Τζον Ντέσμοντ Μπέρναλ: Διαλεκτικός Υλισμός & Σύγχρονη Επιστήμη
Ένα από τα ζητήματα για τα οποία χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε ξεκάθαρη σκέψη είναι αυτό της σχέσης ανάμεσα στις επιστημονικές μεθόδους και τη μαρξιστική φιλοσοφία. Παρότι ήδη πολλά έχουν γραφτεί επί του ζητήματος, υπάρχει ακόμα τεράστια σύγχυση και αντιφατικές τοποθετήσεις. Είναι ευρέως αισθητό έξω από τους μαρξιστικούς κύκλους ότι, ανεξάρτητα από την οικονομική και πολιτική αξία της μαρξιστικής διδασκαλίας, η “έφοδός” της στο πεδίο της επιστήμης είναι αδικαιολόγητη. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στις φυσικές επιστήμες, όμως επεκτείνεται επίσης και στις κοινωνικές επιστήμες, στο βαθμό που αυτές τείνουν να μιμηθούν στις τεχνικές τους τις μεθόδους των φυσικών επιστημών. Ο μαρξισμός εκλαμβάνεται ως απλώς άλλη μια φιλοσοφική παρέμβαση, η οποία δεν προσθέτει τίποτε το σημαντικό και ουσιαστικά πλεονάζει σε μια περιοχή όπου η υπάρχουσα ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου παρέχει όλη την ανάλυση που είναι απαραίτητη για την κατανόηση της φύσης.
Μία τέτοια στάση, την οποία, στην πραγματικότητα, έχουν και πολλοί που αυτοαποκαλούνται μαρξιστές, προδίδει, στην καλύτερη περίπτωση, μια επιφανειακή αντίληψη για το μαρξισμό και μια έλλειψη κατανόησης της συνολικής του φύσης. Μεγάλη παρανόηση σε σχέση με αυτό το θέμα υπάρχει ιδιαίτερα σε όσους έχουν εκπαιδευτεί στην αγγλική εμπειρική παράδοση, από το γεγονός ότι η μαρξιστική φιλοσοφία προέκυψε μερικώς από το Χέγκελ και ακόμα διατηρεί μια χεγκελιανή ορολογία. Η νέα κατεύθυνση που ο Μαρξ έδωσε στη χεγκελιανή φιλοσοφία και η στέρεα υλική βάση που της έδωσε ούτε γίνονται κατανοητές ούτε εκτιμώνται από όσους τρομάζουν από φράσεις όπως “μετασχηματισμός της ποσότητας σε ποιότητα” ή “άρνηση της άρνησης”.
Όσοι συγγραφείς, από την άλλη, αποπειράθηκαν να απαλείψουν από το διαλεκτικό υλισμό την ιδιαίτερη ορολογία του γενικά πέτυχαν να απαλείψουν επίσης τις ιδιαίτερες συμβολές του στην κατανόηση του προτσές του σύμπαντος και τον περιόρισαν σε μόλις μια γενικευμένη εφαρμογή μιας τυπικής επιστημονικής μεθόδου. Τώρα ο μαρξισμός δεν είναι επιστημονική μέθοδος, ούτε είναι, κατά καποια έννοια, μια εναλλακτική μέθοδος· είναι, ταυτόχρονα, πιο ευρύς και πιο αναπτυγμένος.Τόσο η μέθοδος επιστήμης όπως γινόταν κατανοητή ως τώρα, όσο και το περιεχόμενο της επιστημονικής ανακάλυψης μπορούν να ενσωματωθούν στο μαρξιστικό σχήμα. Χρειάζονται, ωστόσο, να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής και να επεκταθούν.
Ο μαρξισμός δεν είναι υποκατάστατο της επιστήμης· όμως, χάρη στο ευρύτερο πεδίο του, μπορεί να δει τους περιορισμούς των υπαρχουσών μεθόδων και να δείξει πού κατά το παρελθόν αυτές χρησιμοποιήθηκαν σε πεδία όπου δεν ήταν αποτελεσματικές. Περαιτέρω, χρησιμεύει στο να συμπληρώσει την εικόνα που δίνει η επιστήμη, εισάγοντας σε αυτή έννοιες και μεθόδους εργασίας που, για ιστορικούς και τεχνικούς λόγους, ήταν ως τώρα ξένες προς αυτή, και τέλος, να δείξει στην επιστήμη ότι ο κοινωνικός της ρόλος δεν είναι μόνο στα λόγια, αλλά είναι πρακτικός. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ότι σημαίνει ότι ο μαρξισμός δεν είναι επιστήμη, ή ότι είναι κάτι που θα μπορούσε να προστεθεί στην επιστήμη, ή πρέπει να δημιουργήσουμε μία αντίθεση ανάμεσα στο μαρξισμό και την επιστήμη. Ο μαρξισμός μετασχηματίζει την επιστήμη και της δίνει μεγαλύτερο πεδίο δράσης και σημασία, όμως δεν ασχολούμαστε εδώ τόσο πολύ με αυτή τη μετασχηματισμένη μαρξιστική επιστήμη, όσο με την επιστήμη όπως είναι σήμερα.
Μία από τις ιδιαίτερες πτυχές του έργου του Μαρξ, η οποία, εκ πρώτης όψεως, θα φαινόταν ότι αποτελεί ένδειξη για το αδύνατο των ισχυρισμών που διατυπώνονται εδώ, ήταν ότι συνήγαγε την ανάλυσή του για το σύμπαν από τη μελέτη της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ανθρώπινη κοινωνία είναι εγγενώς πιο σύνθετη από οποιοδήποτε άλλο τμήμα της φύσης, όχι επειδή περιέχει όλη την πολυπλοκότητά της και ακόμα παραπάνω, αλλά επειδή οι αλλαγές της είναι πιο γρήγορες και λιγότερο τακτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιστήμες που επιδιώκουν να πραγματευτούν αυτό το ζήτημα ήταν οι τελευταίες που αναπτύχθηκαν και είναι ακόμα οι πλέον αδιαμόρφωτες. Τώρα η επιστήμη έχει προοδεύσει σχεδόν αξιωματικά στη βάση ότι το σύνθετο πρέπει να κατανοείται με τους όρους του απλού και όχι το αντίστροφο. Πράττοντας έτσι, ωστόσο, ειδικά κατά τον καθορισμό εκείνων των κανονικοτήτων που γνωρίζουμε ως επιστημονικούς νόμους, αναγκαστικά στερείται η επιστήμη τη δυνατότητα να εξετάζει τον τύπο των φαινομένων που δεν είναι κανονικά, ιδίως την εμφάνιση των νέων στοιχείων στο σύμπαν. Τώρα, ο βαθμός εμφάνισης του νέου είναι ο ίδιος συνάρτηση της συνθετότητας των φαινομένων.
Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι οι δονήσεις των ηλεκτρονίων σε ένα άτομο υδρογόνου είναι κατά τα τελευταία 1010 χρόνια διαφορετικές από αυτές που παρατηρείται ότι είναι τώρα. Η πρόοδος της επιστήμης, αρχίζοντας με τη φυσική και καταλήγοντας στη βιολογία, βασίστηκε στη σιωπηρή παραδοχή, η οποία ήταν αυτή του Αριστοτέλη και του Αβερρόη, πως οτιδήποτε στο συμπαν είχε προχωρήσει και προχώρησε με απαράλλαχτους και αιώνιους κανόνες.
Οτιδήποτε, επομένως, εν βασιζόταν σε τέτοιους κανόνες ipso facto αποκλειόταν από το πεδίο της επιστήμης. Η ανθρώπινη ιστορία, για παράδειγμα, θεωρούταν, εκτός από παράλογους διανοητές όπως ο Βίκο, μία τέχνη και όχι μία επιστήμη. Ακόμα και η κοσμική εξέλιξη του Λαπλάς δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή τη θέση, γιατί στο σύστημά του έλαβε χώρα μόνο ως αποτέλεσμα της αυστηρής εφαρμογής των αιώνιων Νευτωνικών νόμων της κίνησης. Ήταν αυτή η στάση, στην πραγματικότητα, που απέτρεψε για πολλές εκατοντάδες χρόνια, την αποδοχή της εγγενώς προφανούς θεωρίας της οργανικής εξέλιξης. Όμως η εξέλιξη των νέων μορφών στον έμβιο κόσμο ακόμα παρέμενε, όπως και παραμένει σε μεγάλο βαθμό σήμερα, ζήτημα συμπεράσματος και όχι άμεσης παρατήρησης. Σχεδόν το σύνολο του βιολογικού έργου για την εξέλιξη ήταν μάλλον για να τεκμηριώσει τη δική του πραγματικότητα και για τη χάραξη της προκεχωρημένης γραμμής του παρά το να ερευνηθεί γιατί αυτή λαμβάνει χώρα γενικώς. Είναι, στην πραγματικότητα, μόνο στα φαινόμενα της δικής μας κοινωνίας που είμαστε σε θέση να δούμε την ανάπτυξη ριζικά νέων πραγμάτων να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, και αν πρέπει να καταλάβουμε πώς δημιουργούνται στο σύμπαν νέα πράγματα, αυτό μπορεί να γίνει, σε πρώτη φάση, μόνο με μια τέτοια μελέτη.
Ο Isidore Fankuchen, η Ντόροθι Κρόουφουτ Χότζκιν, ο Μπέρναλ και η Dina Fankuchen το Σεπτέμβρη του 1939 (πηγή)
Ο τρόπος με τον οποίο οι στοχαστές έχουν προσεγγίσει το ζήτημα της ιστορίας έχει περάσει μέσα από πολύ περίεργες και σημαντικές αλλαγές. Τον πρώτο καιρό, η ιστορία θεωρούταν, πρώτα, θησαυροφυλάκιο της αριστοκρατίας και αυτοδοξασμός της φυλής, και, αργότερα, εκτιμώταν για την αξία της στην ηθική διαπαιδαγώγιση. Οι πρώτες θεωρίες της ιστορίας ήταν δικαιολογήσεις των τρόπων που πραγματευόταν ο θεός τους ανθρώπους. Σταδιακά, φάνηκε στους ορθολογιστές του 18ου αιώνα ότι αυτό δεν ήταν αρκετά καλό, ότι το να καθιστούμε τη Θεία Πρόνοια υπεύθυνη για τα πάντα, στην πραγματικότητα, δεν εξηγούσε τίποτα. Όμως δεν ήταν σε θέση να βάλουν τίποτα πολύ ικανοποιητικά στη θέση του. Ο ξεπεσμός της ανθρωπότητας με την εμφάνιση του πλούτου, των βασιλιάδων και των ιερέων ήταν μόνο επανάληψη, σε ένα άλλο πλάνο, της ιστορίας της Πτώσης. Οι ιστορικοί του 19ου αιώνα προτιμούσαν να μην έχουν καμία θεωρία ιστορίας, και αυτή εκφυλίστηκε σε ένα χρονικό γεγονότων που έπαψε να έχει καποιο λόγο ύπαρξης εκτός από το να δίνει δουλειά στους καθηγητές της. Αυτό δεν ήταν εντελώς πνευματική οκνηρία· πρόδιδε μια μισοσυνειδητή κατανόηση ότι αν οι άνθρωποι ερευνούσαν πολύ στενά τις δυνάμεις της ανθρώπινης ανάπτυξης, θα έβρισκαν ίσως πράγματα επιζήμια στην υπάρχουσα τάξη.
Όντας εξαρχής απαλλαγμένος από αυτό το φόβο, ο Μαρξ ήταν σε θέση να δει στην ιστορία περισσότερα πράγματα από μια χωρίς νόημα διαδοχή γεγονότων ή γενικές τάσεις προς την πρόοδο. Ήταν ξεκάθαρο σε αυτόν ότι δεν πραγματευόταν με μία ενιαία κίνηση προς ένα προκαθορισμένο στόχο, αλλά με συγκρούσεις που κατέληγαν στη δημιουργία νέων μορφών. Η αρχική δυσκολία, ωστόσο, παρέμενε: προτού οτιδήποτε ικανοποιητικό θα μπορούσε να ανακαλυφθεί για τους νόμους αυτών των κινήσεων, τα φαινόμενα τα ίδια θα έπρεπε να ταξινομηθούν και ομαδοποιηθούν. Ήταν για αυτό το σκοπό που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία των νεανικών του χρόνων, παρότι, έτσι, μετασχημάτισε τα πιο σημαντικά τμήματα των χεγκελιανών παγκόσμιων εννοιών.
Ο Χέγκελ είχε εισάγει μια πολύ αξιόλογη και πρακτική ταξινόμηση. Είδε στον κόσμο μια ιεραρχική τάξη.Με άλλα λόγια, είχε συνειδητοποιήσει ότι η πρόοδος από το απλό προς το σύνθετο δεν είναι μία χωρίς διαφοροποιήσεις αύξηση, αλλά μπορεί να διαιρεθεί φυσιολογικά σε διαδοχικές φάσεις, με κάθε φάση να έχει ένα γενικό τρόπο συμπεριφοράς από μόνη της. Κάθε στοιχείο στην ιεραρχία περιλαμβάνει όλα όσα βρίσκονται πιο κάτω. Όμως η χεγκελιανή ιεράρχηση, επειδή ήταν μια απλή σκέψη, δεν μπορούσε να έχει με το πέρασμα του χρόνου πραγματική ανάπτυξη. Οι διάφορες φάσεις ήταν αιώνιες και στιγμιαίες.
Ο Μαρξ, κάνοντας την ιεράρχησή του υλική, την έκανε ταυτόχρονα δυναμική και ιστορική. Κάθε ανώτερη φάση είχε, στην πραγματικότητα, προκύψει από την προηγούμενη, κατώτερη φάση, και οι νέες της ιδιότητες ήταν προϊόν αυτών των κατώτερων φάσεων και του τρόπου με τον οποίο ενώνονταν. Έτσι, οι τάξεις της ανθρώπινης κοινωνίας δεν είναι απλώς συναθροίσεις ανθρώπων που κατέχουν ένα συγκεκριμένο σκαλί στην κοινωνική κλίμακα, αλλά είναι προϊόν μίας οργάνωσης μίας φυλής, η οποία οργάνωση καταστράφηκε και μετασχηματίστηκε από την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων που είχαν προκύψει από την ανάπτυξη της ίδιας της οικονομίας της φυλής. Οι κατηγορίες τις οποίες ο Μαρξ πραγματεύτηκε διαφέρουν από αυτές που χρησιμοποιούνται στην επιστήμη στο ότι δεν είναι σε θέση να απομονωθούν πλήρως. Πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπ’όψη σε σχέση με την καταγωγή τους και τη μελλοντική τους ανάπτυξη.
Ο Μπέρναλ, πρωτεργάτης της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Εργατών Επιστήμης, η Ιρέν Ζολιό Κιουρί, ο βραβευμένος το 1930 με Νόμπελ Φυσικής Τσαντρασεκάρα Βενκάτα Ράμαν και ο Φρεντερίκ Ζολιό Κιουρί (πηγή)
Τώρα, καθώς η ίδια η επιστήμη έχει προχωρήσει σχεδόν πλήρως με τη μέθοδο της απομόνωσης και του συγκεκριμένου ορισμού κατηγοριών ανεξαρτήτως χρόνου, η μαρξιστική μέθοδος σκέψης εμφανίζεται ως χαλαρή και αντιεπιστημονική, ή, όπως πολλοί επιστήμονες θα το έθεταν, μεταφυσική. Απομόνωση στην επιστήμη, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με έναν αυστηρό έλεγχο των συνθηκών διεξαγωγής του πειράματος ή της εφαρμογής. Μόνο όταν είναι γνωστοί όλοι οι παράγοντες, είναι η επιστημονική πρόβλεψη, με την πλήρη έννοια, εφικτή. Πλέον είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι, καθώς νέα πράγματα ανακαλύπτονται στο σύμπαν, όλοι οι παράγοντες δεν μπορούν να είναι γνωστοί, και, επομένως, αυτή η μέθοδος επιστημονικής απομόνωσης δεν μπορεί να πραγματευτεί αυτά τα νέα πράγματα. Όμως, από ανθρώπινη σκοπιά, είναι απαραίτητο να πραγματευόμαστε αυτά τα νέα πράγματα τόσο όσο και την “κανονική” τάξη της φύσης.
Είναι απόλυτα σωστό να περιορίζεται η χρήση της επιστημονικής μεθόδου, όπως αυτή υπάρχει, στην κανονική τάξη, αλλά είναι λάθος να υπονοείται από αυτό ότι έξω από αυτή την κανονική τάξη το ανθρώπινο μυαλό είναι αβοήθητο, ότι αν κάτι δεν μπορούμε να το πραγματευτούμε “επιστημονικά”, δεν μπορούμε να το πραγματευτούμε ορθολογικά. Η μεγάλη συμβολή του μαρξισμού είναι ότι επεκτείνει τη δυνατότητα της κατανόησης και του ελέγχου των φαινομενων σε εκείνα τα φαινόμενα όπου ριζικά νέα πράγματα συμβαίνουν.
Αυτό μπορεί να γίνει, ωστόσο, δεδομένων καποιων απαραίτητων περιορισμών. Πρώτα από όλα, ο βαθμός πρόβλεψης όπου έχουμε να κάνουμε με νέα πράγματα ποτέ δεν μπορεί να είναι της ίδιας τάξης ακρίβειας όπως στις κανονικές και απομονωμένες μελέτες της επιστήμης. Η ακριβής γνώση, η οποία θεωρείται ιδανική, δεν είναι, ωστόσο, η μόνη εναλλακτική απέναντι στην πλήρη έλλειψη γνώσης.
Υπάρχουν, φυσικά, πολύ μεγάλες περιοχές εντός της επιστήμης όπου η ακριβής γνώση δεν είναι δυνατή. Η συνολική τάση της σύγχρονης φυσικής έχει αποδείξει ότι είναι μάταιο να αναμένουμε μια τέτοια γνώση στα φαινόμενα του ατόμου. Όμως εκεί, η δυσκολία αυτή παρακάμπτεται αν βασιστούμε στην ακρίβεια της στατιστικής γνώσης μεγάλου αριθμού γεγονότων και αν εγκαταλείψουμε οποιοδήποτε ισχυρισμό για πρόβλεψη συγκεκριμένων γεγονότων. Οι ακριβείς χρονικές στιγμές και τόποι καταλυτικών αλλαγών, οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις που επιδρούν στην ανθρώπινη κοινωνία είναι εξίσου μη προβλέψιμοι, και, καθώς υπάρχει μόνο μία ανθρώπινη κοινωνία, ακόμα και οι στατιστικές μέθοδοι δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυστηρά. Ωστόσο, η αστάθεια συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών συστημάτων αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες και η ανάλυσή τους καθίσταται, εντός ενός πλατιού ορίου χρόνων, αναπόφευκτη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ακόμα και σε όσους δεν γνωρίζουν καθόλου τις μεθόδους με τις οποίες φτάνουμε σε αυτές τις προβλέψεις, ότι οι μαρξιστές έχουν καποιον τρόπο ανάλυσης της εξέλιξης των ζητημάτων η οποία τους επιτρέπει να κρίνουν πολύ πιο νωρίς από “επιστήμονες” στοχαστές ποια είναι η τάση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η άκριτη αποδοχή αυτού, ωστόσο, οδηγεί πολλούς να πιστεύουν ότι ο μαρξισμός είναι απλώς μία άλλη θεολογία, ότι ο Μαρξ είχε χαράξει τις απαραίτητες γραμμές κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που οι άνθρωποι, έκοντες άκοντες, πρέπει να ακολουθήσουν. Αυτό είναι μια ξεκάθαρη παρανόηση: οι μαρξιστικές προβλέψεις δεν είναι το αποτέλεσμα της εκπόνησης ενός τέτοιου σχεδίου ανάπτυξης. Αντίθετα, τονίζουν την αδυναμία του να γίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που μπορεί να ειδωθεί σε οποιαδήποτε στιγμή είναι η σύνθεση των οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων της εποχής εκείνης, η απαραίτητη πάλη μεταξύ τους και οι νέες συνθήκες που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα αυτής της πάλης. Όμως, πέρα από αυτό, μπορούμε να προβλέψουμε μόνο μία διαδικασία η οποία δεν έχει τελειώσει και θα λάβει απαραίτητα νέες και αυστηρά μη προβλέψιμες μορφές. Ο μαρξισμός είναι πολύτιμος ως μέθοδος και καθοδήγηση για δράση, όχι ως σύστημα αξιών θρησκείας και κοσμογονία.
O Μπέρναλ παραλαμβάνει το Βραβείο Ειρήνης Στάλιν το 1953 (πηγή) το οποίο, το 1956, λόγω της αποκήρυξης του Στάλιν από το ΚΚΣΕ, κλήθηκε να επιστρέψει για να παραλάβει το Διεθνές Βραβείο Λένιν (πηγή)
Η σχέση του μαρξισμού με την ανάπτυξη της επιστήμης είναι τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Απομακρύνει την επιστήμη από την θέση της πλήρους απόσπασής της που φαντάζονται καποιοι και την παρουσιάζει ως τμήμα, καταλυτικά σημαντικό τμήμα, της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η πλήρης επανάσταση της ιστορίας της επιστήμης ως αποτέλεσμα της μαρξιστικής ανάλυσης, την οποία τόσο διαυγώς συνόψισε στο άρθρο του στο περιοδικό “Επιστήμη & Κοινωνία” ο καθηγητής Χόγκμπεν, είναι ένα από τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της νέας στάσης. Όμως, κατά το μαρξισμό, η κατανόηση είναι αξεχώριστη από τη δράση, και η εκτίμηση της κοινωνικής θέσης της επιστήμης οδηγεί άμεσα σε μια σοσιαλιστική χώρα, όπως η ΕΣΣΔ, στην οργανική σύνθεση της επιστημονικής έρευνας με την ανάπτυξη της κοινωνικοποιημένης βιομηχανίας και της ανθρώπινης κουλτούρας.
Η οργάνωση της επιστήμης σε καπιταλιστικές χώρες έχει σταδιακά αυτοπεριοριστεί στο να τίθεται στην υπηρεσία των μεγάλων επιχειρήσεων, όμως επειδή δεν κατανοείται ούτε εκτιμάται η διαδικασία της, οι υπηρεσίες της είναι φτωχές και απίστευτα σπάταλες. Σε κάθε περίπτωση, η παραγωγή για το κέρδος δεν μπορεί ποτέ να αναπτύξει τις πλήρεις δυνατότητες της επιστήμης, παρά μόνο για καταστροφικούς σκοπούς. Η μαρξιστική αντίληψη για την επιστήμη τη θέτει στην πράξη στην υπηρεσία της κοινότητας και, ταυτόχρονα, κάνει την ίδια την επιστήμη τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς όλου του λαού και όχι μιας τεχνητά επιλεγμένης μειονότητας.
Η άμεση εφαρμογή του μαρξισμού στην επιστημονική έρευνα ακόμα γίνεται ελάχιστα κατανοητή. Είναι ξεκάθαρο ότι η επιστημονική μέθοδος όπως ρητά διδάσκεται, ενώ ορθά αναδεικνύει τις συνδέσεις που έχουν τα φαινόμενα μεταξύ τους, δεν παρέχει από μόνη της κανένα τρόπο για το πώς δημιουργούνται αυτές οι συνδέσεις. Αυτό το γεγονός βολικά το αντιπαρέρχεται η επιστημονική φιλολογία. Σε κάθε επιστημονικό άρθρο δίδονται τα δεδομένα, τα επιχειρήματα από τα δεδομένα ως τα συμπεράσματα και τα συμπεράσματα αυτά καθ’ εαυτά. Αυτό που δεν δίνεται, γενικά, είναι το πώς ο ερευνητής επέλεξε το πρόβλημα και πώς σκέφτηκε να συνάγει τα συμπεράσματα· και όταν γνωστοποιεί το σκεπτικό, πολύ σπάνια είναι αυτό που πραγματικά υπήρξε κατά την έρευνα, αλλά είναι συνήθως η τυποποιημένη εκδοχή της διαδικασίας που θα χρησιμοποιούσε ένας ιδεατός ορθολογικός άνθρωπος υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Το όλο κίνητρο της επιστημονικής αναζήτησης αφήνεται άρρητα να αποδίδεται σε ενέργειες μιας ιδιοφυΐας ή ένστικτο. Ο επιστήμονας, στην πραγματικότητα, πράγματι σκέφτεται νέα πράγματα για δεν είναι κανενός δουλειά να αναρωτιέται γιατί το κάνει.
Στο σημείο αυτό είναι που έρχεται ο διαλεκτικός υλισμός. Η αξία του δεν έγκειται απλώς στον κριτικό του χαρακτήρα, όπως ισχύει για την κλασική επιστημονική μέθοδο, αλλά στο ότι υποδεικνύει. Δείχνει το δρόμο τον οποίο μπορεί να είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε για να βρούμε νέες λύσεις. Είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο λόγω του τρόπου με τον οποίο συνδέει διαφορετικές πτυχές της φύσης υπό τις γνικές της κατηγορίες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να δώσει κανείς παραδείγματα, λόγω της συνθετότητας όλων των διαδικασιών επιστημονικής ανακάλυψης, αλλά, από τη δική μου εμπειρία, έχω διαπιστώσει ότι οι μαρξιστικές μέθοδοι είναι ανεκτίμητης αξίας για το να φτάνουμε σε νέες επιστημονικές συλλήψεις.
Στη θεωρία των υγρών, για παράδειγμα, πρέπει να πραγματευόμαστε φαινόμενα που δεν εξηγούνται ως αντίδραση ενός σωματιδίου σε ένα περιβάλλον πεδίο δύναμης, αλλά είναι αυστηρά συλλογικά φαινόμενα, στα οποία πρέπει να λάβουμε ταυτόχρονα υπ’όψη τη συμπεριφορά κάθε σωματιδίου και τις σχέσεις μεταξύ τους. Θα είναι εφικτό, όταν κάποιο συστηματικό μυαλό πραγματευτεί το ζήτημα, να αναπτυχθούν από τη μαρξιστική ανάλυψη πλήθος κοινών επιστημονικών τρόπων με καποια ένδειξη του ποιον πρέπει να επικαλούμαστε σε διαφορετικές περιστάσεις. Η συλλογική συμπεριφορά προφανώς θα είναι ένας από αυτούς, ένας άλλος θα είναι αυτός που θα μπορούσε να ονομαστεί πυρηνικά φαινόμενα, όπου η αρχή οποιουδήποτε πράγματος, από τον κρύσταλο μέχρι μια επανάσταση, εξαρτάται από την τοπική διάρθρωση των ιδιαίτερων ευνοϊκών περιστάσεων που μόνες τους του επέτρεψαν να περασει από τις κρίσιμες φάσεις πριν από τις οποίες είναι πολύ μικρό για να μεγαλώσει.
Ο Μπέρναλ φτιάχνει μία απλή δομή υγρού (πηγή)
Ο μαρξισμός έχει άλλη μια σύνδεση με την επιστήμη, αυτή της κριτικής του προς τις φιλοσοφικές βάσεις της και τις επιπλοκές που προκύπτουν από την εσωτερική ανάπτυξη της ίδιας της επιστήμης. Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν απασχολούνταν όλοι τους βαθιά με αυτό το ζήτημα, και για τους μαρξιστές επιστήμονες της εποχής μας, παρότι έχουν αποσπαστεί από τις άμεσες ανάγκες της οικονομικής κατάστασης στη Σοβιετική Ένωση ή από την πολιτική κατάσταση έξω από αυτή, παραμένει ένα καθήκον μέγιστης σημασίας. Στο περιθώριο της επιστήμης και στους αδαείς που είναι αξεχώριστοι από αυτό, βρίσκονται οι τοποθετήσεις που ο επιστήμονας κάνει σε ζητήματα που γίνονται αισθητά ως ζωτικού ανθρώπινου ενδιαφέροντος – αυτά που σχετίζονται με την καταγωγή και την τύχη του διαστήματος, τη φύση της ζωής, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ανθρώπινου νου και κοινωνίας.
Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, η λεπτομερής ανάλυση των δηλώσεων αυτών αποκαλύπτει ότι έχουν λίγα περιεχόμενα που βασίζονται σε γεγονότα και, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν μία νέα εκδοχή παλιών παραδοσιακών μεταφυσικών ιδεών στα λόγια, και όχι στην ουσία, της σύγχρονης ανακάλυψης. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν ωμά να αποκαλύπτονται και να επικρίνονται από μαρξιστική σκοπιά, γιατί συνιστούν μια πλήρως απονομιμοποιημένη χρήση της επιστήμης. Μία ιδιαίτερη μέθοδος επιχειρημάτων, η οποία είναι εξαιρετικά σύνηθης σήμερα, είναι αυτή που συνάγει την ύπαρξη του υπερφυσικού από την άγνοιά μας για το φυσικό. Είναι ακριβώς σε αυτές τις σφαίρες επιστήμης που η ελάχιστη ακριβής γνώση υπάρχει, όπου καταβάλλονται οι ισχυρότερες απόπειρες για να χρησιμοποιηθεί η επιστήμη για την υποστήριξη παλαιών προλήψεων.
Ευτυχώς, είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που οι μαρξιστικές μέθοδοι επίθεσης είναι οι πλέον εύστοχες, γιατί όλα αυτά είναι πεδία όπου νέα πράγματα παράγονται και όπου η απομόνωση, η οποία είναι τόσο σύνηθης στην επιστημονική έρευνα, καταρρέει πομπωδώς. Αυτά ήταν όλα ζητήματα στα οποία οι Μαρξ και Ένγκελς απέδιδαν ιδιαίτερη προσοχή, και ο τρόπος με τον οποίο ήταν σε θέση να εντοπίσουν εκ των προτέρων τις τάσεις της ανακάλυψης σε αυτά τα πεδία είναι μία ισχυρή ένδειξη της αξίας της διαλεκτικής μεθόδου. Οι σύγχρονοι μαρξιστές έχουν μπροστά τους ακόμα πιο μεγάλα και σύνθετα προβλήματα από όσα είχαν οι προκάτοχοί τους. Φαίνεται πιθανό ότι, μπροστά τους, η σύγχρονη επιστήμη μπορεί κάλλιστα να φτάσει ένα αδιέξοδο συγκρίσιμο με αυτά που ξεπέρασε η επιστήμη της κλασικής εποχής. Εναπόκειται στους μαρξιστές να βρουν νέες μεθόδους σκέψης, επιστημονικής οργάνωσης και υλικής τεχνικής που θα αποτρέψουν κάτι τέτοιο να συμβεί.
Τα τέσσερα κρίσιμα σημεία της σύγχρονης παγκόσμιας αντίληψης για την επιστήμη είναι οι βασικές έννοιες της φυσικής, οι οποίες τώρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την καταγωγή του σύμπαντος, την καταγωγή της ζωής, την καταγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας και την τύχη του ανθρώπινου πολιτισμού. Στο πρώτο πεδίο, είναι περισσότερο από ποτέ ξεκάθαρο ότι η φυσική και η αστρονομία βρίσκονται επί του παρόντος σε αδιέξοδο. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση στο πεδίο των κοσμικών ακτινών, το επεκτεινόμενο σύμπαν και η σχέση ανάμεσα στις θεμελιώδεις φυσικές μονάδες δεν μπορούν πλέον να αποκρύπτονται. Τέτοιες αντιφάσεις έχουν φυσικά τεράστια αξία για την επιστήμη, γιατί, πέρα από αγώνα για την επίλυσή τους, θα προκύψουν μερικές νέες και μακρόθωρες γενικεύσεις, όμως, μέχρι αυτό να συμβεί, δεν μπορεί λογικά να βγει κανένα συμπέρασμα αναφορικά με τέτοια έσχατα ζητήματα· και ακόμα κι αν αυτό γίνει, μπορεί μόνο να θέσει περαιτέρω και ως τώρα μη πραγματευθέντα ζητήματα.
Παρ’ όλα αυτά, είναι απλώς αυτή η άγνοια που χρησιμοποιείται από τους μεταφυσικούς φυσκούς και αστρονόμους για να χτίσουν ένα νέο μύθο για τη δημιουργία. Απλώς επειδή ο φυσικός δεν μπορεί να πει, επειδή οι νόμοι δεν είναι επαρκώς καλά γνωστοί, πώς το σύμπαν αναπτύχθηκε και έφτασε στη σημερινή του κατάσταση, συμπεραίνουν ότι αυτό πρέπει να έχει δημιουργηθεί, ωσάν αυτή η εξήγηση να μη θέτει τεράστιες και μεγαλύτερες δυσκολιες. Από μαρξιστική σκοπιά, το πρόβλημα της καταγωγής του σύμπαντος, σε οποιαδήποτε τελευταία ανάλυση, είναι χωρίς νόημα. Σε οποιαδήποτε δεδομένη φάση, η ανάγκη της ανάπτυξης κάποιων μορφών – αστέρων, γαλαξιών – μπορεί να συνάγεται από τις εσωτερικές αντιθέσεις καποιας προηγούμενης κατάστασης· όμως δεν υπάρχει αναγκαιότητα να ισχυρίζεται κανείς, ως αξίωμα, είτε την αιώνια ύπαρξη ενός σύμπαντος που είναι ουσιαστικά σαν το δικό μας είτε την ύπαρξη μίας μοναδικής πρωταρχικής κατάστασης. Άπειρη παλινδρόμηση ανάμεσα στην αντίθεση και τη σύνθεση μένει μπροστά μας να εξερευνήσουμε.
Ο Μπέρναλ, ο Τζον Κέντριου, η Ντόροθι Κρόουφουτ Χότζκιν και ο Ντέιβιντ Τσίλτον Φίλιπς κοιτούν ένα νέο μοντέλο δομής λυσοζύμης το 1965 (πηγή)
Το αποτέλεσμα της προόδου της επιστήμης κατά τους τελευταίος αιώνες έχει περιορίσει την ποσότητα εργασίας που οι θεοί ή ο Θεός χρειαζόταν να κάνουν, όμως ακόμα το λογικό συμπέρασμα δεν έχει συναχθεί. Η εξέλιξη απάλειψε την ανάγκη για ειδική δημιουργία, όμως ακόμα θεωρείται ότι ο Δημιουργός πρέπει να παρενέβη για να αρχίσει η όλη διαδικασία. Η ζωή εμφανίζεται τόσο ποιοτικά διαφορετική από τη νεκρή ύλη όσο το να απαιτεί κανείς καποια ειδική δράση για την παραγωγή της.
Αυτό το πρόβλημα πάλι φαίνεται μη πραγματικό στο μαρξιστή· όχι ότι αρνείται την ποιοτική διαφορά, αλλά βλέπει στην καταγωγή του απλώς άλλο ένα παράδειγμα αυτού του μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα, ο οποίος είναι το χαρακτηριστικό της εμφάνισης νέων πραγμάτων. Η ζωή ξεκάθαρα διαχωρίζεται από τη μη ζωή, σε μεγάλο βαθμό λόγω των δικών της λειτουργιών οι οποίες αποτελεσματικά καταστρέφουν τη δυνατότητα συνεχούς αναδημιουργίας της. Στον πρωταρχικό, χωρίς ζωή κόσμο, οι χημικές ουσίες συσσωρεύονταν με τρόπο που δεν μπορεί να συσσωρευθούν τώρα, γιατί θα καταναλώνονταν από την ίδια τη ζωή που δημιούργησε η συνάθροισή τους στις ιδιαίτερες εκείνες συνθήκες. Οι πρακτικοί επιστήμονες του σήμερα διδάσκονται να χειρίζονται τη ζωή ως σύνολο και σε μέρη, σε μεγάλο βαθμό όπως οι προκάτοχοί τους εκατό χρόνια νωρίτερα χειρίζονταν χημικές ουσίες. Η ζωή έπαψε να αποτελεί μυστήριο και έχει καταστεί χρησιμότητα.
Όμως ακόμα παραμένουν τα προβλήματα του ανθρώπου. Οι εξελικτιστές σίγουρα προχώρησαν πολύ μακριά με την απόδειξή τους ότι ο άνθρωπος δεν ήταν παρά ένας τροποποιημένος πίθηκος. Οι θεολόγοι είχαν δίκιο να νιώθουν ότι σε αυτή την εξήγηση κάτι δεν είχε ληφθεί υπ’όψη, όμως η ψυχή που διατύπωναν ως αξίωμα ήταν πάλι μία από τις μεταφυσικές εξηγήσεις που δεν εξηγούν τίποτα. Αυτό που οι Μαρξ και Ένγκελς είδαν ήταν ότι η πραγματική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα δεν ήταν απλώς η κατοχή ενός μεγαλύτερου εγκεφάλου, αλλά η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας· ότι η ανθρώπινη κοινωνία ήταν μια κατηγορία σαφώς διαφορετική και ανώτερη από τα ζωικά είδη· ότι ο άνθρωπος στην κοινωνία εκπροσωπούσε ένα ποιοτικά διαφορετικό πράγμα στο σύμπαν. Το σύνολο της σύγχρονης ανθρωπολογικής και ψυχολογικής έρευνας ενισχύει αυτό το συμπέρασμα: ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από τον άνθρωπο, ατομικά στην οικογένεια, και κοινωνικά μέσω της παράδοσης και της ιστορίας, και διαμορφωμένος από τις οικονομικές του ανάγκες και τα μέσα που έχει βρει για να τις ικανοποιήσει.
Science and Society, Volume II, No. 1, Winter 1937
https://sayniska.wordpress.com/#content
Πηγή: https://parapoda.wordpress.com/2016/09/24/%cf%84%ce%b6%ce%bf%ce%bd-%ce%bd%cf%84%ce%ad%cf%83%ce%bc%ce%bf%ce%bd%cf%84-%ce%bc%cf%80%ce%ad%cf%81%ce%bd%ce%b1%ce%bb-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%bb%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%cf%85%ce%bb/