Κυριαρχία, δίκαιο, απόφαση

Στο κέντρο της συζήτησης που αφορά στην κυριαρχία και στην απόφαση, τοποθετείται το Κράτος, ο Ηγεμόνας, ο φέρων την εξουσία της λήψης αποφάσεων, που στην θεώρηση του Carl Schmitt, εκφέρεται ως θεϊκή μέριμνα, που πραγματοποιείται, όταν τα όρια της κανονικότητας δεν μπορούν πλέον να συγκρατήσουν τις αποσχιστικές τάσεις από το κυρίαρχο κανονιστικό πλαίσιο εξουσίας. Στην συγκεκριμένη αντίληψη παρατηρείται, μια ανορθόδοξη σύζευξη μεταξύ μιας πολιτικής θεολογίας και μιας πολιτικής τακτικής διακυβέρνησης. Καθώς η θέση ότι ο Κυρίαρχος, επιβάλλει την κατάσταση εξαίρεσης, και ότι αυτή η απόφαση πιστοποιεί την κυριαρχία του, με την αποδοχή ότι η κατάσταση εξαίρεσης αποτελεί μια συνειδητή μορφή διακυβέρνησης, συνιστούν ταυτόχρονα, ένα θεωρητικό και πολιτικό πλέγμα, που μένει αδιάφορο στα αίτια λήψης μιας απόφασης, που έχει επιβληθεί στον Κυρίαρχο από την ίδια την κίνηση της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας.

Το ότι ο Κυρίαρχος, σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή λαμβάνει απόφαση περί επιβολής μιας κατάστασης εξαίρεσης, δεν αποδεικνύει την κυριαρχία του αλλά μάλλον την απευκταία -για την κυρίαρχη τάξη- δυνατότητα, απώλειας αυτής.

Η εσωτερική σαθρότητα του θεωρητικού οικοδομήματος του Carl Schmitt, έγκειται στην συνειδητή ή μη αγνόηση, ή ακόμη περισσότερο έκδηλη αδυναμία κατανόησης, της πολυπλοκότητας των ανακατατάξεων που έχουν διενεργηθεί έως την έλευση της κατάστασης εξαίρεσης. Με την έννοια ότι η πραγμάτωση της κατάστασης εξαίρεσης αποτελεί απόρροια αλλεπάλληλων, ασύμπτωτων, και εν πολλοίς αδιανόητων δυναμικών διαδικασιών, που εξωθούν σε διαστολή τα όρια της κανονικότητας, προκαλώντας την συστολή τους ως αναγκαία αντίδραση, στο απευκταίο, της ανατροπής του πλαισίου αναπαραγωγής της κυρίαρχης κανονικότητας. Η κατάσταση εξαίρεσης από αυτή την σκοπιά δεν αποτελεί απόδειξη κυριαρχίας, αλλά μάλλον, απόπειρα απονενοημένης αντίστασης εκ μέρους της κυρίαρχης τάξης.

” Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει για την νομική επιστήμη ανάλογη σημασία όπως το θαύμα για την θεολογία” 1, υποστηρίζει ο Carl Schmitt στο τρίτο κεφάλαιο της Πολιτικής Θεολογίας. Πρόκειται για μια φράση που περικλείει στο εσωτερικό της, με τρόπο πραγματικά εκπληκτικό, ένα ιδιότυπο μεσσιανισμό της κυριαρχίας, που αποπειράται να τιθασευτεί εντός των πεπερασμένων ορίων, ενός νομικού φορμαλισμού. Μια απόπειρα που έκδηλα δεν επιτυγχάνεται, παραμένοντας επιστημονικά έωλη και πολιτικά άτοπη. Δεδομένου, ότι η κυριαρχία γίνεται κατανοητή ως μια στατική αυθύπαρκτη έννοια, ενώ αντίθετα μπορεί και πρέπει να ιδωθεί ως μια εξελικτική διαδικασία ηγεμονίας, όπου τα επιμέρους κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της βρίσκονται σε αέναη διαπάλη προς το αντίθετό τους . Η ιεροποίηση της κατάστασης εξαίρεσης παράλληλα, ως παράγοντα αφύπνισης της κυριαρχίας – μέσω της λήψης της απόφασης περί κατάστασης εξαίρεσης- συνιστά οργασμό υποκειμενισμού καθώς η κατάσταση εξαίρεσης αξιοποιείται, ώστε να δικαιολογηθεί η εκτατική διαστολή των ορίων της κυριαρχίας.

Επιπλέον η θεωρητικολογία περί απόφασης, που δήθεν προσδιορίζει υπερθετικά, τον φορέα της κυριαρχίας όπως και την ουσία της κυριαρχίας του, δεν πρόκειται πάρα για χοντροκομμένη αναστροφή μιας τελείως διαφορετικής πραγματικότητας. Καθώς η απόφαση του κυρίαρχου περί επιβολής κατάστασης εξαίρεσης δεν καταδεικνύει το μέγεθος της κυριαρχίας του, ούτε την επιβεβαιώνει. Αντίθετα αποκαλύπτει το μέγεθος του τρόμου της κυρίαρχης τάξης απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας της ρευστής ηγεμονίας της, που υφίσταται μόνο εξωτερικά ως αδιάσειστη κυριαρχία.

Αυτή η οπτική περί απόφασης και κυριαρχίας, που στην παρούσα εργασία προτείνεται, υπηρετεί μια καθολικά διαφορετική θεώρηση περί της κυριαρχίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ρευστό πεδίο της απόφασης. Αντιδιαστέλλοντας απέναντι στην έννοια της κυριαρχίας της έννοια της ηγεμονίας, αντικαθίσταται ο ιερός πόλεμος για την διατήρηση της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, από την δυναμική, διηνεκής, κοινωνική και πολιτική αναμέτρηση ανάμεσα στους θεματοφύλακες της κυρίαρχης κανονικότητας και στους αποσυνάγωγους αυτής. Καθώς η κυριαρχία ως εν δυνάμει ηγεμονία, παραμένει διαχρονικό διακύβευμα, που η έλευση της κατάστασης εξαίρεσης, έρχεται να το πιστοποιήσει ως τέτοιο.

Το ζήτημα της κυριαρχίας είναι εξαιρετικά σημαντικό. Καθόλου από την σκοπιά ενός νομικού φορμαλισμού, αλλά αντίθετα ως εκβολή μιας θεώρησης που αναζητά το περιεχόμενο και την μορφή πραγμάτωσης της κυριαρχίας μέσα από την δυναμική της κοινωνικό-πολιτικής ενότητας και αντίθεσης , της οποίας η κυριαρχία αποτελεί μια συνεχής καθολική στιγμή, αλλά όχι η κάθε όμοια στιγμή της. Ακριβώς για αυτό, η έννοια της κυριαρχίας όπως αυτή εκφέρεται στο οικοδόμημα του Carl Schmitt, όπου συνιστά έναν παγιωμένο πυλώνα τόσο μιας κυρίαρχης κανονικότητας, όσο και μιας κατάστασης εξαίρεσης, – στην οποία και αυτοεκπληρώνεται- δεν είναι σε θέση να περιγράψει τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες όπου η κυριαρχία ως διαρκές επίδικο, δηλαδή ως ηγεμονία υπό απειλή, μετουσιώνεται και μορφοποιείται σε μια απόφαση αποτροπής του κινδύνου ανατροπής της.

Αν από τον “Πύργο από τραπουλόχαρτα” του Carl Schmitt, αφαιρεθούν τόσο η θεολογική ερμηνεία του Κυρίαρχου όσο και η μεσσιανική πρόσληψη της κυριαρχίας, το οικοδόμημα καταρρέει, καθώς απομένει ένας υποκειμενισμός της σοφιστείας, που με κάθε τρόπο προσπαθεί να θεωρητικολογήσει περί της ειλημμένης παραδοχής, διατήρησης της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, ως κανονικότητα ή αρτιότερα, ως κανονικότητα σε καθεστώς εξαίρεσης. Ας τεθούν τα πράγματα από την αρχή. Ο μίτος της Αριάδνης είναι το τρόπαιο, η έξοδος από τον Λαβύρινθο το διακύβευμα.

Η κυριαρχία αποτελεί έκφραση, με όρους καθολικότητας της κανονικότητας. Άρα ο κυρίαρχος ανεξάρτητα από την πολιτειακή μορφή που αυτός εκφράζεται, βρίσκεται εντός των ορίων της κανονικότητας καθορίζεται από αυτή, και την καθορίζει πρωταρχικά, μέσω της λήψης των αποφάσεων διακυβέρνησης. Οι πολιτικές αποφάσεις που αφορούν στην συγκεκριμένη εφαρμογή του πολιτικού και οικονομικού σχεδίου της κυρίαρχης κανονικότητας, επωάζουν και κατασκευάζουν λειτουργίες αποτροπής πιθανής διασάλευσης της. Ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζουν, του όρους υποδοχής και διαχείρισης της κατάστασης εξαίρεσης, όχι απλώς σε ένα πρωτόλειο νομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό. Η νομική πρόβλεψη περί κατάστασης εξαίρεσης σε επίπεδο συνταγματικό, που αποτελεί κοινή πρακτική στις δυτικές αστικές δημοκρατίες , είναι ήδη μια πολιτική απόφαση, περί αποτροπής και σε δεύτερο χρόνο διαχείρισης, -και όχι επιβολής- μιας κατάστασης εξαίρεσης που ενδέχεται να επιβληθεί εκ των έσω, έστω και αν η αναφορά εδράζεται στην επίκληση μια γενικής απειλής.

Η νομική συνταγματική καταγραφή ενός καθεστώτος εξαίρεσης εκφράζει την οιονεί αδυναμία τελεολογικής αποτροπής του, αναδεικνύοντας, την ουσιαστική αποδόμηση της κυρίαρχης κανονικότητας που είναι τόσο βέβαιη για την συνέχεια της, που έχει ήδη προβλέψει την ενδεχόμενη ανατροπή της. Επιπλέον ο φορέας της κυριαρχίας που στην κλασσική αντίληψη του Carl Schmitt, περί κυριαρχίας, είναι ο μόνο αρμόδιος για την λήψη της απόφασης περί κατάστασης εξαίρεσης2 μάλλον πρέπει να απελευθερωθεί από αυτή την εν πολλοίς μεσσιανική αρμοδιότητα, δεδομένου ότι η απόφασή του, δεν είναι παρά κατά διττό τρόπο, επιβεβαίωση μιας ήδη πραγματωμένης κατάστασης εξαίρεσης και ταυτόχρονη απόδειξη αδυναμίας διατήρησης των όρων διαιώνισης της κανονικότητας. Η απόπειρα λοιπόν, να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο για την κατάσταση εξαίρεσης, ως απόδειξη ισχύος εκ μέρους του κυρίαρχου, συνιστά ένα εξαιρετικά αδύναμο ερμηνευτικό σχήμα, που έντεχνα αποπειράται να αποκρύψει, ότι η κατάσταση εξαίρεσης επιβάλλεται στον φορέα της κυριαρχίας και δεν αποφασίζεται από τον αυτόν, ενώ η ίδια η απόφαση λειτουργεί ως εξελικτική διαδικασία ενδεχόμενη αποσάθρωσης του ηγεμονικού πλαισίου κυριαρχίας.

Στην εν λόγω διαδικασία αποσάθρωσης του ηγεμονικού πλαισίου κυριαρχίας, όπου η κυριαρχία είναι αέναο επίδικο μιας ανάλογης διαρκούς διαδικασίας ηγεμονίας, αποτελούν καθοριστικό επίδικο, οι αλλαγές και μεταβολές που διενεργούνται στο επίπεδο του κράτους δικαίου, και του δικαίου εν γένει.

Στο ερώτημα που αφορά στα δικαιϊκά ερείσματα αναγγελίας και επιβολής μιας κατάστασης εξαίρεσης , η αναζήτηση των απαντήσεων κατοικοεδρεύει στην περιοχή της κανονικότητας. Με την έννοια, ότι η δομή της κανονικότητας, πολιτική, οικονομική και νομική, όπως και οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί, είναι που παρέχουν το νομικό πλαίσιο τυπικής επικύρωσης μιας κατάστασης εξαίρεσης, που έχει ήδη εκβάλει εκ της μήτρας της κυρίαρχης κανονικότητας. Ταυτόχρονα η βία ως έννομη εκφορά της κυριαρχίας σε συνθήκες κανονικότητας, λαμβάνοντας στην φάση της κατάστασης εξαίρεσης την πιο ωμή εκδοχή της, λειτουργεί ως καταλύτης στην απόπειρα αναστροφής της απειλής που διενεργείται εις βάρος της κανονικότητας.

Είναι πρόδηλο ότι μια κατάσταση εξαίρεσης δεν υιοθετείται από την κυρίαρχη τάξη σε μια κατάσταση όπου, οι όροι κίνησης της κανονικότητας θεωρούνται αδιαμφισβήτητοι. Σε αυτή την περίπτωση το μείγμα έννομης βίας που αναλογεί σε συνθήκες κανονικότητας, είναι αρκετό, ώστε να μην διαταράσσεται το πλαίσιο κυριαρχίας. Στον βαθμό όμως που οι κοινωνικές , πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις εξωθούν το πλέγμα της κυρίαρχης κανονικότητας στα απώτατα όρια του, η κατάσταση εξαίρεσης προκύπτει “κανονικά”, αντλώντας από το δίκαιο της κανονικότητας, τα νομικά θεμέλια της βίας που αποτελεί το μέσο επιβολής μιας κατασκευασμένης κατάστασης εξαίρεσης η οποία αντιπαρατίθεται στην πραγματική, που αναβλύζει από κάθε πόρο του κανονιστικού πλέγματος κυριαρχίας, ως δυνατότητα ρηξικέλευθης υπέρβασής του.

Σε τελική ανάλυση, οι καταστάσεις εξαίρεσης είναι εκδοχές κανονικότητας. Μια θέση που απαγκιστρώνει την σκέψη από μια λογική αλληλουχία όπου η κατάσταση εξαίρεσης είναι το σημείο έξαρσης και ολοκλήρωσης μιας περιόδου κανονικότητας. Καθώς η κανονικότητα ως ένα συνεχές ιστορικό φορτίο κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αντιθέσεων, αναπαράγει και γεννά επεισόδια καταστάσεων εξαίρεσης, που προκύπτουν ως αρνήσεις συγκεκριμένων μορφών έκφρασης της κυρίαρχης κανονικότητας αλλά και ως οιονεί κατάφαση των πρωταρχικών στοιχείων συνοχής αυτής.

Με αυτή την έννοια, η κανονικότητα προσλαμβάνεται ως διαρκής εναλλασσόμενη διαδικασία, που εκφράζεται και μέσω των καταστάσεων εξαίρεσης, που είναι η εκδοχή κανονικότητας που αναλογεί σε συγκεκριμένες κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες. Είναι δηλαδή οι καταστάσεις εξαίρεσης τομή σε σχέση με τις εξωτερικές εκφράσεις της κανονικότητας και απόπειρα συνέχειας, των ουσιαστικών στοιχείων που την συγκροτούν ως τέτοια.

Αυτή η διαλεκτική αλληλουχία κατανοεί το ιστορικό δίπολο κανονικότητα – κατάσταση εξαίρεσης, ως μια δυναμική κοινωνικό-πολιτική σχέση, όπου η κανονικότητα διαδραματίζει ρόλο πρωταρχικό, ενώ η κατάσταση εξαίρεσης αναλαμβάνει λειτουργία καθοριστική ως προς την συγκρότηση της εσωτερικής ζωής της σχέσης. Ακριβώς γιατί δεν πρόκειται για μια α-ιστορική σχέση εκτός του ηγεμονικού πολιτικού και οικονομικού πλαισίου εξουσίας, αλλά αντίθετα ενυπάρχει εντός του, υπό την καθολική επίδραση του συσχετισμού δύναμης όπως αυτή δρομολογείται, στο πεδίο της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής.

Εξαίρεση και κανονικότητα λοιπόν, εκβάλουν από την κοινή μήτρα της ανθρώπινης πράξης, ως δυνητική και για αυτό δυναμική εκβολή μιας διαρκούς πολεμικής κατάστασης, που κυοφορεί ταυτόχρονα την δυνατότητα διαιώνισης, όπως και την πιθανότητα επαναστατικής υπέρβασης της καθεστηκυίας κυριαρχίας.

Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί μικρό μέρος μελέτης, σε εξέλιξη.

Σημειώσεις

1Schmitt,Carl. Πολιτική Θεολογία, εκδόσεις Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σ.65

2Schmitt,Carl. Πολιτική Θεολογία, εκδόσεις Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σ.20

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *