Στη χώρα των φαντασμάτων
Ποιος στ’ αλήθεια είσαι;
“432. 433. 434. 435. 436. Ελάτε.” Άντε να τελειώνει πια αυτή η ατέλειωτη ουρά, γεμάτη από ανθρώπους τσαλακωμένους, όπως όλα αυτά τα κουπόνια που βάζουν και βγάζουν συνεχώς από τις τσέπες τους. Είναι περίεργο πάντως όταν αναβοσβήνουν οι ηλεκτρονικοί αριθμοί και κανένας δεν εμφανίζεται, τη στιγμή που εμφανίζεται το νούμερό του. Όταν συμβαίνει αυτό, από τη μια χαίρεσαι που βλέπεις ότι η αναμονή σου συντομεύει, από την άλλη όμως λες τι κρίμα που μερικοί άνθρωποι σ’ αυτήν τη ζωή απουσίαζαν τη στιγμή που είχε έρθει η σειρά τους. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να περιμένουν και προτίμησαν να φύγουν πρόωρα, μήπως και προλάβουν να τακτοποιήσουν άλλες, πιο επείγουσες εκκρεμότητες μέσα στη λιγοστή τους την ημέρα.
Άλλοι ξεχάστηκαν από τις πολλές τις έγνοιες τους και αφαιρέθηκαν για μόλις πέντε αριθμούς και παρακαλάνε τους αμέσως επόμενους, λέγοντας ότι όλο αυτό το μπέρδεμα έγινε κατά λάθος κατά βάθος αλλά κανένας δεν ανταποκρίνεται, κανένας δεν έχει ούτε έναν παραμικρό σπασμό στο πρόσωπό του, την ώρα που κάποιος από όλους αυτούς τους ξεχασμένους απορεί και ωρύεται, δείχνοντας ακόμα και στον διευθυντή αυτής της τράπεζας το νούμερό του, απαιτώντας να τον αντιμετωπίζουνε ως πολίτη και όχι ως νούμερο. Κι αφότου φτάσεις στο ταμείο και επιτέλους βγεις έξω να πάρεις καθαρό αέρα, ακούς κουβέντες ψιθυριστές ότι δυο στενά παρακάτω ένα νέο παιδί σκοτώθηκε με τη μηχανή του τρέχοντας να τα προλάβει όλα και ότι, όπως τον σηκώσανε στο πλάι, έπεσε από τη σχισμένη του την τσέπη ένα κουπόνι που είχε πάνω ένα νούμερο και που από τα αίματα δεν διέκρινες αν ακόμα είχε έρθει η σειρά του.
“Για τους φόρους στέκεστε σε αυτήν την ουρά, για τις πινακίδες στην άλλη”. Αυτή η χώρα βρίσκεται διαρκώς στην αναμονή για το παραμικρό, ακόμα και για το πιο απίθανο ζήτημα. Ποιος θα περίμενε ποτέ ότι θα μαζεύονταν όλοι αυτοί εδώ σήμερα και θα περίμεναν με τις ώρες για να παραδώσουν τις πινακίδες από το αυτοκίνητό τους; Και είναι αλήθεια, τελευταία, σε όποιο σημείο και αν περπατήσεις, ακόμα και στην πιο απόμερη γειτονιά, παρατηρείς δεκάδες αυτοκίνητα που μένουν ακίνητα, εγκαταλελημμένα για καιρό. Τα περισσότερα από αυτά είναι σκεπασμένα πρόχειρα, υπάρχουν όμως και μερικά που μπορείς, αν θες, να κρυφοκοιτάξεις μέσα και να δεις το εσωτερικό τους. Να σκύψεις και να παρατηρήσεις τα μικρά χαριτωμένα σκυλάκια κάτω από το μπαρμπρίζ που ακόμα πηγαινοέρχεται ο πλαστικός λαιμός τους. Να δεις τα σταυρουδάκια, καθώς κρέμονται από τους σκονισμένους καθρέφτες και που αμυδρά στριφογυρίζουν, την ώρα που μια αράχνη υφαίνει τον ιστό της πάνω τους. Να μετρήσεις στριμμένα αποτσίγαρα που θαρρείς ότι ακόμα βγαίνει καπνός από τη στάχτη τους. Να βρεις αποκόμματα από παλιές ειδοποιήσεις για τα τέλη κυκλοφορίας, για την ασφάλεια, έτσι μόλις που εξέχουν από τους μισανοιγμένους φακέλους.
Και μοιάζουν όλα τούτα τα αυτοκίνητα με μικρά σπιτάκια στοιχειωμένα. Είναι γιατί κάποτε πάνω σ’ αυτά τα μαραμένα καθίσματα κάθισαν οικογένειες ολόκληρες, πήγαν διακοπές παιδιά και εγγόνια, έτσι όπως ανοίγανε τα παράθυρα και δρόσιζε τα μάγουλά τους ο αέρας, να, εκεί, πάνω από το λεβιέ των ταχυτήτων φιλήθηκε ένα βράδυ η μαμά με τον μπαμπά. Κι υποσχέθηκαν ότι ο έρωτάς τους θα κρατούσε για πάντα και ότι δεν θα έβγαινε ποτέ στην απόσυρση.
Πέρα από τα αυτοκίνητα, είναι λες και αποσύρθηκαν ακόμα και οι πεζοί από τους δρόμους γύρω από το κέντρο σήμερα. Περίεργο πολύ, αφού στα κανάλια και τα ραδιόφωνα ακούς μόνο πανηγύρια και χαρές και βλέπεις πολλές σημαίες ευρωπαϊκές σηκωμένες ψηλά, ανάμεσά τους και ελληνικές, λένε ότι η Ελλάδα είναι στην κορυφή της Ευρώπης, ότι η κοινωνία η ελληνική πέρασε πολλά αλλά τα ξεπέρασε και άντεξε και ότι πέρα από την πανανθρώπινη ιστορία και τον διαχρονικό πολιτισμό, αυτή η γη παρέδωσε στον κόσμο μαθήματα αντοχής και ότι ήρθε η ώρα της ανάκαμψης, της επιστροφής στην ανάπτυξη, ότι μπαίνει ένα τέλος στα δράματα, ότι οι πολίτες αυτού του τόπου μπορούν πια να τονε περπατούνε περήφανοι και καμαρωτοί.
Μα, να πάρει ο διάολος, πέρα από όλους αυτούς που από μακριά θα μπορούσες να τους μπερδέψεις με αστακούς, έτσι όπως στέκουν ζωσμένοι με κράνη και ασπίδες και όπλα σύγχρονα, δεν βλέπεις καμιά άλλη ψυχή να περιδιαβαίνει τα στενά. Αφού μπορείς και ακούς πεντακάθαρα τα βήματά σου, λες κι είναι τέσσερις τα ξημερώματα, ενώ δεν είναι παρά μέρα, μεσημέρι. Μονάχα αυτός ο περίεργος ο τύπος είναι εδώ μαζί μου και που δεν λέει να ξεκολήσει από δίπλα μου και που με ακολουθεί τις τελευταίες ημέρες όπου κι αν βρεθώ, πολύ φοβάμαι ότι με όλα αυτά τα προηγμένα μέτρα περιφρούρησης βάλανε φρουρούς να παρακολουθούνε οποιονδήποτε κυκλοφορεί έξω αυτές τις ημέρες, είναι τρομερό, κάποιες φορές νομίζω ότι είναι η ιδέα μου, ότι δεν υπάρχει κανένας που να με ακολουθεί στ’ αλήθεια, ότι από το πολύ το τρέξιμο και τις πολλές τις πληρωμές βλέπω φαντάσματα να με καταδιώκουν και ότι πρέπει επειγόντως να με δει γιατρός.
“Παρακαλώ, στην ουρά μόνο όσοι έχουν τα 25 ευρώ”. Κάτι ήξερα εγώ που πήγα και στήθηκα από τα άγρια χαράματα έξω από εκείνη την καταραμένη την τράπεζα για να σηκώσω τα τελευταία αυτά δυο κολαριστά χαρτονομίσματα που είχαν απομείνει στον αδειανό μου λογαριασμό προτού τα κατασχέσουνε προληπτικά και δεν έχω λεφτά ούτε για μιαν ώρα ανάγκης, να, όπως τώρα που χρειάστηκε. Η διαφορά πάντως σε τούτη την ουρά είναι ότι όσοι δεν εμφανίζονται όταν φτάνει ο αριθμός τους είναι εκείνοι που μάλλον ντράπηκαν να πουν ότι δεν είχαν μαζί τους το εισιτήριο για το δημόσιο νοσοκομείο και προσπάθησαν να τρυπώσουν κρυφά μέσα στα κρεβάτια, μήπως και τους λυπηθεί κανένας γιατρός και τους εξετάσει στο τζάμπα.
Όπως εκείνος ο δύσμοιρος ο ανθρωπάκος που τον έβλεπες να λέει με την ξεψυχισμένη του φωνή ότι τριγυρνά τυλιγμένος με ένα τρύπιο σεντόνι από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και από επείγοντα σε επείγοντα και ότι ο καρκίνος έχει φάει τα σωθικά του και παρακαλούσε έτσι, κουλουριαστός, χωρίς ρούχα, χωρίς μαλλιά, για λίγη υγεία δημόσια και δωρεάν. Τον είδαμε μετά από λίγο να τον κουβαλάνε ψόφιο πάνω σε ένα σκουριασμένο φορείο με κατεύθυνση τα ψυγεία δίπλα από το νεκροτομείο. Τον πάνε λέει εκεί, μαζί με τους άλλους, τους αδέσποτους, που μέχρι σήμερα εξακολουθούν και παραμένουν στα αζήτητα. Πρόκειται δηλαδή για νεκρούς που δεν τους αναζήτησε κανένας, δεν τους έψαξε μάνα, πατέρας, εκπομπή τηλεοπτική καμιά και έχουν παραμείνει εδώ με ένα κουπόνι τυλιγμένο στο παγωμένο τους μικρό δάκτυλο, να περιμένουν κι αυτοί τη σειρά τους, μήπως και εμφανιστεί κάποιος και ενδιαφερθεί για δαύτους, έστω και από μια αποτυχημένη αναγνώριση πτώματος.
“Να περάσει ο επόμενος”. Γιατρέ μου, ήρθα εδώ να σας δω γιατί δεν νιώθω καλά τελευταία. Να, πως να σας το πω, ξέρω, τα ακούτε καθημερινά όλα αυτά, ειδικά λόγω της κρίσης, όχι, δεν εννοώ ότι κάνω περίεργες σκέψεις για τη ζωή μου, απλά, νιώθω ένα έντονο άγχος, που αυξάνεται μέρα με τη μέρα, ίσως επηρεάζομαι και από την όλη κατάσταση που επικρατεί, έχω πολλές υποχρεώσεις διαρκώς στο μυαλό μου μέσα, από το πρωί που θα ξυπνήσω μέχρι και το άλλο πρωί, με ταλαιπωρούν διάφορες ιδέες, δεν ξέρω, είναι λες και νιώθω ότι κάποιος διαρκώς με κυνηγάει, ότι με καταδιώκει, πολύ φοβάμαι, γιατρέ μου, ότι πάσχω από το σύνδρομο της καταδίωξης, αλλά δεν μπορεί, έχω συγκεκριμένα περιστατικά να σας πω, να, είναι ένας τύπος, περίπου σαν εμένα ας πούμε, ο οποίος με ακολουθεί παντού, για παράδειγμα σήμερα το πρωί που πήγα στην τράπεζα ήρθε και έκατσε δίπλα μου, γέρνοντας προς τα κάτω λες και ήθελε να βουτήξει μέσα στο πάτωμα, μετά, στην εφορία τα ίδια, κρυβόταν μέσα στις ουρές και περίμενε μέχρι να τελειώσω, έπειτα στο δρόμο έξω, μια από τα αριστερά, μια από τα δεξιά εμφανιζόταν πάλι, προσπάθησα να του μιλήσω, να μάθω ποιος είναι επιτέλους, έκανα να τον πιάσω, να τον αγγίξω, τίποτα, εκεί που ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου, την ίδια στιγμή εξαφανιζόταν, γιατρέ μου, δεν είμαι καλά, να, και πριν, ήταν εδώ έξω, και στεκόταν πάνω από εκείνον τον άτυχο καρκινοπαθή που πέθανε γιατί ήταν ανασφάλιστος, γι’ αυτό μπήκα στα γρήγορα, για να μην καταλάβει ότι τρύπωσα εδώ, γιατρέ μου, να, τον ακούω νομίζω, ανασαίνει, ωχ, γιατρέ μου, είναι εδώ, μέσα, μαζί μας, δίπλα σας, δίπλα μου, γιατρέ μου, τι είναι;
“Ηρεμήστε. Τίποτε δεν είναι”.
Η σκιά σας είναι.
Πηγή : http://kakoskeimena.net