν εκτεθεί από το μηχανικό Μπαλιβέ στο εργατικό συνέδριο της Λυών στα 1898, και ο αντικοινοβουλευτισμός είναι χωρίς αμφιβολία προλεταριακής καταγωγής, όμως η ιδέα της γενικής απεργίας είναι του διανοούμενου Πελουτιέ. Δεν είναι βέβαια αυτονόητο, πως αυτή η ιδία έχει γενικά μόνο διανοουμενίστικη καταγωγή. Ήταν στενά δεμένη με την άρνηση του κοινοβουλευτισμού και ιδιαίτερα του πολιτικού αγώνα · ήταν μια αντίδραση που φάνηκε στο γαλλικό εργατικό κίνημα μετά την αιματηρή ήττα της Κομμούνας. Επειδή η γενική απεργία είναι μια μορφή αγώνα, που αποφεύγει την πολιτική πάλη κατά του καπιταλισμού και κατά του αστικού κράτους, και αντικαθιστά την ένοπλη εξέγερση με σημαντικά ευκολότερες και λιγότερο ριψοκίνδυνες ενέργειες, Έτσι η γενική απεργία, την όποια οι συνδικαλιστές περιέβαλαν εξωτερικά με επαναστατική φρασεολογία, είναι ένα βήμα πίσω σε σχέση όχι μόνο με τον επαναστατικό μαρξισμό αλλά και με το γαλλικό μπλανκισμό και με την πρακτική της Κομμούνας.

 

Ας ακούσουμε τον Σορέλ, που βρήκε την πιο γόνιμη θεμελίωση για την ιδέα του Πελουτιέ:

Η κοινωνική επανάσταση, είναι η εξέλιξη εκείνου του πολέμου, μπροστά στον όποιο κάθε μεγάλη απεργία φαίνεται σαν μεμονωμένο επεισόδιο· ακριβώς γι’ αυτό μιλούν οι συνδικαλιστές για μια τέτοια επανάσταση με τη γλώσσα της απεργίας· γι’ αυτούς ο σοσιαλισμός τελειώνει στην ιδέα, στην αναμονή και στην προετοιμασία της γενικής απεργίας, που, παρόμοια με μια ναπολεόντεια μάχη, θα εκμηδενίσει ολόκληρο το καταδικασμένο σε θάνατο καθεστώς [13].

Και σε μια άλλη εργασία του «Το σοσιαλιστικό μέλλον των συνδικάτων» γράφει ο Σορέλ για τη γενική απεργία πως

εκφράζει σαφέστατα το γεγονός, ότι οι καιροί των πολιτικών επαναστάσεων έχουν περάσει και το προλεταριάτο δε θα επιτρέψει νέες ιεραρχήσεις… Οι θιασώτες της γενικής απεργίας θέλουν να καταστρέψουν ό,τι ήταν αγαπητό και ακριβό για τους παλιούς φιλελεύθερους: την ευφράδεια, το βήμα, το παζάρεμα, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τις κομματικές συμφωνίες κλπ. Όλα αυτά είναι σαβούρα του παλιού κόσμου. Μα δεν ισχυρίζεται λοιπόν ο σοσιαλισμός, πως είναι σε θέση να δημιουργήσει μια νέα κοινωνία; Ούτε ένας σοσιαλιστής συγγραφέας, διαμορφωμένος από την αστική παράδοση, δε μπορεί να συλλάβει μια τέτοια αναρχική τρέλα και αναρωτιέται για το τι θα ακολουθήσει τη γενική απεργία. Τίποτε άλλο παρά μια κοινωνία, που είναι οργανωμένη σύμφωνα με ένα παραγωγικό σχέδιο, η σοσιαλιστική κοινωνία! [14]

Στις αποφάσεις του συνεδρίου της Τουρ, που μόλις αναφέραμε, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

Ανάμεσα στα ειρηνικά και νόμιμα μέσα υπάρχει ένα που θα επιταχύνει την ανατροπή στο πεδίο της οικονομίας και -χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αντίδρασης- θα εξασφαλίσει τη νίκη της εργατικής τάξης. Αυτό το μέσο είναι η γενική και ταυτόχρονη διακοπή της παραγωγής, δηλαδή η γενική απεργία, που αν διαρκέσει αρκετό καιρό θα μπορέσει να υποστηρίξει τους εργάτες στην πραγματοποίηση των αναφερόμενων στο πρόγραμμα τους αιτημάτων [15].

Από την περιγραφή αυτή της γενικής απεργίας μπορούμε να καταλάβουμε με μεγάλη προσέγγιση τις βασικές αίτιες της αποτυχίας αυτής της τακτικής. Η κύρια αιτία, την όποια δεν αποκρύβει καθόλου η απόφαση, είναι ή επιδίωξη να κάνουν με επιτυχία την επανάσταση χρησιμοποιώντας «νόμιμα» μέσα, δηλαδή με τη γενική απεργία.

 Ο Σορέλ κάνει διάκριση μεταξύ γενικής απεργίας, που ενισχύει μόνο τη θέση μιας ομάδας πολιτικάντηδων έναντι μιας άλλης, και της γενικής απεργίας που σκοπεύει στη νίκη πάνω σ’ όλη την αστική κοινωνία. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετεί την απεργία των Βέλγων για την υπεράσπιση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Είναι αντίθετος σε ένα συγκεντρωτικό συνδικαλιστικό κίνημα, που υποστηρίζει τους κοινοβουλευτικούς σοσιαλιστές, οι όποιοι χρησιμοποιούν τη δύναμη του οργανωμένου εργατικού κινήματος για τους σκοπούς τους, ενώ ο εργάτης σαν υπομονετικό ζώο, σέρνει το ζυγό του.

 Οι συνδικαλιστές τάσσονταν πάντα ενάντια στη δημιουργία πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου, που να βρίσκεται έξω από τα συνδικάτα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως έβλεπαν τον αγώνα για το σοσιαλισμό, και ειδικά το άμεσο ξεκαθάρισμα με τον καπιταλισμό, μόνο σαν αγώνα των εργατικών μαζών, αλλά διέκριναν ταυτόχρονα μέσα στο προλεταριάτο τις προοδευτικές ομάδες. Στην εργασία του Για τη Βία ό Σορέλ θυμίζει τα λίγα, προοδευτικά στοιχεία μέσα στην εργατική τάξη, που διευθύνουν τον ταξικό αγώνα ενώ η μεγάλη μάζα δεν είναι ακόμα προετοιμασμένη γι’ αυτόν. Γράφει:

Είναι εκείνοι, που ωθούν μπροστά τον προλεταριακό αγώνα, απαρτίζοντας μιαν ιδεολογική ενότητα, μέσα στην οποία το προλεταριάτο γίνεται η βάση για την εκπλήρωση της επαναστατικής του αποστολής [16].

Για το ίδιο θέμα ο Μπέρθ στο άρθρο του «Αναρχισμός και Καπιταλισμός» γράφει: «Ο επαναστατικός συνδικαλισμός προτείνει σαν προσωρινό και απαραίτητο ψυχολογικό όρο τη σύμπηξη μιας εργατικής ελίτ, που εμψυχώνεται από τον ίδιο ενθουσιασμό που κυριαρχούσε και στους στρατούς της δημοκρατίας» [17]. Ο Σορέλ βεβαιώνει πως αυτός ο αγώνας παράγει τα εργατικά στελέχη, που μοιάζουν με τους καλλιτέχνες του με-σαίωνα, με τους οικοδόμους των καθεδρικών ναών ή με τους στρατιώτες του 1792.

 Εδώ βρίσκουμε στους συνδικαλιστές τη νοητική αφετηρία για ένα πολιτικό κόμμα, που συγκεντρώνει την πρωτοπορία του προλεταριάτου. Αφού οι συνδικαλιστές πετάξουν έξω από την πόρτα το κόμμα, είναι υποχρεωμένοι να το ξαναβάλουν απ’ το παράθυρο. Όμως αυτή η λεπτή διόρθωση στο ζήτημα του κόμματος δεν απαλλάσσει τη γενική τους απεργία από το βασικό λάθος, από τον υπερβολικό ουτοπισμό σε σχέση με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στο βιβλίο του Για τη Βία γράφει ό Σορέλ:

Η γενική απεργία είναι, το έχω τονίσει, ένας μύθος, στον όποιο καταλήγει όλος ο σοσιαλισμός, δηλαδή μια σύνθεση εικόνων που είναι ικανές να προκαλέσουν ένα ενστικτώδες συναίσθημα, το όποιο αντιστοιχεί στις διάφορες εκδηλώσεις του πολέμου που έχει κηρύξει ο σοσιαλισμός στην υπάρχουσα κοινωνία. Η απεργία ξυπνά μέσα στο προλεταριάτο τα πιο ευγενικά, βαθιά και ενεργητικά συναισθήματα, που γενικά τα έχει. Η γενική απεργία συνδέει αυτά τα συναισθήματα σε ένα σύνολο και έτσι ενώνοντάς τα, δίνει στο καθένα ένα μάξιμουμ έντασης [18].

Οι γενικές απεργίες, οι νικηφόρες και οι αποτυχημένες, δεν είναι καθόλου μύθοι. Στο παρελθόν συνέβησαν όχι μόνο μια φορά και πιθανόν να συμβούν και στο μέλλον· μια τέτοια γενική απεργία όμως που θα μπορούσε να ρίξει τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος χωρίς βέβαια να μετατραπεί σε εξέγερση, είναι πραγματικά μύθος, όχι όμως στο πνεύμα του Σορέλ, αλλά στην πιο καθαρή έννοια της λέξης. Τέτοιες απεργίες δεν υπήρξαν και δε θα υπάρξουν.

 Αν και ο Σορέλ, και μαζί του όλοι οι άλλοι συνδικαλιστές, πλανήθηκε στο ζήτημα της γενικής απεργίας θεωρώντας το αποκλειστικό μέσο της επαναστατικής ανατροπής, σε μια όμως περίπτωση έφτασε σε μια βαθιά και αληθινή σκέψη: στο ότι η απεργία έχει για την εργατική τάξη σπουδαία οργανωτική σημασία για την ανοικοδόμηση της μελλοντικής κοινωνίας. Βασικά η απεργία σαν μορφή αγώνα μεγάλης σημασίας δε σκοπεύει τόσο στη συντριβή του καπιταλισμού, όσο πολύ περισσότερο, στην κατασκευή προκαταρκτικών μορφών του σοσιαλισμού μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Στην απεργία φανερώνεται και ενισχύεται το νέο σύστημα των σχέσεων μεταξύ παραγωγών, που αντιτάσσεται στην εμπορευματική οικονομία και στην κοινωνική της δομή, η οποία αναπτύσσεται πάνω στη βάση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού [19].

 

Για την προετοιμασία της νέας κοινωνίας μέσα στους κόλπους της παλιάς

 

Αφού οι συνδικαλιστές θεωρούσαν δυνατή την άμεση μετάβαση απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αποδίνοντας έτσι μαγικές ιδιότητες στη γενική απεργία, έπρεπε φυσικά να κάνουν και σκέψεις για το πως είναι δυνατό στην πράξη αυτό το άμεσο πέρασμα, που τελικά προϋποθέτει μια πλήρη μεταβολή όλης της ψυχολογίας της σημερινής εργατικής τάξης. Έτσι είναι κατανοητή η προσοχή που αφιερώνουν στο ζήτημα της ωρίμανσης, στον καπιταλισμό, της κοινωνικής επανάστασης. Από δω πηγάζει και η ελπίδα τους πως τα συνδικάτα θα είχαν μέσα στον καπιταλισμό μία τέτοια εξέλιξη, που όχι μόνο θα τα έκανε ικανά να προετοιμάσουν την ανατροπή αλλά και να οικοδομήσουν, μια μέρα μετά την επανάσταση, τη σοσιαλιστική οικονομία. Για το θέμα αυτό βρίσκουμε τα ακόλουθα στην απόφαση του περίφημου συνδικαλιστικού συνεδρίου που έγινε στην Αμιένη στα 1906:

Το συνδικάτο, που τώρα είναι οργάνωση αντίστασης των εργατών θα εξελιχθεί στο μέλλον σε οργάνωση του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Με το ίδιο πνεύμα γράφει ο ιταλός συνδικαλιστής Λεόνε στην εργασία του Ο Συνδικαλισμός:

Στους κόλπους των νέων οργάνων του κοινωνικού μετασχηματισμού, που υπάρχουν με τη μορφή των επαγγελματικών ενώσεων, σχηματίζονται οι τεχνικές και πολιτικές ικανότητες, που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της υλικής παραγωγής σε σοσιαλιστική βάση, η οποία ξεχωρίζει σαφώς από τη σημερινή [20].

Στον Ε. Μπέρθ ανακαλύπτουμε για το ίδιο θέμα τις ακόλουθες γραμμές, που ανάμεσα στ’ άλλα δείχνουν και πόσο μεγάλες διαφορές αντιλήψεων υπήρχαν ανάμεσα στους συνδικαλιστές γι’ αυτό το ζήτημα και τι μεγάλο χάσμα χώριζε τις ιδέες του Πελουτιέ από τις αντιλήψεις του Μπέρθ ή του Λεόνε. Στην εργασία του “Η Ιδεολογία των Παραγωγών” γράφει ο Μπέρθ: «Η υποχρέωση που νιώθει ο συνδικαλισμός έναντι του καπιταλισμού, δεν άφορα μόνο τα απ’ αυτόν παραγόμενα υλικά πλούτη, αλλά κυρίως την ηθική και πνευματική αλλαγή των εργατικών μαζών. Με τη σιδερένια πειθαρχία του καπιταλισμού οι εργάτες αποσπάστηκαν από το αρχικό τους πρότυπο και απ’ τον ατομικό μαζοχισμό και έγιναν ικανοί για συλλογική, όλο και πιο τελειοποιημένη εργασία» [21]. Ο καπιταλιστικός καταναγκασμός ήταν αναγκαίος, επειδή «πειθάρχησε τους ανθρώπους και τους έκανε να ανυψωθούν σε ελεύθερη και αυτόβουλη εργασία» [21]. Αναπτύσσοντας παραπέρα αυτή τη σκέψη, ο Μπέρθ φτάνει στη διατύπωση ότι «μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον αναρχισμό σαν φιλοσοφία της αστικής τάξης, που την έχει οδηγήσει ως το λογικό της τέρμα».

 Ο Σορέλ στο βιβλίο του Για τη Βία γράφει: «O εμφύλιος πόλεμος, που τον προετοιμάζει ακούραστα το προλεταριάτο μέσα στα συνδικάτα, είναι σε θέση να γεννήσει τα στοιχεία ενός νέου πολιτισμού». Ό Σορέλ αναπτύσσει στις διάφορες εργασίες του την ίδια σκέψη και έτσι οδηγεί την ουτοπία του στο ανώτατο όριο, εφόσον στηρίζεται στην πεποίθηση πως το προλεταριάτο γίνεται ικανό να προωθήσει ένα μεγάλο μέρος απ’ το έργο της καταστροφής της υπάρχουσας κοινωνίας μέσα στην ίδια αυτή κοινωνία. Το προλεταριάτο πρέπει κατά τη γνώμη του να «χρησιμοποιήσει την επιρροή, που έχει κερδίσει πάνω στην κοινή γνώμη και στους κατέχοντες την εξουσία, για να σταθεροποιήσει τις υπάρχουσες συνθήκες του πολιτικού οργανισμού και να αποσπάσει λίγο λίγο απ’ το κράτος και την αυτοδιοίκηση όλες τις λειτουργίες, για να ισχυροποιήσει έτσι τον αυτοδιαμορφούμενο προλεταριακό οργανισμό, δηλαδή προπαντός το συνδικάτο» [22].

 Και άλλοι ιδεολόγοι του συνδικαλισμού έκαναν φανταστικές υποθέσεις για το ίδιο θέμα. Ιδιαίτερα ο συγκεχυμένος και επιφανειακός Λαμπριόλα, στην εργασία του Ρεφορμισμός και Συνδικαλισμός ονειρεύεται μια οργάνωση συνδικάτων, που θα περιλαμβάνει όλους τους εργάτες ενός ορισμένου παραγωγικού κλάδου, θα πετυχαίνει στο όνομα των εργατών συμφωνίες με τους επιχειρηματίες και θα εισπράττει απ’ τους επιχειρήματος το μισθό για τους ανήκοντες στο συνδικάτο εργάτες, για να τους τον μοιράσει συλλογικά σύμφωνα με την αρχή της «δικαιοσύνης». Αφού λοιπόν κατασκευάσει ένα τέτοιο κράτος εν κράτει, ονειρεύεται κατόπι την παράδοση των καπιταλιστικών εργοστασίων στα συνδικάτα και άλλες δυνατότητες εκτόπισης των καπιταλίστων από την εξουσίαση της οικονομίας.

 Ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας τέτοιων φαντασιώσεων δε διαφέρει σε τίποτα από τις ρεφορμιστικές φαντασιώσεις των κοινοβουλευτικών σοσιαλιστών, που ξεστράτισαν την εργατική τάξη από τον επαναστατικό ταξικό αγώνα, αποκοιμίζοντάς την με ελπίδες πως τάχα οι Μιλεράν, Μπερνστάιν, Κάουτσκι κλπ. θα έπαιρναν στο κοινοβούλιο την πλειοψηφία και θα έφερναν έτσι στην εργατική τάξη την απολύτρωση.

 

Η μεταβατική περίοδος προς τον κομμουνισμό

 

Ας ασχοληθούμε τώρα με τις αντιλήψεις των συνδικαλιστών γι’ αυτό που λέμε μεταβατική περίοδο. Οι απόψεις των συνδικαλιστών είναι εδώ στο μεγαλύτερο μέρος αρνητικές, αρχίζουμε έτσι για να πούμε κάτι γενικά πάνω σ’ αυτό.

 Ο Σορέλ δίνει σ’ αυτή τη μέρα της μετάβασης μια εξαιρετικά επιστημονική προσοχή, που μεταβάλλεται σε στενοκεφαλιά όταν ισχυρίζεται πως «πρέπει να φανταστεί κανείς τη μετάβαση απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό σαν μια καταστροφή, της οποίας η διαδικασία ξεφεύγει από κάθε περιγραφή» [23].

 Κανένας όμως συνδικαλιστής, και ο Σορέλ επίσης, δεν έμεινε πιστός σ’ αυτή την εντολή για εγκράτεια, όταν ήρθε η ώρα της πολεμικής κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Σορέλ ισχυρίζεται πως όλη αυτή η περίοδος δεν είναι προσιτή στην έρευνα, και μάλιστα ούτε στην πρόβλεψη: αυτό δεν άφορα μόνο τις προφητείες του πως αυτή η περίοδος αποκλείει οποιαδήποτε ορισμένη μορφή οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Ο Σορέλ θεωρεί πολύ αμφισβητούμενη τη διάκριση μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού που κάνει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Ο Σορέλ αποδίδει αυτή την κατασκευή στην επίδραση των «χεγκελιανών ιδεών» πάνω στον Μαρξ, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την εσφαλμένη του κατανόηση του κομμουνισμού, που ποτέ δεν περιείχε τη «μαρξιστική αντίληψη περί του πνεύματος της ελευθερίας» [24]. Στη συνέχεια γράφει:

Όταν δέχονται πως η δικτατορία του προλεταριάτου θα διαρκέσει πολύ και μετά θα εξαφανιστεί, για να δώσει τελικά τη θέση της σε μια αναρχική κοινωνία, ξεχνούν να μας εξηγήσουν πως θα γίνουν όλα αυτά. Ακόμη κι ο τσαρικός δεσποτισμός δεν έπεσε μόνος του ή σαν συνέπεια της κατανόησης του αυθέντη. Πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να ισχυρίζεται, πως άνθρωποι που χρησιμοποιούν μια δεσποτική δικτατορία θα παραιτηθούν στα καλά καθούμενα από τα προνόμια τους [25].

Ο ιταλός Όλιβέτι υποστηρίζει τα επιχειρήματα του Σορέλ:

Η ιδέα του κρατικού σοσιαλισμού μας δείχνει από σήμερα κιόλας τη νέα αριστοκρατία του αύριο με τη μορφή μιας συγκεντρωτικής γραφειοκρατίας, που καθορίζει την κατανομή των αγαθών και, σαν διανόηση αστικής καταγωγής, ασκεί την εξουσία χάρη στην υψηλή της κουλτούρα και στο διοικητικό και οργανωτικό της ταλέντο. (…) Βάλτε αυτή την ελίτ δίπλα στην άμορφη και ανοργάνωτη μάζα και θα βρεθείτε και πάλι μπροστά σε νέα ταξική κυριαρχία [26].

Ο Λεόνε γράφει για την Παρισινή Κομμούνα:

Η Κομμούνα (…), αυτό το περίφημο επεισόδιο της προλεταριακής επανάστασης, έπεισε τελικά ακόμη και τους φανατικότερους θαυμαστές των δημιουργικών δυνάμεων της προλεταριακής εξουσίας για τη ματαιότητα κάθε πολιτικής επανάστασης, δηλαδή κάθε επανάστασης που δεν είναι αποτέλεσμα μιας προηγούμενης διαμόρφωσης τεχνικοοικονομικών ικανοτήτων για τη διεύθυνση της παραγωγής από την καταπιεζόμενη τάξη [27].

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως ο Λεόνε είναι συνδικαλιστής, πιο κοντά στον μαρξισμό απ’ όλους τους άλλους, και θεωρεί αναγκαία μια οργάνωση της προλεταριακής εξουσίας κατά τη μεταβατική περίοδο. Βρίσκουμε σ’ αυτόν την ακόλουθη ενδιαφέρουσα θέση, που κατ’ αρχή μπορεί να τη θεωρήσει κανείς ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου σαν μεταβατικό σημείο απ’ το συνδικαλισμό στο μαρξισμό, ένα σημείο απ’ το οποίο αναγνωρίζονταν οι επαναστάτες συνδικαλιστές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη ρωσική επανάσταση. Ο Λεόνε υπογραμμίζει:

Σαν αποτέλεσμα της γενικής απεργίας το αστικό κράτος θα απογυμνωθεί από κάθε εξουσία, από κάθε δύναμη απέναντι στη νέα προλεταριακή εξουσία, που κατά τη διάρκεια του επαναστατικού μετασχηματισμού πρέπει να πάρει τη μορφή ενός πολιτικού οργάνου [28].

Δε θα ασχοληθούμε πολύ με την κριτική των συνδικαλιστών για την προλεταριακή δικτατορία. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε ήδη από την ιστορία. Όμως, όσον άφορα τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέας αριστοκρατίας στη δικτατορία του προλεταριάτου, στον οποίο αναφέρονταν συχνά Οι συνδικαλιστές, μπορούν χωρίς αμφιβολία να παρουσιαστούν τέτοιες τάσεις, αν εμφανιστούν αργά τα αποτελέσματα στα πεδία της παραγωγής και της κουλτούρας στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Όμως αυτό το πρόβλημα θα το επεξεργαστούμε αργότερα.

 Εδώ πρέπει να υποδείξουμε δύο σημεία στον Σορέλ, στα όποια από τη μια δίνει μια σωστή κι από την άλλη μια λανθασμένη σκέψη. Στην αρχή η σωστή. Με μια γερή δόση επαναστατικής κοκεταρίας ο Σορέλ κατηγορεί τη γαλλική αστική τάξη πως, μαλακωμένη απ’ τον πασιφισμό, έγινε ανίκανη να προστατέψει τα ταξικά της συμφέροντα. Φαίνεται να τον λυπεί αυτή η αδυναμία των αστών, που γι’ αυτό αφήνουν λίγα περιθώρια Για την ανάπτυξη του ταξικού αγώνα του προλεταριάτου. Είναι σα να θέλει ο Σορέλ να καλέσει την αστική τάξη σε μια πιο αποφασιστική υπεράσπιση του καπιταλισμού. Αυτή η εποχή έχει από καιρό περάσει. H ατυχία του κομμουνισμού στα 1917 και 1925 δεν ήταν πως οι ευρωπαίοι αστοί ήταν αδύναμοι, αλλά πως αποδείχτηκαν σημαντικά ισχυρότεροι και ικανότεροι για αντίσταση από τους ρώσους καπιταλιστές στα 1917. Στενά δεμένη μ’ αυτή την αντίληψη είναι η σκέψη του Σορέλ, πως η κοινωνική επανάσταση δε μπορεί να επικρατήσει κατά τη διάρκεια της οικονομικής παρακμής της αστικής κοινωνίας. Σ’ αυτό το σημείο ο Σορέλ μάταια επικαλείται τον Μαρξ, τον οποίο είτε δεν καταλαβαίνει είτε παίρνει από τα έργα του ορισμένες εκφράσεις πολύ κατά λέξη. Στο ζήτημα αυτό ο Σορέλ αναπτύσσει τον ακόλουθο συλλογισμό:

Η μαρξιστική θεωρία της επανάστασης βεβαιώνει, πως ο καπιταλισμός χτυπήθηκε στην καρδιά, ενώ είναι ακόμα γεμάτος δύναμη, ενώ βέβαια έχει σταματήσει να εκπληρώνει την ιστορική του αποστολή, ενώ διαθέτει την πλήρη του παραγωγικότητα, ενώ η οικονομία βρίσκεται γενικά ακόμη στο στάδιο της συνεχούς ανάπτυξης. Φαίνεται πως ο Μαρξ δεν έθιξε το ζήτημα, τι θα συμβεί στην περίπτωση της οικονομικής παρακμής [29].

Και άλλού γράφει:

Έχω ήδη υποδείξει τον κίνδυνο που αποτελεί για το μέλλον του πολιτισμού μια επανάσταση, όταν ξεσπάει σε εποχή οικονομικής παρακμής. Προφανώς δεν πήραν όλοι οι μαρξιστές αρκετά υπόψη τους τις θέσεις του Μαρξ σ’ αυτό πρόβλημα [30].

Είναι γνωστό πως η ιστορία δεν επιβεβαίωσε τους φόβους του Σορέλ. Ο παγκόσμιος πόλεμος, που γέννησε τη ρωσική επανάσταση και τις απόπειρες εξέγερσης των προλεταρίων στις άλλες χώρες, ήταν ακριβώς η αρχή της οικονομικής παρακμής του καπιταλισμού. Ο πόλεμος ήταν η μορφή με την όποια οι παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας άρχισαν να εξεγείρονται κατά των παραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού, η μορφή με την όποια άρχισαν να σπάζουν το καπιταλιστικό περίβλημα.

 Όμως η ιστορία θα επιβεβαιώσει πιθανόν μια άλλη σκέψη του Σορέλ. που άφορα τη μεταβατική περίοδο, τη σκέψη ότι «στην πραγματικότητα υπάρχουν τόσοι σοσιαλισμοί όσες και οι μεγάλες πράξεις» [31].

 Αυτό όχι μόνο με την έννοια πως το σοσιαλιστικό κίνημα σε κάθε καπιταλιστική χώρα έχει τις ιδιαιτερότητες του, αλλά και με την έννοια ότι θα εμφανιστούν προφανώς τόσα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σοσιαλιστικής οργάνωσης στις διάφορες χώρες, όσες είναι και οι μεγάλες καπιταλιστικές παραγωγικές μορφές. Αυτό θα συσχετιστεί ιδιαίτερα με το πρώτο στάδιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

 Ο Σορέλ δεν ανέπτυξε ή δε θεμελίωσε αρκετά αυτή τη σκέψη και έτσι το πρόβλημα ήταν γι’ αυτόν γενικά όχι τόσο σαφές όσο για μας. Έχουμε αρκετούς λόγους να μιλάμε για τη διαφορετικότητα της σοσιαλιστικής δομής στις μεγάλες χώρες, όταν καταργηθεί εκεί ο καπιταλισμός, αν σκεφτούμε βαθιά τις θέσεις του Λένιν για τα επακόλουθα της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η μη ταυτόχρονη ανάπτυξη του καπιταλισμού εξηγεί όχι μόνο τη νίκη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι στις άλλες χώρες, δε θα εξηγήσει μόνο την πιθανή καθυστέρηση του αμερικανικού προλεταριάτου απέναντι στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη, όσο άφορά τη σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά θα καθορίσει ακόμη και το διαφορετικό ρυθμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στις διάφορες χώρες μετά τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Θα περάσει ένας ορισμένος χρόνος μεχρι να φτάσουν όλες οι σοσιαλιστικές χώρες στο ίδιο επίπεδο στο διάστημα αυτό οι περισσότερο εκβιομηχανισμένες κοινωνίες θα έχουν ηγετικό ρόλο στην ανάπτυξη απέναντι στις αγροτικές, έχοντας συγχρόνως και μεγάλο αριθμό μικροαστικών οικονομικών μορφών. Μ’ άλλα λόγια: η μη ταυτόχρονη εξέλιξη του καπιταλισμού οδηγεί σε μη ταυτόχρονη εξέλιξη του σοσιαλισμού.

 Στους συνδικαλιστές δε βρίσκουμε καμία θεωρία της μεταβατικής περιόδου. Περιορίζονται σε αντιρρήσεις ενάντια στην ιδέα του προλεταριακού κράτους στη μεταβατική περίοδο, και ενάντια στη δημιουργία μιας νέας αριστοκρατίας. Απ’ όλες τους τις αντιρρήσεις δε γίνεται σαφές αν θεωρούν τη μεταβατική περίοδο, και ιδιαίτερα το προσωρινό εργατικό κράτος, αντικειμενικά απραγματοποίητο εξαιτίας της πορείας των γεγονότων, ή αν κατά τη γνώμη τους και από τη σκοπιά του συνδικαλιστικού ιδεώδους δεν επιτρέπεται να υπάρξει ο ούτε εργατικό κράτος ούτε ένα μεταβατικό στάδιο στην οικονομική ανοικοδόμηση. Εκεί που έπρεπε να μιλήσουν θετικά για τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, εκεί εκφράζονται σύντομα και με αφέλεια Έτσι ο Λαμπριόλα π.χ. εξηγεί χωρίς άλλες αποδείξεις, πως «η αντικατάσταση του καπιταλιστικού εργοστασίου από το σοσιαλιστικό θα γίνει όχι βαθμιαία αλλά ξαφνικά» [32]. Και ό Έντουαρντ Μπέρθ όχι μόνο το επιβεβαιώνει, αλλά και διαλύει με μια γραμμή της πένας του μαζί με το καπιταλιστικό εργοστάσιο και το κράτος. Γράφει: «Έτσι όπως ό συνδικαλισμός ελπίζει να απελευθερώσει το εργοστάσιο απ’ την κηδεμονία του ιδιοκτήτη, έτσι ελπίζει επίσης να ελευθερώσει με ένα χτύπημα την κοινωνία από τη δεσποτεία του κράτους» [33]

 Ο Μπέρθ δε σκέπτεται καθόλου πως αν αναπτύσσονταν τα σοσιαλιστικά εργοστάσια αμέσως πάνω στα συντρίμμια των καπιταλιστικών, εκεί που υπήρχε καπιταλιστική παραγωγή δε θα γινόταν καμία αλλαγή στις προκαπιταλιστικές, μικροαστικές, μικροκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Στη Γαλλία, για την οποία γράφει, όχι λιγότεροι απ’ τα 2/5 όλων των απασχολούμενων στην παραγωγή είναι δεμένοι όχι με τη μεγάλη βιομηχανία ή με τη μεσαία καπιταλιστική παραγωγή, αλλά με τη μικρή. Με άλλα λόγια: ακόμα και μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, και αν ακόμη γινόταν με τη συνταγή των συνδικαλιστών, θα υπήρχαν διάφορες κοινωνικές τάξεις. Και όταν υπάρξουν τάξεις, τότε μπορούν να μιλούν για εξαφάνιση του κράτους μόνο εκείνοι, που δεν έχουν την παραμικρότερη ιδέα για την εξέλιξη και τις κοινωνικές λειτουργίες αυτού του θεσμού.

 Μόνο έκπληξη μπορεί να νιώσει κανείς αν αναρωτηθεί, πως οι θεωρητικοί του συνδικαλισμού, και πρώτος ο Σορέλ, στον όποιο ήταν γνωστές οι αντίστοιχες θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για τη μεταβατική περίοδο απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μπορούσαν να εμμένουν σε τόσο απλοϊκές αντιλήψεις, σαν την άμεση, θαυμαστή μετατροπή ενός κοινωνικού συστήματος σε ένα άλλο. Και είναι ν’ απορεί κανείς που ο Σορέλ αναφέρει το περίφημο γράμμα του Μαρξ, το αφιερωμένο στην κριτική του Προγράμματος της Γκότα, και εκτός τούτου επικαλείται τη μαρξική θεωρία για τη μεταβατική περίοδο στην πολεμική του κατά των οπορτουνιστών. Τόνισε εκεί που έπρεπε ό,τι στρεφόταν κατά των οπορτουνιστών, αλλά πεισματικά αγνόησε καθετί που ήταν αντίθετο στις συνδικαλιστικές αντιλήψεις. Στην πολεμική του κατά των οπορτουνιστών υποδείχνει την ανάγκη να στοχαστούμε αυτή την αντίληψη του Μαρξ για τη μετάβαση απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και συνεχίζει:

Αυτή η ιδέα είναι πολύ γνωστή· αλλά πρέπει να επιστρέφει κανείς πάντα σ’ αυτήν, επειδή οι ημιεπίσημοι σοσιαλιστές συγγραφείς συχνά την ξεχνούν ή το λιγότερο την ερμηνεύουν λάθος. Ιδιαίτερα τότε πρέπει να επιμένει κανείς σ’ αυτή την ιδέα με ιδιαίτερη έμφαση, όταν έχει να συλλογιστεί τον αντιμαρξιστικό μετασχηματισμό, στον όποιο έχει αφοσιωθεί ό σημερινός σοσιαλισμός.

Όσο οι συνδικαλιστές επέμεναν στον άμεσο μετασχηματισμό ενός κοινωνικού συστήματος σε ένα άλλο, υπήρχαν γι’ αυτούς δύο δυνατότητες: είτε έπρεπε να περιμένουν μερικούς αιώνες, ώσπου να ωριμάσει το προλεταριάτο μέσα στους κόλπους του καπιταλισμού και να μπορέσει με ένα χτύπημα να ρίξει τον καπιταλισμό και να οικοδομήσει ένα νέο σύστημα παραγωγής, δηλαδή έπρεπε προσωρινά να μεταβληθούν οι συνδικαλιστές σε ρεφορμιστές και πολιτικούς της ουράς, αν και διαφορετικού είδους απ’ τους Ζωρές, Μπερνστάιν κλπ. Είτε έπρεπε να μεγαλοποιήσουν τις δυνάμεις και τη σοσιαλιστική ωριμότητα του προλεταριάτου, να εξωραΐσουν καθετί που μεταβαλλόταν και να αποδώσουν στην εργατική τάξη ιδιότητες, που ακόμα δεν τις είχε αποκτήσει.

 Βλέπουμε πως οι συνδικαλιστές έκαναν και τα δύο ταυτόχρονα. Κάτω απ’ το κάλυμμα επαναστατικών φράσεων γλιστρούσαν αναπόφευκτα στο πρόγραμμα του Μπερνστάιν για την ανάπτυξη μέσα στον καπιταλισμό, όταν μιλούσαν για την προετοιμασία τον προλεταριάτου για την ανατροπή του κυρίαρχου συστήματος. Ας αναφέρουμε εδώ κάτι απ’ το άρθρο του Σορέλ «Για το σοσιαλιστικό μέλλον των συνδικαλιστών»: «Ακριβώς στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας θα αναπτυχθούν όχι μόνο οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, αλλά και οι σχέσεις για ένα νέο κοινωνικό σύστημα, αυτό δηλαδή που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς σαν τις ηθικές δυνάμεις του μέλλοντος». Γενικά η σκέψη, πως τα στοιχεία του σοσιαλισμού προετοιμάζονταν ήδη στο εσωτερικό της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας μαζί με τις δυνάμεις εκείνες, που θα την ανατρέψουν, είναι μια βασική θέση του Μαρξ. Ο Σορέλ εδώ επανέλαβε μόνο αυτά που είπαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στα πρώτα τους έργα. Όμως ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν είπαν ποτέ, πως θα μπορούσαν όλα τα στοιχεία του σοσιαλισμού να προετοιμαστούν στον ίδιο βαθμό μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Στην αντίθετη περίπτωση ένας διαχωρισμός των εννοιών σοσιαλισμός και κομμουνισμός θα ήταν περιττός και ο Μαρξ θα είχε παράλειψη να γράψει για το καρκίνωμα του καπιταλισμού πάνω στο σώμα της νέας κοινωνίας. πράγμα που το κάνει στη Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Το βασικό σφάλμα των συνδικαλιστών στό ζήτημά του άμεσου μετασχηματισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας σε κομμουνιστική -μιλάνε βέβαια για σοσιαλισμό, άλλα σοσιαλισμός χωρίς κράτος ίσον κομμουνισμός- δε συνίσταται μόνο στο ότι παραγνώριζαν την αναγκαιότητα της ύπαρξης διαφορετικών τάξεων μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση και την αναγκαιότητα της οργάνωσης ενός εργατικού κράτους, αλλά και την τελείως λαθεμένη αντίληψη της διαδικασίας για τη σοσιαλιστική προετοιμασία των εργατών μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.

 Αυτή η προετοιμασία δε μπορεί σε καμία περίπτωση να ολοκληρωθεί στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τόσο στη βάση της μαρξικής ανάλυσης του καπιταλισμού όσο και στη βάση της μαρξικής θεωρίας για τη μεταβατική κοινωνία, και τέλος στη βάση της πείρας από την επανάστασή μας, πρέπει να ξεχωρίσουμε κατά την προετοιμασία αυτή των εργατών τους ακόλουθους παράγοντες. Στον καπιταλισμό ωριμάζουν οι φυσικές δυνάμεις της προλεταριακής επανάστασης, δηλαδή οι δυνάμεις εκείνες που κάνουν δυνατή την «υπερνίκηση της αντίστασης των εκμεταλλευτών», τη συντριβή του καπιταλιστικού κράτους και την εκμηδένιση της αστικής αντεπανάστασης.

 Αλλά τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά με την προετοιμασία της εργατικής τάξης για τη διεύθυνση ενός νέου παραγωγικού συστήματος. Αφού τελειώσει η καταστροφή του καπιταλισμού, αρχίζει με την ενεργητική συμμετοχή όλης της εργατικής μάζας η οικοδόμηση της νέας παραγωγικής μορφής, όπου ο ηγετικός ρόλος ανήκει αναγκαστικά στα καλύτερα προετοιμασμένα, μορφωμένα, συνειδητά και πειθαρχημένα στοιχεία της εργατικής τάξης. Εδώ θα φανεί αμέσως η ύπαρξη διάφορων ομάδων μέσα στην εργατική τάξη, που διακρίνονται από το βαθμό ωριμότητας για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση. Την ίδια περίοδο αρχίζει η εργατική τάξη να πλησιάζει στο πεδίο της κουλτούρας με γιγάντια βήματα όσα δεν πρόφτασε να κατακτήσει και όσα δε μπορούσε αντικειμενικά να κατακτήσει, αφού στον καπιταλισμό ήταν καταπιεζόμενη τάξη. Αρκεί να διαπιστώσουμε πως η εργατική τάξη βγαίνει απ’ τον καπιταλισμό με μια τελείως διαφορετική τεχνική προετοιμασία. Μαζί με τους ειδικευμένους εργάτες, περιλαμβάνει τα στελέχη των μισοειδικευμένων και τέλος τη μάζα των τελείως ανειδίκευτων. Αρκεί επίσης να υποδείξουμε, πως η εργατική τάξη δεν είναι καθόλου ομοιογενής, όταν εκπονούνται σοσιαλιστικά κίνητρα για εργασία.

 Τελικά θα χρειαστεί μια αρκετά μεγάλη περίοδος ώσπου όλη η μάζα των εργατών να υπερνικήσει την τεχνική και πολιτιστική καθυστέρηση, πάνω στη βάση μιας γρήγορα ανερχόμενης παραγωγικότητας της εργασίας και ενός γρήγορα αυξανόμενου κοινωνικού πλούτου, βασιζόμενη στον περιορισμό του χρόνου εργασίας και τη γενική πολύπλευρη μόρφωση των εργατών, και ώσπου να γίνει ικανή όχι μόνο να συμμετέχει στην παραγωγή αλλά και να τη διευθύνει. Μια αρκετά μεγάλη περίοδος θα χρειαστεί επίσης για την κατάργηση του χωρισμού των εργατικών μαζών σε σταθερά προκαθορισμένα επαγγέλματα, για να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα της συνένωσης της φυσικής εργασίας με την επιστήμη· και θα χρειαστεί αρκετό καιρό η νέα κοινωνία ώσπου να οργανώσει ένα αντίστοιχο εκπαιδευτικό σύστημα και να μπορέσει να καταργήσει τα προνόμια στην εκπαίδευση μιας μειοψηφίας εργαζομένων. Από τα ως τώρα αποσπάσματα μερικών συνδικαλιστών συγγραφέων μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς προβληματισμούς, που σε σχέση με τις συνδικαλιστικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό είναι ενδιαφέροντες: 1. το πρόβλημα της κατάργησης της καπιταλιστικής πειθαρχίας και της αντικατάστασης της από μια ελεύθερη συνεργασία ελεύθερων παραγωγών. 2. το πρόβλημα της κατάργησης των επαγγελμάτων στη μελλοντική κοινωνία, και 3. την προφύλαξη απέναντι στη δυνατότητα της διαμόρφωσης μιας νέας αριστοκρατίας, όταν ή σοσιαλιστική επανάσταση καταλήγει στην οργάνωση ενός νέου εργατικού κράτους.

 Δε θα καταπιαστούμε λεπτομερειακά με το πρώτο ζήτημα [34]. Όσο αφορά την κατάργηση των επαγγελμάτων στη μελλοντική κοινωνία, ο συνδικαλισμός σε σύγκριση με το μαρξισμό, και ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις εξαιρετικές θέσεις του Ένγκελς στο Αντι-Ντύρινγκ αυτό το θέμα, δεν είπε τίποτε το νέο. Το ζήτημα εδώ δεν είναι, αν η μελλοντική κοινω-νία θα διατηρήσει το σημερινό χωρισμό σε σταθερά προκαθορισμένα επαγγέλματα μαζί με όλα τα επαγγελματικά προνόμια. Δε μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την κατάργηση των επαγγελμάτων στον κομμουνισμό. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: πως θα προχωρήσει στην πραγματικότητα η διαδικασία της απονέκρωσης τον καταμερισμού της εργασίας στη μεταβατική περίοδο και ποιες κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις θα είναι αναγκαίες γι’ αυτό;

 Θα εξετάσουμε σύντομα τις απόψεις του Σορέλ και των άλλων συνδικαλιστών για την αναπόφευκτη δημιουργία μιας νέας αριστοκρατίας στο εργατικό κράτος και την αναγκαιότητα μιας νέας επανάστασης για την ανατροπή αυτής της κυρίαρχης τάξης.

 Πιο πάνω υπογραμμίσαμε πως η μετάβαση απ’ τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό τότε μόνο μπορεί να είναι δυνατή, όταν η αστική κοινωνία στη χρονική στιγμή της κατάρρευσής της έχει προετοιμάσει όλα τα στοι-χεία του κομμουνισμού, τις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις. Όμως δεν είναι έτσι και δε μπορεί να είναι έτσι. Η εργατική τάξη είναι κατ’ αρχήν ικανή να συντρίψει το αστικό σύστημα, αλλά είναι λιγότερο ικανή να εισάγει την αταξική κοινωνία ή όχι μόνο να παραδώσει τη διεύθυνση της οικονομίας στην πρωτοπορία της, αλλά να την πάρει η ίδια κάτω απ’ τον έλεγχό της. Η προετοιμασία του προλεταριάτου όχι μόνο για τον κομμουνισμό, αλλά για μια περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, σοσιαλιστική οικονομία, μόνο μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να ολοκληρωθεί.

Αυτή η προετοιμασία θα κρατήσει αρκετό καιρό. Πριν το σοσιαλιστικό κράτος οργανώσει τη μαζική εκπαίδευση, που εγγυάται στον κάθε εργάτη ίση τεχνική και γενική μόρφωση, η εργατική τάξη πρέπει να οικοδομήσει και να διευθύνει το οικονομικό της σύστημα, στηριζόμενη στα προοδευτικά στοιχεία που προέρχονται από τις γραμμές της και από την αστική τάξη, τα όποια παρέλαβε απ’ τον καπιταλισμό. Εδώ είχαμε μια μορφή προσαρμογής του αυτοοικοδομούμενου σοσιαλισμού στις κληρονομημένες απ’ το παλιό σύστημα ελλείψεις. Δεν πρόκειται εδώ καθόλου για τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης τάξης μέσα στο προλεταριάτο, αλλά για ένα σκόπιμο καταμερισμό της εργασίας μέσα στην ίδια την τάξη. Η ανισότητα δεν πηγάζει από διαφορετικά δικαιώματα στα μέσα παραγωγής, αλλά από μια διαφορετική προετοιμασία των διάφορων ομάδων του προλεταριάτου για το νέο σύστημα παραγωγής. Μπορεί να υπογράφει κανείς όσες δηλώσεις θέλει για την άμεση πραγματοποίηση της ισότητας — όμως σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο δε μπορεί να υπάρξει μια πραγματική ισότητα.

Σ’ αυτή την περίοδο όμως η τάση για την πραγματοποίηση αυτής της ισότητας θα γίνεται όλο και πιο ισχυρή. Οι επιτυχίες σ’ αυτή την κατεύθυνση θα αυξάνονται σε ευθεία αναλογία προς τις επιτυχίες της σοσιαλιστικής βιομηχανίας, προς την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, προς την άνοδο της υλικής ευημερίας και προς τη συντόμευση του χρόνου εργασίας του προλεταριάτου. Δε μπορούμε ν’ αρνηθούμε φυσικά πως σε μια αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στα πρώτα σταδία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εμφανίζονται δίπλα στις προοδευτικές και τάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση μπορούμε από τώρα να διαπιστώσουμε την ύπαρξη μερικών συντηρητικών τάσεων: η προσπάθεια ορισμένων κύκλων και των απογόνων τους για την εμπέδωση του προνομίου τους να έχουν τον ηγετικό ρόλο στην οικονομία και το κράτος. Αν π.χ. ένας υπεύθυνος σοβιετικός εργάτης ή ειδικός προσπαθεί να στείλει τα παιδιά του όχι στο κοινό σχολείο ούτε στην τεχνική σχολή, αλλά να τους δώσει μια ανωτάτη μόρφωση, σε μια εποχή που το κράτος την επιτρέπει -σύμφωνα με τις υλικές και πολιτιστικές συνθήκες- μόνο σε μια εξαφανιζόμενη μειοψηφία ιδιαίτερα προικισμένων ατόμων, τότε αυτός προσπαθεί να κάνει τη θέση του κληρονομική, τελείως ανεξάρτητη από προσωπικές ιδιότητες και αξίες. Αντίστροφα, η δική του προνομιούχα θέση παραμένει συνδεμένη με τη δική του προσωπική άξία και την ιδιαίτερη χρησιμότητα που έχει αυτός για το κράτος και την κοινωνία. Βέβαια τα συντηρητικά αυτά στοιχεία δεν αποτελούν κίνδυνο για μια σοσιαλιστική κοινωνία, που οι παραγωγικές της δυνάμεις αναπτύσσονται γρήγορα. Πολύ σύντομα θα υπερνικηθούν απ’ τα προοδευτικά στοιχεία, που θα υπερισχύσουν χωρίς επαναστατικές ανατροπές.

 

Η μελλοντική κοινωνία

 

Αν παραβλέψουμε πως οι συνδικαλιστές -με τον Σορέλ επικεφαλής- αποφεύγουν στις αναλύσεις τους να δώσουν σε αρκετά σημεία τις συγκεκριμένες τους απόψεις για τη μελλοντική κοινωνία, σε άλλα σημεία, μη μπορώντας βέβαια να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, καταφεύγουν στο μέλλον. Διαπιστώνει κανείς, πως οι δυσκολίες αυτού του προβλήματος δε διέφυγαν από τον Σορέλ, αφού βάζει το ζήτημα, πως μπορεί η καπιταλιστική καταναγκαστική πειθαρχία να αντικατασταθεί από μια τελείως συνειδητή και εθελοντική συμμετοχή στην εργασία για το συμφέρον όλης της κοινωνίας. Όμως γι αυτό το τόσο σπουδαίο ζήτημα αρκέστηκε μόνο -σε μια αναλογική σύγκριση των εργατών της μελλοντικής κοινωνίας με τους στρατιώτες της μεγάλης γαλλικής επανάστασης. Ο Σορέλ προέβλεπε τις κατηγορίες, επειδή οι αντιλήψεις τους για το σοσιαλισμό ήταν μόνο αρνητικές, γι’ αυτό αναφέρεται στις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού, προσπαθώντας μάταια να κρυφτεί πίσω απ’ την αυθεντία του Μαρξ. Έτσι στο Για τη Βία γράφει:

Ο Μαρξ απέρριπτε κάθε προσπάθεια που σαν σκοπό της είχε τη διερεύνηση των μελλοντικών όρων ύπαρξης· θα ήταν λάθος να επιμείνουμε σ’ αυτή τη διερεύνηση, επειδή διαπιστώνουμε πως ο Μαρξ εδώ σπάει τους δεσμούς με την αστική επιστήμη. Η θεωρία της γενικής απεργίας αρνείται επίσης αυτή την επιστήμη και γι’ αυτό ένας αστός διανοούμενος δεν επιμένει να κατηγορεί τη νέα θεωρία πως διαθέτει μόνο αρνητικά κριτήρια. Όσο άφορα όμως τα ίδια. αυτά αφήνουν να διαφανεί ό ευγενικός σκοπός, δηλαδή ή επίτευξη της ευτυχίας όλων [35].

Εδώ ό Σορέλ μάταια αναφέρεται στον Μαρξ, γιατί είναι τελείως άλλο πράγμα να φαντάζεσαι τη μελλοντική κοινωνία και να σχεδιάζεις τις πιο διαφορετικές ουτοπίες, από το να βγάζεις τις βάσεις της μελλοντικής κοινωνίας από την ανάλυση του καπιταλισμού. Όπως είδαμε ήδη στο προηγούμενο κεφάλαιο, o Μαρξ κι o Ένγκελς διατύπωσαν μερικές -αν και πολύ γενικές- θέσεις για τη δομή της μελλοντικής κοινωνίας. Δε θα είχαν μπορέσει να δώσουν γενικά καμία βασική ανάλυση του καπιταλισμού, αν δεν είχαν αναπτύξει τις αντιλήψεις τους για το κοινωνικό σύστημα που θα τον αντικαταστήσει. Κατά τα άλλα ό Σορέλ δεν έμεινε πιστός στην πεποίθηση του και, όπως θα δείξουμε παρακάτω, πολλές φορές επεξεργάστηκε διεξοδικά τα προβλήματα της μελλοντικής παραγωγής. Αυτό το τμήμα της συνδικαλιστικής θεωρίας έχει για μάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι αντιλήψεις των συνδικαλιστών για τη μελλοντική κοινωνία παρουσιάζονται συγκεχυμένες, χωρίς διαχωρισμό των επιμέρους προβλημάτων. Μερικές φορές βρίσκει κανείς μέσα στην ίδια διατύπωση λίγα λόγια για το ζήτημα της πειθαρχίας στη μελλοντική κοινωνία, κάτι για το σύστημα της οργάνωσης της, κάτι για την κατανομή και το εκπαιδευτικό σύστημα κλπ. Γι’ αυτό κατά την εξέταση ενός προβλήματος θα αναφέρουμε συχνότερα συνδικαλιστές συγγραφείς, που συμπεριλαμβάνουν ταυτόχρονα και άλλα προβλήματα.

 Στις αναδρομές τους στο μελλοντικό κόσμο οι συνδικαλιστές ενδιαφέρονται κυρίως για το πρόβλημα της κατάργησης της καπιταλιστικής πειθαρχίας και της οργάνωσης της ελεύθερης εργασίας. Για την παραγωγή καθαυτή δηλαδή για το σημείο στο οποίο διαφέρει όλο το σύμπλεγμα της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αστική, δεν ενδιαφέρονται σχεδόν καθόλου. Ιεραρχώντας λοιπόν έτσι τα ενδιαφέροντα τους για τη μελλοντική κοινωνία. έδειξαν με σαφήνεια τι τους ενοχλούσε βασικά στον καπιταλισμό. Στο βιβλίο του Για τη Βία ο Σορέλ γράφει:

Ο Μαρξ, όπως και οι συνδικαλιστές, δέχεται πως η επανάσταση θα είναι απόλυτη και αμετάκλητη, επειδή βάζει στον εαυτό της καθήκον να παραδώσει τις παραγωγικές δυνάμεις στα χέρια ελευθέρων ανθρώπων δηλαδή ανθρώπων που είναι ικανοί να εργαστούν χωρίς επιστάτες στα απ’ τους καπιταλιστές φτιαγμένα εργοστάσια. [36]

Ό Σορέλ καταφέρεται κατά των σοσιαλιστών ακόμη και στην κριτική της μελλοντικής κοινωνίας, επειδή οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να μην τη φανταστούν χωρισμένη σε δύο τάξεις, σε διευθυνόμενους και διευθύνοντες. Εδώ ο Σορέλ, όπως και οι άλλοι συνδικαλιστές, δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε μια νέα τάξη που θα μπορούσε να είναι στην εξουσία, και στην πρωτοπορία του προλεταριάτου, που, όντας διαλεγμένη μέσα απ’ τη μάζα των εργατών για να αναλάβει τις οργανωτικές λειτουργίες, αντα-νακλά στη συνείδησή της μόνο τη διαφορά ανάμεσα στις διάφορες ομά-δες του προλεταριάτου. Αυτές οι διαφορές, όπως ήδη υπογραμμίσαμε, είναι η άμεση κληρονομιά της καπιταλιστικής κοινωνίας και μεταφέρεται αυτόματα στην πρώτη φάση του σοσιαλισμού.

 

O Μπέρθ γράφει για το ίδιο θέμα:

Μπορεί κανείς να προσδιορίσει και να χαρακτηρίσει με δύο λέξεις το καπιταλιστικό εργοστάσιο, αν πει πως είναι μια βασισμένη στη βία, καταναγκαστική εργασία, ενώ για το σοσιαλιστικό εργοστάσιο πρέπει να πει, πως εκεί κυριαρχεί η ελεύθερη συνεργασία [37]

O Μπέρθ δε μπορεί να κατανοήσει, πως η διαφορά δε βρίσκεται μόνο στον καταναγκασμό, επειδή η ελεύθερη συνεργασία στην πρώτη φάση του σοσιαλισμού εμφανίζεται γενικά ελάχιστα. Πρώτο, ο εργάτης πρέπει να εργαστεί, αν θέλει να φαει. Αυτός ό καταναγκασμός δεν εξαρτάται από το σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά από τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και φύσης. Από αυτό τον καταναγκασμό, ούτε ο σοσιαλισμός ούτε ο κομμουνισμός θα απελευθερώσει τη μελλοντική ανθρωπότητα. Δεύτερο, θα εργαστεί στους τομείς εκείνους που τον χρειάζονται περισσότερο. Η κινητικότητά του έτσι περιορίζεται ήδη. Τρίτο, η κινητικότητα του περιορίζεται, επειδή οι εργάτες, φεύγοντας απ’ τον καπιταλισμό, παίρνουν μαζί τους μια στενή ειδίκευση, πράγμα που σημαίνει ότι στο τεχνικό πεδίο δε μπορούν να αλλάξουν επάγγελμα σύμφωνα με τις κλίσεις τους. Έτσι λοιπόν στην πρώτη βαθμίδα του σοσιαλισμού θα υπάρχει και καταναγκασμός, μόνο που θα θεωρείται σαν κάτι αναγκαίο· εκεί βρίσκεται όλη η ελευθερία. Τέλος, είναι λάθος να βλέπουμε όλη τη διαφορά μεταξύ ενός καπιταλιστικού και ενός σοσιαλιστικού εργοστασίου στην κατάργηση του οικονομικού καταναγκασμού. Η σοσιαλιστική οικονομία είναι ένας τεράστιος ενιαίος οργανισμός· το εργοστάσιο είναι απλώς ένα κύτταρο, που δε δίνει ακόμη μια πλήρη αντίληψη του συνόλου.

 Η χαρακτηριστική διαφορά δε βρίσκεται μόνο στην αντίθεση ελευθέριας και αναγκαιότητας, αλλά και στο ότι η σοσιαλιστική οικονομία αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, ενώ στο καπιταλιστικό σύστημα υπάρχει ένα πλήθος αυτόνομων παραγωγών, εργοστασίων και τραστ. Από αυτό δη-μιουργείται ένας ολόκληρος αριθμός ιδιαιτεροτήτων, που ξεχωρίζουν σε μια ολόκληρη σειρά σημείων τη σοσιαλιστική μορφή από τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό το θέμα έρχεται να μιλήσει ο Μπέρθ. Αυτός ο συγγραφέας προσπαθεί να διαχωρίσει τη θέση του απ’ τους αναρχικούς, τονίζοντας:

Η συνδικαλιστική καθοδήγηση, που αντικαθιστά την καθοδήγηση των επιχειρηματιών, θα είναι αναμφίβολα και πολύ δίκαια το ίδιο σκληρή, το ίδιο αυστηρή, το ίδιο ανελέητη προς τους απείθαρχους. προς τους τεμπέληδες και τους ασυνείδητους, όσο ήταν και ό καπιταλισμός [38]

Ο γερμανός συνδικαλιστής Έρτερ γράφει σχετικά:

Οι συνδικαλιστές είναι πεισμένοι πως η οργάνωση μιας σοσιαλι-στικής οικονομίας δε γίνεται ούτε με κυβερνητικές αποφάσεις ούτε με κρατικά διατάγματα, αλλά μόνο με τη συνένωση των πνευματικά και σωματικά εργαζόμενων σε κάθε παραγωγικό κλάδο. Οι ίδιοι οι παραγωγοί πρέπει να πάρουν μ’ αυτό τον τρόπο κάτω απ’ τη διεύθυνσή τους κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, έτσι που οι ξεχωριστές ομάδες επιχειρήσεων και παραγωγικών κλάδων να μετατραπούν σε αυτόνομα μέλη του συνολικού οικονομικού συστήματος και να οργανώσουν μεθοδικά, με αμοιβαία ελεύθερη συμφωνία για το συμφέρον όλης της κοινωνίας, τη γενική παραγωγή και κατανομή. Όταν μετά από μια νικηφόρα επανάσταση μπαίνει μπροστά στους εργάτες το πρόβλημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι διευθύνσεις εργασίας μετατρέπονται σε ένα είδος τοπικών στατιστικών γραφείων, που παίρνουν κάτω απ’ τη διοίκησή τους τα πάντα – προϊόντα, είδη διατροφής, ρουχισμό κλπ. Οι διευθύνσεις εργασίας θα είχαν το καθήκον να οργανώσουν την κατανάλωση και δε θα ήταν δύσκολο -με τη βοήθεια μιας γενικής τους συνένωσης- να διατηρήσουν έναν έλεγχο της συνολικής κατανάλωσης και να την οργανώσουν όσο το δυνατό απλούστερα. [39]

Για το θέμα που μας ενδιαφέρει βρίσκουμε σε μια έκθεση του χρηματιστηρίου εργασίας της πόλης Νιμ την ακόλουθη ιδέα για τη μελλοντική οργάνωση της οικονομίας:

Κάθε επαγγελματικός κλάδος ενώνεται με ένα συνδικάτο· κάθε συνδικάτο εκλέγει ένα συμβούλιο, ας το πούμε επαγγελματικό συμ-βούλιο. Αυτά τα συνδικάτα ενώνονται με την σειρά τους κατά παραγωγικούς κλάδους σε εθνικό και διεθνές πεδίο. Δεν υπάρχει πια προσωπική ιδιοκτησία: γη, πηγές πρώτων υλών, εργοστάσια, εργαστήρια, μεταφορικά μέσα, όλα γίνονται κοινή ιδιοκτησία.(…) Πρέπει να καταλάβουμε οπωσδήποτε πως δεν υπάρχει καμία αποκλειστική και προσωπική περιουσία των εργατών, που τη βάζουν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής, αν δε θέλουμε να δούμε διχογνω-μίες ανάμεσα στα μεμονωμένα σωματεία, σαν κι αυτές που υπήρ-χαν ανάμεσα στους καπιταλιστές, αν θέλουμε να αποφύγουμε να πέσει πάλι η κοινωνία θύμα του ανταγωνισμού — και αυτή τη φορά του ανταγωνισμού των συλλογικών σωματείων αντί του ανταγωνι-σμού των μεμονωμένων καπιταλιστών.(…)

Ας υποθέσουμε πως η κοινωνία χρειάζεται μια ορισμένη ποσότητα ψωμιού ή ρουχισμού. Οι γεωργοί ή οι ράφτες παίρνουν την κοινωνία – είτε σαν χρήμα, εφόσον ύπαρχοι ακόμη, είτε σαν ανταλλακτικές άξιες — μέσα για την ατομική τους κατανάλωση ή μέσα παραγωγής που έχουν κατασκευαστεί από άλλους εργάτες. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία πρέπει να οργανωθεί η εργασία. και η κοινωνία να μετατραπεί πραγματικά σε κοινωνία των ίσων.(…) Τα χρηματιστήρια εργασίας, που κρατάνε βιβλία για την ποσότητα των έτοιμων ή αυτών που θα παραχθούν αγα-θών, πληροφορούν τα επαγγελματικά συμβούλια κάθε σωματείου, που δραστηριοποιεί όλα τα μέλη του για την παραγωγή των αναγκαίων αγαθών. Με βάση τις στατιστικές τους τα συμβούλια γνωρί-ζουν την ποσότητα των αγαθών που είναι έτοιμα ή θα παραχθούν στην περιοχή τους. Θα πάρουν κάτω απ’ τη διεύθυνση τους την ανταλλαγή των αγαθών ανάμεσα στους διάφορους τομείς, Οι όποιοι παράγουν προϊόντα σύμφωνα με τα φυσικά τους δεδομένα. (…). Όλοι αυτοί οι τομείς παράγουν τα αγαθά, που είναι αναγκαία για την ύπαρξη ή για τη διανοητική ανάπτυξη του πληθυσμού [40].

Η ενωμένη επιτροπή των εργατικών χρηματιστηρίων γράφει:

Η κοινωνική επανάσταση πρέπει να έχει καθήκον να εκμηδενίσει τις ανταλλακτικές αξίες και το κεφάλαιο που τις παράγει, και επί-σης τους θεσμούς που δημιουργούν. Ξεκινάμε απ’ την υπόθεση πως το καθήκον της επανάστασης δε βρίσκεται μόνο στην απελευθέρωση των ανθρώπων από κάθε αυταρχικότητα αλλά προπάντων από όλα τα όργανα που δεν εξυπηρετούν την άνοδο της παραγωγής. Γι’ αυτό δε μπορούμε να φανταστούμε αλλιώς τη μελλοντική κοινωνία, παρά σαν μια ελεύθερη και εθελοντική συνένωση των παραγωγών. Τι ρόλο παίζουν αυτοί οι συνεταιρισμοί; (…) Καθένας ασχολείται με τον παραγωγικό του κλάδο ( …) Πόσο πρέπει να εργάζεται κανείς την ημέρα, για να βγάλει γρανίτη για έναν ορισμένο αριθμό κατοίκων, να αλέσει αλεύρι ή να παρουσιάσει θεατρικά έργα; (…) Πόσοι εργάτες και πόσοι καλλιτέχνες χρειάζονται γι’ αυτό; (…) Πόσα υλικά και πόσοι παραγωγοί χρειάζονται στους γειτονικούς συνεταιρισμούς; Πως κατανέμονται τα καθήκοντα μεταξύ τους; Πως καθορίζονται οι κοινοτικές τους σχέσεις και πως αξιοποιούνται οι κατακτημένες επιστημονικές γνώσεις; Αφού οι εργατικοί συνεταιρισμοί γνωρίζουν καλύτερα τη σχέση παραγωγής και διανομής, αυτοί και διανέμουν τα υλικά που παράχθηκαν ή εξάχθηκαν από τα μέλη τους. Αφού επίσης ξέρουν την ποσότητα των αναγκαίων και παραχθέντων αγαθών, παραγγέλλουν σε άλλο μέρος πρόσθετες εργατικές δυνάμεις, που τις χρειάζονται, ή ιδιαίτερα προϊόντα, που λόγω του φυσικού περιβάλλοντος δε μπορούν να παραχθούν στην περιοχή τους [41]

Από τα αποσπάσματα αυτά βλέπουμε πως, κατά τις αντιλήψεις των συνδικαλιστών, όλος ο οργανωτικός σκελετός της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας βασίζεται στα συνδικάτα. Η οικοδόμηση αυτή προκύπτει από μόνη της, αφού οι συνδικαλιστές αποκλείουν τη μεταβατική περίοδο και την ύπαρξη ενός εργατικού κράτους και μεταθέτουν στα συνδικάτα όλη την οργανωτική λειτουργία. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα συνδικάτα δεν πρέπει να γίνουν ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και πως έχει προβλεφθεί η οργάνωση ενός συνδικαλιστικού κέντρου που θα αναλάβει στη χώρα την παραγωγή και διανομή. Απέναντι σ’ ένα τέτοιο πρότυπο δε μπορούμε βασικά να αντιτάξουμε τίποτα, αφού άφορα την κομμουνιστική κοινωνία. Δε μπορούμε φυσικά ακόμη να φανταστούμε συγκεκριμένα την οργανωτική δομή μιας τέλειας κομμουνιστικής κοινωνίας, όμως βασικά τίποτα δε μπορούμε να αντιτάξουμε στο συνδικαλιστικό σχέδιο όπως και ενάντια στην οριστική εκμηδένιση, μελλοντικά, του κράτους. Στην κομμουνιστική κοινωνία, μετά την κατάργηση του κράτους και των καθορισμένων επαγγελμάτων, και άρα και της ειδίκευσης, θα παραμείνουν στη βάση των οργανωτικών λειτουργιών μόνο οι παραγωγοί και οι συνεταιρισμοί τους. Ένα άλλο ζήτημα είναι εάν μεταξύ αυτών των οργανωτικών μορφών και των σημερινών συνδικάτων υπάρχει κάποια ομοιότητα. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρήσουμε πως το πρόγραμμα του κόμματός μας δίνει στα συνδικάτα τον πρωτεύοντα ηγετικό ρόλο:

Ο μηχανισμός οργάνωσης της κοινωνικοποιημένης βιομηχανίας πρέπει να στηρίζεται κυρίως στα συνδικάτα, τα όποια πρέπει να ελευθερώνονται όλο και περισσότερο από τους επαγγελματικούς περιορισμούς και να μετατρέπονται σε μεγάλες παραγωγικές ενώσεις, που θα περιλαμβάνουν στην αρχή την πλειοψηφία και βα-θμιαία το σύνολο όλων των εργαζόμενων ενός ορισμένου παραγω-γικού κλάδου. Τα συνδικάτα, αφού παίρνουν μέρος ήδη σύμφωνα με τους νόμους της σοβιετικής δημοκρατίας και της διαμορφωμένης πρακτικής, στα τοπικά και κεντρικά όργανα της βιομηχανικής διεύθυνσης, πρέπει να προσηλωθούν πρακτικά στη διεύθυνση της συνολικής λαϊκής οικονομίας και να την πάρουν κάτω απ’ τον έλεγχο τους σαν οικονομική μονάδα. [42]

Το σχέδιο της συνδικαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, που παρουσιάσαμε, κάνει τελείως φανερό το πρόβλημα της οργάνωσης της αγροτικής εργασίας. Αν και μπορεί κανείς να φανταστεί μια οργάνωση της παραγωγής από τα συνδικάτα μέσα στη μεγάλη βιομηχανία ή στην καπιταλιστική αγροτική οικονομία, όμως γενικά είναι ασαφές το πως ή συνδικα-λιστική οργανωτική μέθοδος θα εφαρμοστεί στους αυτόνομους ιδιοκτήτες γης και αγρότες. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι το μόνο για το όποιο δε βρίσκουμε καμία απάντηση στους συνδικαλιστές θεωρητικούς.

 Στο εκπαιδευτικό ζήτημα οι συνδικαλιστές έχουν γενικά μαρξιστικές θέσεις, δηλ. θεωρούν τελείως απαραίτητη τη σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας. Γι’ αυτό το θέμα γράφει ο Σορέλ στην εργασία του «Το σοσιαλιστικό μέλλον των συνδικάτων»:

Αν θέλουμε η μόρφωση να πετύχει τα αναγκαία αποτελέσματα, πρέπει να τη μεταφέρουμε στο εργοστάσιο, επειδή το παλιό σύστημα διδασκαλίας, που κρατούσε τους χειρώνακτες στα στενά πλαίσια της ρουτίνας, δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη βιομηχανία, όπου συμβαίνουν συνεχείς αλλαγές. Το μάθημα πρέπει να συνδέεται με τη χειρονακτική εργασία [43].

Ο συνδικαλισμός στηρίζεται επίσης στη μαρξιστική θέση για την κατάργηση των επαγγελμάτων και των επαγγελματικών προνομίων, και τάσσεται ενάντια στην αντίθεση επιστήμης και εργασίας. «O σοσιαλισμός», γράφει ο Λεόνε, «θα είναι ο τάφος της διανόησης σαν ιδιαίτερης κάστας. Στο σοσιαλισμό πρέπει να καταργηθεί κάθε διαφορά μεταξύ των σωματικά και των πνευματικά εργαζόμενων.(…) Ο παράλογος χωρισμός των ανθρώπων σε σωματικά και επιστημονικά εργαζόμενους θα φαίνεται στους απογόνους μας σαν απίστευτη και εκπληκτική εικόνα της καπιτα-λιστικής εποχής» [44].

 Οι συνδικαλιστές καταπιάστηκαν και με τη μέθοδο των σοσιαλιστικών κίνητρων για εργασία, αλλά δε μπόρεσαν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Ο Σορέλ π.χ. στηρίζεται στην κομμουνιστική θέση, σύμφωνα με την οποία κάθε εργάτης της μελλοντικής κοινωνίας θα δίνει στο σύνολο ανάλογα με τις δυνατότητες του, χωρίς να ζητά απ’ την κοινωνία να του μετρήσει τους κόπους του σε γυαλιστερά κέρματα [45].

 Αλλά ούτε ο Σορέλ ούτε οι άλλοι συνδικαλιστές διερεύνησαν το πρόβλημα, πως δηλ. ένας εργάτης, που προέρχεται απ’ την εμπορευματική οικονομία και είναι συνηθισμένος στα διάφορα κίνητρα εργασίας, που η ίδια αυτή εμπορευματική κοινωνία του τα έχει κάνει συνήθεια, πως ξαφνικά θα συμπεριφερθεί αυτός τελείως διαφορετικά στη συλλογική οικονομία. Έχουμε δει κατά ένα μέρος ή θα δούμε, πως το πρόβλημα αυτό είναι ασύγκριτα πιο περιπλεγμένο απ’ ό,τι φαντάζονταν π.χ. οι ουτοπιστές – με τον Φουριέ επικεφαλής.

 Όπως είναι γνωστό, ο Σορέλ ήταν μηχανικός. Σαν μηχανικός, γνώστης της δομής της καπιταλιστικής μεγάλης επιχείρησης και των βασικών κινήτρων της ανάπτυξης της καπιταλιστικής τεχνικής, έπρεπε φυσικά να προβληματιστεί πάνω στην τεχνική πρόοδο στο σοσιαλισμό. Ανέπτυξε αρκετές ενδιαφέρουσες σκέψεις, για το πως μπορεί κανείς να αποφύγει στη μελλοντική κοινωνία τη στενοκέφαλη ειδίκευση, τη ρουτίνα ή τη δκτατορία της μετριότητας, και υπογράμμισε ανάμεσα στ’ άλλα το ρόλο που παίζουν στην τεχνική πρόοδο οι μικρές, απαρατήρητες αλλά αμέτρητες εφευρέσεις και βελτιώσεις, που κάνουν οι ίδιοι οι εργάτες μέσα στη διαδικασία της παραγωγής [46].

 

Αντιπατριωτισμός και αντιμιλιταρισμός

 

Ο καπιταλισμός συναθροίζει τους ανθρώπους σε έθνη δημιουργώντας εθνικούς οικονομικούς οργανισμούς, που συνδέονται με εθνικά και καπιταλιστικά κράτη η μετάβαση όμως στο σοσιαλισμό σημαίνει και μετάβαση σε μια άλλη διεθνή συνάθροιση των ανθρώπων. Αυτή η μετάβαση φαίνεται ήδη, στον καπιταλισμό, με το διεθνή καταμερισμό της εργασίας, με το παγκόσμιο καπιταλιστικό εμπόριο και με όλες τις άλλες τάσεις για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου οικονομικού οργανισμού. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο πατριωτισμός είναι μια αντίδραση, μια ανταρσία ενάντια στις προοδευτικές τάσεις της οικονομίας, είναι η προσπάθεια να περιοριστεί η πολιτική στο πλαίσιο μιας εθνικής ένωσης, το όποιο έχει ήδη σπάσει η παγκόσμια οικονομία. Οι προετοιμασίες των ανθρώπων για μια νέα συνένωση σε παγκόσμιο επίπεδο και για ένα νέο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, βρίσκουν την έκφρασή τους προπάντων και κυρίως στην πραγματική διεθνή ένωση του προλεταριάτου. Προσχωρώντας οι εργάτες των διάφορων χωρών στη ενιαία οργάνωση της Επαναστατικής Διεθνούς, σπάζουν τις εθνικιστικές αλυσίδες που τους έχει βάλει ο καπιταλισμός και προετοιμάζονται έτσι ψυχολογικά για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας.

Από την άποψη αυτή ο αντιπατριωτισμός των εργατών, που στρέφεται προπάντων κατά του δικού τους κράτους, είναι ένα εξαιρετικά σπουδαίο στοιχείο της προετοιμασίας της επανάστασης, η οποία εκμηδενίζει την υλική βάση του καπιταλισμού, αλλά και στοιχείο της προετοιμασίας για ένα νέο σύστημα παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των παραγωγών. Αν ο αστικός χαρακτήρας του σοσιαλισμού στην περίοδο του πολέμου υπογραμμίζεται απ’ το ότι τα ηγετικά στοιχεία του σοσιαλισμού βρίσκονται μέσα στην ακτίνα δράσης της εθνικής ενότητας και συνεπώς κάτω απ’ την επίδραση του πατριωτισμού, του σοβινισμού κλπ., τότε μπορεί κανείς να μετρήσει το βαθμό της ψυχολογικής προετοιμασίας των εργατών για τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής παγκόσμιας οικονομίας, ανάμεσα στ’ άλλα και από το βάθος και την έκταση του αντιπατριωτισμού και αντιμιλιταρισμού τους. Οι επαναστάτες συνδικαλιστές, αυτό πρέπει να το τονίσουμε, είχαν ξεκόψει σ’ αυτό το σημείο απ’ τον οπορτουνισμό από την προπολεμική κιόλας εποχή, και ή ορθότητα της τακτικής τους εδώ επιβεβαιώθηκε πλήρως από την ιστορία. Πολύ πριν απ’ τον πόλεμο έγραφε ο Σορέλ πως ο «αντιπατριωτισμός ανήκει στα ουσιαστικά στοιχεία του συνδικαλιστικού προγράμματος» (Για τη Βία).

 

Ο Μπέρθ έγραφε στο άρθρο του «Αναρχισμός και Συνδικαλισμός»:

Στον επαναστατικό συνδικαλισμό βρίσκει την έκφρασή της η αντίθεση δημοκρατίας και σοσιαλισμού, αστού και εργάτη· αντίθεση, που η μεγαλύτερή της εκδήλωση και ταυτόχρονα η γενική της ολοκλήρωση βρίσκεται στη συνεπή άρνηση της ιδέας της πατρίδας, που ταυτίζεται με την ιδέα του κράτους [47].

O Grifuelhes, που για ένα διάστημα ήταν γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών, ανέπτυξε στο βιβλίο του L’ action syndicaliste την ιδέα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα [48]. Αρκεί να αντιπαραβάλουμε τις αντίστοιχες σελίδες του Grifuelhes και των άλλων συνδικαλιστών προς τη στάση που κράτησαν απέναντι στον πατριωτισμό και το σοσιαλισμό oι εκπρόσωποι της Δεύτερης Διεθνούς, για να πειστούμε για το πόσο δειλή, πονηρή ή ανοιχτά κατευθυνόμενη ήταν η θέση τους απέναντι στον αστικό πατριωτισμό.

 Οι συνδικαλιστές όχι μόνο συνέδεσαν σωστά και λογικά τη γενική αντικρατική τους θέση με την άρνηση του δοσμένου αστικού κράτους, και συνεπώς με την άρνηση όλων του των συμπληρωμάτων και όλης του της πολιτικής, αλλά και έκαναν στην πράξη πριν απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αντιμιλιταριστική προπαγάνδα στα εργοστάσια και τους στρατώνες, προπαγάνδα απ’ την οποία πιέστηκαν υπερβολικά η Πρώτη Διεθνής και οι κεντριστές της Δεύτερης, και επίσης τα παρακλάδια τους στη Γαλλία.

 Κατά τα άλλα θα ήταν πολύ ωφέλιμο να θυμίσουμε εδώ, πως ό θεωρητικός του συνδικαλισμού Μπερθ περίπου εφτά χρόνια πριν απ’ τον πρώτο πόλεμο είχε αποδείξει ότι ο Γκέσντ δεν ήταν παρά η δεύτερη έκδοση του πατριωτισμού του 1792. πως ήταν εχθρικός προς τη στάση του συνδικαλισμού και τέλος, πως η θέση του στο ζήτημα του πατριωτισμού και του κράτους ήταν ριζικά αντίθετη στο όλο πνεύμα του επαναστατικού μαρξισμού. Έτσι ο Μπέρθ πολύ πριν απ’ τον πόλεμο, πρόβλεψε την αισχρή προδοσία κατά του σοσιαλισμού, που ήταν τελείως αναπάντεχη για όλα τα άλλα μέλη των σοσιαλιστικών κομμάτων, τα όποια θεωρούσαν τον Γκέσντ σαν πραγματικά συνεπή επαναστάτη μαρξιστή. Είναι ενδιαφέρον πως στο εκλογικό μανιφέστο του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, που δημοσιεύτηκε στα 1893, υπογραμμιζόταν πως το Γαλλικό Εργατικό Κόμμα ήταν το μόνο πατριωτικό.

 

Συνδικαλισμός, Ρεβιζιονισμός και Μαρξισμός

 

Ένα μεγάλο μέρος της φιλολογικής κληρονομιάς των θεωρητικών του συνδικαλισμού, στρέφεται ενάντια στο σοσιαλιστικό οπορτουνισμό κάθε απόχρωσης. Με εξαίρεση τους συνδικαλιστές αναρχικών τάσεων, όπως π.χ. ο Πελουτιέ, η πλειοψηφία των συνδικαλιστών θεωρητικών απαιτούν να είναι οι μόνοι και αληθινοί συνεχιστές του επαναστατικού μαρξισμού. Οι συνδικαλιστές καταχώρησαν πολύ σωστά και στην ώρα της την πλήρη διάσπαση με το μαρξισμό, που έγινε απ’ τους οπορτουνιστές του τύπου Μπερνστάιν, τον όποιο επαίνεσαν για την τολμηρή αναγνώριση αυτού του γεγονότος, και επίσης τη διάσπαση που έκαναν οι ορθόδοξοι του τύπου Κάουτσκι. Ο Σορέλ έδειξε πολλές φορές πως αυτοί οι μαθητές «του Μαρξ» δε διατήρησαν από το μαρξισμό παρά μόνο μια διατύπωση: «Η διατήρηση της μαρξιστικής φρασεολογίας απ’ τους ανθρώπους, που έχουν τελείως αποξενωθεί από τις μαρξιστικές ιδέες, αποτελεί μεγάλη ατυχία για το μαρξισμό» [49]. Γενικά σ’ αυτή τη συνδικαλιστική κριτική του ρεφορμισμού και της ιδεολογίας της Δεύτερης Διεθνούς έχουν ανακατευτεί μεταξύ τους με πολύ περίεργο τρόπο σωστές και λαθεμένες αντιλήψεις. Ας ασχοληθούμε στην αρχή με την πολιτική πλευρά της συνδικαλιστικής κριτικής. Οι συνδικαλιστές έκαναν μια γερή καμπάνια ενάντια στην κοινοβουλευτική βλακεία των οπορτουνιστών και είχαν απόλυτο δίκιο. Όμως ταυτόχρονα ήταν αντίθετοι στην επαναστατική χρησιμοποίηση του κοινοβουλίου από τα πραγματικά επαναστατικά μαρξιστικά στοιχεία.

 Τασσόμενοι ενάντια στην υποταγή του εργατικού κινήματος στην δοτική καθοδήγηση, που την επιδίωκε ό οπορτουνιστικός σοσιαλισμός, έκαιγαν μαζί με τα ξερά και τα χλωρά και ήταν αντίθετοι σε κάθε πολιτικό αγώνα γενικά. Αυτό τους έφερε σε σύγκρουση με το μπλανκισμό. όχι μόνο σε ό,τι αφορούσε τις αρνητικές του αλλά και τις θετικές του πλευρές. Έτσι ο Σορέλ π.χ., αντιπαραθέτοντας το μπλανκισμό στο μαρξισμό, έφτασε να ισχυρίζεται πως «ο μαρξισμός ξεχωρίζει από το μπλανκισμό ανάμεσα στ’ άλλα, και από το ότι αρνείται την τόσο ουσιαστική στις αντιλήψεις των κλασικών επαναστατών έννοια του κόμματος και επιστρέφει στην έννοια της τάξης» [50]. Περιττεύει να δείξουμε πως η έννοια της τάξης στον Μαρξ ποτέ δεν αντιπαρατίθεται στην έννοια του κόμματος με τον τρόπο που θέλει ο Σορέλ.

 Οι γάλλοι συνδικαλιστές εξήγησαν ακριβώς και έγκαιρα τον πόλεμο στους σοσιαλιστές διανοούμενους της Γαλλίας, όταν οι τελευταίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν – στο όνομα και σε βάρος της εργατικής τάξης το εργατικό κίνημα και προπαντός τον κοινοβουλευτισμό στις συναλλαγές τους με τους αστούς. Επειδή οι ηγέτες του επαναστατικού σοσιαλισμού ήταν όλοι διανοούμενοι [51]. Από ιστορική άποψη, ο αγώνας τους ενάντια στη ρεφορμιστική διανόηση ήταν απλώς αγώνας για απόκτηση επιρροής πάνω στην εργατική τάξη μέσω του ίδιου κοινωνικού στρώματος, που μόνο από την άποψη της ιδεολογίας βρισκόταν πλησιέστερα στο προλε-ταριάτο. Αντί να επιτεθούν στο ρεφορμισμό της διανόησης, στράφηκαν ενάντια στη διανόηση καθαυτή και ενάντια στον ηγετικό της ρόλο στο εργατικό κίνημα, και εκμεταλλεύτηκαν αυτό το επιχείρημα για να καλύψουν τις δικές τους απαιτήσεις. Η ιστορία του πολιτικού αγώνα γνωρίζει γενικά αυτή τη μέθοδο, όταν θέλει να πετύχει έναν ορισμένο σκοπό. Στη Γαλλία ακριβώς, οι διανοούμενοι σαν ιδεολογικοί εκπρόσωποι των διάφορων τάξεων και σαν ηγετικά στελέχη, σαν δημοσιογράφοι και δικηγόροι, έπαιξαν έναν εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο στο κοινοβούλιο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αλλά και η εργατική τάξη δεν έβγαλε ιδεολόγους απ’ τις γραμμές της. Αυτό άφορα στον ίδιο βαθμό τόσο τους συνδικαλιστές όσο και τους σοσιαλιστές κάθε απόχρωσης, και δυστυχώς και τους κομμουνιστές.

 Οι συνδικαλιστές έδειξαν σωστά πως οι σοσιαλιστές της Δεύτερης Διεθνούς είχαν ξεκόψει απ’ τη μαρξιστική επαναστατική θεωρία. Από την άλλη όμως κάνουν τη γελοία δήλωση πως «ανάμεσα στην ιδέα της γενικής απεργίας και στις βασικές θέσεις του μαρξισμού υπάρχει ουσιαστικά μια πλήρης συμφωνία» [52].Αυτή η άσπρη-μαύρη ερμηνεία του ρεφορμισμού από τη συνδικαλιστική κριτική, θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Όμως θα περιοριστώ σ’ ό,τι έχει λεχθεί και θα αφιερώσω την προσπάθειά μου στη θέση εκείνη, που προδιαθέτει τους συνδικαλιστές κατά των γενικών θεωριών του μαρξισμού, θα καταπιαστώ κυρίως με τον Σορέλ, που είναι ένας αναγνωρισμένος θεωρητικός του γαλλικού συνδικαλισμού.

Πρώτα δύο λόγια για τις συγγραφικές ιδιομορφίες αυτού του συγγραφέα. Το ταλέντο του Σορέλ σαν λογοτέχνη, μοιάζει με την επιφάνεια μιας λίμνης, στην όποια ρίχνει κανείς ταυτόχρονα μερικές πέτρες, που προκαλούν κινούμενους κύκλους προς τις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Ασυστηματοποίητοι, λίγο συσχετισμένοι μεταξύ τους συλλογισμοί, που μακραίνουν σαν το μακαρόνι στη σάλτσα, έτσι εμφανίζονται τα κείμενα του. Ο συγγραφέας βαδίζει στις αναλύσεις του το δικό του προσωπικό δρόμο, χωρίς να νοιάζεται πολύ για συστηματοποίηση ή για το ενδιαφέρον του αναγνώστη του. Όλα τα έργα του, ακόμα κι αυτό Για τη βία, έχουν μπει με τη βία στις σκέψεις του αναγνώστη.

Στην τάση του για βαθύτητα ο Σορέλ θυμίζει τον Ρουσσώ, διαφέρει όμως απ’ αυτόν με τη μικρότερη δυναμική της σκέψης του και τη μεγαλύτερη αταξία της λογικής του. Στους κοινωνιολογικούς του συλλογισμούς βρίσκει κανείς ένα πλήθος ρηχών ιδεαλισμών, που τους διατυπώνει όμως έτσι, σαν να πρόκειται για νέες μεγάλες γνώσεις. Ενώ ο Σορέλ στην πολιτική επιτίθεται ενάντια στα αστικά τέκνα του διανοουμενίστικου γαλλικού σοσιαλισμού, ο ίδιος όμως στέκεται με τα δύο πόδια πάνω στη βάση αυτής της αστικής διανοουμενίστικης μεθόδου ιδεολογικοποίησης, που, αν μπορούμε να πούμε, καταλήγει σε μια σύνθεση των πιο διαφορετικών συστημάτων και ιδεών, από ιστορικά οριζόντια άποψη· αυτή είναι μια μέθοδος στην οποία χάνεται κάθε συσχετισμός μεταξύ της ιδεολογίας και της εκάστοτε κοινωνικής βάσης.

Έτσι εξηγούνται οι εξαιρετικά ανιαρές εργασίες του για τους αρχαίους χριστιανούς, τους προτεστάντες, τον καθολικισμό, την ιδεολογία των αστικών επαναστάσεων κλπ. κλπ. Όλα αυτά τα κομμάτια ιδεολογίας παρουσιάζονται χωρίς κοινωνικό-ιστορικό χαρακτηρισμό και συνεπώς αιωρούνται στον αέρα. Αντί για μια επιστημονική ιστορική-κοινωνιολογική σπουδή, βρίσκει κανείς ένα είδος χαρτοπαίγνιου με ιδεολογικά ιερογλυφικά, αντί επιστημονικών συμπερασμάτων βρίσκουμε έναν επιφανειακό ερασιτεχνισμό και περισσότερο ή λιγότερο πνευματώδεις φαντασίες, αντί της επιστημονικής περιγραφής μιας ιστορικής διαδικασίας βρίσκουμε την περιγραφή κύκλων, που απλώνονται μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, προκαλούμενοι από κάποιο νοητικό ερέθισμα κατά το διάβασμα κάποιου βιβλίου. Σαν συνέπεια αυτής της λανθασμένης εκλεκτικής μεθόδου σπα-ταλά σχεδόν άσπλαχνα το μεγάλο του ταλέντο σε εργασίες, που, σταθερές στην έκτασή τους, κινούνται κατά το περιεχόμενο τους οπωσδήποτε σε κατώτερο επίπεδο από τις ικανότητες του συγγραφέα. Στο επίπεδο της σκέψης ήταν ένας ισχυρογνώμων ατομικιστής, που αντανακλά στο έργο του θαυμάσια τα ατομικά και ατομικιστικά χαρακτηριστικά όχι τόσο του γαλλικού εργατικού κινήματος της εποχής του, όσο την ψυχολογία της σοσιαλιστικής και αναρχικής διανόησης. Ο Σορέλ ήταν η τελευταία πνοή του σοσιαλιστικού πνεύματος της Γαλλίας, που το πλούσιο παρελθόν του ήταν ο Μπαμπέφ, ο Σαίν-Σιμόν, ο Φουριέ, ο Καμπέ, ο Μπλανκί, ο Λαφάργκ, ο Γκέσντ, το όποιο δε βρήκε κανένα συνεχιστή και προφανώς δε μπορούσε να έχει.

 Ο Σορέλ είχε δηλώσει συχνά πως είναι μαρξιστής, αλλά και πως θεωρούσε αναγκαίο να εμπλουτίσει απ’ τη μια τον Μαρξ κι απ’ την άλλη τον Προυντόν με τις εμπειρίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Και μόνο απ’ την πρόθεση να βάλει στο πεδίο της προλεταριακής ιδεολογίας, το συγγραφέα της Αθλιότητας της Φιλοσοφίας μαζί με το συγγραφέα της Φιλοσοφίας της Αθλιότητας, μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο βαθιά ήταν εξοικειωμένος ο Σορέλ με τον μαρξισμό. Είναι αυτονόητο πως ο Σορέλ, στην εκτίμηση του Προυντόν και του Μαρξ, βυθίζεται σ’ έναν απελπισμένο εκλεκτικισμό. Στον Προυντόν του αρέσει αυτό που εμείς χαρακτηρίζουμε σαν ιδεολογία του εξαγριωμένου μικροαστού. Τον ενθουσιάζει η αναρχική κριτική του Προυντον για το κράτος η κριτική του για τον κοινοβουλευτισμό και η κριτική της αστικής δημοκρατίας, καθώς και διάφορες συναισθηματικές κοινοτυπίες που αφορούν τη δικαιοσύνη, την αρετή το γενικό καλό [53]. Στον Μαρξ τού αρέσει η δυναμική κριτική της αστικής κοινωνίας, η θεμελίωση της βίαιης επανάστασης ενάντια στο κεφάλαιο, η μεταβίβαση του απελευθερωτικού αγώνα αποκλειστικά στο προλεταριάτο και ο αγώνας για την προφύλαξη του προλεταριάτου από τις μικροαστικές επιδράσεις.

 Ο Σορέλ αποδείχνεται εκλεκτικός, όσο άφορά τη μαρξιστική μέθοδο έρευνας. Θεωρεί τον εαυτό του οπαδό του ιστορικού υλισμού, που όμως τον κατάλαβε ελεεινά. Δε μπορεί κανείς να ελέγξει το μαρξισμό του Σορέλ στο πεδίο της θεωρίας από το πλήθος των αναφερόμενων απ’ αυτόν αποσπασμάτων του Μαρξ, ούτε απ’ το πλήθος των επιδοκιμαστικών παρατηρήσεων, με τις όποιες εφοδίασε αυτά τα αποσπάσματα, αλλά πολύ ευκολότερα απ’ την εφαρμογή της μαρξιστικής μεθόδου στην ερμηνεία ορισμένων περιόδων της συγκεκριμένης ιστορίας της ανθρωπότητας [54]. O Σορέλ καταπιάστηκε πολύ με ιστορικά-κοινωνιολογικά προβλήματα και που άλλού, αν όχι εδώ, θα μπορούσε να έχει λάμψει με βαθιές ιστορικές έρευνες στο πνεύμα του Μαρξ και της οξύτατης διαλεκτικής του λογικής, στην οποία ο εκλεκτικισμός ήταν το ίδιο ξένος όσο και το ερασιτεχνικό παιχνίδι των διάφορων απόψεων και εικασιών πάνω σε ιστορικά γεγονότα. Αλλά τι τρομερό! Ακριβώς από τις ιστορικές ή καλύτερα από τις φιλοσοφικοϊστορικές ασκήσεις του Σορέλ καταλαβαίνει κανείς πόσο λίγο είχε δουλέψει τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, πόσα λίγα ουσιώδη είχε πάρει απ’ αυτήν, και πόσο απομακρυσμένος ήταν από την καθαρή συστηματική επιστημονική της εφαρμογή, Αν διαβάσει κανείς τις σκέψεις του Σορέλ για την ιστορία της αρχαιότητας, για τη μεταρρύθμιση, για τις αστικές επαναστάσεις κλπ., θα μπορέσει να δει πως ό μαρξισμός κατείχε μόνο ένα τμήμα του μυαλού του ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν γεμάτο από Προυντον, Ρενάν, Μπεργκσόν και από τον πιο ρηχό εκλεκτικισμό, που προκαλούσαν μια απατηλή εντύπωση βαθύτητας.

 Όσο άφορά τους άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς, οι μεν, π.χ. ο Μπέρθ, ερμήνευαν βασικά τις σκέψεις του δασκάλου τους και τις έκαναν πιο ευκολοδιάβαστες· άλλοι, π.χ. ό Λαμπριόλα, απλοποιούσαν τόσο το μαρξισμό, όσο και το συνδικαλισμό. Ο Λαργκαντέλ ήταν ένας ταλαντούχος συνδικαλιστής δημοσιογράφος, που καταπιάστηκε πρώτιστα με πολιτικά προβλήματα. Πιο κοντά στο μαρξισμό βρισκόταν, όπως ήδη είπαμε, ο ιταλός Λεόνε, που στο ζήτημα του κράτους πλησίαζε το μαρξισμό. Σ’ αυτό το συγγραφέα παρατηρεί κανείς μια ελάχιστη επίδραση του Προυντον και της μικροαστικής γαλλικής ρητορικής. Ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στους γάλλους συνδικαλιστές έχει ο Πελουτιέ, που πρόσφερε όχι λίγο υλικό για την εργασία του Σορέλ Για τη Βία. Φαγωμένος απ’ τη φυματίωση βιαζόταν, στη σύντομη ζωή του, να φτύσει μαζί με τα κομμάτια των πνευμόνων του και όλο το μίσος που είχε μαζέψει μέσα του στα μούτρα του αστικού πολιτισμού, της καπιταλιστικής τάξης, της καπιταλι-στικής καταπίεσης και του μικροαστικού κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού. Αν και πολλοί απ’ τους απλούς συνδικαλιστές κατάφεραν να φτάσουν στον μπολσεβικισμό, αν και συνδικαλιστές θεωρητικοί σαν τον Σορέλ και τoν Μπέρθ κάτω απ’ τα ουρλιαχτά όλων των αντιπάλων χαιρέτησαν την επανάστασή μας και το μπολσεβίκικο κόμμα, όμως ο Πελουτιέ δεν άφησε την αναρχική φωλιά του και δεν κατάφερε να εξελιχθεί καθόλου. Σαν τον Γκέσντ, παραδεχόταν το κίνημα μόνο σε ευθεία γραμμή, όπου κι αν οδηγούσε.

 

Οι συνδικαλιστές και o μπολσεβικισμός

 

Τέλος, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για τη στάση των συνδικαλιστών θεωρητικών προς τη ρωσική επανάσταση και προς την τακτική του μπολσεβίκικου κόμματος. Όχι μόνο οι οπαδοί του Ζωρές και του Γκέσντ κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση και στο μπολσεβίκικο κόμμα και φέρθηκαν εχθρικά, αλλά και οι συνδικαλιστές χωρίστηκαν εδώ καθαρά σε δύο στρατόπεδα. Ένα μέρος τους, όπως ο Λαργκαντέλ, σερνόταν πίσω απ’ το πατριωτικό κύμα του 1914 και βιαζόταν να ακολουθήσει τη γενική σοβινιστική ψύχωση της αστικής τάξης. Αντίθετα, το άλλο μέρος, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, έμεινε πιστό στην αντιπατριωτική του στάση και πήρε θέση ενάντια στον παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό το τμήμα κατάλαβε το ιστορικό νόημα της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και συμπαθούσε ανοιχτά τους μπολσεβίκους. Έτσι ο Σορέλ στον επίλογο της τελευταίας έκδοσης του βιβλίου του Για τη Βία υπερασπίστηκε τον Λένιν. Έγραφε μεταξύ άλλων:

 Δε δέχομαι με κανένα τρόπο, πως ό Λένιν δανείστηκε τις ιδέες του απ’ τα βιβλία μου. Όμως αν ήταν έτσι, θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος που θα είχα συνεισφέρει το μερίδιο μου στη διαμόρφωση της σκέψης ένας ανθρώπου, που κατά τη γνώμη μου είναι ταυτόχρονα ό μεγαλύτερος θεωρητικός του σοσιαλισμού μετά τον Μαρξ και ηγέτης ενός κράτους, του όποιου η μεγαλοφυία θυμίζει τον Μέγα Πέτρο. (…) Στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας η Διεύ-θυνση της Διεθνούς έγραφε στον Μαρξ, πως οι σοσιαλιστές της εποχής τη θεωρούσαν σαν την τέλεια ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας του δάσκαλου. Ο λόγος του Λένιν στα 1918 για τη σοβιετική εξουσία δεν έχει μικρότερη σημασία από το κείμενο του Μαρξ για τον εμφύλιο του 1871. Ίσως οι μπολσεβίκοι υποστούν σε κάποια στιγμή μια ήττα, κάτω απ’ τα χτυπήματα των εξαγορασμένων απ’ την πλουτοκρατία της Αντάντ μισθοφόρων, όμως η ιδεολογία του νέου κράτους δε θα σβήσει, θα διατηρηθεί στους μύθους, που θα αποτελέσουν τη λαϊκή παράδοση για τον αγώνα της σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στο συνασπισμό των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων.

 

Ο Σορέλ τελειώνει τη σύγκριση με τα ακόλουθα λόγια:

Ντροπή στους δημοκρατικούς πλουτοκράτες που θέλουν να νικήσουν τη Ρωσία με την πείνα. Εγώ τώρα είμαι ένας γέρος που δε θα ζήσω πολύ πια. Όμως θέλω να ζήσω την αναπόφευκτη πτώση της αστικής δημοκρατίας. [55]

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σορέλ χαιρέτησε τη νέα μορφή του προλεταριακού κράτους, χωρίς να πάρει υπόψη, πως αυτή απέκλειε τη συνδικαλιστική σύλληψη της επανάστασης. Για χάρη της επανάστασης αναγνώρισε ένα λάθος και σ’ αυτό βρίσκεται η μεγάλη του προφορά.

Και στον πρόλογο της τελευταίας έκδοσης του βιβλίου του Υλικά για τη θεωρία τον Προλεταριάτου, που βγήκε στα 1921, ό Σορέλ γράφει λίγο πριν το θάνατό του: «Η ιδέα να σχηματιστεί μια κυβέρνηση από παραγωγούς δε θα πεθάνει.(…) Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μη βλέπει πως η ρώσικη επανάσταση είναι η χαραυγή μιας νέας εποχής» [56].

 Ο Μπέρθ, που στο άρθρο του «Μπολσεβικισμός και Συνδικαλισμός» αποκάλυψε τα σημεία επαφής μεταξύ αυτών των δύο κατευθύνσεων στο εργατικό κίνημα, έθεσε το ερώτημα, γιατί πολλοί επαναστάτες συνδικαλιστές χαιρέτησαν τη ρώσικη επανάσταση, ενώ όλοι χωρίς εξαίρεση οι οπαδοί του Ζωρές και του Γκέσντ, και όχι μόνο αυτοί, πήραν εχθρική θέση απέναντι της. O Μπέρθ παραδέχεται πως η ρώσικη επανάσταση αποτελεί ένα τύπο επανάστασης, που oι συνδικαλιστές δεν πρόβλεπαν. Όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να χαιρετίσει σ’ αυτήν τη νίκη της εργατικής τάξης πάνω στην αστική κοινωνία.[57]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Ferdinand Pellouter, Histoire de Bourses du travail, 3η εκδ., Παρίσι 1921 σελ. 77.
  2. Georges Sorel, Reflexions sur la violence-, 4η εκδ. Παρίσι 1919, σελ. 163.
  3. Eduard Berth, Les derniers aspects du Socialisme. Παρίσι 1923, σελ. 65· παρόμοια και Emile Rouget, La confederation general du Travail. Παρίσι 1908, σελ. 45.
  4. Ferdinand Pellouter, Histoire de Bourses du travail, σελ. 261.
  5. Georges Sorel, Reflexions…, o.π., σελ. 55.
  6. Hubert Lagardelle, Mannheim, Rome, Amien.
  7. Hubert Lagardelle, Mannheim, Rome, Amien.
  8. Hubert Lagardelle, Mannheim, Rome, Amien.o.π.
  9. Georges Sorel, Materiaux d’ une Theorie du proletariat, Παρίσι 1921, σελ. 248.
  10. του ίδιου, o.π., σελ. 277.
  11. 11 Pellouter, o.π.
  1. Georges Sorel, Materiaux…, o.π., σελ. 118.
  2. Georges Sorel, Materiaux…, ο.π., σελ. 434.
  3. του ίδιου, o.π., σελ. 60.
  4. Pellouter, o.π, σελ. 116.
  5. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 432.
  6. Eduard Berth, Les derniers aspects du Socialisme. Παρίσι 1923,, σελ. 74.
  7. Georges Sorel, Reflexions…, o.π., σελ. 182.
  8. του ίδιου, δ.π., σελ. 249, 432, 434· του ίδιου, , Materiaux…., σελ. 123, 132, 410· του ίδιου, La decomposition du marxisme, 2η εκδ.
  9. Λεόνε, Ο Συνδικαλισμός, Μόσχα 1907, σελ. 75.
  10. 21 Ε. Μπέρθ, H ιδεολογία των παραγωγών και το κοινωνικό κίνημα στη σύγχρονη Γαλλία, Μόσχα 1908, σελ. 122 κ.ε.
  1. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 132.
  2. του ίδιου, ο.π., σελ. 217.
  3. του ίδιου, Le illusiones du progrs, 3η εκδ., Παρίσι 1921, σελ. 347.
  4. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 253.
  5. Όλιβέκ, Προβλήματα τοϋ σύγχρονου σοσιαλισμού, Μόσχα 1908, σελ. 230.
  6. Λεόνε, Ο Συνδικαλισμός, o.π., σελ. 154.
  7. του ίδιου, ο.π., σελ. 160.
  8. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 121.
  9. του ίδιου, o.π., σελ. 197.
  10. 31 του ίδιου Materiaux…, o.π., σελ. 202.
  1. Άρτούριο Λαμπριόλα, Μεταρρυθμισμός και Συνδικαλισμός, Μόσχα 1908 σελ. 230.
  2. Ε. Μπέρθ, Η ιδεολογία των παραγωγών, o.π., σελ. III.
  3. Ε. Προεμπραζένσκι, Νέα Οικονομία, Μόσχα 1926.
  4. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 205.
  5. του ίδιου, ο.π., σελ. 240.
  6. Μπέρθ, H ιδεολογία των παραγωγών, o.π., σελ. 121.
  7. Eduard Berth, Les derniers aspects du Socialisme. Παρίσι 1923,, σελ. 73.
  8. Έρτερ, Τι θέλουν οι συνδικαλιστές, Μόσχα 1917, σελ. 18.
  9. Ferdinand Pellouter, Histoire de Bourses du travail, σελ. 251.
  10. 41 Ferdinand Pellouter, Histoire de Bourses du travail, σελ. 253—254.
  1. Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας 1919.
  2. Georges Sorel, Materiaux d’ une Theorie du proletariat, σελ. 142.
  3. Λεόνε, Ο Συνδικαλισμός, ο.π., σελ. 68.
  4. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 377.
  5. του ίδιου, ο.π., σελ. 284 κ.έ.
  6. Eduard Berth, Les derniers aspects du Socialisme. Παρίσι 1923,, σελ. 104.
  7. Victor Crifuelhes, L’ action syndicaliste, Παρίσι 1908, σελ. 37 κ.έ.
  8. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 72.
  9. Georges Sorel, Evolution du Socialisme·.
  10. 51 Οι Πελουτιέ, Σορέλ, Λαγκαρντέλ, Μπέρθ, Λαμπριόλα ήταν όλοι διανοούμενοι.
  1. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 185.
  2. Ο Προυντόν κριτικάρισε καίρια σ’ ορισμένα σημεία την αστική δημοκρατία.
  3. Georges Sorel, La ruine du monde antique.
  4. Georges Sorel, Reflexions…, o.π.,, σελ. 442 και 454.
  5. Georges Sorel, Materiaux d’ une Theorie du proletariat, σελ. 53.
  6. Eduard Berth, Les derniers aspects du Socialisme. Παρίσι 1923,, σελ. 8-15, σελ. 26 και 39.

 

Πηγή: Avant Garde

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *