…Είναι όμως φανερό ότι κάθε καταδίκη του οπορτουνισμού και της θέσης του απέναντι στον πόλεμο που δεν αντιλαμβάνεται τον οπορτουνισμό σαν ένα ιστορικά αναγνωρίσιμο ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα και που δεν θεωρεί το παρόν του σαν οργανικό καρπό του παρελθόντος του, δεν μπορεί ούτε να φτάσει σε ένα πραγματικό ύψος στις αρχές της μαρξιστικής συζήτησης, ούτε να βγάλει τα συγκεκριμένα πρακτικά, αναγκαία για τη στιγμή της δράσης και τακτικά-οργανωτικά συμπεράσματα από αυτήν τη καταδίκη. Για τον Λένιν, και για άλλη μια φορά μονάχα για αυτόν, ήταν ήδη από τη στιγμή που ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος σαφές ότι η στάση των Σάιντεμαν, Πλεχάνοφ, Βαντερβέλντε κλπ, απέναντι στον πόλεμο δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η λογική αρχή των αρχών του ρεβιζιονισμού στην τωρινή κατάσταση.
Σε τι όμως συνίσταται, περιληπτικά, η ουσία του ρεβιζιονισμού;
Α) Πρώτα ότι προσπαθεί να ξεπεράσει τη «μονόπλευρη άποψη» του ιστορικού υλισμού που εξετάζει όλα τα φαινόμενα του ιστορικοκοινωνικού γίγνεσθαι αποκλειστικά από την ταξική άποψη του προλεταριάτου. Διαλέγει σαν άποψη τα συμφέροντα «όλης της κοινωνίας». Επειδή όμως, συγκεκριμένα, αυτά τα γενικά συμφέροντα δεν υπάρχουν, και επειδή αυτό που θα μπορούσε να φανεί σαν γενικό συμφέρον δεν είναι τίποτα άλλο από τη στιγμιαία συνιστώσα της αγωνιστικής αλληλεπίδρασης των διάφορων ταξικών δυνάμεων, ο αναθεωρητής αντιλαμβάνεται το πάντοτε μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας σαν μια πάντοτε ίδια μεθοδολογική αφετηρία.
Έτσι αναποδογυρίζει και θεωρητικά τα πράγματα. Από πρακτική άποψη, η ουσία του παραμένει πάντα και αναγκαστικά ένας συμβιβασμός, λόγω ακριβώς αυτής της θεωρητικής αφετηρίας. Ο ρεβιζιονισμός είναι πάντοτε εκλεκτικός: προσπαθεί, δηλαδή, να αμβλύνει και να εξισώσει θεωρητικά τις ταξικές αντιθέσεις για να καταστήσει την ενότητα τους, που την έχει αναποδογυρίσει και δεν υπάρχει παρά μόνο στο κεφάλι του, σαν το μέσο για την εκτίμηση των γεγονότων.
Β) Για αυτόν τον λόγο ο αναθεωρητής απορρίπτει, κατά δεύτερο λόγο, τη διαλεκτική. Γιατί η διαλεκτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εννοιολογική έκφραση του γεγονότος ότι η εξέλιξη της κοινωνίας κινείται στην πραγματικότητα μέσα από τις αντιθέσεις, ότι αυτές οι αντιθέσεις (οι αντιθέσεις των τάξεων, η ανταγωνιστική ουσία της οικονομικής ύπαρξης τους κλπ) αποτελούν την βάση και τον πυρήνα κάθε γεγονότος και ότι μια «ενότητα» της κοινωνίας, όσο αυτή στηρίζεται στη διαίρεση σε τάξεις, δεν μπορεί παρά να είναι πάντα μια αφηρημένη έννοια, ένα πάντοτε πρόσκαιρο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτών των αντιθέσεων. Καθώς όμως η διαλεκτική, σαν μέθοδος, δεν είναι παρά η θεωρητική διατύπωση του κοινωνικού γεγονότος ότι η κοινωνία αναπτύσσεται παραπέρα μέσα από αντιθέσεις, από το πέρασμα από την μία αντίθεση στην άλλη, επομένως με επαναστατικό τρόπο, η θεωρητική απόρριψη της διαλεκτικής σημαίνει ρήξη αρχών με κάθε επαναστατική συμπεριφορά.
Γ) Τρίτο, αφού οι αναθεωρητές με αυτόν τον τρόπο αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη της διαλεκτικής με την κίνηση της μέσα από αντιθέσεις, που παράγει έτσι πάντα κάτι νέο, σαν κάτι που υπάρχει πραγματικά, χάνεται από τη σκέψη τους το ιστορικό, το συγκεκριμένο, το νέο. Η πραγματικότητα που ζουν υπόκειται σε σχηματικούς μηχανιστικούς, «αιώνιους χαλύβδινους νόμους» που, σύμφωνα με την ουσία τους, δημιουργούν αδιάκοπα το ίδιο πράγμα και στους οποίους ο άνθρωπος είναι μοιραία υποταγμένος, όπως και στους νόμους της φύσης. Αρκεί λοιπόν να γνωρίσει κανείς μία για πάντα αυτούς τους νόμους, για να μάθει πώς θα εξελιχθεί η μοίρα του προλεταριάτου. Η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρξουν νέες καταστάσεις που να μην υπόκεινται σε αυτούς τους νόμους ή ακόμη καταστάσεις των οποίων η κατάληξη εξαρτάται από την απόφαση του προλεταριάτου, είναι για τον αναθεωρητή αντιεπιστημονική. (Η υπερεκτίμηση των μεγάλων προσωπικοτήτων, της ηθικής κλπ δεν είναι παρά οι αναγκαίοι αντίποδες αυτής της αντίληψης).
Δ) Τέταρτο, αυτοί οι νόμοι είναι, όμως, οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης και η επιμονή στην αιώνια και υπεριστορική ισχύ τους σημαίνει ότι για τον αναθεωρητή η καπιταλιστική κοινωνία είναι η πραγματικότητα που ουσιαστικά δεν μπορεί να αλλάξει, όπως και για την αστική τάξη. Ο αναθεωρητής δεν θεωρεί πια την αστική κοινωνία σαν ένα προϊόν της ιστορίας που για αυτό είναι ιστορικά καταδικασμένη να εξαφανιστεί, ούτε την επιστήμη σαν ένα μέσο για την βελτίωση της θέσης του προλεταριάτου μέσα στην αστική κοινωνία. Κάθε σκέψη που ξεπερνάει πρακτικά τον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας είναι μια ψευδαίσθηση, μια ουτοπία, για τον ρεβιζιονισμό.
Ε) Πέμπτο, για αυτό ρεβιζιονισμός έχει μια θέση «ρεαλιστικής» πολιτικής. Θυσιάζει πάντοτε τα πραγματικά συμφέροντα του συνόλου της τάξης (και χαρακτηρίζει ουτοπική κάθε συνεπή υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων) στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων μεμονωμένων ομάδων. Με βάση αυτές ακόμη τις λίγες παρατηρήσεις είναι σαφές ότι ο ρεβιζιονισμός μπόρεσε να γίνει ένα πραγματικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα επειδή η νέα ανάπτυξη του καπιταλισμού επέτρεψε παροδικά σε ορισμένα στρώματα των εργατών να αποκτήσουν από αυτήν την κατάσταση οικονομικά οφέλη. Καθώς επίσης και γιατί η μορφή οργάνωσης των εργατικών κομμάτων εξασφαλίζει μεγαλύτερη επιρροή σε αυτά τα στρώματα και στους διανοητικούς εκπροσώπους τους παρά στις –έστω και συγκεχυμένα και ενστικτώδικα– επαναστατικές πλατιές μάζες του προλεταριάτου.
Το κοινό στοιχείο όλων των οπορτουνιστικών ρευμάτων είναι να μην κοιτάζουν ποτέ τα γεγονότα από την ταξική σκοπιά του προλεταριάτου και για αυτό πέφτουν σε μια αντιιστορική και αντιδιαλεκτική εκλεκτική «ρεαλιστική πολιτική». Συνδέει τις διαφορετικές τους αντιλήψεις για τον πόλεμο και τις κάνει να φαίνονται όλες, χωρίς εξαίρεση, σαν αναγκαστική συνέπεια του μέχρι τώρα οπορτουνισμού. Η χωρίς όρους υποταγή της δεξιάς πτέρυγας στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της «ίδιας» της τής χώρας προέρχεται οργανικά από την άποψη που θεωρεί την αστική τάξη-έστω και με μερικούς δισταγμούς στην αρχή-σαν την ηγέτιδα τάξη της ιστορικής εξέλιξης και αναθέτει στο προλεταριάτο την υποστήριξη «του προοδευτικού της ρόλου»….
…Ο οπορτουνισμός διαφοροποιείται σύμφωνα με τα στρώματα της αστικής τάξης στα οποία γυρεύει να στηριχτεί και στην υποταγή των οποίων προσπαθεί να παρασύρει το προλεταριάτο. Αυτά μπορεί να είναι, όπως στην περίπτωση της δεξιάς πτέρυγας, η βαριά βιομηχανία και το τραπεζικό κεφαλαίο. Στην περίπτωση αυτή, ο ιμπεριαλισμός αναγνωρίζεται χωρίς όρους σαν αναγκαίος. Το προλεταριάτο πρέπει να βρει την πραγμάτωση των συμφερόντων του στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στο μεγαλείο, στη νίκη του «δικού» του έθνους. Η μπορεί να αναζητηθεί η προσάρτηση σε εκείνα τα στρώματα της αστικής τάξης που είναι μεν αναγκασμένα να συμμετάσχουν στην εξέλιξη, αλλά νιώθουν ότι παραμερίζονται σε δεύτερο πλάνο και που υποτάσσονται για αυτό πρακτικά στον ιμπεριαλισμό (και πρέπει να υποταχθούν), ωστόσο όμως γκρινιάζουν ενάντια σε αυτόν τον εξαναγκασμό και «εύχονται» τα πράγματα να πάρουν μια άλλη τροπή.
Αυτός είναι και ο λόγος που αναζητούν γρήγορα την ειρήνη, το ελεύθερο εμπόριο, την επιστροφή «ομαλών» καταστάσεων κλπ. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι ποτέ δεν θα είναι ικανά να προβάλουν σαν ενεργός αντίπαλος του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, δεν διεξάγουν παρά έναν μάταιο αγώνα για να έχουν το μερίδιο τους από την ιμπεριαλιστική λεία (τμήματα της ελαφριάς βιομηχανίας, μικροαστικά στρώματα κλπ). Κάτω από αυτήν την προοπτική ο ιμπεριαλισμός παρουσιάζεται σαν «τυχαίος». Επιχειρείται να βρεθεί μια ειρηνική λύση, να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις. Και το προλεταριάτο, που το Κέντρο θέλει να υποτάξει σε αυτά τα στρώματα δεν πρέπει ούτε να αγωνίζεται ενεργά κατά του πολέμου. (Αλλά το να μην αγωνίζεσαι σημαίνει πρακτικά να παίρνεις μέρος στον πόλεμο). Πρέπει απλά να διαλαλεί την αναγκαιότητα μια δίκαιης ειρήνης κλπ…
Aπόσπασμα απο το βιβλίο του Lukacs Η σκέψη του Λένιν (πρώτη έκδοση 1924), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 65-69. Οί υπογραμμίσεις δικές μας.