Μισθωτή εργασία και κοινωνικός αποκλεισμός

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις Θέσεις: Τεύχος 69, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1999

MΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

του Θανάση Aλεξίου

 

 

1.Tο πρόβλημα

 

 

Tα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ευρύτατα η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού για να χαρακτηρίσει φαινόμενα που αφορούν την κοινωνική δομή και εγγενείς τάσεις της που οδηγούν στην έκπτωση ή την περιθωριοποίηση ομάδων του πληθυσμού. Πιστεύουμε πως η χωρίς μεθοδολογική αυστηρότητα χρησιμοποίηση του όρου προκαλεί συγχύσεις καθώς με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται φαινόμενα αποκλεισμού και περιθωριοποίησης που ανάγονται σε διαφορετικές αιτίες και εγγράφονται σε διαφορετικά κοινωνικο-ιστορικά πλαίσια. Η διασταλτική χρήση οδηγεί σε σχετικοποίηση με αποτέλεσμα να χάνει την μεθοδολογική του σημασία και εγκυρότητα. Πρόθεσή μας είναι να συμβάλουμε στην άρση αυτής της σύγχυσης. Mεθοδολογικά θα κινηθούμε σε ένα διαχρονικό επίπεδο ούτως ώστε να ιστορικοποιήσουμε τον όρο ενώ σε συγχρονικό επίπεδο θα δούμε μέσα από ποιες διεργασίες αποκλείονται ή περιθωριοποιούνται ομάδες του πληθυσμού.

 

 

2.O κοινωνικός αποκλεισμός στον ιστορικό χρόνο

 

 

Oι πρακτικές αποκλεισμού διαφοροποιούνται στο χρόνο ανάλογα με τον βαθμό και την πυκνότητα της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Aν το ζητούμενο της μεσαιωνικής κοινωνίας είναι η εξαγνισμένη κοινότητα, ο αποκλεισμός που παίρνει την μορφή αποπομπής (αποβολή του μιάσματος) αφορά εκείνους που δε συμμορφώνονται (αιρετικοί, κλέφτες, κοινωνικοί ληστές, αλήτες κ. α.) ή εκείνους τους οποίους η ίδια η κοινωνία δε θέλει να δεχτεί (λεπροί, ανάπηροι). [1] Σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει εκκοσμικευθεί και η θρησκεία αποτελεί τόσο μέσον κοινωνικοποίησης (ένταξης) όσο και μέσο νομιμοποίησης της κοινωνικής τάξης η απόκλιση από την ιερή κοινότητα (όπως εκλαμβάνεται η κοινωνία στην οποία υπάρχει σύζευξη του κοσμικού με το ιερό) φορτίζεται υπερβατικά ώστε τα μέτρα που θα επιβληθούν να λειτουργήσουν στον πληθυσμό που αποτελείται από πιστούς ως ηθικό πρόσταγμα. [2]

H υλική και πνευματική ανασφάλεια που αποβλέπει στην απλή αναπαραγωγή ωθεί την μεσαιωνική κοινωνία να αντιμετωπίζει με καχυποψία όλους αυτούς που απειλούν την εύθραυστη ισορροπία. Σ’ αυτό το κοινωνικό συσσωμάτωμα αντιστοιχεί ένα μανιχαϊστικό σχήμα πρόσληψης και ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας. H απόκλιση αλλά και οι ενδιάμεσες καταστάσεις αντιμετωπίζονται ως απόπειρες διαφυγής από το πλαίσιο που καθορίζει η γέννηση και ως αμάρτημα ενάντια στην τάξη που θέλησε ο θεός. [3] H αντίληψη για το σώμα ως τόπο ενσάρκωσης του αμαρτήματος καθιστά την απόκλιση ορατή και τους λεπρούς και τους ανάπηρους, τους οποίους η κοινωνία αποβάλλει, ζωντανές εικόνες της αμαρτίας [4] . Oι απόβλητοι συγκροτούν το στερεότυπο του υπάνθρωπου, είναι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι που δεν μπορούν κιόλας να αμυνθούν. Eίναι ωστόσο απόλυτα απαραίτητοι επειδή ενσαρκώνουν ό,τι πιο απεχθές υπάρχει στον άνθρωπο, συγκρατώντας τους υπόλοιπους σε δοκιμασμένες στάσεις και συμπεριφορές [5] .

Οι άνθρωποι θέλουν να έχουν όλους αυτούς που τους ανήκει συμπόνια και οίκτος παρόντες από απόσταση για να τους φροντίζουν και να έχουν έτσι τη συνείδησή τους ήσυχη αλλά και για να μεταφέρουν πάνω τους όλα τα κακά αυτού του κόσμου [6] . Aπό την άλλη η ανάγκη για κοινωνική και φυσική σταθερότητα ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες επιδημίες και τους θρησκευτικούς πολέμους που συντάραξαν την Eυρώπη επιβάλλει μια προσκόλληση στις οικείες ταυτότητες ενός ορατού Eμείς. O ξένος δεν είναι ούτε φίλος ούτε εχθρός, θεωρείται παρείσακτος και αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρότητα. Oι εβραίοι συχνά θα γίνουν ο αποδιοπομπαίος τράγος για τον εξαγνισμό της κοινότητα [7] .

Tο επόμενο βήμα θα είναι τα πογκρόμ και η εκδίωξη από τη χώρα ενώ στο βαθμό που η κοινωνία εκκοσμικεύεται οι εβραίοι γίνονται αποδεκτοί και γκετοποιούνται μ’ ένα στάτους που διέπεται από ανυπαρξία δικαιωμάτων και προσωπικούς εξευτελισμούς. Στο γκέτο [8] και στο πλαίσιο ενός ελεγχόμενου καταμερισμού εργασίας [9] , ο οποίος χαρακτηρίζει το σύνολο της μεσαιωνικής οικονομίας (συντεχνίες, “άτιμα” επαγγέλματα κ. λ. π.), οι εβραίοι ασχολούνται με συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες όπως και οι ξένοι και χωροθετούνται στη πόλη σύμφωνα με την αρχή της ετεροτοπίας (segregation).

Mε την ανάδυση της νεωτερικής κοινωνίας περιορίζεται και ο αριθμός των ομάδων που γίνονται αντικείμενο αποκλεισμού. Oι ανάγκες της βιοτεχνίας και της μανουφακτούρας για εργατικά χέρια θέτουν το πρόβλημα αναδιαμόρφωσης αυτού του μεγάλου περιθωρίου, το οποίο παράγουν οι οικονομικές, οι ιδεολογικές και οι κοινωνικές δομές της μεσαιωνικής κοινωνίας. Mέσα από ποιες διαδικασίες ο πληθυσμός αυτός θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος και να καταστεί ταυτόχρονα κοινωνικά ακίνδυνος;

Από την υστερομεσαιωνική περίοδο παρουσιάζεται σε πολλές περιοχές της Ευρώπης έλλειψη εργατικών χεριών (M. Dobb) γεγονός που υποχρεώνει τοπικούς ηγεμόνες και κεντρικές κυβερνήσεις να σχετικοποιήσουν αρχές και πρακτικές που καθιστούσαν ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού αντικείμενο αποκλεισμού. Παράλληλα η εκκλησία αρχίζει από τον 13ο αιώνα και μετά μια εκστρατεία ηθικοποίησης των παραστρατημένων προσφέροντας το καθαρτήριο που εξελίσσεται σύμφωνα με τον J. Le Goff σε ένα μεγάλο μηχανισμό επαναφομοίωσης αποκλεισμένων, συμπεριλαμβανομένων και επαγγελμάτων που μέχρι τότε θεωρούνταν πρόστυχα (τοκογλύφοι, λαναράδες, βαφείς κ. λ. π.) [10] . H νέα οικονομική τάξη πραγμάτων και ο ανερχόμενος αστός δεν μπορούσαν να ανεχθούν αναστολές και φοβίες που επιβάρυναν πάνω απ’ όλα το σχηματισμό και τη συσσώρευση κεφαλαίου.

H κοσμοαντίληψη της Tρίτης Tάξης για την κοινωνία απαιτεί η κοινωνική πραγματικότητα να αποτελέσει μια κοινωνικά ουδέτερη σφαίρα, προσπελάσιμη σε όλους, γεγονός που θα οδηγήσει στην αποδέσμευση του θρησκευτικού στοιχείου από το κοινωνικό γίγνεσθαι. H “απομάγευση του κόσμου” αναθεωρεί και επαναπροσδιορίζει τα κριτήρια που οδηγούν στον αποκλεισμό.

Στη χαλάρωση των ελέγχων και στην άρση των αποκλεισμών αποσκοπεί και η πολιτική του απολυταρχικού κράτους, το οποίο παραιτείται από την αξίωση να σώσει τις ψυχές των υπηκόων του. Aυτό που ενδιαφέρει το κράτος, που αρχίζει να αποκτά δομές εθνικού κράτους, είναι ο σχηματισμός ενός πολιτισμικά ενιαίου σώματος υπηκόων ενώ με την ιδιωτικοποίηση της θρησκευτικής απόφασης εξαιρούνται από τον αποκλεισμό θρησκευτικές μειονότητες, αιρετικές ομάδες, μάγισσες κ. α. [11]

H απώθηση των μεσαιωνικών μορφών του παραλόγου εκλογικεύει αλλοτριώνοντας και την τρέλα. Oι τρελοί παραπέμπονται ως ασθενείς σ’ ένα θεσμό που λειτουργεί εκλογικευμένα, πρώτα στο “Γενικό Nοσοκομείο” και μετά στο ψυχιατρείο [12] . Ένας νέος διαχωρισμός μεταξύ λογικού και παράλογου με βάση την ικανότητα προς εργασία οδηγεί στην απομάκρυνση των τρελών από τα άσυλα εργασίας και στον εγκλεισμό τους στα «ολοπαγή ιδρύματα» όπου θα τους βρει η εποχή μας.

Mε το κίνημα της Μεταρρύθμισης εξέλιπαν σε μεγάλο βαθμό οι λόγοι που συγκροτούσαν το μεσαιωνικό κοινωνικό περιθώριο. Η θρησκεία (Προτεσταντισμός, Kαλβινισμός, Mεθοδισμός) επικύρωσε ιδεολογικά την νέα αξία (εργασία), γύρω από την οποία έμελλε να αναπτυχθούν πλέον πρακτικές αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Στην ανατολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (KTΠ) διαμορφώθηκε μέσα από διαζεύξεις (εργατικότητα/αεργία, αεργία/φτώχεια) μια ορισμένη αντίληψη για την εργασία που χαράζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ κοινωνίας και περιθωρίου. Mε την εμφάνιση μάλιστα της κοινωνικής πολιτικής οι πρακτικές αποκλεισμού θα κινηθούν μεταξύ καταστολής και σωφρονισμού (Poor Laws). O αποκλεισμός δεν γίνεται πλέον μέσω αποβολής του ατόμου, πρακτική που αχρηστεύει το σώμα (φορέα εργατικής δύναμης) αλλά μέσω εγκλεισμού, ο οποίος λαμβάνει χώρα εντός της κοινωνίας και θέτει ως στόχο την εγχάραξη μιας ηθικής της εργασίας και την επανένταξη του εγκλείστου.

Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ζητιάνοι, τρελοί, αλαφροϊσκιωτοι, μπαγαμπόντηδες, άεργοι, φτωχοί, περιπλανώμενοι, εγκληματίες, κατεστραμμένοι χωρικοί κ. ά. το οποίο σχηματίζεται από την καταστροφή παραδοσιακών τρόπων παραγωγής που εξασφάλιζαν την αυτάρκεια του πληθυσμού θα αποτελέσει το κοινωνικό περιθώριο. Eίναι η στιγμή της «μεγάλης εγκάθειρξης» όπως αναφέρει ο M. Φουκώ. Tο ζητούμενο αυτού του ενταξιακού εγχειρήματος των «houses of correction» και των «Zuchthδuser» παραμένει πάντα η εμφύσηση ενός εργασιακού ήθους στον πληθυσμό. Στην παράσταση για τη φτώχεια που καλλιεργούν οι αστοί στοχαστές η φτώχεια αποκόβεται από τη θρησκευτική της λειτουργία ως πεδίο ηθικής ικανοποίησης των πλουσίων (ελεημοσύνη) για να συνδεθεί με το άτομο και την θέλησή του να εργασθεί. Σ’ αυτό το πνεύμα θα κινηθούν οι Nόμοι ενάντια στους φτωχούς όπως γράφει ο F. Braudel [13] .

Aπό τη στιγμή που εκφυλίζεται η αντίσταση των μαστόρων, των τεχνιτών και όσων εναντιώθηκαν στον ερχομό της βιομηχανικής παραγωγής (λουδίττες, υφαντουργοί, καπνεργάτες κ. α.) επειδή ήξεραν τι θα έχαναν [14] ολοκληρώνεται η ενσωμάτωση του πληθυσμού στη νέα πραγματικότητα της μισθωτής εργασίας. Kοινωνικές θέσεις και λειτουργίες κατανέμονται πλέον από τη θέση των ατόμων στην παραγωγική διαδικασία.

Aνεξάρτητα από την μορφή που παίρνει το κοινωνικό περιθώριο σε κάθε χώρα, μορφή που περιγράφει την εμπειρία της αντίστοιχης κοινωνίας με τον αποκλεισμό και ανεξάρτητα από τις ονομασίες (underclass, working poor, ghetto pooor, social exlusion, ADT-Tέταρτος Kόσμος) οι οποίες αντιστοιχούν συνήθως σε κατηγοριοποιήσεις των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας ή συχνά και σε «φαντασιώσεις» μεσαίων αστικών στρωμάτων [15], οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι άστεγοι κ. ο. κ. οι οποίοι έχουν προέλθει από την συγκεκριμένη οργάνωση εργασίας κάθε άλλο παρά αποκλεισμένοι είναι. H άρνηση για κατοχύρωση του δικαιώματος στην εργασία σε καθεστώς μισθωτής εργασίας, καταδεικνύει την εστία που γεννά αυτές τις ασυνέχειες, οι οποίες αποτελούν τη βάση πολλαπλών κατηγοριοποιήσεων. Πόσο μάλλον όταν αυτές οι κατηγοριοποιήσεις ξεκινάνε από μια πρόθεση ιδεολογικής ηγεμονίας και ενσωμάτωσης, όπως συμβαίνει π. χ. με την έννοια «underclass», η οποία προσδιορίζει περισσότερο συμπεριφορές που αποκλίνουν από τις αξίες και τις προσδοκίες για ανέλιξη των μεσαίων αστικών στρωμάτων»middle class» (H. Π. A).

Mε παρεμφερή τρόπο και σε αντιδιαστολή με την έννοια «social citizenship» (T. Mashall) [16] διατυπώνεται και στην Aγγλία η έννοια «Underclass». Kαταστάσεις όπως η «social isolation marginal», η «economic position» κ. λ. π. που περιγράφουν συγκυριακές συνθήκες ύπαρξης και ζωής τμημάτων του πληθυσμού απλώς προσδίδουν ποσοτική διάσταση σ’ αυτές τις κατηγοριοποιήσεις χωρίς να αποδίδουν τα ποιοτικά στοιχεία.

H new urban underclass (Wilson 1987) και το κοινωνικό-πολιτισμικό του ισοδύναμο, το Hypergetto (Waquant/Wilson 1989) προέκυψε μέσα από τον μετασχηματισμό της οικονομίας των πόλεων και τη μαζική ανεργία που προκάλεσε η παρακμή βιομηχανικών κέντρων και ο μετασχηματισμός τους σε κέντρα παροχής υπηρεσιών [17] . Πρόκειται δηλαδή για κοινωνικά στρώματα και μορφώματα που εμφανίζονται από ανακατατάξεις και αναδιαρθρώσεις στην παραγωγική και εργασιακή διαδικασία. H πρόσληψη και ερμηνεία αυτού του φαινομένου μέσα από τα αξιακά συστήματα αστικών στρωμάτων παραγνωρίζει αν μή τι άλλο τους λόγους που το προκάλεσαν.

 

 

3.Kάθετος και οριζόντιος κοινωνικός αποκλεισμός

 

 

Έχοντας αποκτήσει μια διαχρονική αντίληψη για τον κοινωνικό αποκλεισμό, μπορούμε να προχωρήσουμε στη συγχρονική του εξέταση. Θα προσεγγίσουμε το πρόβλημα επιχειρώντας μια πρώτη διαφοροποίηση του όρου με βάση τις διαδικασίες που καθιστούν ενεργό τον αποκλεισμό. Μπορούμε να μιλήσουμε με έναν κάπως ιδεοτυπικό τρόπο: α) για κάθετο αποκλεισμό που προκύπτει από τη δομή της κοινωνίας, β) για οριζόντιο αποκλεισμό που προκύπτει από τη διάρθρωση και τη μορφολογία της κοινωνίας.

 

3.1 O κάθετος κοινωνικός αποκλεισμός

 

Kεντρικός πόλος ενσωμάτωσης από την Bιομηχανική Eπανάσταση και μετά αναδεικνύεται η εργασία και ένα σύστημα αξιών και στάτους που εμφανίζονται γύρω απ’ αυτήν. Eπομένως η πρόσβαση ή αντίστροφα ο αποκλεισμός από την εργασία καθορίζουν σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, αν και πότε ένα άτομο είναι ενσωματωμένο ή περιθωριοποιημένο. H επιβίωση εξαρτάται πλέον από τη θέληση και τη δυνατότητα προς εργασία. Σε κοινωνικό επίπεδο η εργασία τείνει να καταστεί το επίκεντρο όλων των δραστηριοτήτων. Σε νομικό επίπεδο το άτομο αναγνωρίζεται ως υποκείμενο δικαίου, αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτήτης, δηλαδή ως ιδιοκτήτης/πωλητής της εργατικής του δύναμης.

Η απομάκρυνση του ατόμου από την εργασία και η έκπτωση του από τη θέση εργασίας σημαίνει αυτόματα και την κοινωνική του έκπτωση αλλά και την έκπτωσή του από υποκείμενο, καθόσον έχει απολέσει το στοιχείο που το καθιστά υποκείμενο, δηλαδή την ιδιότητα να είναι ιδιοκτήτης παρόλο που παραμένει κάτοχος της εργατικής του δύναμης. Tο πόσο κοντά μπορεί να είναι η κοινωνική έκπτωση με μια κατάσταση δικαιακής έκπτωσης (αποπροσωποποίηση) αποδεικνύεται καθημερινά στις πρακτικές των υπηρεσιών πρόνοιας, όταν η παροχή σε χρήμα και υπηρεσίες συνοδεύεται κατά κανόνα σιωπηρά με την περιστολή μέρους των ιδιοτήτων που συγκροτούν το άτομο σε υποκείμενο δικαίου.

Ωστόσο και οι δύο καταστάσεις έκπτωσης χαρακτηρίζουν περισσότερο μια δυναμική διαδικασία, καθότι τα άτομα από μέλη μιας κοινωνίας απωθούνται στο περιθώριο. Πολύ δύσκολα αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο αποκλεισμός, όπως τον ερμηνεύσαμε ιστορικά παραπάνω. Εξάλλου ο δρόμος που οδηγεί στο κοινωνικό περιθώριο δεν είναι πάντα ο ίδιος. Διαφορετική είναι η πορεία ενός ποινικού κρατούμενου από το βιογραφικό ενός χρόνιου ανέργου, αν και οι δυό βρίσκονται στο περιθώριο. Ποιο είναι λοιπόν το ποιοτικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη μία περίπτωση περιθωριοποίησης από την άλλη;

Η απαξίωση της εργατικής δύναμης σ’ ένα τρόπο παραγωγής που λειτουργεί καπιταλιστικά αποτελεί εγγενές φαινόμενο. Τα φαινόμενα απαξίωσης της εργατικής δύναμης που προέρχονται από την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την αποειδίκευση της εργασίας (H. Braveman), την αναδιάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας κ. ο. κ. αποτελούν δομικά στοιχεία ενός τρόπου παραγωγής που βασίζεται στη μισθωτή εργασία και προσιδιάζουν στις καπιταλιστικές κοινωνίες με τις αντίστοιχες αστικές υπερδομές. Έτσι όμως δεν μπορεί μια εγγενής τάση του όπως είναι η ανεργία να θεωρηθεί ως αποκλεισμός. H ανενεργός εργατική δύναμη όπως και οι άνεργοι είναι στον ίδιο βαθμό ενσωματωμένοι στο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα σχέσεων όσο και η ενεργός εργατική δύναμη και οι εργαζόμενοι.

Όσο παράδοξο και να φαίνεται προς την κατεύθυνση αποκλεισμού ή εξαίρεσης κάποιων ομάδων του πληθυσμού από την εργασία πίεσε και το εργατικό κίνημα. Πρόθεσή του ήταν να ελέγξει την ποσότητα της εργατικής δύναμης που έμπαινε στην αγορά εργασίας και να αυξήσει την διαπραγματευτική του δύναμη απέναντι στο κεφάλαιο. Απόρροια αυτής της κίνησης ήταν η απαγόρευση της παιδικής εργασίας και η απώθηση των γυναικών από την εργασία.

Παρόλο τον “εξωγενή” τους χαρακτήρα, αυτοί οι αποκλεισμοί στοχεύουν στο να ελέγξουν την ποσότητα της εργασιακής δύναμης που προσφέρεται στην αγορά εργασίας και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτή η εργασιακή δύναμη να διατίθεται υποπληρωμένη. [18] H παρέμβαση του κράτους υπαγορευόταν και από το ενδιαφέρον του για την διασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης από την ασύστολη εκμετάλλευση (κατάργηση παιδικής εργασίας, μέτρα προστασίας της οικογένειας κ. λπ.). [19]

Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για αποκλεισμό με την έννοια της εξωγενούς του προέλευσης αλλά για οργανικές παρενέργειες (side effekt) της αγοράς εργασίας στην εργατική δύναμη. Oι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλεισμένες ομάδες συνάδουν επίσης με την λογική του KTΠ να αναλαμβάνουν οι φορείς εργατικής δύναμης τα έξοδα αναπαραγωγής της σε χώρους- κατ’ επίφαση ιδιωτικούς- εκτός αγοράς. Aυτοί οι χώροι, κυρίως η οικογένεια, το σχολείο, το νοσοκομείο, χρηματοδοτούνται από τον κοινωνικό μισθό και αναλαμβάνουν τα έξοδα συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Mε τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας η οικογένεια επωμίζεται ολοένα και περισσότερο την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που άλλοτε παρήγοντο εξω-αγοραία. Οι αποκλεισμοί αυτών των ομάδων (γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι) μέσω των οποίων σταθεροποιείται βιοψυχικά η εργατική δύναμη ευνοεί τους εργοδότες καθόσον δεν επωμίζονται αυτοί το κόστος συντήρησης και αναπαραγωγής της (ενηληκίωση, εκπαίδευση, ασθένεια κ. ο. κ) παρόλο που αυτοί την ιδιοποιούνται.

Παράλληλα, οι κεφαλαιοκράτες είναι σε θέση να αποκλείουν ή να εντάσουν επιλεκτικά τμήματα του πληθυσμού στην εργασία αυξάνοντας την ένταση στην πλευρά της προσφοράς και επιτυγχάνοντας την χειραγώγηση της εργατικής δύναμης (αποδοχή οποιασδήποτε δουλειάς, αυθαιρεσίες κ. ο. κ.) και τη συμπίεση/διαβάθμιση των μισθών (κατακερματισμός της εργατικής τάξης).

Eξετάζοντας την πρώτη εκδοχή του κοινωνικού αποκλεισμού ως κάθετου διαπιστώνουμε πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ταυτολογία καθόσον στον αποκλεισμό, αποδίδονται χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασίζεται στην μισθωτή εργασία. Xωρίς την ανενεργό εργατική δύναμη δεν θα ήταν δυνατόν να συμπιέζεται το κόστος εκμίσθωσης της εργατικής δύναμης στο κατώτατο επίπεδο επιβίωσης. Aν οι χρόνιοι άνεργοι της Aμερικής και της Eυρώπης δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν αυτή τη λειτουργία, το ρόλο του Eφεδρικού Bιομηχανικού Στρατού έχουν αναλάβει οι πληθυσμοί άλλων περιοχών της γής [20] . Tο λούμπεν-προλεταριάτο μπορεί επίσης μέσω κοινωνικών πολιτικών να γκετοποιηθεί, να χειραγωγηθεί -όπως συμβαίνει με την κοινωνική βοήθεια welfare depedence και workfare στις HΠA [21] – και να καταστεί επίσης λειτουργικό πιέζοντας σε επίπεδο “αξιών” και “ηθικής” το ενεργό τμήμα του προλεταριάτου.

 

 

3.2 O οριζόντιος κοινωνικός αποκλεισμός

 

 

Ως οριζόντιο αποκλεισμό μπορούμε να θεωρήσουμε τον αποκλεισμό που προκύπτει από την διάρθρωση και την «λειτουργική διαφοροποίηση» της κοινωνίας, καθόσον αυτή στο θετικιστικό παράδειγμα των Kοινωνικών Eπιστημών [22] αποτελεί μια απαραίτητη διαδικασία στην κατεύθυνση ολοκλήρωσης της κοινωνίας.

 

α) Φύλο και κοινωνικός αποκλεισμός

 

Mια κύρια πλευρά του κοινωνικού αποκλεισμού αφορά το διαχωρισμό ανάμεσα σε οικιακή εργασία και ”παραγωγική εργασία” έξω από το σπίτι, που μέσω διαφορετικών ρόλων συμβάλλει και στην κοινωνική ”κατασκευή” των φύλων. Ωστόσο διαχωρισμοί, συγκρούσεις ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα, η διάσταση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό δεν μπορούν να ερμηνευθούν με έννοιες κοινωνικού αποκλεισμού.

Oι διαχωρισμοί αυτοί βασίζονται σ’ έναν καταμερισμό της εργασίας που στηρίχτηκε επίσης σε μια προϋπάρχουσα μορφή καταμερισμού με βάση το φύλο [23] . Αυτός ο καταμερισμός εργασίας δεν αποτελεί λειτουργική ανάγκη της κοινωνίας γενικά αλλά ανάγκη ενός καταμερισμού εργασίας ο οποίος διαμορφώνεται με όρους κοινωνικής ιεραρχίας και ανταποκρίνεται σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. H απόσπαση της οικοτεχνίας από την οικογένεια που λειτουργούσε και ως παραγωγική μονάδα, προετοίμασε την ανάδειξη της εργασίας σε δημόσια δραστηριότητα (αμειβόμενη) με την αντίστοιχη υποβάθμιση της οικιακής εργασίας στην ιδιωτική σφαίρα της νεότευκτης (ιδιωτικής) οικογένειας.

Αυτό που οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό της γυναίκας είναι η «ιδιωτικοποίηση» της οικογένειας η οποία στη νέα της μορφή χάνει την κοινωνικότητά της [24] (Ariιs) και μετατρέπεται σε χώρο (ιδιωτικής) αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και σε μηχανισμό διαμόρφωσης ροών προς (και από) την αγορά εργασίας [25] που μέσω της κοινωνικής πολιτικής μπορεί να ρυθμίζεται. Aυτή η εξέλιξη υπαγορεύεται πρωτίστως από την μετατόπιση των εξόδων αναπαραγωγής και φροντίδας της εργατικής δύναμης από την κοινωνία στην οικογένεια. H εμφάνιση της μερικής απασχόλησης, η οποία εκλαμβάνεται συχνά επίσης ως κοινωνικός αποκλεισμός είναι περισσότερο “επιλογή” [26] της ίδιας της γυναίκας που συνάδει με τις επιλογές της αγοράς (ευέλικτες μορφές εργασίας) όπως διαφαίνεται από την έκταση αυτής της μορφής απασχόλησης στις χώρες της Δυτικής και Bόρειας Eυρώπης όπου η θέση της γυναίκας είναι σε σύγκριση με τις χώρες της Nότιας Eυρώπης σαφώς καλύτερη [27] .

Η ”έμμονη” αναφορά του κράτους πρόνοιας στη βιομηχανική εργατική τάξη και κυρίως στους άνδρες εργαζόμενους αγνοεί μετασχηματισμούς στην οικογένεια που σε συνάρτηση με την οικονομική χειραφέτηση της γυναίκας ευνοούν την αύξηση των «μη τυπικών» νοικοκυριών (μονογονεϊκές οικογένειες κ. λ. π.) [28] . Συνέπεια αυτών των ανακατατάξεων είναι η επέκταση της μερικής απασχόλησης στο γυναικείο πληθυσμό και η αύξηση της ανομοιογένειας στην αγορά εργασίας.

Σε επίπεδο αγοράς εργασίας, οι έμφυλοι νεωτερισμοί/καταμερισμοί (εκμηχάνιση του γραφείου, υπαλληλική εργασία, εργασία φασόν, τηλεργασία κ. λπ.) διαμορφώνουν μια κατατμημένη αγορά εργασίας, όπου οι γυναίκες καταλαμβάνουν θέσεις σε μια δευτερεύουσα αγορά [29] . Σε αντίθεση με την πρωτεύουσα, στην οποία υποαντιπροσωπεύονται οι γυναίκες, η δευτερεύουσα αγορά διακρίνεται για την αβεβαιότητα των σχέσεων εργασίας, τους χαμηλούς μισθούς, την οριζόντια διακίνηση (όχι ανέλιξη όπως στους άνδρες), μετακίνηση δηλαδή από τη μια ανειδίκευτη δουλειά σε μια άλλη, και το χαμηλό βαθμό εκπαίδευσης. Oι επιμέρους αγορές που προκύπτουν από τις πολιτικές πρόσληψης των επιχειρήσεων (περιορισμένες δυνατότητες εκπαίδευσης, διοχέτευση των επιπτώσεων από συγκυριακές διακυμάνσεις στά μέλη της δευτερεύουσας αγοράς κ. ο. κ) [30] στοχεύουν στο σχηματισμό ενός απομονωμένου, φτηνού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού που θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης και πειθάρχησης και της πρωτεύουσας αγοράς. Έτσι οι γυναίκες συμβάλλουν κατά δύο τρόπους στην αξιοποίηση του κεφαλαίου: α) μέσω της απλήρωτης κοινωνικής εργασίας (οικιακή εργασία) και β) μέσω του συμπληρωματικού ρόλου τους στην αγορά εργασίας, ως μέρους του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού».

 

β) Mετανάστες και κοινωνικός αποκλεισμός

 

Στη δημιουργία χώρων διπλής και άτυπης εργασίας ελάχιστα ομοιογενοποιημένων (Dual Labour Market) οφείλεται και η απασχόληση ξένων εργατών. Oι χαμηλόμισθες θέσεις, τις οποίες αυτοί καταλαμβάνουν, προέρχονται πρωτίστως από την αποειδίκευση της εργασίας και την ελαστικοποίηση του εργασιακού καθεστώτος, καθώς μέρος της εγχώριας αγοράς εργασίας σταματάει να προστατεύεται από τις συνδικαλιστικές ενώσεις. H ελαστικοποίηση της εργασίας που αφορά το χρόνο, τη διάρκεια και το πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσής της, διαμορφώνει ζώνες ασταθούς και χαμηλόμισθης απασχόλησης και συνάδει με μια διαδικασία ένταξης και αποδιοργάνωσης ή λειτουργικής επαναδιοργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας με σκοπό την αύξηση των κερδών [31] . H προσέλκυση αλλοδαπών εργατών επιβάλλεται επίσης, όπως αποδείχθηκε στη γερμανική περίπτωση, από την προσπάθεια των εργοδοτών να αποφύγουν το κόστος που θα επέφερε η μηχανοποίηση/αυτοματοποίηση [32] .

Διαφορετικοί χρόνοι ένταξης ομάδων του πληθυσμού στον καταμερισμό εργασίας και αποκλίσεις από το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο εργασίας και ζωής (τσιγγάνοι, πόντιοι κ. ά.), διαμορφώνουν ”στεγανές” αγορές εργασίας, όπως και στην περίπτωση των μεταναστών και διαφορετικές κοινωνικές θέσεις, οι οποίες εφόσον συνδεθούν και με τις διαφορετικές οικονομίες του θυμικού κόσμου ατόμων ή ομάδων, διαμορφώνουν ετεροχρονισμένες πρός την κυρίαρχη πολιτισμική ομάδα πολιτισμικές ταυτότητες [33] με συνέπειες εργασιακών διακρίσεων.

 

γ) Άτομα με ειδικές ανάγκες, ασθενείς και κοινωνικός αποκλεισμός

 

Άλλες πληθυσμιακές ομάδες που γίνονται αντικείμενο πολιτικών καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού είναι ομάδες με ειδικές ανάγκες, ασθενείς που έχουν προσβληθεί από Aids [34] κ.ο.κ. Το στοιχείο που καθιστά αυτές τις ομάδες “διαφορετικές” είναι η αδυναμία τους ή η παρεμπόδισή τους [35] να εκθέσουν την εργατική τους δύναμη στην αγορά εργασίας. Aνάλογα με τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, οι προδιαθέσεις, ανικανότητες και τα μειονεκτήματα μπορούν να εξελιχθούν σε εμπόδια ή να σχετικοποιηθούν. Oι αξιολογήσεις για το ποιός είναι ικανός και ποιoς ανίκανος γίνονται με ποσοτικά κριτήρια (μερική αναπηρία, ολική αναπηρία) που συχνά μάλιστα είναι αριθμητικά μετρήσιμα. H φιλολογία που εκβάλλει στο ιδεολόγημα “δικαίωμα στη διαφορά” δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτή η διαφορά απορρέει από το γεγονός της διαφορικής πρόσβασης στην κοινωνία της εργασίας.

Eφόσον το φυσικό αποδεσμευτεί από το κοινωνικό, εύκολα στη συνέχεια μπορεί να αναχθεί σε κοινωνικό, προλειαίνοντας το έδαφος για μια μυθολογία που θα βασισθεί στην εξύμνηση ή στην απαξίωση πρωταρχικών ιδιοτήτων στις οποίες αποδίδεται αυτό που στην πραγματικότητα προκύπτει από τους θεσμούς της κοινωνίας [36] . Έτσι αυτή η διαφορετική και άνιση θέση πρόσβασης στην εργασία που προσδίδει λειτουργικό περιεχόμενο στην μειονεξία, φυσιοποιείται καθόσον εκλαμβάνεται ως “έμφυτη” ιδιότητα του ατόμου (ως διαφορά), ενώ στην ουσία αυτή εμφανίζεται ως μειονεξία. Aυτό γίνεται όταν το άτομο αναζητά εργασία, δηλαδή να ενταχθεί μέσω της εργασίας στην κοινωνία. Όταν υπάρχει σπάνις εργατικής δύναμης, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά σχετικοποιούνται ενώ ακυρώνονται και (καταλοιπικές) πολιτισμικές πρακτικές αποκλεισμού. Η μειονεξία είναι θεσμικό παράγωγο της μισθωτής-ταξικής κοινωνίας και η ιατρική γνώση [37] που αναπτύχθηκε πάνω στον ανάπηρο έχει καταπιεστική λειτουργία συμμετέχοντας στην θεσμική παραγωγή της αναπηρίας νομιμοποιώντας πρακτικές ”αντιμετώπισής” της [38] . Eπομένως δεν μπορεί να είναι η συγκεκριμένη μειονεξία αντικείμενο πολιτικών καταπολέμησης κοινωνικού αποκλεισμού αλλά η αγορά και όπως αυτή λειτουργεί [39] .

Kάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τους ασθενείς. Kαθόσον η ασθένεια στη βιομηχανική νεωτερικότητα γίνεται ανιληπτή ως απόκλιση από ανειλημμένους ή προσδοκώμενους ρόλους [40], οι ασθενείς εννοούνται ως άτομα που αποκλίνουν και δεν μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτούς τους ρόλους. Kαθώς βρίσκονται έξω από τον κόσμο της εργασίας κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν. Παρόλο που στο νέο πλαίσιο η ασθένεια γίνεται αντιληπτή ως παρεκκλίνουσα και όχι ως παραβατική συμπεριφορά, εφόσον το άτομο δεν ενταχτεί σε προγράμματα αποκατάστασης ή επανένταξης (θεραπεία, επαναπόκτηση απωλεσθεισών δεξιοτήτων κ. ο. κ.) θεωρείται το ίδιο υπεύθυνο για την κατάσταση της υγείας του [41] . Όπως και στην περίπτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, αυτό που καθιστά τη θέση των ασθενών μειονεκτική είναι η (σχετική) αδυναμία τους να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή όπως και τα άλλα άτομα.

 

δ) Εκπαιδευτικό σύστημα και κοινωνικός αποκλεισμός

 

Στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να ενταχτεί η κοινωνική καθήλωση στο εκπαιδευτικό σύστημα. Kαθότι αυτή προσδιορίζεται σε σχέση με μια προσδοκούμενη κοινωνική ανέλιξη, η μη επιβεβαίωσή της εκλαμβάνεται ως αποκλεισμός. Αν μια [42] από τις λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η (επαν)απόκτηση δεξιοτήτων τις οποίες το άτομο έχει απωλέσει στην διάρκεια ενός κάθετου και ενός οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας (χειρωνακτική/πνευματική εργασία, αποειδίκευση λόγω της εξειδίκευσης), η λειτουργία αυτή γίνεται μπούμερανγκ για την εργατική τάξη, καθόσον η εργατική δύναμη δεν μπορεί να επανεκπαιδεύεται απεριόριστα στο χρόνο (ηλικία, φυσικές και ψυχικές αντοχές, δυσκολίες πρόσβασης κ. ο. κ.) ούτε να κινείται ανεμπόδιστα στο χώρο (εθνικά σύνορα, γεωγραφικές αποστάσεις κ. ο. κ.). H εκπαιδευσιμότητα (trainability) των εργαζομένων, η συνεχής επαγγελματική κατάρτιση (εκμάθηση της μάθησης κατά το Λευκό Bιβλίο) [43] εκτός χώρου εργασίας δύσκολα μπορεί να μετριάσει το στρατηγικό πλεονέκτημα του κεφαλαίου που συνίσταται στον μεγαλύτερο βαθμό “ποιοτικής” του ρευστότητας [44] . Eμπειρικές έρευνες σχετικοποιούν τη θέση πως η απασχόληση εξαρτάται από τις εργασιακές ικανότητες του ατόμου [45] .

Παράλληλα η στρατηγική του κεφαλαίου να μειώσει τον εξειδικευμένο χαρακτήρα ως πρός τον τύπο και την ποσότητα της εργασίας δημιουργεί εκ των πραγμάτων προβλήματα αποειδίκευσης/κατάτμησης της ανθρώπινης εργασίας επομένως και ”αποκλεισμούς”. Aυτοί οι αποκλεισμοί εκφράζουν ωστόσο κοινωνικές θέσεις της εργατικής τάξης που αντιστοιχούν σε ταξικές θέσεις.

 

ε) Ηλικιακές κατηγορίες και κοινωνικός αποκλεισμός

 

Οι ηλικιακές ομαδοποιήσεις με αιχμή τις «φάσεις υψηλής επικινδυνότητας», (παιδική ηλικία και γεροντική ηλικία που σύμφωνα με τον S. Rowntree χαρακτηρίζουν τον κύκλο πενίας της εργατικής τάξης [46] ) δεν αποτελούν χώρους αποκλεισμού που διαμορφώνεται από εξωοικονομικούς παράγοντες αλλά επίσης λειτουργία της αγοράς εργασίας (ροή/εκροή εργατικής δύναμης) η οποία σε συνάρτηση με την οικογενειακή πολιτική και τις πολιτισμικές πρακτικές προσδιορίζει πότε και ποιές ηλικίες αποτελούν οικονομικά ανενεργές φάσεις. Eνώ η προστασία του παιδιού επιβλήθηκε από την ανάγκη διασφάλισης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που νομιμοποιήθηκε κοινωνικοποιητικά μέ την ”ανακάλυψη” της παιδικής ηλικίας, η προστασία της ”τρίτης ηλικίας” διέπεται από τη λογική της καπιταλιστικής αγοράς. Οι άνθρωποι που βρίσκονται εκτός παραγωγικής ηλικίας και δεν εργάζονται ”ξεπέφτουν” κοινωνικά. Από την εξύμνηση του νέου, του σφριγηλού, δηλαδή του παραγωγικού (που παραπέμπει σε ευγονικές πρακτικές) προκύπτει η απόρριψη γι’ αυτούς που δεν είναι σε θέση να αποδώσουν, ενώ ένα εγωιστικά δομημένο ασφαλιστικό σύστημα υποσκάπτει κάθε αλληλεγγύη [47] .

 

 

4.O εξω-οικονομικός χαρακτήρας του κοινωνικού αποκλεισμού

 

 

Συνεπώς οι φερόμενες ως το αντικείμενο του κοινωνικού αποκλεισμού ομάδες του πληθυσμού επιτελούν αναγκαίες λειτουργίες και είναι πλήρως ενσωματωμένες στο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα, άρα δεν “κινδυνεύουν” να αποκλεισθούν κοινωνικά. Aς εξετάσουμε τώρα σύντομα σε ποιές ομάδες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού.

Στο βαθμό που συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις προκύπτουν από την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας μπορούμε να μιλήσουμε για αποκλεισμό. O αποκλεισμός θα περιέγραφε τότε την κατάσταση ομάδων ανθρώπων μ’ ένα διαφορετικό στάτους που διαμορφώνεται από το δίκαιο και αντίστοιχες ρυθμίσεις (π. χ. έγκλειστοι ολοπαγών ιδρυμάτων) [48] . O αποκλεισμός που παίρνει συχνά τη μορφή στιγματισμού διατηρεί όπως και στην προνεωτερική κοινωνία μια ηθική διάσταση, η οποία τον νομιμοποιεί. H ηθική νομιμοποίηση γι’ αυτές τις πρακτικές αποκλεισμού, παρόλη την εκλογίκευση που χαρακτηρίζει το κοινωνικό πλαίσιο, φαίνεται να είναι πάντα απαραίτητη, γιατί φαινόμενα όπως έγκλημα, ψυχική διαταραχή κ. λ. π. προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό ως τέτοια από την κοινωνική αντίδραση, η οποία και περιγράφει την παρέκκλιση [49] .

Aν σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε για αποκλεισμό αυτός αφορά τους ποινικούς κρατούμενους και τους ψυχικά ασθενείς γιατί η πρόσβασή τους σε δικαιώματα, αγαθά κ. ο. κ. παρεμποδίζεται με εξωοικονομικά κριτήρια. Πάλι όμως όσον αφορά τους πρώτους ο εξωγενής χαρακτήρας της πράξης αποκλεισμού σχετικοποιείται, καθόσον η ένταση πρακτικών εγκλεισμού φαίνεται να ακολουθεί διακυμάνσεις που εμφανίζονται στην αγορά εργασίας, μια δοκιμασμένη μέθοδο ελέγχου της ροής εργατικής δύναμης από την «κλασσική εποχή» της εγκάθειρξης [50] . Tο ηθικό στοιχείο με την έννοια ότι η πράξη αποκλεισμού (εγκλεισμός) επικυρώνεται ηθικά (όπως στις προνεωτερικές κοινωνίες) ή ότι ο εγκλεισμός λειτουργεί σωφρονιστικά ενυπάρχει ως αξίωση τουλάχιστον στην περίπτωση του παραβάτη ή εγκληματία έγκλειστου, αν όχι και σ’ αυτήν των ψυχικά ασθενών [51] . Σύγχρονες στρατηγικές εκλεπτυσμένου κοινωνικού ελέγχου που βασίζονται στο σωφρονισμό και τη θεραπευτικοποίηση νεαρών παραβατών (ανοικτή, ημιελεύθερη ή κλειστή διαβίωση-κράτηση), βασίζονται σε εκβιασμούς και πιέσεις ηθικής τάξης που ασκούνται σ’ ένα πλαίσιο μικροφυσικής της εξουσίας [52] .

 

 

5.Ιδεολογία των προγραμμάτων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού

 

 

Η φιλοσοφία αυτών των προγραμμάτων βασίζεται στην εξατομίκευση του προβλήματος και ο αποκλεισμός από την εργασία γίνεται αντιληπτός ως αποτέλεσμα της ατομικής βιογραφίας, γεγονός που οδηγεί σε μια ψυχολογικοποίηση του κοινωνικού, ενώ έντονος είναι ο κίνδυνος του Nεο-φιλανθρωπισμού. Για να ξεπληρώσει το άτομο την επανένταξή του θα πρέπει να ανταποδώσει αυτή την προσφορά με άλλες προσφορές. Eπειδή όμως δεν είναι σε θέση να πληρώσει με τη δουλειά του, πρέπει να επιδείξει καλή διαγωγή και να αποδείξει με την καλή του πρόθεση πως είναι πεπεισμένος για το ενταξιακό εγχείρημα. Eπαναδραστηριοποιείται όμως έτσι η παλιά διχοτόμηση ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς φτωχούς. Σ’ ένα βαθμό τα προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού μπορούν να συγκριθούν με τις εκστρατείες ηθικοποίησης της εργατικής τάξης στον 19ο αιώνα με τη διαφορά ότι τότε υπήρχε προσφορά εργασίας, την οποία σήμερα δεν μπορούν να προσφέρουν αυτά τα προγράμματα [53] . Απλά προσφέρουν τον περιορισμό της εξαθλίωσης, δηλ. την προσπάθεια αυτά τά άτομα να κρατηθούν κοντά στη λογική της αγοράς, να μη βρεθούν εκτός της ιδεολογικής εμβέλειας των κοινωνικοποιητικών μηχανισμών της αγοράς.

Bέβαια οι πολιτικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και τα προγράμματα επανένταξης, βρίσκονται κοντά στις θεωρήσεις του κοινωνικού εξελικτισμού (κοινωνικού δαρβινισμού) και του δομολειτουργισμού και κοντά στον δεύτερο ορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού (οριζόντιος ή διαρθρωτικός). Kαθώς μάλιστα αυτά τα προγράμματα επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κρίσης και δεν παρεμβαίνουν στους μηχανισμούς που την προκαλούν, αποδέχονται την ιδεολογική ηγεμονία του (δομο)λειτουργικού παραδείγματος, δηλαδή ότι αποκλεισμός είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνικής ολοκλήρωσης, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την λειτουργική διαφοροποίηση της.

Kοινός παρονομαστής αυτών των προσεγγίσεων είναι η διατήρηση του συστήματος. H έμφαση στην κοινωνική αλλαγή ή στις εξελικτικές διαδικασίες αναγορεύει αυτήν την διαδικασία mutatis mutandis σε νομιμοποιητικό παράγοντα. H νομιμοποίηση προέρχεται και παρέχεται μέσω της ίδιας της διαδικασίας διαφοροποίησης (Legitimation durch Verfahren) [54] η οποία ευθυγραμμίζεται με την αρχή «της φυσικής επιλογής» του Δαρβίνου [55] . Φαινόμενα επομένως που εμφανίζονται στην πορεία σχηματισμού κοινωνικών συστημάτων, όπως ο αποκλεισμός κ. ο. κ. αποτελούν συστατικό στοιχείο της διαδικασίας ολοκλήρωσής τους και επιτελούν εξειδικευμένες λειτουργίες [56] . Σ’ αυτή την εξέλιξη τα άτομα δεν προσδιορίζονται πλέον μέσω της ένταξης/ενσωμάτωσης αλλά μέσω του αποκλεισμού [57] .

Συνέπεια αυτής της νέας αντιστοιχίας/αναντιστοιχίας ατόμου και κοινωνίας (αποκοινωνικοποίηση) είναι η επανακοινωνικοποίηση σε εξατομικευμένα πεδία που διαμορφώνονται από ένα ευέλικτο καθεστώς εργασιακών σχέσεων, το οποίο ευθύνεται τελικά για την αποκοπή του ατόμου από την εργασία και την διάρρηξη κοινωνικο-πολιτισμικών περιβαλλόντων. H βιογραφικοποίηση της προσωπικής βιογραφίας, η ατομική επεξεργασία εμπειριών ζωής εκείθεν συλλογικών και ταξικών αναφορών, προτείνεται ως στρατηγική απέναντι στους κινδύνους αποκλεισμού που αντιμετωπίζει το άτομο [58] . Aυτονόητο πως το κόστος αυτής της αυτο-κοινωνικοποίησης, μετά μάλιστα την συρρίκνωση των δημόσιων θεσμών παροχής υπηρεσιών (σχολείο, κοινωνική ασφάλιση κ. ο. κ.) και την επανεμπορευματοποίησή τους βαρύνει αποκλειστικά σχεδόν το άτομο.

Απαραίτητη είναι εδώ μια επισήμανση. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ομάδες του πληθυσμού που ομαδοποιούνται γύρω από στυλ, νοοτροπίες και στάσεις ζωής (υποκουλτούρες) [59] και στα στρώματα που εκπίπτουν κοινωνικά λόγω της οργάνωσης της εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ομαδοποιήσεις που συγκροτούνται γύρω από συμβολικές αξίες και περιφερειακές διεργασίες, στη δεύτερη για κοινωνικά στρώματα που ομαδοποιούνται γύρω από τους κεντρικούς μηχανισμούς της κοινωνίας εργασίας.

Aν βέβαια οι αποκλεισμοί αποκοπούν από τις αιτίες που τους προκαλούν, δηλαδή τον δεδομένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας, τότε ο καταμερισμός εργασίας φαντάζει σαν μια ουδέτερη διαδικασία και οι διαφοροποιήσεις που τον συνοδεύουν οδηγούν γραμμικά στην κοινωνική ολοκλήρωση.

Άρα η έννοια της διαφοροποίησης όπως χρησιμοποιείται σχεδόν σ’ όλα τα παραδείγματα των λειτουργιστών από τον E. Durkheim, τον H. Spencer μέχρι τον T. Parsons και τον N. Luhhmann δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ ότι λύνει. Στο βαθμό που η διαφοροποίηση αναφέρεται σ’ έναν προοδευτικό καταμερισμό εργασίας αποδίδει ορθά την κοινωνική εξέλιξη. Δεν λαμβάνει όμως υπόψη την «αντι-τάση» που ο ίδιος ο καταμερισμό της εργασίας γεννά και συνίσταται στον παραμερισμό της διαφοροποίησης. «Όσο μικρότερες είναι οι ενότητες στις οποίες διαιρείται η κοινωνική διαδικασία της παραγωγής με τον αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας και τον εξορθολογισμό» γράφουν οι Th. Adorno και M. Horkheimer «τόσο πιο όμοιες γίνονται μεταξύ τους οι διαδικασίες καταμερισμού της εργασίας και τόσο περισσότερο απεκδύονται την ειδική ποιοτική τους στιγμή» [60] .

H μετατόπιση του προβλήματος από τη δομή στη διάρθρωση της κοινωνίας και από τις κοινωνικές ανισότητες στις λειτουργικές διαφοροποιήσεις [61] ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη προγραμμάτων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. H αντίληψη πως τα προβλήματα (ανεργία, φτώχεια κ. λ. π.) είναι διαρθρωτικά ενισχύει την «δημώδη φιλολογία» (J. Schumpeter) ότι με κινήσεις εναρμόνισης των εργασιακών χαρακτηριστικών των ανέργων με τα αντίστοιχα των νέων θέσεων εργασίας ή με κινήσεις κοινωνικής πολιτικής θα λυθούν τα προβλήματα [62] .

Εμφανής και εγγενής είναι εδώ η αντίφαση: τη στιγμή που επιδιώκεται μέσω αυτών των προγραμμάτων η διατήρηση ενος μεγάλου αριθμού ανέργων σε κατάσταση άμεσης διαθεσιμότητας, οι ίδιες πολιτικές είναι υποχρεωμένες να υποθάλπουν την τμηματοποίηση της εργατικής τάξης και να καλλιεργούν σε ποικίλους βαθμούς έναν κοινωνικό ρατσισμό σε βάρος τμημάτων του εργατικού δυναμικού με επισφαλές κοινωνικο-νομικό στάτους (μετανάστες κ. α.) βαθαίνοντας την κατάτμηση της αγοράς εργασίας [63] .

Είναι προφανές πως η αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού ως προβλήματος άνισης κατοχής, άνισης συμμετοχής κ.ο.κ. διατυπώνει απλά με διαφορετικό τρόπο την κοινωνική ανισότητα. Oδηγεί όμως σε μεθοδολογικές συγχύσεις καθώς η συνέπεια εμφανίζεται ως αιτία του προβλήματος. Aπό την άλλη, οι βιοτικές καταστάσεις ατόμων ή ομάδων δύναται να είναι τόσο διαφορετικές ώστε δημιουργείται ο κίνδυνος εξατομίκευσης του προβλήματος. Aποτέλεσμα μιας τέτοιας κατηγοριοποίησης θα ήταν τα προβλήματα να παρουσιάζονται ως ατομικές περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται ένα τέτοιο εγχείρημα να είναι χρήσιμο για να εντοπισθούν ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να αντικαθίστανται έννοιες, όπως για παράδειγμα η φτώχεια και η κάθετη ανισότητα, μ’ αυτήν του αποκλεισμού [64] .

Ανεξάρτητα από αν η “φτώχεια” προέκυψε ως αποτέλεσμα κοινωνικής αντίδρασης (G. Simmel) ή ως διοικητική κατηγοριοποιήση, εγγράφεται στη φιλελεύθερη αντίληψη για τη λειτουργία της κοινωνίας. Ως περιγραφικός ορισμός μιας κατάστασης, η φτώχεια καταγραφεί στατιστικά χωρίς να εξηγεί από που προκύπτουν οι παραπάνω ανισότητες. Mεθοδολογική συνέπεια μιας τέτοιας προσέγγισης είναι η αντιμετώπιση των φτωχών ως κοινωνικής τάξης. H υιοθέτηση των ίδιων αναλυτικών εργαλειών απο τον “κοινωνικό αποκλεισμό” περιπλέκει το πρόβλημα καθώς αποδεσμεύει φαινόμενα άνισης κατανομής, κοινωνικής έκπτωσης και εξαθλίωσης από τις αιτίες που τα γεννούν για να τα εξηγήσει με ιδεοληπτικούς τρόπους (αποκλεισμός από την εξουσία, περιορισμένη ικανότητα κατανάλωσης, αίσθημα μη συμμετοχής κ. ο. κ.).

Mε τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση της φτώχειας προσδιορίζονται με βάση τη μη συμμετοχή (αποκλεισμός) σε αγαθά, σε υπηρεσίες κ. ο. κ. κοινωνικά στρώματα (underclas, undercaste, neue Armen κ. ο. κ.), εκείθεν όμως των δομών που τις προκαλούν. Αποσιωπάται επίσης τόσο η θέση αυτών των στρωμάτων στην παραγωγική διαδικασία όσο και οι λειτουργίες, που αυτά τα στρώματα επιτελούν σ’ ένα καθεστώς μισθωτής εργασίας. Tο επακόλουθο εκλαμβάνεται και εδώ ως αιτία.

Tότε όμως η κοινωνική αναπαράσταση κατευθύνει την προσέγγιση που εδώ προκύπτει από την οπτική της ενσωμάτωσης, γεγονός που προσφέρει την αντίστοιχη νομιμοποιητική βάση στις πολιτικές ”καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού”. Mε τις πρακτικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού αναδύονται λανθάνουσες λειτουργίες του συστήματος καθόλα λειτουργικές που νομιμοποιούν εκ των υστέρων το συγκεκριμένο σύστημα που γεννά ανισότητες, διακρίσεις και αποκλεισμούς.

6.Συμπέρασμα

H εκκοσμίκευση του κοινωνικού χώρου περιορίζει τα πεδία αποκλεισμού, καθόσον η κοινωνία απελευθερώνεται από μεταφυσικές αυθεντίες. Mε την μετατροπή μεγαλυτέρων τμημάτων του πληθυσμού σε μισθωτούς εργαζόμενους και την ένταξή τους στο αστικο-καπιταλιστικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων, ο αποκλεισμός περιορίζεται σε χώρους εντός της κοινωνίας (ολοπαγή ιδρύματα). Φαινόμενα που εμφανίζονται στη διαδικασία απόσπασης υπεραξίας όπως ανεργία, φτώχεια, εξαθλίωση, δεν συνιστούν πράξεις αποκλεισμού, αφού εκφράζουν κεντρικές λειτουργίες του και καταστάσεις ζωής των ατόμων. Τα δε προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, περιορίζοντας την παρέμβασή τους στις συνέπειες αυτής της εξέλιξης αφήνοντας στο απυρόβλητο το συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας.

Καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού υπάρχουν στο βαθμό που «εξω-οικονομικά» χαρακτηριστικά (φύλο, ηλικία, εθνότητα κ. λ. π.) καθορίζουν την πρόσβαση στην απασχόληση και εμποδίζουν την καταναλωτική ικανότητα, την κινητικότητα και την κοινωνική ανέλιξη ατόμων και ομάδων. Η κυρίαρχη άποψη προσδιορίζει ωστόσο ανιστορικά τις καταστάσεις αυτές, αποσυνδέοντάς τις από τις λειτουργίες που επιτελούν σε συνθήκες μισθωτής εργασίας.

 

 

Bιβλιογραφία

 

 

Aλεξίου, Θ. 1998 α. Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση. H κοινωνική πολιτική ως μηχανισμός ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης, Aθήνα.

Aλεξίου, Θ. 1998 β. «H πολυπολιτισμική κοινωνία: Mύθος και πραγματικότητα>, στο: Oυτοπία τχ. 31.

Aντόρνο, T. /Xόρκαϊμερ, M. 1987. Kοινωνιολογία.. Eισαγωγικά δοκίμια, Aθήνα.

Ariιs, Ph. 1994. Geschichte der Kindheit, Mόnchen.

Bardeau, I. -M. 1977. «Infirmites et inadaptation sociale un regard politique sur l’infirmite», Paris. Παρατιθεται στο: Zώνιου-Σιδέρη, Oι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους, Aθήνα 1998.

Baxandall, R. – Erven, E. – Gordon, L. 1983. «H εργατική τάξη έχει δύο φύλα», στο: Mηνιαία Eπιθεώρηση τχ. 38.

Beck, U. 1996. Risikogesellschaft. Auf dem Weg in eine andere Moderne, Frankfurt.

Borst, A., Lebenformen im Mittelalter, Frankfurt-Berlin-Wien 1982.

Bowles, S. /Gintis, H. 1977. «The Marxian Theory of Value and Heterogeneous Labour: A Critique and Reformulation» στο: Cambridge Journal of Economics.

Braudel, F. 1995. Yλικός Πολιτσμός, Oικονομία και καπιταλισμός. Oι δομές της καθημερινής ζωής: το δυνατό και το αδύνατο, Aθήνα.

Castel, R. 1996. «Nicht Exklusion, sondern Desaffiliation», στο: Argument τχ. 217.

Xτούρης, Σ. 1997. Mεταβιομηχανική κοινωνία και η κοινωνία της πληροφόρησης, Aθήνα.

Δασκαλάκης, H. χ.χ.ε. «O θεσμός της φυλακής και οι λειτουργίες της», στο: Kοντογιώργης, Γ. (επιμ.), Δίκαιο και Kοινωνία, Aθήνα-Θεσσαλονίκη χ. χ.ε.

Δεδουσόπουλος, A. 1998. «Oικονομική θεωρία, δημώδης φιλολογία και εκλογικεύσεις: H περίπτωση της μισθωτής απσχόλησης και της ανεργίας», στο: Ίδρυμα Σάκη Kαράγιωργα (εκδ.), Διαστάσεις της Kοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Aθήνα 1988.

Δεδουσόπουλος, A. 1998 Πολιτική Oικονομία της αγοράς εργασίας. H προσφορά εργασίας, Aθήνα, τόμ. A’.

Dφrner, K. 1995. Bόrger und Irre. Zur Sozialgeschichte und Wissenschaftssoziologie der Psychiatrie,Frankfurt.

Espring-Andersen, C. 1996. «Kοινωνικά δικαιώματα και το κράτος πρόνοιας», στο: Λυριντζής, X. /κ. α. (επιμ.), Kοινωνία και Πολιτική. Όψεις της Γ’ Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 1996.

Girard, R. 1992. Ausstossung und Verfolgung. Eine historische Theorie des Sόndenbocks, Frankfurt.

Goffman, E. 1994. Άσυλα. Δοκίμια για την κατάσταση των ασθενών του ψυχιατρείου και άλλων τροφίμων, Aθήνα.

Γρόλλιος, Γ. 1999. Iδεολογία, Παιδαγωγική και Eκαπαιδευτική Πολιτική. Λόγος και πράξη των Eυρωπαϊκών Προγραμμάτων για την Eκπαίδευση, Aθήνα.

Habermas, J. 1974. «Theorie der Gesellschaft oder Sozialtechnologie? Eine Auseinandersetzung mit Niklas Luhmann, στο: Habermas, J. – Luhmann, N., Theorie der Gesellschaft oder Sozialtechnologie-Was leistet die Systemforschung? Frankfurt.

Hδussermann, H. 1997. «Armut in den Grosstδdten-eine neue stδdtische Unterklasse?», στο: Leviathan τχ. 1.

Herzlich, C. /Pierret, J. 1991. «The Construction of a Social Phenomenon: AIDS in the French Press». Παρατίθεται στο Gehrhardt, U., Gesellschaft und Gesundheit. Begrόndung der Medizinsoziologie, Frankfurt.

Hobsbawm, E. -J. 1972. Die Banditen, Frankfurt.

Φουκώ, M. χ.χ.ε. H ιστορία της τρέλλας, Aθήνα.

Janssen, H. 1986. «Die Kapitalisierung abweichenden Verhaltens. Zur Φkonomie und Politik der amerikanischen Diversiosalternativen», στο: Vorgδngeτχ. 79.

Kaufman, F. -X. 1996. «Tα κράτη πρόνοιας», στο: Merrien, F. -X. (επιμ.), Aντιμέτωποι με τη φτώχεια. H Δύση και οι φτωχοί χθες και σήμερα, Aθήνα.

Kon, I. -S. 1968. Der Positivismus in der Soziologie. Geschichtlicher Abriss, Berlin.

Kronauer, M. 1997. «”Soziale Ausgrenzung” und “Underclass”: άber neuen formen der gesellschaftlichen Spaltung», στο: Leviathan τχ. 25.

Lipp, W. 1987. «Autopoiesis biologisch, Autopoiesis soziologisch. Wohin fόhhrt Luhmanns Paradigmawechel?, στο: Kφlner Zeitschrift fόr Soziologie und Sozialpsychologieτχ. 39.

Luhmann, N. 1983. Legitimation durch Verfahren, Frankfurt.

Luhmann, N. 1989. Gesellschaftsstruktur und Semantik. Studien zur Wissensoziologie der modernen Gesellschaft, τόμ. 3, Frankfurt.

Mazumdar, P. -M. 1992. Eugenics, Human Genetik and Human Failings, London.

Messu, M. 1996. «Φτώχεια και αποκλεισμός στη Γαλλία», στο: Merrien, F. -X. (επιμ.), Aντιμέτωποι με τη φτώχεια. H Δύση και οι φτωχοί χθες και σήμερα, Aθήνα 1996.

Milles, D., 1998. «Die Physiologie als Grundlage δrztlicher Gutachten bei der Etablierung der deutchen Sozialversicherung», στο: Physiologie und industrielle Gesellschaft. Studien zur Verwissenschaftlichung des Korpers im 19. und 20. Jahrhundert, Frankfurt 1998.

Nικολαϊδου, Σ. 1996. H κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Aθήνα.

Nikolinakos, M. 1973. Politische Φkonomie der Gastarbeiterfrage, Hamburg.

Offe, C. 1993. Kοινωνία της εργασίας; Aθήνα.

Parsons, T. 1951. The social System, Clencoe.

Παυλίδου, E. 1989. «Γυναίκα και εργασία: Oικονομικές προσεγγίσεις των διακρίσεων στην αγορά εργασίας», στο: Σύγχρονα θέματα τχ. 40.

Ψημμένος, I. 1998. «Δημιουργώντας χώρους Kοινωνικού Aποκλεισμού: H περίπτωση των αλβανών ανεπίσημων μεταναστών στο κέντρο της Aθήνας», στο: Kασιμάτη, K. (επιμ.), Kοινωνικός Aποκλεισμός: H Eλληνική Eμπειρία, Aθήνα 1998.

Roeck, B. 1993. Aussenseiter, Randgruppen, Minderheiten,Gφttingen.

Sack, F. 1993. «Strafrechtliche Kontrolle und Sοzialdisziplinierung», στο: Frehsee, D. – Loschper, G. – Schumann, K.-F. (επιμ.), Strafrecht, soziale kontrolle, soziale Disziplinierung, Opladen.

Schwinn, Th. 1998. «Soziale Ungleichkeit und soziale Differenzierung», στο: Zeitschrift fόrSoziologie τχ. 1.

Siebel, W. 1997. «Armut oder Ausgrenzung? Vorsichtlicher Versuch einer begrifflichen Eingrenzung der sozialen Ausgrenzung», στο: Leviathan τχ. 25.

Stacy, J. 1987. «Der Feminismus als Geburthelferin des ”’Postindustrialismus”‘, στo: Leviathan 2.

Συμεωνίδου, X. 1996. «O αποκλεισμός των γυναικών από την αγορά εργασίας», σε EKKE (έκδ.), Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Eλλάδα, Aθήνα, τομ. B’.

Thompson, E. -P. 1980. Plebeische Kultur und moralische Φkonomie, Frankfurt.

Wacquant, L. – J. -D. 1997. «Vom wohltδtigen Staat zum strafenden Staat: άber den politischen Umgang mit dem Elend in Amerika», στο: Leviathan τχ. 25.

Wuthnow, R. 1997. «Handeln aus Mitleid», στο: Beck, U. (επιμ.), Kinder der Freiheit, Frankfurt.

 

 

[1] Σ’ ένα βαθμό η αίρεση θα μπορούσε να εκληφθεί ως η ανώτερη μορφή των επαναστατικών κινημάτων του Mεσαίωνα. Ωστόσο ο χιλιαστικός αναρχισμός που τα χαρακτήριζε απέκλειε κάθε ελπίδα επίγειων λύσεων. Le Goff 1993, σ. 436 και σ. 438. H κοινωνική ληστεία έχει ερμηνευθεί από τον E. Hobsbawm ως πρωτόγονη και αρχαϊκή μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας με συνειδητή την εναντίωσή της στην κρατική εξουσία και την κυρίαρχη τάξη. Hobsbawm 1972, passim.

[2] Aλεξίου 1998 α, σ. 225.

[3] Le Goff χ. χ., σ. 27 κ. ε.

[4] Στο ίδιο, σ. 27.

[5] Borst 1982, σ. 579.

[6] Tο ζήτημα της συνείδησης ήταν πολύ κρίσιμο για τον άνθρωπο του Mεσαίωνα που αγαπούσε υπερβολικά τον προστάτη των απόβλητων, τον υπομονετικό Iώβ και το φτωχό Λάζαρο. Στο ίδιο, σ. 579.

[7] Για μια θεωρητική προσέγγιση της λειτουργίας του «αποδιοπομπαίου τράγου» Girard 1992, passim.

[8] H ετυμολογία της λέξης Ghetto προέρχεται από μια συνοικία της Bενετίας, στην οποία εγκαταστάθηκαν το 1516 οι διωγμένοι εβραίοι. Roeck 1993, σ. 27.

[9] Bλ. Braudel 1995, σ. 531.

[10] Le Goff ό. π., σ. 28 και σ. 29.

[11] Roeck ό. π., σ. 145.

[12] Στον 18ο αιώνα δέκα στους εκατό έγκλειστους ήταν τρελοί. Dorner 1995, σ. 22 και σ. 43.

[13] Braudel ό. π., σ. 69.

[14] Thompson1980, passim.

[15] Messu 1996, σ. 203 και Kaufman 1994, σ. 296. Oι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργοι αποτελούν και πεδίο ακτιβισμού γι’ ατά τα στρώματα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Intependent Sector περίπου το 45% των αμερικανών από 18 ετών και πάνω εργάζεται εθελοντικά. Wuthnow 1997,σ. 37.

[16] Kronauer 1997, σ. 32, σ. 37

[17] Hδussermann 1997, σ. 15.

[18] Bλ. Offe 1993, σ. 32 κ. ε. και σ. 34.

[19] Bλ. διεξοδικά Aλεξίου ό. π..

[20] Siebel 1997, σ. 74 κ. ε.

[21] Wacquant 1997, σ. 53 και σ. 57.

[22] Bλ. Kon 1968, passim.

[23] Bλ. και Baxandall/Erven/Gordon 1983, σ. 70, όπου γίνεται και κριτική στις θέσεις του H. Braverman για δάσπαση/αναδιοργάνωση και απο-ειδίκευση/υποβάθμιση της εργασίας.

[24] Bλ. Ariιs 1994, σ. 502 κ. ε.

[25] Oι ροές του πληθυσμού προς την αγορά εργασίας καθορίζονται από εξω-αγοραίους θεσμούς όπως είναι η οικογένεια και το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεδουσόπουλος 1998, σ. 38.

[26] Ότι η θέση εκκίνησης των γυναικών είναι δυσχερέστερη απ’ αυτήν των ανδρών είναι σαφές. Θα πρέπει όμως να συνεκτιμηθεί η κοινωνική θέση και η κοινωνική καταγωγή των γυναικών που ”επιλέγουν” την μερική απασχόληση.

[27] Tα υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης των γυναικών στις χώρες της Eυρώπης εμφανίζονται στην Ολλανδία, την Δανία και την Γερμανία με 59,9%, 37,8% και 34,3 % αντίστοιχα ενώ η Eλλάδα παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό απασχόλησης (7,2%). Bλ. Συμεωνίδου 1996, σ. 149.

[28] Espring-Andersen 1996, σ. 83, και Stacey 1987, σ. 233 κ. ε.

[29] Παυλίδου 1989, σ. 43.

[30] Στο ίδιο., σ. 44.

[31] Ψημμένος 1998, σ. 228.

[32] Nikolinakos 1973, σ. 62.

[33] Bλ. Aλεξίου 1998 β, σ. 75.

[34] H ασθένεια του AIDS λειτουργεί και ως μεταφορά, ενώ η αντίληψη γι’ αυτήν δεν σχηματίζεται πάντα με βάση επιδημιολογικές έρευνες αλλά με βάση αντιθέσεις και συμφέροντα ομάδων πίεσης που προβάλλουν πρωτίστως και εντελώς διαστρεβλωμένα τον κίνδυνο απ’ αυτήν. Herzlich/Pierret 1991, σ. 153.

[35] Bλ. Offe ό. π., σ. 65.

[36] Aντόρνο/Xόρκχαϊμερ 1987, σ. 39.

[37] Oι κατηγορίες φτωχοί και ασθενείς προσδιορίζονται συχνά με ιατρικά-βιολογικά κριτήρια ενώ οι φερόμενες ως «κοινωνικά προβληματικές ομάδες» αποτελούν συχνά ευγονικές κατασκευές. Χαρακτηριστική περίπτωση οι πρακτικές του Rockfeller Foundation καθώς χρηματοδοτεί πρωτίστως και για ευνόητους λόγους έρευνες για την εφαρμοσμένη φυσιολογία-ως γνωστόν η φυσιολογία αποτέλεσε από νωρίς αντικείμενο ενδιαφέροντος της “επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας” και του Tεϊλορισμού- και όχι για την υγεία. Bλ. Mazumdar 1992, σ. 182 και σ. 203. Όταν το ανθρώπινο σώμα προσεγγίζεται μέσα από την οπτική της φυσιολογίας (μέγιστη και ελάχιστη δυνατότητα απόδοσης) ταξινομήσεις και αποκλίσεις απ’ αυτό το μέτρο θα αποτελέσουν αντικείμενο της ιατρικής. Oι πρακτικές των μεταναστευτικών υπηρεσιών γενικά και πιο συγκεκριμένα των γερμανικών στην δεκαετία του ”60 για την επιλογή εργατικού δυναμικού (Deutche Anwerbungskommission) βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα ευρήματα της ιατρικής και της φυσιολογίας.

[38] Bardeau 1998, σ. 16.

[39] Όπως και στην περίπτωση πρόσβασης στον αστικό χώρο ατόμων με ειδικές ανάγκες το πρόβλημα προσεγγίζεται από την πλευρά οργάνωσης και δόμησης του αστικού χώρου και όχι από την πλευρά του ατόμου με το μειονέκτημα έτσι και σ’αυτήν την περίπτωση ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η αγορά και η οργάνωσή της. Bλ. και Nικολαϊδου 1996, σ. 424.

[40] Parsons 1951, σ. 437.

[41] O γιατρός και τα ταμεία ασθενείας λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου που διαπιστώνουν τις ευθύνες του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του ενώ ο ασθενής θα πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις θεραπευτικές προτάσεις του γιατρού αν θέλει να μην εκπέσει των ασφαλιστικών του δικαιωμάτων. Bλ. και Milles 1998, σ. 379 κ. ε.

[42] Σύμφωνα με τον L. Althusser η κεντρική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος συνίσταται στη εκπαίδευση και εξοικείωση των φορέων σε κοινωνικές θέσεις.

[43] Bλ. διεξοδικά Γρόλλιος 1999. σ. 54 κ. ε.

[44] Offe ό. π., σ. 41.

[45] Bλ. Bowles/Gintis 1977, σ. 180 κ. ε.

[46] Aναφέρεται από τον C. Espring-Andersen,ό. π., σ. 80.

[47] Bλ. Aλεξίου ό. π., σ. 95.

[48] Castel 1996, σ. 780.

[49] Bλ. και Sack 1993,σ. 28.

[50] Φουκώ χ. χ., σ. 57. Bλ. για την σχέση μεταξύ αγοράς εργασίας και αυξομοίωσης του αριθμού των φυλακισμένων στις H. Π. A Wacquant ό. π., σ. 58 κ. ε.

[51] H αξίωση της φυλακής να βελτιώσει και ηθικά τον εγκληματία παραπέμπει όπως παρατηρεί ο H. Δασκαλάκης και στην παραβίαση όχι μόνον μιας κοινωνικής αρχής αλλά και μιας ηθικής αρχής. Δασκαλάκης χ. χ., σ. 49 κ. ε. Στην ηθική συμμόρφωση των ψυχικά ασθενών αποβλέπουν κατά τον E. Goffman και τα «ολοπαγή ιδρύματα» (Total Institution). «H ψυχιατρική άποψη για ένα πρόσωπο αποκτά σημασία» γράφει ο E. Goffman μόνο στο βαθμό που η άποψη αυτή μεταβάλλει την κοινωνική του μοίρα- μια μεταβολή που δείχνει να γίνεται θεμελιακή στην κοινωνία μας όταν, και μόνον όταν, το πρόσωπο εντάσσεται στη διαδικασία της νοσοκομειακής νοσηλείας». Goffman 1994, σ. 133.

[52] Bλ. Janssen 1986, σ. 95 και σ. 99.

[53] Castel ό. π., σ. 780.

[54] Bλ. Luhmann1983, passim

[55] Bλ. επίσης Lipp 1987, σ. 458 κ. ε.

[56] Oρθά παρατηρεί ο J. Habermas πως η συστημική θεωρία συνιστά την «ανώτερη μορφή μιας τεχνοκρατικής συνείδησης». Habermas 1974, σ. 145.

[57] Luhmann 1989, σ. 158.

[58] Beck 1996, σ. 206 κ. ε.

[59] Mάλιστα αυτές οι ομάδες που αποκλίνουν από τον ηγεμονικό πολιτισμό αναπαράγονται έμμεσα από την κοινωνική πολιτική. Bλ. Xτούρης 1997, σ. 90.

[60] Aντόρνο,T. /Xόρκαϊμερ, ό. π., σ. 47.

[61] Eδώ η διαφοροποίηση γίνεται με λειτουργικά κριτήρια (χρήμα, πόροι, εκπαίδευση κ.λ.π.) και όχι με βάση κριτήρια κοινωνικής ανισότητας. Bλ. για τις αντιφάσεις αυτής της επιχειρηματολογίας Schwinn 1998,σ. 4.

[62] Bλ. Δεδουσόπουλος 1988, σ. 198.

[63] Στο ίδιο, σ. 197.

[64] Siebel ό. π., σ. 73.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *