Το κράτος σαν όπλο
Η επαναστατική ουσία μιας εποχής εκδηλώνεται με τον πιο καθαρό τρόπο στο γεγονός ότι η πάλη των τάξεων και των κομμάτων δεν παρουσιάζει πλέον τα χαρακτηριστικά μιας πάλης στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης κρατικής οργάνωσης, αλλά στο γεγονός ότι αρχίζει να αποτινάζει τα σύνορά της και να επεκτείνεται πέρα απ’ αυτά. Παρουσιάζεται από τη μια σαν μια πάλη για την κρατική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα από την άλλη το κράτος το ίδιο συμμετέχει φανερά σ’ αυτή την πάλη. Ο αγώνας δεν γίνεται μόνο κατά του κράτους, αλλά το κράτος το ίδιο αποκαλύπτει το χαρακτήρα του σαν όπλο της ταξικής πάλης, σαν ένα από τα κυριότερα όργανα για τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας.
Ο Μαρξ και ο ‘Ένγκελς αναγνώριζαν πάντα το χαρακτήρα αυτό του κράτους και τον έχουν εξετάσει σε όλες του τις σχέσεις με την ιστορική εξέλιξη και την προλεταριακή επανάσταση. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έθεσαν με πολύ σαφή τρόπο τις θεωρητικές βάσεις μιας θεωρίας του κράτους στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού. Όμως εδώ είναι που ο οπορτουνισμός απομακρύνθηκε με συνέπεια πιο πολύ από τους Μαρξ και Ένγκελς. Γιατί σε κάθε άλλο σημείο ήταν δυνατό να παρουσιαστεί είτε η «αναθεώρηση» ιδιαίτερων οικονομικών θεωριών σαν να συμφωνούσε η βασική τους αρχή με την ουσία της μεθόδου του Μαρξ (τάση Μπέρνσταϊν), είτε να δοθεί στα οικονομικά δόγματα που διατηρούνταν στην «ορθοδοξία» μια στροφή μηχανιστική – φαταλιστική, αντιδιαλεκτική και αντεπαναστατική (τάση Κάουτσκι).Όμως, και το απλό γεγονός ότι μπαίνουν σε συζήτηση αυτά τα προβλήματα που ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν σαν τα θεμελιώδη ζητήματα της θεωρίας τους για το κράτος, δείχνει ήδη την αναγνώριση της επικαιρότητας της προλεταριακής επανάστασης.
Ο οπορτουνισμός όλων των τάσεων που κυριαρχούσαν στη Β’ Διεθνή εκδηλώνεται με τον πιο σαφή τρόπο στο γεγονός ότι καμιά τους δεν καταπιάστηκε σοβαρά με το πρόβλημα του κράτους. Κι εδώ, στο κρίσιμο σημείο, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους Κάουτσκι και Μπέρνσταϊν. Όλοι, χωρίς εξαίρεση, δέχτηκαν απλά το κράτος της αστικής κοινωνίας. Και όταν το κριτίκαραν, αυτό ήταν μονάχα για να πολεμήσουν απλά μεμονωμένες και για το προλεταριάτο επιζήμιες μορφές και εκφράσεις του κράτους. Το κράτος το είδαν αποκλειστικά από τη σκοπιά ιδιαίτερων άμεσων συμφερόντων, αλλά η ουσία του δεν εξετάστηκε ούτε εκτιμήθηκε ποτέ από τη σκοπιά ολόκληρης της τάξης του προλεταριάτου. Και η επαναστατική ανωριμότητα και ασάφεια της αριστερής πτέρυγας της Β’ Διεθνούς φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν στάθηκε ικανή να βάλει καθαρά το ζήτημα του κράτους. Μερικές φορές έφτασε μέχρι το πρόβλημα της επανάστασης, μέχρι το πρόβλημα της πάλης κατά του κράτους, χωρίς όμως να είναι ικανή να βάλει το ζήτημα συγκεκριμένα -έστω και καθαρά θεωρητικά- άσε πια να καταδείξει πρακτικά τις συγκεκριμένες της συνέπειες στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα.
Κι εδώ ακόμη ο Λένιν υπήρξε ο μόνος που έφτασε για άλλη μια φορά το θεωρητικό επίπεδο της αντίληψης του Μαρξ, την καθαρότητα της προλεταριακής επαναστατικής τοποθέτησης απέναντι στο πρόβλημα του κράτους. Και αν ακόμη η συμβολή του συνίστατο μονάχα σ’ αυτό, θα ήταν ήδη ένα πολύ σημαντικό θεωρητικό επίτευγμα. Αλλά η αποκατάσταση της θεωρίας του Μαρξ για το κράτος δεν αποτελεί για τον Λένιν φιλολογική αποκατάσταση της αρχικής διδασκαλίας ούτε φιλοσοφική συστηματοποίηση των γνήσιων αρχών της, αλλά, όπως σ’ όλες τις περιπτώσεις, αποτελεί το προχώρημά της στο συγκεκριμένο, τη συγκεκριμενοποίησή της στη σύγχρονη πρακτική.
Ο Λένιν είδε και παρουσίασε το ζήτημα του κράτους σαν επίκαιρο ζήτημα του μαχόμενου προλεταριάτου. ‘Ήδη απ’ αυτό -για να μείνουμε καταρχήν στη σημασία αυτού μόνο του ζητήματος- ακολούθησε το δρόμο της αποφασιστικής συγκεκριμενοποίησης του ζητήματος. Γιατί η οπορτουνιστική συγκάλυψη της θεωρίας για το κράτος του ιστορικού υλισμού, που ήταν διαυγής σαν το γάργαρο νερό, έγινε αντικειμενικά δυνατή γιατί πριν από τον Λένιν η θεωρία αυτή γινόταν αντιληπτή μονάχα σαν γενική θεωρία, σαν ιστορική, οικονομική, φιλοσοφική κτλ. εξήγηση της ουσίας του κράτους.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ερμήνευσαν βέβαια με βάση τα συγκεκριμένα επαναστατικά φαινόμενα της εποχής τους την πραγματική πρόοδο της προλεταριακής ιδέας για το κράτος (Κομμούνα). Τόνισαν βέβαια έντονα τα λάθη που αποτελούν οι λαθεμένες θεωρίες για το κράτος για την καθοδήγηση της προλεταριακής ταξικής πάλης (Κριτική του προγράμματος της Γκότα). Ωστόσο, ακόμα και οι πιο άμεσοι μαθητές τους, οι καλύτεροι ηγέτες εκείνης της εποχής, δεν αντιλήφθηκαν τη σχέση ανάμεσα στο πρόβλημα του κράτους και την άμεση καθημερινή τους δουλειά. Γι’ αυτό χρειαζόταν τότε ακριβώς η θεωρητική ιδιοφυία των Μαρξ και Ένγκελς, για να γίνει αντιληπτή αυτή η επικαιρότητα μονάχα μέσα από μια οικουμενική θεώρηση των πραγμάτων σε σχέση με τους μικρούς καθημερινούς αγώνες. Και είναι αυτονόητο ότι το προλεταριάτο ήταν ακόμη λιγότερο σε θέση να συνδέσει οργανικά το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα με τα άμεσα προβλήματα των καθημερινών αγώνων του. Το πρόβλημα έπαιρνε όλο και περισσότερο τον τόνο ενός «τελικού σκοπού», του οποίου η λύση μπορεί να εναποτεθεί στο μέλλον.
Μόνο με τον Λένιν αυτό το «μέλλον» μετατράπηκε και θεωρητικά σε παρόν. Αλλά μόνο από τη στιγμή που το ζήτημα του κράτους αναγνωριστεί σαν επίκαιρο πρόβλημα, είναι δυνατό για το προλεταριάτο να μη θεωρεί πλέον το καπιταλιστικό κράτος συγκεκριμένα σαν το αναλλοίωτο φυσικό περιβάλλον του, σαν τη μοναδική δυνατή κατάσταση πραγμάτων για την τωρινή ύπαρξή του. Μονάχα αυτή η τοποθέτηση για το αστικό κράτος δίνει στο προλεταριάτο τη θεωρητική αμεροληψία απέναντι στο κράτος και κάνει τη στάση του απέναντι σ’ αυτό καθαρά ζήτημα τακτικής. Είναι για παράδειγμα φανερό ότι, τόσο πίσω από την τακτική της πάση θυσία νομιμότητας όσο και πίσω από το ρομαντισμό της παρανομίας, κρύβεται η ίδια έλλειψη θεωρητικής αμεροληψίας απέναντι στο αστικό κράτος. Το αστικό κράτος δεν θεωρείται σαν όργανο της ταξικής πάλης της αστικής τάξης, το οποίο πρέπει να λογαριάσουμε σαν έναν πραγματικό παράγοντα ισχύος, και μόνο σαν τέτοιο, ο σεβασμός του οποίου δεν είναι πλέον παρά ένα ζήτημα απλής σκοπιμότητας.
Όμως η ανάλυση από τον Λένιν του κράτους σαν όπλου της ταξικής πάλης συγκεκριμενοποιεί ακόμη πιο πολύ το ζήτημα. Γιατί δεν επεξεργάζεται μονάχα τις άμεσα πρακτικές (τακτικές, ιδεολογικές κτλ.) συνέπειες της σωστής ιστορικής γνώσης του αστικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζει συγκεκριμένα και οργανικά δεμένα με τα άλλα μέσα πάλης του προλεταριάτου το περίγραμμα του προλεταριακού κράτους. Η παραδοσιακή διαίρεση του εργατικού κινήματος (κόμμα, συνδικάτο, συνεταιρισμός) αποδείχνεται σήμερα ανεπαρκής για την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου. Προβάλλει σαν απαραίτητη η δημιουργία οργάνων που να είναι σε θέση να συγκεντρώσουν όλο το προλεταριάτο κι ακόμη πέρα από αυτό, τις μεγάλες μάζες όλων όσων υποφέρουν από την εκμετάλλευση της καπιταλιστικής κοινωνίας (αγρότες, στρατιώτες) για να τους οδηγήσει στον αγώνα. Αυτά τα όργανα, τα σοβιέτ, είναι ωστόσο από τη φύση τους ήδη και μέσα στην αστική κοινωνία όργανα του προλεταριάτου που οργανώνεται σε τάξη. Έτσι, όμως, μπαίνει η επανάσταση στην ημερήσια διάταξη. Γιατί όπως λέει ο Μαρξ: «Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων σε τάξη προϋποθέτει την ολοκληρωμένη ύπαρξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων που μπορούσαν ακόμη ν’ αναπτυχθούν στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας».
Αυτή η οργάνωση ολόκληρης της τάξης -είτε το θέλει είτε όχι- πρέπει να αναλάβει τον αγώνα κατά της κρατικής μηχανής της αστικής τάξης. Δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής: ή τα προλεταριακά συμβούλια αποδιοργανώνουν την αστική κρατική μηχανή ή αυτή κατορθώνει να διαφθείρει τα συμβούλια σε φαινομενικά μόνο υπαρκτά όργανα και να τα αφήσει έτσι να πεθάνουν. Δημιουργείται μια κατάσταση όπου ή η αστική τάξη καταφέρνει να συντρίψει αντεπαναστατικά το μαζικό κίνημα και να αποκαταστήσει τις «ομαλές» συνθήκες, την «τάξη», ή δημιουργείται από τα συμβούλια, τις οργανώσεις πάλης του προλεταριάτου, η οργάνωση της κυριαρχίας του, η κρατική μηχανή του που είναι κι αυτή μια οργάνωση της ταξικής πάλης.
Τα εργατικά συμβούλια φανερώνουν ακόμη από τις πρώτες τους υπανάπτυκτες μορφές ήδη από το 1905 αυτόν το χαρακτήρα: είναι αντικυβέρνηση. Ενώ άλλα όργανα της ταξικής πάλης προσαρμόζονται τακτικά, και σε μια εποχή όπου η κυριαρχία της αστικής τάξης είναι αδιαμφισβήτητη, δηλαδή κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούν να δουλεύουν επαναστατικά, είναι στη φύση του εργατικού συμβουλίου να βρίσκεται με την κρατική εξουσία σε μια σχέση διπλής κυριαρχίας που την ανταγωνίζεται. Όταν κατά συνέπεια ο Μάρτοφ αναγνωρίζει τα συμβούλια σαν όργανα πάλης, αλλά αρνείται την ιδιότητά τους να γίνουν κρατική μηχανή, απομακρύνει ακριβώς από τη θεωρία την επανάσταση, την πραγματική κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο.
Αντίθετα, όταν μερικοί υπεραριστεροί θεωρητικοί μετατρέπουν τα εργατικά συμβούλια σε μια μόνιμη ταξική οργάνωση του προλεταριάτου και θέλουν να αντικαταστήσουν το Κόμμα και το συνδικάτο μ’ αυτά, δείχνουν ότι δεν κατάλαβαν τη διαφορά ανάμεσα σε επαναστατική και μη επαναστατική κατάσταση, και ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει την πραγματική λειτουργία των εργατικών συμβουλίων. Δεν ξέρουν ότι η απλή και μόνο αναγνώριση της συγκεκριμένης δυνατότητας των εργατικών συμβουλίων ξεπερνάει τα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, είναι μια προοπτική της προλεταριακής επανάστασης (ότι κατά συνέπεια το εργατικό συμβούλιο πρέπει να διαδίδεται αδιάκοπα στους κόλπους του προλεταριάτου και το προλεταριάτο να προετοιμάζεται αδιάκοπα γι’ αυτό το καθήκον), και ότι η πραγματική παρουσία τους σημαίνει ήδη -αν δεν θέλει να είναι μια απλή κωμωδία- τη σοβαρή πάλη για την κρατική εξουσία, τον εμφύλιο πόλεμο.
Το εργατικό συμβούλιο σαν κρατική μηχανή σημαίνει το κράτος σαν όπλο στην ταξική πάλη του προλεταριάτου. Η αντιδιαλεκτική και επομένως αντιιστορική και αντεπαναστατική αντίληψη του οπορτουνισμού, από το γεγονός ότι το προλεταριάτο παλεύει κατά της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, απ’ το γεγονός ότι προσπαθεί να οδηγήσει σε μια αταξική κοινωνία, έβγαλε το συμπέρασμα ότι το προλεταριάτο, σαν αντίπαλος της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, πρέπει να είναι αντίπαλος κάθε άλλης ταξικής κυριαρχίας και, γι’ αυτό, οι δικές του μορφές κυριαρχίας δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι όργανα ταξικής κυριαρχίας, όργανα ταξικής καταπίεσης.
Αυτή η βασική άποψη, αν ειδωθεί αφηρημένα, είναι ουτοπία, γιατί μια τέτοια κυριαρχία του προλεταριάτου δεν μπορεί ποτέ να εμφανιστεί πραγματικά. Μόλις όμως τη συλλάβουμε πιο συγκεκριμένα και σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, αποδείχνεται σαν ιδεολογική συνθηκολόγηση μπροστά στην αστική τάξη. Η πιο αναπτυγμένη μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης, η δημοκρατία, φαίνεται στο πλαίσια αυτής της αντίληψης τουλάχιστον σαν μια προμορφή μιας προλεταριακής δημοκρατίας, αλλά πολύ συχνά σαν αυτή η ίδια η δημοκρατία στην οποία θα χρειαζόταν απλά να φροντίζει κανείς να κερδίζει την πλειοψηφία του πληθυσμού, με ειρηνική ζύμωση, για τα «ιδεώδη» της σοσιαλδημοκρατίας.
Επομένως, η μετάβαση από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία δεν είναι αναγκαστικά επαναστατική. Επαναστατική είναι μόνο η μετάβαση από καθυστερημένες κρατικές μορφές στη δημοκρατία. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, η επαναστατική υπεράσπιση της δημοκρατίας κατά της κοινωνικής αντίδρασης είναι αναγκαία. (Το πόσο λαθεμένος και αντεπαναστατικός είναι αυτός ο μηχανιστικός διαχωρισμός της προλεταριακής επανάστασης από την αστική φαίνεται ουσιαστικά στο γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν αντέταξε πουθενά σοβαρή αντίσταση στη φασιστική αντίδραση και δεν υπεράσπισε επαναστατικά τη δημοκρατία).
Σαν συνέπεια αυτής της αντίληψης όχι μόνο η επανάσταση απομακρύνεται από την ιστορική εξέλιξη και παρουσιάζεται με κάθε είδους χοντροκομμένες ή καλοφτιαγμένες μεταβάσεις σαν μια «μεταλλαγή στο σοσιαλισμό», αλλά πρέπει να συσκοτιστεί και ο αστικός ταξικός χαρακτήρας της δημοκρατίας για το προλεταριάτο. Η στιγμή της εξαπάτησης βρίσκεται στην αντιδιαλεκτική έννοια της πλειοψηφίας. Αφού, δηλαδή, η κυριαρχία της εργατικής τάξης, από τη φύση της, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, δημιουργείται σε πολλούς εργάτες πολύ εύκολα η αυταπάτη ότι μια καθαρή, τυπική δημοκρατία, όπου η φωνή κάθε πολίτη αποκτά την ίδια αξία, θα ήταν το πιο κατάλληλο όργανο για να εκφραστούν και να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντα του συνόλου. Όμως δεν λαμβάνεται εδώ υπόψη η απλή -απλή!- μικρολεπτομέρεια ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι δεν είναι αφηρημένα όντα, αφηρημένοι πολίτες, μεμονωμένα άτομα ενός κρατικού συνόλου, αλλά, όλοι, χωρίς εξαίρεση, συγκεκριμένοι άνθρωποι που κατέχουν μια καθορισμένη θέση στην κοινωνική παραγωγή και των οποίων το κοινωνικό Είναι (και μέσα από αυτό η σκέψη τους κτλ.) καθορίζεται από αυτή τη θέση. Η καθαρή δημοκρατία της αστικής κοινωνίας αποκλείει αυτή τη μεσολάβηση, συνδέοντας απευθείας το απλό, το αφηρημένο άτομο με το κρατικό σύνολο που, από αυτή την άποψη, φαίνεται εξίσου αφηρημένο. Ήδη από αυτόν τον τυπικό θεμελιώδη χαρακτήρα της γνήσιας δημοκρατίας, κονιορτοποιείται πολιτικά η αστική κοινωνία. Πράγμα που δεν είναι ένα απλό πλεονέκτημα για την αστική τάξη, αλλά ακριβώς η καθοριστική προϋπόθεση της ταξικής κυριαρχίας της.
Γιατί όσο και κάθε ταξική κυριαρχία να οικοδομείται σε τελική ανάλυση στη βία, ωστόσο δεν υπάρχει ταξική κυριαρχία που να μπορεί μακροπρόθεσμα να κρατηθεί μονάχα με τη βία. Ο Ταλεϊράν έλεγε από τότε ότι «μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε με τις ξιφολόγχες, όμως δεν μπορούμε να κάτσουμε πάνω τους». Κάθε κυριαρχία από μια μειοψηφία είναι κοινωνικά οργανωμένη μ’ έναν τρόπο που συγκεντρώνει την κυρίαρχη τάξη, την καθιστά ικανή για μια ενοποιημένη δράση και ταυτόχρονα αποδιοργανώνει και διασπάει τις καταπιεσμένες τάξεις.
Στην περίπτωση της μειοψηφικής κυριαρχίας της σύγχρονης αστικής τάξης θα πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ανήκει σε καμιά απ’ τις καθοριστικές τάξεις της ταξικής πάλης, ούτε στο προλεταριάτο ούτε στην αστική τάξη κι ότι κατά συνέπεια η καθαρή δημοκρατία έχει για κοινωνικό καθήκον, σύμφωνα με τα ταξικά της συμφέροντα, να εξασφαλίσει στην αστική τάξη την καθοδήγηση αυτών των ενδιάμεσων στρωμάτων. (Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για την ιδεολογική αποδιοργάνωση του προλεταριάτου. ‘Όσο πιο παλιά είναι η δημοκρατία σε μια χώρα, όσο πιο καθαρά έχει αναπτυχθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η ιδεολογική αυτή αποδιοργάνωση, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην Αγγλία και την Αμερική).
Φυσικά, μια τέτοια πολιτική δημοκρατία δεν θα επαρκούσε μονάχα γι’ αυτόν το σκοπό. Αλλά δεν αποτελεί παρά το πολιτικό αποκορύφωμα ενός κοινωνικού συστήματος του οποίου τα άλλα στοιχεία είναι ο ιδεολογικός διαχωρισμός ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, η δημιουργία μιας γραφειοκρατικής κρατικής μηχανής που να κινεί υλικά και ηθικά το ενδιαφέρον ενός μεγάλου μέρους των μικροαστικών στρωμάτων για τη διατήρηση του κράτους, το σύστημα των αστικών κομμάτων, ο τύπος, το σχολείο, η θρησκεία κτλ. Μέσα από μια λίγο-πολύ συνειδητή κατανομή των καθηκόντων, έχουν όλοι τους για σκοπό να εμποδίσουν τη γένεση μιας αυτόνομης ιδεολογίας στους κόλπους των καταπιεσμένων τάξεων του πληθυσμού που θα έκφραζε τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα. ’Έχουν για σκοπό να συνδυάσουν με το αφηρημένο κράτος, που στέκεται επιβλητικά πάνω από τις τάξεις, τα μεμονωμένα μέλη αυτών των τάξεων σαν χωριστά άτομα, σαν απλούς «πολίτες» κτλ., τέλος, έχουν για σκοπό να αποδιοργανώσουν αυτές τις τάξεις σαν τάξεις, να τις ισοπεδώσουν σε εύκολα πιόνια για την αστική τάξη.
Η κατανόηση του ρόλου των συμβουλίων (τα συμβούλια των εργατών και των αγροτών και των στρατιωτών) σαν κρατική εξουσία του προλεταριάτου σημαίνει την προσπάθεια του προλεταριάτου σαν πρωτοπόρας τάξης της επανάστασης να αγωνιστεί ενάντια σ’ αυτές τις διαδικασίες αποδιοργάνωσης. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να συγκροτηθεί το ίδιο σε τάξη. Αλλά, παράλληλα θέλει να οργανώσει τα δραστήρια στοιχεία των ενδιάμεσων στρωμάτων που ξεσηκώνονται ενστικτώδικα κατά της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Όμως ταυτόχρονα πρέπει να σπάσει υλικά και ιδεολογικά η επιρροή της αστικής τάξης πάνω στα άλλα τμήματα αυτών των τάξεων. Πιο διορατικοί οπορτουνιστές, όπως για παράδειγμα ο ‘Οτο Μπάουερ, αντιλήφτηκαν επίσης ότι το κοινωνικό νόημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας των συμβουλίων συνίσταται ουσιαστικά στο εξής: να αποσπαστεί ριζικά από την αστική τάξη η δυνατότητα μιας ιδεολογικής καθοδήγησης αυτών των τάξεων, ιδιαίτερα των αγροτών, και να εξασφαλιστεί η καθοδήγηση αυτή στη μεταβατική περίοδο για το προλεταριάτο. Η καταπίεση της αστικής τάξης, το τσάκισμα της κρατικής της μηχανής, η εξάλειψη του τύπου της κτλ., όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας αναγκαιότητες για την προλεταριακή επανάσταση, γιατί η αστική τάξη μετά τις πρώτες ήττες της στον αγώνα για την κρατική εξουσία δεν παραιτείται με κανέναν τρόπο από την επανάκτηση του οικονομικά και πολιτικά ηγετικού της ρόλου και, μάλιστα, γιατί παραμένει ακόμη για πολύ καιρό η πιο ισχυρή τάξη στην ταξική πάλη που διεξάγεται κάτω από νέες συνθήκες.
Το προλεταριάτο συνεχίζει, λοιπόν, με τη βοήθεια του συστήματος των συμβουλίων σαν κράτος, τον ίδιο αγώνα που είχε διεξαγάγει προηγούμενα για την κρατική εξουσία, ενάντια στην καπιταλιστική κρατική εξουσία. Πρέπει να εξαλείψει οικονομικά την αστική τάξη, να την απομονώσει πολιτικά, να την αποσυνθέσει, να την υποτάξει ιδεολογικά. Όμως ταυτόχρονα πρέπει να γίνει για όλα τα άλλα στρώματα της κοινωνίας που τράβηξε από την καθοδήγηση της αστικής τάξης ένας οδηγός προς την ελευθερία.
Μ’ άλλα λόγια, δεν αρκεί να αγωνίζεται το προλεταριάτο αντικειμενικά για τα συμφέροντα των άλλων στρωμάτων που ήταν θύματα της εκμετάλλευσης. Η κρατική του μορφή πρέπει επίσης να χρησιμεύσει στο ξεπέρασμα με τη διαπαιδαγώγηση της απάθειας και της διάσπασης αυτών των στρωμάτων, στη διαπαιδαγώγησή τους στη δράση, την αυτόνομη συμμετοχή στην κρατική ζωή. Αποτελεί ένα από τα πιο ευγενικά καθήκοντα του συστήματος των συμβουλίων η σύνδεση εκείνων των στιγμών της κοινωνικής ζωής που ο καπιταλισμός αποκόβει. Εκεί όπου η αποκοπή αυτή βρίσκεται μονάχα στη συνείδηση των καταπιεσμένων τάξεων, πρέπει να τους γίνει συνειδητή η σύνδεση αυτών των στιγμών.
Το σύστημα των συμβουλίων, για παράδειγμα, αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα οικονομίας και πολιτικής. Συνδέει, έτσι, την άμεση ύπαρξη των ανθρώπων, τα άμεσα καθημερινά τους συμφέροντα κτλ., με τα καθοριστικά ζητήματα του συνόλου. Μέσα στην αντικειμενική πραγματικότητα, αποκαθιστά επίσης την ενότητα εκεί όπου τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης πραγματοποίησαν έναν «καταμερισμό της εργασίας». Κυρίως την ενότητα ανάμεσα «στο μηχανισμό εξουσίας (στρατό, αστυνομία, διοίκηση, δικαστήρια κτλ.) και το «λαό». Οι οπλισμένοι αγρότες και εργάτες σαν κρατική εξουσία είναι ταυτόχρονα προϊόντα της πάλης των συμβουλίων και προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Το σύστημα των συμβουλίων επιδιώκει παντού να συνδέσει τη δραστηριότητα των ανθρώπων με τα γενικά ζητήματα του κράτους, της οικονομίας, της κουλτούρας κτλ., παλεύοντας συγχρόνως ώστε η διαχείριση όλων αυτών των προβλημάτων να μην καταντήσει το προνόμιο ενός κλειστού στρώματος, ξεκομμένου από τη συνολική ζωή της κοινωνίας, γραφειοκρατικού.
Καθιστώντας έτσι συνειδητή για την κοινωνία την πραγματική σχέση όλων των στιγμών της κοινωνικής ζωής (και σ’ ένα κατοπινό στάδιο συνενώνοντας αντικειμενικά ό,τι σήμερα χωρίζεται αντικειμενικά, για παράδειγμα πόλη και ύπαιθρος, πνευματική και χειρωνακτική εργασία κτλ.), το σύστημα των συμβουλίων είναι καθοριστικός παράγοντος στην οργάνωση του προλεταριάτου σε τάξη. ‘Ό,τι υπήρχε μονάχα σαν δυνατότητα στο προλεταριάτο μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, φτάνει έτσι στην πραγματική ύπαρξη. Η πραγματική παραγωγική ενέργεια του προλεταριάτου μόνο μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας μπορεί να αφυπνισθεί. Ό,τι όμως ισχύει για το προλεταριάτο, ισχύει και για τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της αστικής κοινωνίας. Και αυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν και να ζήσουν παρά μόνο μέσα σ ‘ αυτή τη σχέση, με τη μόνη διαφορά ότι είναι εξίσου καθοδηγούμενα και σ’ αυτή την κρατική οργάνωση. Βέβαια, η καθοδήγησή τους στον καπιταλισμό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν την ίδια τους την οικονομικοκοινωνική αποσύνθεση, εκμετάλλευση και καταπίεση. Αντίθετα, τώρα μπορούν -κάτω από την καθοδήγηση του προλεταριάτου- να ζήσουν όχι μόνο σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αλλά ακόμη να αναπτύξουν την ενέργειά τους που είχε παραμείνει μέχρι τώρα κρυφή και σακατεμένη. Το γεγονός ότι καθοδηγούνται εκφράζεται μονάχα στο ότι το πλαίσιο και η κατεύθυνση αυτής της ανάπτυξης καθορίζονται από το προλεταριάτο σαν πρωτοπόρα τάξη της επανάστασης.
Η καθοδήγηση των ενδιάμεσων μη προλεταριακών στρωμάτων στο προλεταριακό κράτος υλικά διαφέρει, λοιπόν, ουσιαστικά από την καθοδήγησή τους στην αστική κοινωνία. Υπάρχει όμως επιπλέον μια σαφής και ουσιαστική διαφορά: το προλεταριακό κράτος είναι το πρώτο ταξικό κράτος στην ιστορία που ομολογεί τελείως ανοιχτά και χωρίς υποκρισία ότι είναι ταξικό κράτος, μηχανισμός καταπίεσης, όργανο της ταξικής πάλης. Μονάχα αυτή η απόλυτη ειλικρίνεια, αυτή η έλλειψη υποκρισίας καθιστούν δυνατή την πραγματική συνεννόηση ανάμεσα στο προλεταριάτο και τα άλλα στρώματα της κοινωνίας. Όμως, πέρα απ’ αυτό, είναι ένα πολύ σπουδαίο μέσο αυτοδιαπαιδαγώγησης για το προλεταριάτο. Γιατί όσο εξαιρετικά σημαντικό υπήρξε το να συνειδητοποιήσει το προλεταριάτο ότι βρισκόταν στη φάση των αποφασιστικών επαναστατικών αγώνων, ότι ο αγώνας, για την κρατική εξουσία, για την καθοδήγηση της κοινωνίας είχε ήδη ξεσπάσει, άλλο τόσο επικίνδυνο θα ήταν να αφεθεί η αλήθεια αυτή να παγιωθεί αντιδιαλεκτικά.
Θα ήταν λοιπόν πολύ επικίνδυνο αν το προλεταριάτο, ενώ απελευθερώνεται από την ιδεολογία του φιλειρηνισμού στην ταξική πάλη, ενώ καταλαβαίνει την ιστορική σημασία, την αναγκαιότητα της βίας, φανταζόταν ότι όλα τα προβλήματα της κυριαρχίας του προλεταριάτου μπορούν να τακτοποιούνται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες με τη βία. ‘Όμως θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνο αν περνούσε από το μυαλό του προλεταριάτου ότι η ταξική πάλη τελειώνει με την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, ή τουλάχιστον ότι φτάνει σε στασιμότητα.
Το προλεταριάτο πρέπει να καταλάβει ότι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας δεν είναι παρά μια φάση αυτού του αγώνα. Μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, ο αγώνας γίνεται ακόμα πιο σκληρός, και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ισχυριστεί κανείς ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει μετατοπισθεί αμέσως και καθοριστικά προς όφελος του προλεταριάτου. Ο Λένιν επαναλαμβάνει ακούραστα ότι η αστική τάξη παραμένει και στην αρχή της σοβιετικής δημοκρατίας, ακόμη και μετά την οικονομική της απαλλοτρίωση και στη διάρκεια της πολιτικής της υποταγής η πιο ισχυρή τάξη. Όμως ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει μετατοπισθεί στο μέτρο που το προλεταριάτο έχει κατακτήσει για την ταξική πάλη του ένα νέο, ισχυρό όπλο: το κράτος. Φυσικά, η αξία αυτού του όπλου, η ικανότητά του να διαλύσει, να απομονώσει, να εξαλείψει την αστική τάξη, να κερδίσει με το μέρος του και να διαπαιδαγωγήσει τα άλλα στρώματα της κοινωνίας στη συμμετοχή στο κράτος των εργατών και αγροτών, να οργανώσει το ίδιο το προλεταριάτο πραγματικά σε πρωτοπόρο τάξη, όλα αυτά δεν αποκτιούνται αυτόματα με την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας μόνο, ούτε και το κράτος αναπτύσσεται αναγκαστικά σαν μέσο πάλης από το γεγονός μόνο της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Η αξία του κράτους σαν όπλου του προλεταριάτου εξαρτάται από το τι θα μπορέσει το προλεταριάτο να κάνει μ’ αυτό.
Για το προλεταριάτο, η επικαιρότητα της επανάστασης εκφράζεται μέσα από την επικαιρότητα του προβλήματος του κράτους. Έτσι. Όμως, το πρόβλημα του ίδιου του σοσιαλισμού από μακρινή προοπτική, για έναν τελικό σκοπό μόνο, μετατρέπεται σε άμεσο ζήτημα ημερήσιας διάταξης για το προλεταριάτο. Το χειροπιαστό πλησίασμα της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού αποτελεί με τη σειρά του μια διαλεκτική σχέση και θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για το προλεταριάτο, αν -με μηχανιστικό και ουτοπικό τρόπο- αντιλαμβανόταν το πλησίασμα αυτό του σοσιαλισμού σαν την πραγμάτωσή του μέσα από την κατάληψη της εξουσίας μόνο (απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, κοινωνικοποίηση κτλ.).
Ο Μαρξ ανέλυσε με εξαίρετη διορατικότητα τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και υπέδειξε τις διάφορες αστικές μορφές δομής που μπορούν μόνο να εξαλειφθούν σιγά – σιγά μέσα από μια μακρόχρονη εξέλιξη. Ο Λένιν χαράζει κι εδώ όσο το δυνατό πιο καθαρά τη διαχωριστική γραμμή από την ουτοπία. Λέει: «Ούτε ένας κομμουνιστής, νομίζω, δεν έχει κατά τα άλλα αμφισβητήσει ότι η έκφραση “σοσιαλιστική δημοκρατία των σοβιέτ” σημαίνει ότι η σοβιετική δύναμη είναι αποφασισμένη να πραγματοποιήσει το πέρασμα στο σοσιαλισμό και σε καμιά περίπτωση ότι αναγνωρίζει σαν σοσιαλιστικές τις δοσμένες οικονομικές συνθήκες». Η επικαιρότητα της επανάστασης σημαίνει, λοιπόν, ότι ο σοσιαλισμός είναι ζήτημα ημερήσιας διάταξης για το εργατικό κίνημα, μονάχα όμως με την έννοια ότι πρέπει να παλεύει καθημερινά για τη δημιουργία των συνθηκών του και ότι μερικά από τα συγκεκριμένα μέτρα της ημέρας σημαίνουν ήδη συγκεκριμένα βήματα προς την πραγμάτωσή του.
Ο οπορτουνισμός αποκαλύπτει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, στην κριτική του στις σχέσεις ανάμεσα στα σοβιέτ και το σοσιαλισμό, ότι έχει οριστικά περάσει στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, ότι έχει γίνει ταξικός εχθρός του προλεταριάτου. Γιατί από τη μια θεωρεί όλες τις δήθεν παραχωρήσεις που μια προς στιγμή τρομοκρατημένη ή αποδιοργανωμένη αστική τάξη κάνει προς το προλεταριάτο, για να τις ξαναπάρει μετά πίσω, σαν ουσιαστικά βήματα προς το σοσιαλισμό. (Βλέπε «επιτροπές κοινωνικοποίησης» του 1918-1919 στη Γερμανία και την Αυστρία, που έχουν διαλυθεί εδώ και πολύ καιρό).
Από την άλλη, ειρωνεύεται τη σοβιετική δημοκρατία γιατί δεν πραγματοποιεί αμέσως και πραγματικά το σοσιαλισμό, γιατί κάτω από προλεταριακές μορφές, κάτω από προλεταριακή καθοδήγηση, κάνει μόνο αστική επανάσταση. («Η Ρωσία σαν δημοκρατία αγροτών», «επανεισαγωγή του καπιταλισμού» κτλ.). Και στις δυο περιπτώσεις φαίνεται ότι για τον οπορτουνισμό κάθε απόχρωσης ο πραγματικός εχθρός που πρέπει πραγματικά να καταπολεμηθεί είναι ακριβώς η ίδια η προλεταριακή επανάσταση. Αυτό επίσης δεν αποτελεί παρά τη λογική εξέλιξη της τοποθέτησής τους απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λογική συνέχιση της κριτικής στον οπορτουνισμό πριν και στη διάρκεια του πολέμου, όταν ο Λένιν στη σοβιετική δημοκρατία μεταχειρίζεται τους οπορτουνιστές πραγματικά σαν εχθρούς της εργατικής τάξης. Ο οπορτουνισμός αποτελεί επίσης μέρος της αστικής τάξης της οποίας η πνευματική και υλική μηχανή πρέπει να καταστραφεί, της οποίας η δομή πρέπει να αποδιοργανωθεί από τη δικτατορία, ώστε η επιρροή της να μην πιάσει τα ασταθή λόγω της αντικειμενικής ταξικής τους θέσης στρώματα. Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού ακριβώς καθιστά αυτόν τον αγώνα πολύ πιο τραχύ απ’ ό,τι ήταν για παράδειγμα την εποχή της διαμάχης με τον Μπέρνσταϊν. Το κράτος σαν όπλο του προλεταριάτου στον αγώνα για το σοσιαλισμό, στην καταπίεση της αστικής τάξης, είναι ταυτόχρονα ένα όπλο στο ξερίζωμα του οπορτουνιστικού κινδύνου για την ταξική πάλη του προλεταριάτου που πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ορμητικότητα στη διάρκεια της δικτατορίας.