György Lukács:Το ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου

 

 

Το ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου

 

 

Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι λοιπόν να αποσπαστεί από κάθε ιδεολογική συμφωνία με τις άλλες τάξεις και να βρει την καθαρή ταξική συνείδησή του, με βάση την ιδιαιτερότητα της ταξικής του κατάστασης και την αυτοτέλεια των ταξικών του συμφερόντων που απορρέουν απ’ αυτή. Μονάχα με αυτόν τον τρόπο θα είναι ικανό να οδηγήσει όλους όσους υποφέρουν από την καταπίεση και εκμετάλλευση στην αστική κοινωνία στον κοινό αγώνα κατά των οικονομικών και πολιτικών εξουσιαστών τους. Η αντικειμενική βάση αυτού του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου είναι η θέση του στην παραγωγική διαδικασία του καπιταλισμού.

Ωστόσο θα ήταν μηχανιστική εφαρμογή του μαρξισμού και, κατά συνέπεια, εντελώς ανιστόρητη αυταπάτη, αν φανταζόμασταν ότι πια η σωστή και ικανή για καθοδήγηση ταξική συνείδηση μπορεί να γεννηθεί μέσα στο προλεταριάτο προοδευτικά, χωρίς συγκρούσεις και πισωγυρίσματα, σαν να μπορούσε ιδεολογικά το προλεταριάτο να μεταλλάξει τον ταξικά επαναστατικό του προορισμό. Οι διαμάχες γύρω απ’ τις θέσεις του Μπέρνσταϊν απέδειξαν καθαρά το αδύνατο της οικονομικής μεταλλαγής του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.

Ο ιδεολογικός αντίποδας αυτής της θεωρίας επιβίωσε ωστόσο αναμφίβολα στη σκέψη πολλών ειλικρινών επαναστατών στην Ευρώπη, χωρίς καν να θεωρηθεί σαν πρόβλημα και κίνδυνος. ‘Όχι πως οι καλύτεροι απ’ αυτούς παραγνώρισαν τελείως την ύπαρξη και τη σημασία αυτού του προβλήματος, πως δεν είδαν ότι η οριστική νίκη του προλεταριάτου πρέπει να περάσει μέσα από έναν μακρύ δρόμο και από πολλές ήττες και πως είναι αναπόφευκτα όχι μόνο υλικά αλλά και ιδεολογικά πισωγυρίσματα σ’ ένα κατώτερο από το ήδη κατακτημένο επίπεδο. Γνώριζαν -για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της Ρόζας Λούξεμπουργκ- ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν μπορούσε πλέον να έρθει «πρόωρα» από την άποψη των κοινωνικών προϋποθέσεων, αλλά αντίθετα ότι θα ερχόταν αναγκαστικά «πρόωρα», όσον αφορά τη διατήρηση της εξουσίας (δηλαδή ιδεολογικά). Όταν όμως, στα πλαίσια αυτής της ιστορικής προοπτικής σχετικά με το δρόμο του προλεταριάτου για την απελευθέρωσή του υποστηρίζεται η άποψη ότι μια αυθόρμητη επαναστατική αυτοδιαπαιδαγώγηση των προλεταριακών μαζών (από μαζικές εκδηλώσεις και τα διδάγματά τους), υποστηριγμένη από μια θεωρητικά ορθή ζύμωση, προπαγάνδα κτλ. του Κόμματος, αρκεί για να εξασφαλίσει την αναγκαία εξέλιξη, αυτό κατά κάποιον τρόπο δείχνει ότι έχουμε παραμείνει στην ιδεολογική μεταλλαγή του προλεταριάτου στον επαναστατικό του προορισμό.

Ο Λένιν ήταν ο πρώτος -και για πολύ καιρό ο μόνος- σημαντικός ηγέτης και θεωρητικός που καταπιάστηκε με αυτό το πρόβλημα από θεωρητικά κεντρική και επομένως πρακτικά αποφασιστική πλευρά: δηλαδή από την πλευρά της οργάνωσης. Η διαμάχη σχετικά με την πρώτη παράγραφο του καταστατικού της οργάνωσης στο Συνέδριο Βρυξελλών – Λονδίνου στα 1903 είναι τώρα πια γενικά γνωστή. Περιστρεφόταν γύρω από το ζήτημα αν μπορεί να είναι μέλος του Κόμματος αυτός που το υποστηρίζει και δουλεύει κάτω από τον έλεγχό του (όπως ήθελαν οι μενσεβίκοι) ή αν ήταν αναγκαία γι’ αυτό η συμμετοχή στις παράνομες οργανώσεις, η απορρόφηση ολόκληρου του ατόμου από την κομματική δουλειά, η πλήρης υποταγή στην κομματική πειθαρχία, ιδωμένη με πολύ αυστηρό τρόπο. Τα άλλα οργανωτικά προβλήματα, για παράδειγμα ο συγκεντρωτισμός, δεν είναι παρά οι αναγκαίες αντικειμενικές συνέπειες αυτής της τοποθέτησης.

Και αυτή η διαμάχη δεν γίνεται κατανοητή παρά μόνο μέσα από τη διαφωνία των δύο βασικών απόψεων σχετικά με τη δυνατότητα, την πιθανή διεξαγωγή και το χαρακτήρα της επανάστασης. Παρ’ όλο που μόνο ο Λένιν είχε διαβλέψει εκείνη την εποχή όλες αυτές τις αλληλουχίες.

Το μπολσεβίκικο οργανωτικό σχέδιο προάγει, μέσα από τη λίγο-πολύ χαώδη μάζα του συνόλου της τάξης, μια ομάδα επαναστατών που έχουν συνείδηση του σκοπού και είναι έτοιμοι για όλες τις θυσίες. Αλλά δεν υπάρχει έτσι ο κίνδυνος να ξεκόψουν αυτοί οι «επαγγελματίες επαναστάτες» από την πραγματική ζωή της τάξης και εξαιτίας αυτού του διαχωρισμού να καταντήσουν μια ομάδα συνωμοτών, μια κλίκα;

Το οργανωτικό αυτό σχέδιο δεν είναι απλά η πρακτική συνέπεια εκείνου του «μπλανκισμού» που οι «διορατικοί» ρεβιζιονιστές υποστήριζαν ότι είχαν ανακαλύψει ακόμα και στον Μαρξ; Δεν είναι δυνατό να μελετήσουμε εδώ σε ποιο βαθμό η επίκριση αυτή είναι ανακριβής ακόμη και σε ό,τι αφορά τον Μπλανκί. Πάντως, δεν θίγει την ουσία της θεωρίας της οργάνωσης του Λένιν, γιατί, σύμφωνα με τον Λένιν, η ομάδα των επαγγελματιών επαναστατών δεν είχε σε καμιά περίπτωση για αποστολή να «κάνει» την επανάσταση, ή να παρασύρει μαζί της την ανενεργό μάζα με την αυτοτελή και θαρραλέα δράση της, να τη βάλει μπροστά σ’ ένα επαναστατικό τετελεσμένο γεγονός. Η ιδέα της οργάνωσης του Λένιν προϋποθέτει την πραγματικότητα της επανάστασης, την επικαιρότητα της επανάστασης. Αν οι μενσεβίκοι είχαν δίκιο στην ιστορική τους πρόβλεψη, αν είχαμε προχωρήσει σε μια –σχετικά- ήρεμη περίοδο ευμάρειας και προοδευτικής εξάπλωσης της δημοκρατίας, στη διάρκεια της οποίας τα υπολείμματα της φεουδαρχίας θα είχαν το πολύ-πολύ σαρωθεί στις καθυστερημένες χώρες από το «λαό» και από τις «προοδευτικές» τάξεις, τότε οι ομάδες των επαγγελματιών επαναστατών θα είχαν παραμείνει προσκολλημένες στο σεκταρισμό ή θα είχαν καταντήσει απλοί κύκλοι προπαγάνδας. Το Κόμμα σαν ισχυρά συγκεντρωτική οργάνωση των πιο συνειδητών στοιχείων του προλεταριάτου -και μονάχα αυτών- νοείται σαν όργανο της ταξικής πάλης σε μια επαναστατική περίοδο. «Δεν μπορούμε», έλεγε ο Λένιν, «να διαχωρίσουμε μηχανιστικά τα πολιτικά ζητήματα από τα οργανωτικά ζητήματα», και αυτός που επιδοκιμάζει ή απορρίπτει την μπολσεβίκικη κομματική οργάνωση ανεξάρτητα από το ερώτημα αν ζούμε στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων, δεν έχει καταλάβει απολύτως τίποτα από την ουσία αυτής της οργάνωσης.

Όμως, από μια εντελώς αντίθετη οπτική γωνία, θα μπορούσε να προκύψει η ακόλουθη αντίρρηση: η επικαιρότητα της επανάστασης καθιστά ακριβώς περιττή μια τέτοια οργάνωση. Στην περίοδο στασιμότητας του επαναστατικού κινήματος μπορεί να ήταν χρήσιμη η οργανωτική συγκέντρωση των επαγγελματιών επαναστατών. Ωστόσο, την εποχή της ίδιας της επανάστασης, τότε που οι μάζες βρίσκονται σε βαθιά αναστάτωση, τότε που συγκεντρώνουν περισσότερες επαναστατικές εμπειρίες και ωριμάζουν πιο γρήγορα σε μερικές βδομάδες, καμιά φορά και σε μερικές μέρες απ’ ό,τι σε δεκαετίες, τότε που παρουσιάζονται σαν επαναστατικά μέχρι και τα στοιχεία εκείνα της τάξης που διαφορετικά δεν συμμετέχουν στο κίνημα ούτε καν όταν πρόκειται για τα πιο άμεσα καθημερινά συμφέροντά τους, τότε μια τέτοιου είδους οργάνωση είναι ανώφελη και παράλογη. Σπαταλάει χρήσιμες δυνάμεις. Στέκεται εμπόδιο, όταν αποκτάει επιρροή, στην αυθόρμητη επαναστατική παραγωγικότητα των μαζών.

Είναι εμφανές ότι η αντίρρηση αυτή μας παραπέμπει πάλι στο πρόβλημα της ιδεολογικής μεταλλαγής. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο χαρακτηρίζει πολύ καθαρά τη σχέση του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου με το σύνολο της τάξης. «Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα εργατικά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων, τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ’ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του.

Στην πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, για την πορεία και για τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος». Μ’ άλλα λόγια, αποτελούν την ορατή μορφή που έχει αποκτήσει η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου. Και το ζήτημα της οργάνωσής τους εξαρτάται από τον πιθανό τρόπο με τον οποίο το προλεταριάτο θα κατακτήσει πραγματικά τη δική του ταξική συνείδηση και θα την κάνει απόλυτα δική του. Οποιοσδήποτε δεν αμφισβητεί έτσι κι αλλιώς την επαναστατική λειτουργία του Κόμματος αναγνωρίζει ότι αυτό δεν γίνεται από μόνο του κάτω από τη μηχανιστική επίδραση των οικονομικών δυνάμεων της καπιταλιστικής παραγωγής, ούτε από την απλή οργανική ανάπτυξη του αυθορμητισμού των μαζών.

Η διαφορά ανάμεσα στη λενινιστική αντίληψη του Κόμματος και τις άλλες αντιλήψεις βρίσκεται κυρίως στο ότι από τη μια μεριά η οικονομική διαφοροποίηση στους κόλπους του προλεταριάτου (η εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας κτλ.) αναλύεται περισσότερο βαθιά και σ’ όλες τις συνέπειές της, και ότι από την άλλη η επαναστατική σύμπραξη του προλεταριάτου με τις άλλες τάξεις εξετάζεται στη νέα ιστορική προοπτική που απεικονίζεται. Απ’ αυτό προκύπτει μια αυξημένη σημασία του προλεταριάτου στην προετοιμασία και καθοδήγηση της επανάστασης και επομένως του ηγετικού ρόλου του Κόμματος απέναντι στην εργατική τάξη.

Η δημιουργία και η όλο και μεγαλύτερη σημασία της εργατικής αριστοκρατίας καταλήγει απ’ αυτή την άποψη στο ακόλουθο γεγονός: η διαρκής –σχετική- διάσταση των άμεσων καθημερινών συμφερόντων ορισμένων εργατικών στρωμάτων από τα πραγματικά συμφέροντα όλης της τάξης αυξάνεται συνεχώς και παγιώνεται στα πλαίσια αυτής της αύξησης. Η καπιταλιστική ανάπτυξη που, στην αρχή, εξίσωσε και ενοποίησε βίαια τη διαιρεμένη γεωγραφικά, συντεχνιακά κτλ. εργατική τάξη, δημιουργεί τώρα μια νέα διαφοροποίηση. Και αυτή η διαφοροποίηση δεν έχει μόνο σαν συνέπεια ότι το προλεταριάτο δεν αντιτίθεται πλέον στην αστική τάξη με απόλυτα ενιαία εχθρότητα. Αλλά επιπλέον προβάλλει ο κίνδυνος αυτά τα στρώματα να είναι ικανά να επηρεάσουν ιδεολογικά ολόκληρη την τάξη σε οπισθοδρομική κατεύθυνση, εισχωρώντας σ’ έναν μικροαστικό τρόπο ζωής, καταλαμβάνοντας θέσεις στην κομματική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία, καμιά φορά δημοτικές θέσεις κτλ, -παρ’ όλη ή ακριβώς λόγω- της αστικοποιημένης ιδεολογίας τους, της έλλειψης ωριμότητας της προλεταριακής ταξικής συνείδησης, αποκτώντας υπεροχή σ’ ό,τι αφορά την τυπική μόρφωση, τη διοικητική ρουτίνα κτλ. σε σχέση με τα άλλα προλεταριακά στρώματα. Μ’ άλλα λόγια, με την επιρροή τους στις οργανώσεις του προλεταριάτου, βοηθάνε στη συσκότιση της ταξικής συνείδησης όλων των εργατών, βοηθάνε να επηρεαστούν στην κατεύθυνση μιας σιωπηλής συμμαχίας με την αστική τάξη.

Μπροστά σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, η απλή θεωρητική διαύγεια, η αντίστοιχη ζύμωση και προπαγάνδα των επαναστατικά ξεκάθαρων ομάδων δεν επαρκούν. Γιατί για πολύ καιρό, αυτή η αντίθεση συμφερόντων δεν εκφράζεται με ξεκάθαρη μορφή για όλους τους εργάτες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μερικές φορές οι ιδεολογικοί τους εκπρόσωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν ήδη αποκλίνει από το δρόμο της τάξης στο σύνολό της. Γι’ αυτό, τέτοιου είδους διαφορές είναι πολύ εύκολο να συγκαλυφθούν απέναντι στους εργάτες σαν «θεωρητικές διχογνωμίες», σαν απλές «διαφορές τακτικής». Και το επαναστατικό ένστικτο των εργατών, που απελευθερώνεται κατά καιρούς σε μεγάλες αυθόρμητες μαζικές κινητοποιήσεις, παραμένει ανίκανο να διατηρήσει σαν διαρκές αγαθό για ολόκληρη την τάξη το επίπεδο της ταξικής συνείδησης που δρα ασυνείδητα.

Και μόνο γι’ αυτόν το λόγο, είναι απαραίτητη η οργανωτική αυτοτέλεια των απόλυτα συνειδητών στοιχείων της τάξης. Όμως αυτός ο τρόπος σκέψης μας δείχνει ότι η μορφή οργάνωσης είναι για τον Λένιν αδιάρρηκτα δεμένη με την πρόβλεψη της επερχόμενης επανάστασης. Γιατί μονάχα μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο φαίνεται μοιραία και ανεπανόρθωτη κάθε απόκλιση απ’ τον σωστό δρόμο της εργατικής τάξης. Μονάχα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να αποκτήσει η απόφαση για ένα φαινομενικά μικρό καθημερινό ζήτημα τεράστια βαρύτητα για όλη την εργατική τάξη. Μονάχα σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτά ζωτική σημασία για το προλεταριάτο να έχει ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια του τη σκέψη και τη δράση που πραγματικά αντιστοιχούν στην ταξική του θέση.

Όμως η επικαιρότητα της επανάστασης σημαίνει ταυτόχρονα ότι ο αναβρασμός της κοινωνίας, το γκρέμισμα των παλιών της δομών δεν περιορίζονται μονάχα στο προλεταριάτο, αλλά περιλαμβάνουν όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Το αληθινό κριτήριο μιας επαναστατικής κατάστασης είναι πράγματι, σύμφωνα με τον Λένιν, ότι «τα “κατώτερα στρώματα” δεν θέλουν να ζήσουν με τον παλιό τρόπο και τα “ανώτερα στρώματα” δεν μπορούν να ζήσουν με τον παλιό τρόπο». «Η επανάσταση δεν είναι δυνατή χωρίς κρίση ολόκληρου του έθνους, που να θίγει τόσο τους εκμεταλλευόμενους όσο και τους εκμεταλλευτές». ‘Όσο πιο βαθιά είναι η κρίση τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες της επανάστασης. Όμως, όσο πιο βαθιά είναι, όσο πιο πολλά κοινωνικά στρώματα περιλαμβάνει, τόσο περισσότερο διαφορετικά, στοιχειώδη κινήματα διασταυρώνονται σ’ αυτήν, τόσο πιο συγκεχυμένοι και μεταλλασσόμενοι γίνονται οι συσχετισμοί των δυνάμεων ανάμεσα στις δυο τάξεις από τις οποίες σε τελική ανάλυση εξαρτάται η έκβαση της πάλης, την αστική τάξη και το προλεταριάτο. Αν το προλεταριάτο θέλει να νικήσει σ΄ αυτόν τον αγώνα, πρέπει να προωθήσει και να υποστηρίξει κάθε ρεύμα που συμβάλλει στην αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας, πρέπει να επιδιώξει να εντάξει στο γενικό επαναστατικό κίνημα κάθε στοιχειώδες κίνημα οσοδήποτε ασαφές κι αν είναι, κάθε κατά κάποιον τρόπο καταπιεσμένο στρώμα. Και η προσέγγιση μιας επαναστατικής περιόδου χαρακτηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι όλοι οι δυσαρεστημένοι της παλιάς κοινωνίας επιδιώκουν να ενωθούν με το προλεταριάτο, ή, τουλάχιστον, να συμμαχήσουν μαζί του.

Όμως εδώ ακριβώς μπορεί να βρίσκεται ένας σοβαρός κίνδυνος. Γιατί αν το κόμμα του προλεταριάτου δεν είναι οργανωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εγγυάται την ταξικά σωστή κατεύθυνση της πολιτικής του, αυτοί οι σύμμαχοι, που έχουν πάντοτε την τάση να πολλαπλασιάζονται σε επαναστατική περίοδο, αντί να προσφέρουν βοήθεια φέρνουν μόνο αναστάτωση. Γιατί φυσικά τα άλλα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, μικροαστοί. διανοούμενοι) δεν έχουν τους ίδιους στόχους με το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο -αν ξέρει τι θέλει και τι πρέπει να θέλει από ταξική άποψη- μπορεί να φέρει τη σωτηρία από την κοινωνική μιζέρια όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Αν, ωστόσο, το Κόμμα, ο αγωνιζόμενος φορέας της ταξικής του συνείδησης, είναι αβέβαιο για το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσει η εργατική τάξη, αν ακόμη ο προλεταριακός του χαρακτήρας δεν είναι εξασφαλισμένος οργανωτικά, τότε αυτά τα στρώματα εισβάλλουν στο κόμμα του προλεταριάτου, το βγάζουν απ’ το δρόμο του, και η συμμαχία τους, που με μια ταξικά ξεκάθαρη οργάνωση του προλεταριακού κόμματος θα είχε προωθήσει την επανάσταση, μπορεί να καταστεί ο πιο σοβαρός κίνδυνος γι’ αυτήν.

Η σκέψη του Λένιν όσον αφορά την οργάνωση έχει, κατά  συνέπεια, σαν απαραίτητους πόλους την πιο αυστηρή επιλογή των κομματικών μελών σε σχέση με την προλεταριακή ταξική συνείδηση και την ολόπλευρη αλληλεγγύη και υποστήριξη όλων όσων υφίστανται καταπίεση και εκμετάλλευση στην καπιταλιστική κοινωνία. Συνενώνει επομένως με διαλεκτικό τρόπο τη σαφή αποκλειστικότητα του σκοπού και την καθολικότητα, την καθοδήγηση της επανάστασης με την αυστηρά προλεταριακή έννοια και τον γενικό εθνικό (και διεθνή) χαρακτήρα της επανάστασης. Η μενσεβίκικη οργάνωση εξασθενίζει αυτούς τους δύο πόλους, τους αναμειγνύει, τους υποβιβάζει σε συμβιβασμό και τους συνενώνει μ’ αυτόν τον τρόπο στο ίδιο το Κόμμα. Ξεκόβει από πλατιά στρώματα που υφίστανται εκμετάλλευση (από τους αγρότες, για παράδειγμα), αλλά συγκεντρώνει στο Κόμμα τις ομάδες με τα πιο διαφορετικά συμφέροντα που του απαγορεύουν την ενιαία σκέψη και δράση. Συνεπώς, αντί να βοηθήσει στη δημιουργία, με την απαιτούμενη διαύγεια, ενός αποφασιστικού μετώπου για τη νίκη, το μέτωπο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, μέσα στην κυματώδη πάλη και το χάος των τάξεων που αγωνίζονται -γιατί κάθε επαναστατική κατάσταση εκφράζεται ακριβώς με μια βαθιά χαώδη αναταραχή όλης της κοινωνίας- αντί να συσπειρώσει γύρω από το προλεταριάτο τις συγκεχυμένες ομάδες των άλλων καταπιεσμένων, ένα τέτοιου είδους κόμμα μεταβάλλεται το ίδιο σ’ ένα συγκεχυμένο μείγμα ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα. Δεν μπορεί να δράσει παρά μόνο με εσωτερικούς συμβιβασμούς, οπότε και σύρεται από πιο ξεκάθαρες ομάδες ή από ομάδες που δρουν πιο στοιχειωδώς, ή πάλι δεν του μένει πλέον παρά να παρακολουθεί μοιρολατρικά τα γεγονότα.

Η σκέψη του Λένιν όσον αφορά την οργάνωση σημαίνει, επομένως, μια διπλή ρήξη με τον μηχανιστικό φαταλισμό: τόσο μ’ εκείνον που αντιλαμβάνεται την ταξική συνείδηση του προλεταριάτου σαν ένα μηχανιστικό προϊόν της ταξικής του θέσης, όσο και μ’ εκείνον που στην ίδια την επανάσταση βλέπει μόνο τη μηχανιστική επίδραση των οικονομικών δυνάμεων που μοιραία απελευθερώνονται και που θα οδηγούσαν σχεδόν αυτόματα το προλεταριάτο στη νίκη, όταν οι αντικειμενικοί όροι της επανάστασης θα είναι αρκετά «ώριμοι». Γιατί αν έπρεπε να περιμένουμε να μπει το προλεταριάτο στον αποφασιστικό αγώνα ενιαία και ξεκάθαρα, δεν θα υπήρχε ποτέ επαναστατική κατάσταση. Από τη μια, θα υπάρχουν πάντοτε προλεταριακά στρώματα που θα παρακολουθούν παθητικά τον απελευθερωτικό αγώνα της ίδιας τους της τάξης και που μάλιστα θα προσχωρήσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο (κι αυτό τόσο περισσότερο όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός). Από την άλλη, η στάση του ίδιου του προλεταριάτου, η αποφασιστικότητά του και ο βαθμός ταξικής συνείδησής του δεν είναι σε καμιά περίπτωση κάτι που απορρέει από την οικονομική κατάσταση σαν μοιραία αναγκαιότητα.

Είναι αυτονόητο ότι το μεγαλύτερο και το καλύτερο κόμμα του κόσμου δεν μπορεί να «κάνει» την επανάσταση. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά το προλεταριάτο σε μια δεδομένη κατάσταση εξαρτάται κατά πολύ απ’ τη διαύγεια και την ενεργητικότητα που το Κόμμα είναι σε θέση να δώσει για τους ταξικούς στόχους του. Έτσι, στην εποχή της επικαιρότητας της επανάστασης, το παλιό πρόβλημα του αν η επανάσταση μπορεί να γίνει ή όχι αποκτά μια εντελώς νέα σημασία. Και με αυτή την αλλαγή της σημασίας αλλάζει επίσης και η σχέση ανάμεσα στο Κόμμα και την τάξη, καθώς και η σημασία των οργανωτικών ζητημάτων για το Κόμμα και το σύνολο του προλεταριάτου.

Το να βάζεις το παλιό πρόβλημα του «κάνω» την επανάσταση ισοδυναμεί με το να διαχωρίζεις κατά άκαμπτο και αντιδιαλεκτικό τρόπο την αναγκαιότητα της ιστορικής εξέλιξης και τη δραστηριότητα του δρώντος Κόμματος. Σ’ αυτό το επίπεδο, όπου «κάνω» την επανάσταση σημαίνει την κάνω να ξεπροβάλει μαγικά από το τίποτα, δεν μπορούμε παρά να αποδοκιμάσουμε αυτό το «κάνω». Όμως, η δραστηριότητα του Κόμματος στον αιώνα της επανάστασης σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Γιατί, αν ο βασικός χαρακτήρας της εποχής είναι επαναστατικός, τότε την οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να παρουσιαστεί μια έντονα επαναστατική κατάσταση. Σχεδόν ποτέ δεν μπορεί να καθοριστεί από τα πριν με ακρίβεια η στιγμή και οι περιστάσεις της εμφάνισής της. Αντίθετα, όμως, είναι δυνατό να καθοριστούν οι τάσεις εκείνες που οδηγούν στην εμφάνισή της, καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές της σωστής δράσης όταν εμφανιστεί. Πάνω σ’ αυτή την ιστορική αντίληψη είναι θεμελιωμένη η δραστηριότητα του Κόμματος. Το Κόμμα πρέπει να προετοιμάζει την επανάσταση. Πρέπει, δηλαδή από τη μια να προσπαθεί να επιταχύνει την ωρίμανση των τάσεων εκείνων που οδηγούν στην επανάσταση, με την ίδια του τη δράση και με την επιρροή του πάνω στη δράση του προλεταριάτου, καθώς και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων. Από την άλλη, οφείλει να προετοιμάζει ιδεολογικά, τακτικά, υλικά και οργανωτικά το προλεταριάτο για την απαιτούμενη δράση κατά τη διάρκεια μιας οξυμένης επαναστατικής κατάστασης.

Έτσι, τα εσωτερικά οργανωτικά ζητήματα του Κόμματος τοποθετούνται σε μια νέα προοπτική. Τόσο η παλιά αντίληψη -που υποστηριζόταν και από τον Κάουτσκι- ότι η οργάνωση αποτελεί προϋπόθεση της επαναστατικής δράσης, όσο και εκείνη της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι η οργάνωση αποτελεί προϊόν του επαναστατικού μαζικού κινήματος, μοιάζουν μονόπλευρες και αντιδιαλεκτικές. Το Κόμμα, που έχει για καθήκον την προετοιμασία της επανάστασης, γίνεται ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό έντασης παραγωγός και προϊόν, προϋπόθεση και καρπός των επαναστατικών μαζικών κινημάτων. Γιατί η συνειδητή δράση του Κόμματος βασίζεται στην ξεκάθαρη αναγνώριση της αντικειμενικής αναγκαιότητας της οικονομικής ανάπτυξης. Η αυστηρή οργανωτική του οριοθέτηση υπάρχει στα πλαίσια της μόνιμης, καρποφόρας αλληλεπίδρασης με τους στοιχειώδεις αγώνες και τα βάσανα των μαζών. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έφτασε μερικές φορές πολύ κοντά σ’ αυτή την αλληλεπίδραση. Παραγνωρίζει, όμως, σ’ αυτή το συνειδητό και ενεργό στοιχείο. Γι’ αυτό δεν στάθηκε ικανή ν’ αναγνωρίσει το κεντρικό σημείο της λενινιστικής αντίληψης για το Κόμμα, την ιδιότητα του Κόμματος να προετοιμάζει. Γι’ αυτό παραγνώρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό όλες τις οργανωτικές αρχές που απορρέουν απ’ αυτήν.

Φυσικά, η ίδια η επαναστατική κατάσταση δεν μπορεί να είναι προϊόν της δραστηριότητας του Κόμματος. Το καθήκον του είναι να προβλέπει την κατεύθυνση που παίρνει η ανάπτυξη των αντικειμενικών, οικονομικών δυνάμεων, στην οποία βασίζεται ο αντίστοιχος τρόπος συμπεριφοράς της εργατικής τάξης απέναντι στις καταστάσεις που δημιουργούνται.

Σύμφωνα μ’ αυτή την πρόβλεψη, πρέπει να προετοιμάζει όσο το δυνατό περισσότερο πνευματικά, υλικά και οργανωτικά τις μάζες του προλεταριάτου για τις επερχόμενες εξελίξεις και για το συμφέρον τους. Ωστόσο, τα γεγονότα και οι καταστάσεις που απορρέουν απ’ αυτά είναι προϊόντα των οικονομικών δυνάμεων της καπιταλιστικής παραγωγής που δρουν τυφλά και σαν φυσικοί νόμοι. Ωστόσο, αυτό δεν γίνεται ούτε κι εδώ με μηχανιστικό και μοιραίο τρόπο. Γιατί μπορέσαμε ήδη να δούμε με μόνο το παράδειγμα της οικονομικής αποσύνθεσης της φεουδαρχικής γαιοκτησίας στη Ρωσία ότι η ίδια η διαδικασία της οικονομικής αποσύνθεσης είναι σίγουρα προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ότι οι επιδράσεις της από ταξική άποψη, οι νέες ταξικές ανακατατάξεις που απορρέουν απ’ αυτή δεν μπορούν να είναι θεμελιωμένες πάνω σ’ αυτή την ίδια τη διαδικασία, εφόσον τη δει κανείς απομονωμένη, και δεν μπορούν επομένως να γίνουν κατανοητές απλά απ’ αυτό. Εξαρτώνται από το περιβάλλον στο οποίο θα πραγματοποιηθούν.

Ο προορισμός ολόκληρης της κοινωνίας, της οποίας τα τμήματα αποτελούν αυτή τη διαδικασία, είναι σε τελική ανάλυση η αποφασιστική σημασία της τάσης της. Όμως, μέσα σ’ αυτό το σύνολο, αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι ενέργειες των τάξεων, είτε αυτές ξεσπάνε αυθόρμητα και στοιχειωδώς, είτε καθοδηγούνται συνειδητά. Και όσο περισσότερο μια κοινωνία βρίσκεται σε αναστάτωση, όσο περισσότερο η «κανονική» δομή της έχει πάψει να λειτουργεί σωστά, όσο περισσότερο έχει διαταραχθεί η κοινωνικοοικονομική της ισορροπία, με λίγα λόγια, όσο περισσότερο επαναστατική είναι η κατάσταση, τόσο περισσότερο καθοριστικός είναι ο ρόλος τους. Συνεπάγεται ότι η συνολική ανάπτυξη της κοινωνίας στην εποχή του καπιταλισμού δεν συντελείται, σε καμιά περίπτωση σε μια απλή και ευθεία κατεύθυνση. Απορρέουν μάλλον καταστάσεις από την αλληλεπίδραση αυτών των δυνάμεων στο κοινωνικό σύνολο, όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μια ορισμένη τάση, όταν η κατάσταση κατανοηθεί σωστά και εκτιμηθεί ανάλογα. Η ανάπτυξη, όμως, των οικονομικών δυνάμεων που κατά τα φαινόμενα οδήγησαν αμετάκλητα σ’ αυτή την κατάσταση σε καμιά περίπτωση δεν ακολουθεί με τον ίδιο αμετάκλητο τρόπο τη μέχρι τώρα γραμμή, αν χαθεί αυτή η κατάσταση, χωρίς να βγουν τα ανάλογα συμπεράσματα. Αντίθετα, πολύ συχνά μετατρέπεται στο αντίθετό της. (Ας φανταστούμε την κατάσταση στη Ρωσία αν, το Νοέμβρη του 1917, οι μπολσεβίκοι δεν είχαν πάρει την εξουσία, αν δεν είχαν ολοκληρώσει την αγροτική επανάσταση. Μια «πρωσική» λύση στο αγροτικό πρόβλημα δεν θα είχε σίγουρα εντελώς αποκλειστεί, κάτω από ένα αντεπαναστατικό καθεστώς, που όμως, σε σύγκριση με τον προεπαναστατικό τσαρισμό, θα είχε χαρακτηριστικά σύγχρονου καπιταλισμού).

Μόνο όταν γνωρίζουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να δράσει το κόμμα του προλεταριάτου μπορούμε πραγματικά να κατανοήσουμε την οργάνωσή του. Αυτή στηρίζεται πάνω στα τεράστια ιστορικά καθήκοντα που βάζει στο προλεταριάτο η εποχή της παρακμής του καπιταλισμού, πάνω στις τεράστιες ιστορικές ευθύνες που αυτά τα καθήκοντα επιβάλλουν στο συνειδητό πρωτοποριακό στρώμα του προλεταριάτου. Αντιπροσωπεύοντας τα συμφέροντα του συνόλου του προλεταριάτου (και αντιπροσωπεύοντας έτσι έμμεσα τα συμφέροντα όλων των καταπιεσμένων, το μέλλον της ανθρωπότητας), με βάση τη γνώση του συνόλου της κοινωνίας, το Κόμμα πρέπει να συγκεντρώσει στους κόλπους του όλες τις αντιθέσεις με τις οποίες εκφράζονται τα καθήκοντα που επιβάλλει το ίδιο το κέντρο του κοινωνικού συνόλου. Τονίσαμε ήδη ότι η πιο αυστηρή επιλογή των κομματικών μελών σ’ ό,τι αφορά την καθαρότητα της ταξικής συνείδησης και την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση στην υπόθεση της επανάστασης πρέπει να συμβαδίζει με την ακατάπαυστη συγχώνευση στη ζωή των μαζών που υποφέρουν και παλεύουν. Και όλες οι προσπάθειες να εκπληρωθεί η μία πλευρά αυτών των απαιτήσεων, χωρίς τον αντίποδά της, κατέληγαν αναγκαστικά σε μια σεκταριστική σκλήρυνση των ομάδων ακόμη κι όταν αυτές απαρτίζονταν από καλούς επαναστάτες. (Αυτή είναι η βάση του αγώνα που ο Λένιν διεξήγαγε κατά του «αριστερισμού», από τον οτζοβισμό μέχρι το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας κι ακόμα πιο πέρα). Γιατί η αυστηρότητα των απαιτήσεων απέναντι στα κομματικά μέλη δεν είναι παρά ένα μέσο για να αποκτήσει συνείδηση ολόκληρη η τάξη του προλεταριάτου (και κατ’ επέκταση όλα τα στρώματα που υφίστανται την εκμετάλλευση στον καπιταλισμό) των πραγματικών της συμφερόντων, για καθετί που βρίσκεται πραγματικά στη βάση των ασυνείδητων ενεργειών της, των ασαφών σκέψεων και συγκεχυμένων αισθημάτων της.

Οι μάζες, όμως, μόνο μέσα στη δράση μαθαίνουν, μέσα στον αγώνα συνειδητοποιούν τα συμφέροντά τους. Σ’ έναν αγώνα, όπου οι κοινωνικοοικονομικές βάσεις βρίσκονται σε συνεχή αλλαγή και γι’ αυτό αλλάζουν αδιάκοπα οι συνθήκες και τα μέσα της πάλης. Το ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του μόνο αν σ’ αυτή την πάλη προπορεύεται πάντοτε κατά ένα βήμα των μαζών που αγωνίζονται, ώστε να τους δείχνει το δρόμο. Ωστόσο, πρέπει πάντοτε να προπορεύεται κατά ένα μόνο βήμα, ώστε να μένει πάντοτε επικεφαλής της πάλης τους. Η θεωρητική του διαύγεια έχει επομένως αξία μόνο όταν δεν παραμένει στη γενική, την απλή ορθότητα της θεωρίας, όταν δεν είναι δηλαδή μονάχα θεωρητική, αλλά αφήνει πάντοτε τη θεωρία να φτάσει στο αποκορύφωμα της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, όταν η θεωρητική ορθότητα αντιστοιχεί πάντοτε στο νόημα της συγκεκριμένης κατάστασης. Το Κόμμα, επομένως, πρέπει από τη μια μεριά να διαθέτει τη θεωρητική διαύγεια και σταθερότητα ώστε να παραμένει στον σωστό δρόμο, σε πείσμα όλων των ταλαντεύσεων των μαζών, ακόμη και διακινδυνεύοντας να απομονωθεί παροδικά. Από την άλλη, όμως, πρέπει να παραμένει ευέλικτο και δεκτικό για να διδάσκεται από κάθε εκδήλωση των μαζών, όσο συγκεχυμένη κι αν είναι, και να ανακαλύπτει στις μάζες τις επαναστατικές δυνατότητες που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει.

Μια τέτοιου είδους προσαρμογή στη ζωή του συνόλου είναι αδύνατη χωρίς την πιο αυστηρή πειθαρχία μέσα στο Κόμμα. Αν το Κόμμα δεν είναι ικανό να προσαρμόζει αμέσως τη γνώση του για την κατάσταση στην αδιάκοπα μεταβαλλόμενη κατάσταση, μένει πίσω από τα γεγονότα, από ηγετικό γίνεται καθοδηγούμενο, χάνει την επαφή του με τις μάζες και αποδιοργανώνεται. Αυτό έχει σαν επακόλουθο ότι η οργάνωση πρέπει πάντοτε να λειτουργεί με τη μεγαλύτερη επιμέλεια και αυστηρότητα ώστε να εφαρμόζει στην πράξη αυτή την προσαρμογή αμέσως μόλις χρειαστεί. ‘Όμως, αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι αυτή η απαίτηση για ευελιξία πρέπει να εφαρμόζεται επίσης αδιάκοπα στην ίδια την οργάνωση. Μια μορφή οργάνωσης που φάνηκε χρήσιμη για συγκεκριμένους στόχους, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, μπορεί, κάτω από διαφορετικές συνθήκες πάλης, να μετατραπεί σε πραγματικό εμπόδιο.

Γιατί είναι μέσα στη φύση της ιστορίας να παράγει πάντοτε κάτι νέο. Αυτό το νέο δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί από τα πριν με κάποια αλάνθαστη θεωρία: πρέπει να το αναγνωρίσουμε μέσα στον αγώνα, στην εμβρυακή του κατάσταση και να το προωθήσουμε συνειδητά σε γνώση. Καθήκον του Κόμματος δεν είναι να επιβάλλει στις μάζες έναν οποιονδήποτε αφηρημένο τρόπο συμπεριφοράς. Απεναντίας πρέπει να μαθαίνει αδιάκοπα από τον αγώνα και τις μεθόδους πάλης των μαζών. Όμως, ενώ προετοιμάζει τις επόμενες επαναστατικές ενέργειες, πρέπει να είναι δραστήριο και στη μάθηση. Πρέπει να καθιστά συνειδητό και να συνδέει με το σύνολο των επαναστατικών αγώνων αυτό που οι μάζες επινόησαν αυθόρμητα χάρη στο σωστό ταξικό τους ένστικτο. Πρέπει, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ, να εξηγεί στις μάζες τις ίδιες τους τις ενέργειες, ώστε όχι μονάχα να εξασφαλίζει τη συνέχεια των επαναστατικών εμπειριών του προλεταριάτου, αλλά και να προωθεί συνειδητά και δραστήρια την παραπέρα ανάπτυξη αυτών των εμπειριών. Η οργάνωση πρέπει να προσαρμόζεται σαν εργαλείο στο σύνολο αυτών των γνώσεων και των ενεργειών που απορρέουν από αυτές. Διαφορετικά, θα αποσυντεθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων που δεν κατανόησε και που γι’ αυτό δεν μπόρεσε να ελέγξει. Γι’ αυτόν το λόγο, κάθε δογματισμός στη θεωρία και κάθε απολίθωση στην οργάνωση είναι καταστροφικά για το Κόμμα. Γιατί όπως λέει ο Λένιν, «κάθε νέα μορφή πάλης, που συνεπάγεται νέους κινδύνους και θυσίες, “αποδιοργανώνει” αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν είναι προετοιμασμένες γι’ αυτή τη νέα μορφή πάλης». Καθήκον του Κόμματος είναι -κυρίως σ’ αυτό το ζήτημα- να διανύει αυτόν τον αναγκαίο δρόμο ελεύθερα και συνειδητά, να ανανεώνεται προτού ο κίνδυνος της αποδιοργάνωσης καταστεί επίκαιρος και χάρη σ’ αυτή του την αναδιαμόρφωση, να επιδρά στις μάζες διαπαιδαγωγώντας και προωθώντας τις.

Γιατί τακτική και οργάνωση δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις ενός αδιαίρετου συνόλου. Δεν μπορούμε να έχουμε πραγματικά αποτελέσματα παρά μόνο και στις δύο συγχρόνως. Αν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα, πρέπει να είμαστε και στα δύο ταυτόχρονα συνεπείς και ευέλικτοι, να εμμένουμε αποφασιστικά στις αρχές και να παραμένουμε ανοικτοί στις καθημερινές μεταβολές. Δεν υπάρχει τίποτα σε επίπεδο τακτικής ή οργάνωσης που να είναι από μόνο του καλό ή κακό. Η σχέση του ακριβώς με το σύνολο, με την τύχη της προλεταριακής επανάστασης, κάνει σωστή ή λαθεμένη μια ιδέα, ένα μέτρο κτλ. Γι’ αυτό ο Λένιν, για παράδειγμα, μετά την πρώτη ρώσικη επανάσταση, πολέμησε το ίδιο αμείλικτα τόσο εκείνους που ήθελαν να εγκαταλείψουν την παρανομία σαν δήθεν ανώφελη και σεκταριστική, όσο και εκείνους που παραδομένοι ολοκληρωτικά στην παρανομία απέρριπταν τις δυνατότητες που προσφέρει η νομιμότητα. Γι’ αυτό είχε την ίδια οργισμένη περιφρόνηση και για την ολική απορρόφηση από τον κοινοβουλευτισμό όσο και για τον εξαρχής αντικοινοβουλευτισμό.

Ο Λένιν όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός ουτοπιστής, αλλά δεν έτρεφε ποτέ του ψευδαισθήσεις για το ανθρώπινο υλικό της εποχής του. «Θέλουμε», έλεγε στην πρώτη ηρωική περίοδο της νικηφόρας προλεταριακής επανάστασης, «να εγκαθιδρύσουμε το σοσιαλισμό με ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει, βρομιστεί και διαφθαρεί απ’ τον καπιταλισμό, που γι’ αυτό ακριβώς όμως έχουν ατσαλωθεί απ’ αυτόν για τον αγώνα». Οι τεράστιες απαιτήσεις που η λενινιστική ιδέα για την οργάνωση επιβάλλει στους επαγγελματίες επαναστάτες, δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτα το ουτοπικό. Ούτε, φυσικά, και τίποτα από τον επιφανειακό χαρακτήρα της καθημερινής ζωής, της δοσμένης πραγματικότητας, που κολλάει στον εμπειρισμό. Η λενινιστική οργάνωση είναι η ίδια διαλεκτική, επομένως όχι μόνο προϊόν μιας διαλεκτικής ιστορικής εξέλιξης, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο συνειδητός της πρωτεργάτης, καθώς και η ίδια είναι ταυτόχρονα προϊόν και παραγωγός του ίδιου του εαυτού της.

Οι άνθρωποι κάνουν οι ίδιοι το κόμμα τους. Χρειάζεται να έχουν έναν υψηλό βαθμό ταξικής συνείδησης και αφοσίωσης για να θέλουν και να μπορούν να συμμετάσχουν στην οργάνωση. Πραγματικοί επαγγελματίες επαναστάτες, όμως, θα γίνουν μόνο μέσα στην οργάνωση και μέσω της οργάνωσης. Ο ιακωβίνος που συμμαχεί με την επαναστατική τάξη, δίνει μορφή και διαύγεια στις ενέργειες της τάξης με την αποφασιστικότητά του, την ικανότητά του για δράση, τις γνώσεις και τον ενθουσιασμό του. Είναι όμως πάντοτε το κοινωνικό Είναι της τάξης, η ταξική συνείδηση που απορρέει απ’ αυτό, που καθορίζουν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση των πράξεών του. Δεν πρόκειται για την εκπροσώπηση της τάξης, αλλά για το αποκορύφωμα της δράσης της ίδιας της τάξης. Το Κόμμα που καλείται να ηγηθεί της προλεταριακής επανάστασης δεν παρουσιάζεται πανέτοιμο να εκπληρώσει την αποστολή του: ούτε κι αυτό είναι, αλλά γίνεται. Και η διαδικασία της γόνιμης αλληλεπίδρασης μεταξύ Κόμματος και τάξης επαναλαμβάνεται -φυσικά αλλαγμένη- στη σχέση του Κόμματος και των μελών του. Γιατί όπως λέει ο Μαρξ στις θέσεις του για τον Φόιερμπαχ: «Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής ξεχνά ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί κι ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής.» Η λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα είναι η πιο βίαιη ρήξη με τον μηχανιστικό και μοιραίο εκχυδαϊσμό του μαρξισμού. Αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της πιο γνήσιας ουσίας του, της πιο βαθιάς τάσης του: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάζουμε».

 

 

 

Aπόσπασμα απο το βιβλίο του Lukacs Η σκέψη του Λένιν (πρώτη έκδοση 1924), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 29-46. 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *