Isaak Illich Rubin:Το χρήμα ως θησαυρός

 

 

MΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ1

(ΜΕΡΟΣ Δ΄)

 

 

του Isaak I. Rubin

 

μετάφραση Δημήτρης Δημούλης και Τάσος Κυπριανίδης

 

 

VII. Κυκλοφοριακό μέσο

 

 

Ο Μαρξ μεταβαίνει στην κυκλοφοριακή διαδικασία ξεκινώντας από την ιδεατή πράξη εκτίμησης της αξίας του εμπορεύματος που προηγείται αυτής. Σε ποιο βαθμό μπορεί να πραγματοποιηθεί το εμπόρευμα σε συμφωνία με την προηγηθείσα εκτίμηση της αξίας του, ή αλλιώς σε ποιο βαθμό μπορεί να προσεγγίσει η αγοραία τιμή την αξία, αποδεικνύεται μόνο στην πραγματική κυκλοφοριακή διαδικασία. Οι αποκλίσεις της αγοραίας τιμής από την αξία θα είναι τόσο μεγαλύτερες, όσο ισχυρότερα έχει αποκλίνει η πραγματική κατανομή της εργασίας μεταξύ των επιμέρους παραγωγικών κλάδων από την αναλογική κατανομή της κοινωνικής εργασίας. Μια δεκάωρη ανάλωση εργασίας του παραγωγού μπορεί να αναχθεί στην αγορά σε πεντάωρη κοινωνική εργασία, δηλαδή το προϊόν της δεκάωρης ατομικής και συγκεκριμένης εργασίας μπορεί να πωληθεί στην αγορά σε τιμή που αντιστοιχεί μόνο σε πεντάωρη κοινωνική και αφηρημένη εργασία. Αυτό μπορεί να προκύψει επειδή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή λείπει για το δεδομένο προϊόν η κοινωνική ανάγκη (η οποία εκφράζεται στη δυνάμενη να πληρώσει ζήτηση), ή επειδή η έκταση της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος έχει υπερβεί ποσοτικά το μέτρο της υπάρχουσας ανάγκης, ή πάλι επειδή ο συγκεκριμένος παραγωγός εργάζεται κάτω από τεχνικά καθυστερημένες συνθήκες με συνέπεια η ατομική ανάλωση εργασίας του να υπερβαίνει τη μέση κοινωνικά αναγκαία εργασία.2

Ο Μαρξ χρησιμοποιεί κατά τη διερεύνηση της λειτουργίας του χρήματος ως κυκλοφοριακού μέσου την ίδια μέθοδο όπως και κατά τη διερεύνηση της λειτουργίας του χρήματος ως μέτρου της αξίας. Με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι το χρήμα διαθέτει καθεαυτό την ιδιότητα να μετρά την αξία των εμπορευμάτων. Ο Μαρξ έδειξε ότι αυτή την ιδιότητα την απέκτησε ως αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας ολόπλευρης εξίσωσης όλων των εμπορευμάτων μεταξύ τους μέσω του χρήματος, δηλαδή ως αποτέλεσμα «μιας ολόπλευρης δράσης των εμπορευμάτων», η οποία αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια ολόπλευρη δράση όλων των εμπορευματοπαραγωγών. Την ίδια οδό διαβαίνει ο Μαρξ κατά την ανάλυση του κυκλοφοριακού μέσου.

Με την πρώτη ματιά το χρήμα φαίνεται να κατέχει καθεαυτό την ιδιότητα του κυκλοφοριακού μέσου: αγοράζει εμπορεύματα κάθε είδους σαν να τα έθετε εξ ιδίων σε κίνηση. Ο Μαρξ συνάγει όμως αυτή την «πραγμοειδή» ιδιότητα του χρήματος από την ίδια την κίνηση των εμπορευμάτων, η οποία με τη σειρά της αντανακλά και η ίδια συγκεκριμένες πράξεις και αλληλοσυσχετίσεις των εμπορευματοπαραγωγών. Σε συμφωνία με αυτό, ο Μαρξ αναλύει κυρίως την κίνηση ή τη «μεταμόρφωση των εμπορευμάτων» και μόνο μετά από αυτό μεταβαίνει στην «κυκλοφορία του χρήματος».

Ο Μαρξ ξεκινάει την ανάλυση της διαδικασίας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διακρίνοντας δυο όψεις: «αλλαγή του περιεχομένου (μεταβολισμός)» και «αλλαγή της μορφής (μεταμόρφωση)». «Στο μέτρο που η ανταλλακτική διαδικασία μεταφέρει εμπορεύματα από το χέρι για το οποίο δεν είναι αξίες χρήσης στο χέρι για το οποίο είναι αξίες χρήσης, αποτελεί κοινωνικό μεταβολισμό», 3 δηλαδή κίνηση υλικών πραγμάτων.

Η «υλική διάσταση» αυτής της διαδικασίας συνίσταται στο γεγονός ότι 1) κατ’ αρχάς λαμβάνει χώρα μια πραγματική «ανταλλαγή εμπορεύματος με χρυσό», «ενός κοινού εμπορεύματος και του χρηματικού εμπορεύματος», 4 που και τα δυο με τη μορφή συγκεκριμένων υλικών πραγμάτων κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, δηλαδή το εμπόρευμα από τα χέρια του πωλητή σε εκείνα του αγοραστή, ο χρυσός από τα χέρια του αγοραστή σε εκείνα του πωλητή, και 2) αμέσως μετά επαναλαμβάνεται η ίδια αντίρροπη κίνηση εμπορεύματος και χρυσού, δηλαδή ο αρχικός πωλητής ξοδεύει τώρα τον χρυσό του και λαμβάνει ως αντάλλαγμα προϊόντα που ο ίδιος έχει ανάγκη. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνολικής διαδικασίας αντικαθιστά «το προϊόν ενός χρήσιμου τρόπου εργασίας […] το άλλο».5 «Ως προς το υλικό περιεχόμενό της, η κίνηση Ε-Ε, ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα, είναι ο μεταβολισμός της κοινωνικής εργασίας, στο αποτέλεσμα του οποίου αναιρείται η ίδια η διαδικασία»6 (δηλαδή η κοινωνική πλευρά της διαδικασίας).

Όπως διακρίνεται από τα τελευταία λόγια, η υλική-τεχνική πλευρά της κυκλοφοριακής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στη διακίνηση των πραγμάτων (των εμπορευμάτων και του χρυσού) από χέρι σε χέρι, αποκρύπτει από μας την κοινωνική διάσταση η οποία αποτελεί το καθεαυτό αντικείμενο διερεύνησης του Μαρξ. Τα πράγματα ενδιαφέρουν τον Μαρξ ως «φορείς» των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, δηλαδή όχι από την πλευρά των υλικών-τεχνικών ιδιοτήτων τους, αλλά από τη σκοπιά της κοινωνικής μορφής τους ή των κοινωνικών ιδιοτήτων τους, τις οποίες υιοθετούν μόνο εφόσον υφίστανται συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Τα πράγματα που εμφανίζονται στην κυκλοφοριακή διαδικασία και που ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά μόνο μέσω των υλικών ιδιοτήτων τους (ο χρυσός και τα υπόλοιπα εμπορεύματα), διαφέρουν στην πραγματικότητα το ένα από το άλλο μέσω των κοινωνικών μορφών τους. Ο χρυσός εμφανίζεται στην ανταλλακτική διαδικασία ως ένα προϊόν εργασίας που είναι ήδη εξισωμένο με όλα τα άλλα εμπορεύματα, που μπορεί να ανταλλαγεί άμεσα με οποιοδήποτε εμπόρευμα, και ως εκ τούτου εκπληρώνει την ιδιαίτερη κοινωνική λειτουργία του γενικού ισοδύναμου ή της έκφρασης της αφηρημένα κοινωνικής εργασίας.

Αντιθέτως, το εμπόρευμα στέκεται απέναντι στον χρυσό ως προϊόν εργασίας που δεν έχει εξισωθεί ακόμη με τα άλλα προϊόντα, ή αλλιώς ως προϊόν ατομικής και συγκεκριμένης εργασίας. Εφόσον το εμπόρευμα και ο χρυσός διαφέρουν ως προς τις διαφορετικές κοινωνικές μορφές, για το λόγο αυτό η ανταλλαγή εμπορεύματος με χρυσό δεν σημαίνει την αντικατάσταση ενός υλικού πράγματος με ένα άλλο, αλλά και τη μεταβολή της κοινωνικής μορφής των ίδιων των πραγμάτων (μεταμόρφωση). Αυτή ακριβώς είναι «η αλλαγή μορφής ή μεταμόρφωση του εμπορεύματος, η οποία διαμεσολαβεί τον κοινωνικό μεταβολισμό»7 που ενδιαφέρει τον Μαρξ, ο οποίος έθεσε τον στόχο «να ερευνήσει την όλη διαδικασία από την πλευρά της μορφής», 8 δηλαδή από την πλευρά της κοινωνικής μορφής και όχι από την πλευρά των υλικών ιδιοτήτων των εργασιακών προϊόντων.

Ο Μαρξ δεν μπορεί όμως να μείνει σε αυτό. Διότι η κοινωνική μορφή των πραγμάτων αποτελεί αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής οργάνωσης της εργασίας, δηλαδή συγκεκριμένων παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων. Η κυκλοφοριακή διαδικασία δεν αναπαριστά μόνο την υλική κίνηση των πραγμάτων (μεταβολισμός) και τη μεταβολή της κοινωνικής μορφής τους (μεταμόρφωση των εμπορευμάτων), αλλά και την κίνηση των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών που συμμετέχουν στην ανταλλαγή. Η αντιπαράθεση της κοινωνικής μορφής εμπορεύματος και χρήματος αντικατοπτρίζει την αντιπαράθεση διαφορετικών κοινωνικών δράσεων που εκτελούνται από τον πωλητή και τον αγοραστή. «Αυτές οι δυο αντίθετες μεταμορφώσεις του εμπορεύματος πραγματοποιούνται σε δυο αντίρροπες κοινωνικές διαδικασίες του εμπορευματοκατόχου και αντανακλώνται σε δυο αντίθετους οικονομικούς χαρακτήρες του ιδίου. Ως φορέας της πώλησης γίνεται πωλητής, ως φορέας της αγοράς αγοραστής».9

Όπως γνωρίζουμε από τη θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος, η διαφοροποίηση της παραγωγικής σχέσης μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι εκτελούν αντίθετους ρόλους στην πράξη της ανταλλαγής (του πωλητή και του αγοραστή), βρίσκει την «πραγμοποιημένη» έκφρασή της στη διαφοροποίηση των κοινωνικών μορφών των προς ανταλλαγή πραγμάτων (εμπόρευμα και χρήμα). Η διαφοροποίηση των προϊόντων της εργασίας σε εμπόρευμα και χρήμα είναι το αποτέλεσμα της μεταβολής των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών και της εκτόπισης της φυσικής ανταλλαγής. Αφότου όμως παγιοποιήθηκαν ή «πραγμοποιήθηκαν» οι αλλαγμένες ανταλλακτικές σχέσεις στη μορφή της λειτουργίας ως χρήματος ενός ξεχωριστού εμπορεύματος (του χρυσού), η ύπαρξή του στα χέρια ενός συγκεκριμένου εμπορευματοκατόχου ορίζει το ρόλο του στην πράξη ανταλλαγής ως αγοραστή, ενώ αντιθέτως, η ύπαρξη άλλων εμπορευμάτων εκτός από το ξεχωριστό εμπόρευμα (δηλαδή απλών εμπορευμάτων) στα χέρια ενός εμπορευματοκατόχου ορίζει τη θέση του στη δεδομένη πράξη ανταλλαγής ως πωλητή.

Αν όμως οι κοινωνικές μορφές του εμπορεύματος και του χρήματος είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, τότε και η θέση ενός ατόμου στη δεδομένη συγκεκριμένη πράξη ανταλλαγής ορίζεται από την κοινωνική μορφή του πράγματος που του ανήκει. Στο εσωτερικό της κυκλοφοριακής διαδικασίας, οι εμπορευματοκάτοχοι έρχονται αντιμέτωποι «με την αντιθετική μορφή του αγοραστή και του πωλητή, ο ένας προσωποποιημένο προϊόν ζάχαρης, ο άλλος προσωποποιημένος χρυσός. Όπως το προϊόν ζάχαρης γίνεται χρυσός, έτσι και ο πωλητής γίνεται αγοραστής».10 Η αλλαγή του «κοινωνικού χαρακτήρα»11 των εμπορευματοκατόχων πραγματοποιείται παράλληλα με την αλλαγή της κοινωνικής μορφής των πραγμάτων. Για να γίνει κατανοητή η διαδικασία που μόλις περιγράψαμε είναι ανάγκη να αποσαφηνιστούν οι χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες της πρώτης.

Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να απορούμε με το γεγονός ότι ο Μαρξ στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και στα λοιπά μέρη του συστήματός του, προσανατόλισε την προσοχή του με ιδιαίτερη ένταση στη διερεύνηση εκείνου του τύπου παραγωγικών σχέσεων που δίνει στην κυκλοφορία του χρήματος την ιδιαίτερη μορφή της. Μια τέτοια ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων βρίσκουμε στη γνωστή κυκλοφοριακή θεωρία Ε-Χ-Ε του Μαρξ.

Ο ερευνητής που αρχίζει την ανάλυσή του με τις εξωτερικές φαινομενικότητες της κυκλοφορίας του χρήματος, δεν βλέπει σε αυτήν παρά «ένα πλήθος αγορών και πωλήσεων που κατά τύχη λαμβάνουν χώρα η μια δίπλα στην άλλη».12 Καθεμιά από αυτές τις πράξεις που αντιπροσωπεύει μια ανταλλαγή εμπορεύματος με χρήμα δεν διαφέρει σε απολύτως τίποτε από την άλλη. Η ίδια πράξη η οποία αναπαριστά από την πλευρά του πωλητή μια πώληση, Ε-Χ, είναι από την πλευρά του αγοραστή μια αγορά, Χ-Ε. Σε καθεμιά από αυτές τις πράξεις, το χρήμα παίζει τον ρόλο του αγοραστικού μέσου που διαδοχικά πραγματοποιεί τις τιμές των διαφόρων εμπορευμάτων, τα οποία ιδωμένα το καθένα ξεχωριστά εμφανίζονται ακίνητα.13

Αφού αγοραστεί για ένα συγκεκριμένο ρούβλι ένα εμπόρευμα Ε, ο πρώην πωλητής αγοράζει για το ίδιο ρούβλι ένα άλλο εμπόρευμα Ε2, ενώ ο πρώην κάτοχός του αγοράζει και πάλι για το ίδιο ρούβλι το εμπόρευμα Ε3, κ.ο.κ. Όλες αυτές οι πράξεις ανταλλαγής είναι διακριτές η μια από την άλλη, και δεν συνδέονται με τίποτε μεταξύ τους. Σε καθεμιά τους εμφανίζεται ένα άλλο εμπόρευμα που δεν έχει τίποτε κοινό με το προηγούμενο. Κάθε εμπόρευμα πωλείται μόνο μια φορά, δηλαδή ανταλλάσσεται μια φορά με χρήμα και μεταφέρεται αμέσως στην καταναλωτική σφαίρα του αγοραστή. Η συνολική ανταλλακτική διαδικασία αναπαρίσταται στη μορφή ενός χαοτικού πλήθους πράξεων αγοράς – πώλησης που λαμβάνουν χώρα τυχαία η μια δίπλα στην άλλη ή ακολουθούν η μια την άλλη, χωρίς τίποτε να τις συνδέει.

Για να βρούμε κάποια νομοτέλεια μέσα σ’ αυτό το φαινομενικό χάος, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας από το χρήμα και τα εμπορεύματα καθεαυτά προς τον εμπορευματοπαραγωγό. «Οι στιγμές της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος είναι ταυτόχρονα πράξεις του εμπορευματοκατόχου – πώληση, ανταλλαγή του εμπορεύματος με χρήμα. αγορά, ανταλλαγή του χρήματος με εμπόρευμα, και ενότητα αυτών των δυο πράξεων: πώληση προκειμένου να γίνει αγορά».14 Ευθύς ως καταστήσουμε τον εμπορευματοπαραγωγό αφετηρία της διερεύνησής μας, ταξινομούνται οι πράξεις ανταλλαγής σε μια συγκεκριμένη, νομοτελειακή, αναγκαία ακολουθία: αρχικά η πώληση Ε-Χ, και μετά η αγορά Χ-Ε, όπου η πώληση γίνεται ακριβώς με στόχο να δοθεί η δυνατότητα να ενεργοποιηθεί μια αγορά, ή αλλιώς η νομοτελειακή ακολουθία της μιας πράξης μετά την άλλη πηγάζει από την εσωτερική συσχέτιση των δυο. Αυτή η εσωτερική συσχέτιση όμως ορίζεται με τη σειρά της από τον θεμελιακό χαρακτήρα της εμπορευματικής οικονομίας.

Αν οι εμπορευματοπαραγωγοί συνδέονται μεταξύ τους με τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και παράγουν εμπορεύματα για την αγορά, τότε την παραγωγική διαδικασία ακολουθεί αναγκαστικά μια κυκλοφοριακή διαδικασία. Μόνο η τελευταία δίνει στον εμπορευματοπαραγωγό τη δυνατότητα, να αποκτήσει στη θέση των εμπορευμάτων που ο ίδιος κατασκεύασε και δεν χρειάζεται, «άλλα μέσα παραγωγής και διαβίωσης»15 που του είναι αναγκαία. Όσο δεν τα αποκτά δεν μπορεί να ανανεώσει την παραγωγική διαδικασία, διότι δεν έχει τα αναγκαία γι’ αυτήν μέσα παραγωγής, τα οποία είχε αναλώσει στην προηγούμενη παραγωγική περίοδο, καθώς και τα τρόφιμα για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της παραγωγικής περιόδου που ακολουθεί. Όμως για να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τα αναγκαία μέσα παραγωγής και διαβίωσης της επιλογής του, πρέπει προηγουμένως να μετατρέψει τα εμπορεύματα που κατασκεύασε σε χρήμα, δηλαδή να τα πουλήσει στην αγορά. «Η κοινωνική διαίρεση της εργασίας κάνει την εργασία του παραγωγού τόσο μονόπλευρη όσο πολύπλευρες είναι οι ανάγκες του.

Ακριβώς για το λόγο αυτό το προϊόν του χρησιμεύει μόνο ως ανταλλακτική αξία. Όμως γενική κοινωνικά έγκυρη μορφή ισοδυναμίας αποκτά μόνο με το χρήμα, και το χρήμα βρίσκεται σε ξένη τσέπη».16 «Ένας άνθρωπος που έχει παραγάγει δεν διαθέτει την επιλογή αν θα πουλήσει ή όχι, πρέπει να πουλήσει».17 Αυτό σημαίνει ότι η αναγκαία ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας βρίσκεται στην πράξη πώλησης του εμπορεύματος. Και για να έχει ο παραγωγός τη δυνατότητα να αποκτήσει μια νέα παραγωγική διαδικασία, πρέπει αναγκαστικά να εμφανιστεί μετά την πράξη της πώλησης του εμπορεύματός του στο ρόλο του αγοραστή των αντίστοιχων μέσων παραγωγής και διαβίωσης.

Η κυκλοφοριακή διαδικασία με τη μορφή της νομοτελειακής ακολουθίας δυο πράξεων (Ε-Χ και Χ-Ε), αποτελεί αναγκαίο ενδιάμεσο μέλος μεταξύ δυο παραγωγικών διαδικασιών, επειδή ολοκληρώνει την πρώτη και προετοιμάζει τη δεύτερη. Η κυκλοφοριακή διαδικασία εισέρχεται στη γενική διαδικασία αναπαραγωγής, ως τμήμα αυτής, και η νομοτελειακή πορεία της τελευταίας προϋποθέτει τη νομοτελειακή εκτέλεση της πρώτης. Ο ίδιος ο μηχανισμός της εμπορευματικής οικονομίας δίνει στη συνολική διαδικασία αναπαραγωγής αναγκαστικά και πέρα από τη θέληση των μεμονωμένων ατόμων, την ακόλουθη μορφή: 1) Παραγωγική διαδικασία, 2) Κυκλοφοριακή διαδικασία: α) Πώληση Ε-Χ και β) Αγορά Χ-Ε, 3) Παραγωγική διαδικασία, κ.ο.κ. Η περιοδική παλμική κίνηση της αναπαραγωγικής διαδικασίας εμπεριέχει την περιοδική παλμική κίνηση της κυκλοφοριακής διαδικασίας στη σωστή ακολουθία των δυο πράξεών της, Ε-Χ και Χ-Ε, «δυο αντίρροπων και αλληλοσυμπληρούμενων κινήσεων».18

Σε πρώτη ανάγνωση, η εσωτερική συσχέτιση των δυο κυκλοφοριακών πράξεων (Ε-Χ και Χ-Ε) που υπεισέρχονται σε μια και την αυτή διαδικασία αναπαραγωγής και αλληλοσυμπληρώνονται αποκρύπτεται, διότι αυτές οι δυο πράξεις εμφανίζονται σε χωριστή, απομονωμένη μορφή. Διότι ακριβώς σε αυτό συνίσταται η ιδιαιτερότητα της χρηματικής ανταλλαγής, ότι δηλαδή «διασπά την άμεση ταυτότητα μεταξύ της εκχώρησης του δικού του και της απόκτησης του ξένου εργασιακού προϊόντος μέσα στην αντίθεση πώλησης και αγοράς».19

Αυτή η διάσπαση των δυο πράξεων εμφανίζεται στα εξής: 1) Στην πράξη της αγοράς ο δικός μας εμπορευματοπαραγωγός που προηγουμένως είχε πουλήσει το εμπόρευμά του στο άτομο Α εισέρχεται τώρα σε παραγωγική σχέση με ένα άλλο άτομο Β, 2) η πράξη της αγοράς μπορεί να λάβει χώρα σε άλλο τόπο και όχι εκεί όπου έχει συντελεστεί η πράξη της πώλησης και 3) η πράξη της αγοράς μπορεί να λάβει χώρα με χρονική υστέρηση και όχι κατ’ ανάγκη αμέσως μετά την πράξη της πώλησης. Λαμβάνει χώρα μια προσωπική, χωροταξική και χρονολογική ρήξη μεταξύ των δυο πράξεων της κυκλοφοριακής διαδικασίας. «Κάθε μεμονωμένη πώληση ή αγορά υφίσταται όμως ταυτόχρονα ως μια εξ ίσου ισχυρή και μεμονωμένη πράξη, της οποίας η συμπληρωματική πράξη μπορεί να διαχωρίζεται χρονικά και χωροταξικά από αυτήν […] στην πραγματική κυκλοφορία μια οποιαδήποτε πράξη Χ-Ε ακολουθείται από μια οποιαδήποτε Ε-Χ, το δεύτερο κεφάλαιο στη ζωή ενός εμπορεύματος ακολουθείται από το πρώτο κεφάλαιο στη ζωή ενός άλλου».20

Αυτή η ρήξη μεταξύ των δυο πράξεων της διαδικασίας ανταλλαγής αποδίδει σ’ αυτήν τη μορφή μιας «ατελείωτα τυχαίας συνεύρεσης και ακολουθίας ατάκτως ερριμμένων μελών διαφόρων συνολικών μεταμορφώσεων».21 «Η πραγματική κυκλοφοριακή διαδικασία δεν εμφανίζεται λοιπόν ως συνολική μεταμόρφωση του εμπορεύματος, ως η κίνησή της μέσω αντιτιθέμενων φάσεων, αλλά ως απλή συσσώρευση πολλών αγορών και πωλήσεων, που τυχαία εξελίσσονται παράλληλα ή ακολουθούν η μια την άλλη».22

Αυτή η χαοτική εικόνα της κυκλοφοριακής διαδικασίας δεν μας μεταφέρει όμως μια ορθή παράστασή της διότι «σε αυτήν έχει εξαλειφθεί ο μορφολογικός προσδιορισμός της διαδικασίας», 23 δηλαδή ο νομοτελειακός κοινωνικός χαρακτήρας της. Προκειμένου να αποκαλυφθεί αυτός, ο Μαρξ προσπάθησε, όπως συνήθιζε, να βρει πίσω από αυτή την κίνηση των πραγμάτων συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων. Θέτοντας ως αφετηρία της έρευνάς του την οικονομική δραστηριότητα των εμπορευματοπαραγωγών, με την κανονική, ρυθμική ακολουθία της παραγωγικής διαδικασίας που της προσιδιάζει, καθώς και των δυο πράξεων της κυκλοφοριακής διαδικασίας (Ε-Χ-Ε), βρήκε το αποφασιστικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο άτακτος χορός των εμπορευμάτων στην αγορά. Το σημείο αυτό δεν πρέπει να το αναζητήσουμε στα ίδια τα πράγματα αλλά στις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων και μάλιστα στις πράξεις του εμπορευματοπαραγωγού και στις αλληλοσυσχετίσεις με τον κόσμο των υπόλοιπων εμπορευματοπαραγωγών.

Παρά την ατομική, χωροταξική και χρονολογική ρήξη μεταξύ των δυο πράξεων της κυκλοφορίας, ο Μαρξ βρήκε και στις δυο ένα σταθερό κέντρο: τη μορφή του εμπορευματοπαραγωγού που λαμβάνει μέρος και στις δυο πράξεις της κυκλοφορίας (Ε-Χ και Χ-Ε)24 και τις εγκλείει με αυτό τον τρόπο και τις δυο στη γενική αναπαραγωγική διαδικασία που ολοκληρώνεται με την οικονομική δραστηριότητά του. Χωρίς να αρνηθεί την τεράστια σημασία που έχει η διάσπαση της ανταλλαγής σε δυο αντίθετης κατεύθυνσης πράξεις της αγοράς και της πώλησης, και ασκώντας δριμεία κριτική25 σε εκείνους τους οικονομολόγους που παραμελούν αυτή τη ροπή, ο Μαρξ αποκάλυψε ταυτόχρονα επίσης μια σχετική «εσωτερική ενότητα» των πράξεων της διαδικασίας ανταλλαγής που «στέκονται αυτόνομα η μια απέναντι στην άλλη».26 Η ενότητα αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι και οι δυο πράξεις Ε-Χ και Χ-Ε αναπαριστούν αλληλοσυμπληρούμενα, αν και διακριτά μεταξύ τους μέλη της ενιαίας κυκλοφοριακής διαδικασίας Ε-Χ-Ε.

Από αυτή την οπτική, μια τυχαία εμπορική πράξη αγοράς-πώλησης δεν μας φαίνεται πια ως μεμονωμένη πράξη, αλλά λαμβάνει τη θέση της στο γενικό σύστημα κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Στο μέτρο που αυτή η εμπορική πράξη αντικρίζεται από τη σκοπιά του αγοραστή ως Χ-Ε, ολοκληρώνει την προηγηθείσα πράξη της πώλησης, στην οποία ο τωρινός αγοραστής εμφανίστηκε ως πωλητής, προετοιμάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα ανανέωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Αν ειδωθεί όμως από την πλευρά του πωλητή, ως Ε-Χ, ολοκληρώνει την περατωθείσα διαδικασία της παραγωγής και υποχρεωτικά πρέπει να βρει με τη σειρά της την ολοκλήρωσή της στη διαδικασία Χ-Ε που ακολουθεί, ακόμη και αν η τελευταία καθυστερεί χρονικά για κάποιο χρόνο και λαμβάνει χώρα σε έναν διαφορετικό τόπο.

Παρότι διαχωρισμένες χωροταξικά και χρονικά, οι δυο αντιτιθέμενες πράξεις Ε-Χ και Χ-Ε είναι εντούτοις συνδεδεμένες μεταξύ τους ως αναγκαία συστατικά μέλη της ενιαίας αναπαραγωγικής διαδικασίας. Δεν είναι όμως μόνο συνδεδεμένες μεταξύ τους αλλά και με τις άλλες κυκλοφοριακές πράξεις. Επειδή καθεμία από τις αναφερθείσες πράξεις προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης (της ανταλλαγής) δυο οικονομικών δραστηριοτήτων, για το λόγο αυτό υπεισέρχεται ταυτόχρονα στην αναπαραγωγική διαδικασία τόσο της δεδομένης οικονομικής δραστηριότητας όσο και της αντίθετής της. «Ταυτόχρονα […], ενώ αυτό (το εμπόρευμα -Ι.Ρ.) εγκαινιάζει το πρώτο ήμισυ της κυκλοφορίας και ολοκληρώνει την πρώτη μεταμόρφωση, ένα δεύτερο εμπόρευμα εισέρχεται στο δεύτερο ήμισυ της κυκλοφορίας, ολοκληρώνει τη δεύτερη μεταμόρφωσή της και εγκαταλείπει την κυκλοφορία, ενώ αντιθέτως το πρώτο εμπόρευμα εισέρχεται στο δεύτερο ήμισυ της κυκλοφορίας, ολοκληρώνει τη δεύτερη μεταμόρφωσή του και εγκαταλείπει την κυκλοφορία, ενώ ένα τρίτο εμπόρευμα εισέρχεται στην κυκλοφορία, διέρχεται το πρώτο ήμισυ της πορείας του και ολοκληρώνει την πρώτη μεταμόρφωσή του.

Η συνολική κυκλοφορία Ε-Χ-Ε ως συνολική μεταμόρφωση ενός εμπορεύματος είναι λοιπόν πάντοτε ταυτόχρονα το τέλος της συνολικής μεταμόρφωσης ενός δεύτερου και η αρχή της συνολικής μεταμόρφωσης ενός τρίτου εμπορεύματος».27 Οι μεταμορφώσεις των μεμονωμένων εμπορευμάτων είναι αλληλοδιαπλεκόμενες. «Το κυκλοφοριακό σύστημα που περιγράφει η σειρά μεταμορφώσεων κάθε εμπορεύματος εξαφανίζεται λοιπόν σε βαθμό που δεν διακρίνεται πλέον μέσα στα κυκλοφοριακά συστήματα των άλλων εμπορευμάτων. Η συνολική διαδικασία παριστάνεται ως εμπορευματική κυκλοφορία».28

Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε απόλυτα ότι κάθε ανταλλαγή προϊόντων έναντι χρήματος δεν εντάσσεται στην έννοια της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Η ανταλλαγή γίνεται κυκλοφορία μόνο υπό τον όρο ότι 1) επαναλαμβάνεται περιοδικά και ταυτόχρονα 2) λαμβάνει την ειδική κοινωνική μορφή Ε-Χ-Ε η οποία προϋποθέτει ότι η παραγωγή της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας εκδηλώνεται με στόχο να εισπράξει χρήμα για την αγορά μέσων παραγωγής και διαβίωσης, που είναι αναγκαία για τη συνέχεια της παραγωγής. Όπου αυτό δεν συμβαίνει μπορεί να υπάρχει χρηματική ανταλλαγή αλλά καμία εμπορευματική κυκλοφορία με τη μορφή που είναι χαρακτηριστική για την εμπορευματική οικονομία.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την οικονομία του ύστερου Μεσαίωνα. Ένας χωρικός πουλούσε ένα μέρος των δημητριακών του στην πόλη έναντι χρήματος, το οποίο όμως απέδιδε στον φεουδάρχη γαιοκτήμονά του ως εισφορά. Αυτός αγόραζε με αυτό από έναν έμπορο πολυτελή είδη τα οποία είχε φέρει ο έμπορος από την Ανατολή. Έχουμε μπροστά μας μια σειρά από εμπορικές πράξεις αγοράς και πώλησης ή χρηματικής ανταλλαγής, αλλά καμία εμπορευματική κυκλοφορία στη μορφή Ε-Χ-Ε. Ο χωρικός πουλάει τα δημητριακά του αλλά το χρήμα που εισπράττει το αποδίδει στον φεουδάρχη. Την πράξη Ε-Χ δεν ακολουθεί στην οικονομική δραστηριότητα του χωρικού η πράξη Χ-Ε.

Από την άλλη πλευρά, ο φεουδάρχης ολοκληρώνει την πράξη Χ-Ε, αλλά αυτή δεν συνιστά στην οικονομική δραστηριότητά του την ολοκλήρωση της πράξης Ε-Χ, επειδή ο φεουδάρχης δεν αποκόμισε το χρήμα από την πώληση προϊόντων της οικονομικής δραστηριότητάς του, αλλά ως εισφορά του χωρικού, δηλαδή την έλαβε ως φεουδάρχης αλλά όχι ως εμπορευματοπαραγωγός. Η φεουδαρχική μορφή των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων δημιουργεί μια ιδιαίτερη μορφή ανταλλαγής, 29 που διαφοροποιείται από τη μορφή Ε-Χ-Ε, η οποία είναι χαρακτηριστική για την εμπορευματική οικονομία με τις παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ως εμπορευματοκατόχων. Μόνο στην κοινωνική μορφή Ε-Χ-Ε γίνεται η ανταλλαγή εμπορευματική κυκλοφορία, και μόνο ως «διαμεσολαβητής της εμπορευματικής κυκλοφορίας αποκτά το χρήμα τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου».30

Συνήθως, η λειτουργία του χρήματος ως κυκλοφοριακού μέσου γίνεται αντιληπτή απλά ως ο ρόλος του χρήματος ως εργαλείου ανταλλαγής. Τώρα βλέπουμε ότι αυτό είναι λάθος. Το χρήμα εκπληρώνει το ρόλο του κυκλοφοριακού μέσου μόνο σε μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της οικονομίας (που είναι η εμπορευματική μορφή) και στη μορφή της ανταλλαγής που είναι συνδεδεμένη με αυτήν (που είναι Ε-Χ-Ε). «Το χρήμα φαίνεται λοιπόν ως απλό μέσο ανταλλαγής των εμπορευμάτων, όχι ως ανταλλακτικό μέσο εν γένει, αλλά ως ανταλλακτικό μέσο που χαρακτηρίζεται από την κυκλοφοριακή διαδικασία, δηλαδή ως κυκλοφοριακό μέσο».31 Το χρήμα όμως μπορεί σε ένα άλλο κοινωνικό περιβάλλον που διακρίνεται από έναν άλλο χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, να χρησιμεύσει ως ανταλλακτικό μέσο χωρίς να εκπληρώνει τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου με την έννοια που το παρουσιάσαμε.

Ο Μαρξ συνάγει λοιπόν από τον συγκεκριμένο τύπο παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων ως εμπορευματοπαραγωγών τη συγκεκριμένη μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας (Ε-Χ-Ε), η οποία με τη σειρά της καθορίζει τη συγκεκριμένη λειτουργία του χρήματος ως κυκλοφοριακού μέσου και μια συγκεκριμένη μορφή κίνησης του χρήματος. Η αδιάκοπη περιοδική επανάληψη της διαδικασίας αναπαραγωγής που είναι οργανωμένη στη βάση της εμπορευματικής οικονομίας, προϋποθέτει ότι ο εμπορευματοπαραγωγός παράγει περιοδικά ένα εμπόρευμα, το ρίχνει περιοδικά στην κυκλοφορία, δηλαδή το πωλεί έναντι χρήματος, και περιοδικά αγοράζει με το εισπραχθέν χρήμα τα προϊόντα που χρειάζεται για την ανανέωση της παραγωγής. Η ανάλωση του χρήματος με τέτοια μορφή από τον εμπορευματοπαραγωγό προϋποθέτει εκ των προτέρων την επανάληψη της παραγωγικής διαδικασίας και την επαναπώληση των νεοκατασκευασθέντων εμπορευμάτων και συνεπώς την επιστροφή στον εμπορευματοπαραγωγό του χρήματος με το αποτέλεσμα της πράξης Ε-Χ ώστε να απομακρυνθεί εκ νέου από αυτόν στην πράξη Χ-Ε.

Με άλλα λόγια το χρήμα πάλλεται περιοδικά, εισρέει περιοδικά σε μια δεδομένη οικονομική δραστηριότητα και εκρέει περιοδικά από αυτήν. «Επειδή όμως πρέπει να παράγονται διαρκώς νέες αξίες χρήσης ως εμπορεύματα και συνεπώς να ρίχνονται ξανά στην κυκλοφορία, η σχέση Ε-Χ-Ε επαναλαμβάνεται και ανανεώνεται από μέρους των ίδιων εμπορευματοκατόχων. Το χρήμα που ξοδεύουν ως αγοραστές επιστρέφει στα χέρια τους ευθύς ως εμφανίζονται εκ νέου ως πωλητές εμπορευμάτων. Η διαρκής ανανέωση της κυκλοφορίας εμπορευμάτων αντανακλάται στο γεγονός ότι το χρήμα δεν ρέει απλώς από το ένα χέρι στο άλλο στη συνολική επιφάνεια της αστικής κοινωνίας, αλλά περιγράφει ταυτόχρονα ένα σύνολο μικρών κυκλοφοριακών συστημάτων που έχουν άπειρα διαφορετικά σημεία εκκίνησης και επανέρχονται στα ίδια αυτά σημεία, προκειμένου να επαναλάβουν εκ νέου την ίδια κίνηση».32 Επειδή πρόκειται για απλή και όχι διευρυμένη αναπαραγωγή, δηλαδή για αναπαραγωγή στα αρχικά μέτρα, ένα και το αυτό χρηματικό ποσό εισρέει περιοδικά στη δεδομένη οικονομική δραστηριότητα και εκρέει περιοδικά πάλι από αυτήν (υπό την προϋπόθεση μιας αμετάβλητης αξίας των εμπορευμάτων και του χρήματος).

Επειδή κάθε πώληση είναι ταυτόχρονα μια αγορά, και αντιστρόφως, γι’ αυτό και κάθε εισροή χρήματος σε μια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα (στην πράξη Ε-Χ) σημαίνει ταυτόχρονα την εκροή της ίδιας ποσότητας χρήματος από άλλες οικονομικές δραστηριότητες (στην πράξη Χ-Ε). Αντιστρόφως, κάθε εκροή χρήματος από τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα σημαίνει την εισροή του σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, το χρήμα ρέει διαρκώς από κάποιες οικονομικές δραστηριότητες προς άλλες, όπου σε καθεμιά από αυτές παραμένει για το σύντομο χρονικό διάστημα (που διαρκώς μπορεί να είναι συντομότερο ή μακρύτερο) μεταξύ της στιγμής της πράξης πώλησης Ε-Χ και της στιγμής της πράξης αγοράς Χ-Ε που έπεται αυτής.

Το χρήμα κατά συνέπεια κυκλοφορεί ακατάπαυστα στην κυκλοφοριακή διαδικασία, και ως προς αυτή ακριβώς την ιδιότητά του είναι κυκλοφοριακό μέσο. Αν θεωρήσουμε την επονομαζόμενη «εθνική οικονομία», 33 η οποία αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό αλληλοσυνδεδεμένων ατομικών οικονομιών, τότε στη συγκεκριμένη εθνική οικονομία κυκλοφορεί σε συνθήκες απλής αναπαραγωγής και απουσίας εξωτερικού εμπορίου ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο ρέει από συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες σε άλλες και παραμένει αμετάβλητο (με την εξαίρεση των φθαρμένων νομισμάτων) στη δεδομένη κυκλοφοριακή σφαίρα. Μόνο στη μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε αποτελεί το άθροισμα του κυκλοφορούντος χρήματος ένα ορισμένο και σταθερό (υπό αμετάβλητες συνθήκες) μέγεθος, η ανάλυση του οποίου ανήκει στο ποσοτικό ζήτημα του χρήματος.

Οι θεμελιακές ιδιαιτερότητες της χρηματικής κυκλοφορίας ορίζονται από τον χαρακτήρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας στη μορφή Ε-Χ-Ε: η διαρκής κυκλοφορία του χρήματος στο κυκλοφοριακό σύστημα, η περιοδική εισροή του σε κάθε οικονομική δραστηριότητα και τελικά η λειτουργία που εκπληρώνει το χρήμα σε κάθε μεμονωμένη πράξη αγοράς και πώλησης. Εδώ συναντάμε μια ιδιότυπη χροιά της μαρξικής χρηματικής θεωρίας η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει προσεχθεί πολύ. Η διαδικασία αντικατάστασης ενός εμπορεύματος (βαμβάκι) από τον χρυσό (χρήμα), του χρυσού όμως από ένα άλλο εμπόρευμα (μια βίβλο) αναπαρίσταται από τον Μαρξ ως μια διαδικασία αλλαγής της μορφής του πρώτου εμπορεύματος (βαμβάκι). Εδώ ακριβώς βρίσκεται η κεντρική ιδέα της μαρξικής θεωρίας της «μεταμόρφωσης του εμπορεύματος», για την καλύτερη αποσαφήνιση της οποίας παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από τον Μαρξ.

Τι παρατηρούμε άμεσα στην πράξη της αγοράς – πώλησης; «Το άμεσα αντιληπτό φαινόμενο είναι η αλλαγή χεριών ή θέσεων μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος, 20 πήχεις ύφασμα και 2 λίρες στερλίνες, δηλαδή η ανταλλαγή τους».34 Αλλά πίσω από το εξωτερικό φαίνεσθαι της αντικατάστασης ενός εμπορεύματος από ένα άλλο, ο Μαρξ ανακαλύπτει μια διαδικασία μεταβολής της μορφής του πρώτου πράγματος, μια κίνηση, «στην οποία το εμπόρευμα υφίσταται αρχικά ως ιδιαίτερη αξία χρήσης, μετά απογυμνώνεται από αυτή την υπόσταση, κερδίζει ως ανταλλακτική αξία ή γενικό ισοδύναμο μια ύπαρξη απαλλαγμένη από κάθε διασύνδεση με τη φυσική της υπόσταση, την οποία πάλι αποποιείται και τελικά απομένει ως πραγματική αξία χρήσης για μεμονωμένες ανάγκες.

Με αυτή την τελευταία μορφή εκπίπτει από την κυκλοφορία στην κατανάλωση».35 Στο κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε (βαμβάκι-χρυσός-βίβλος), ο χρυσός και η βίβλος δεν είναι τίποτε άλλο από μορφές που αποκτά το βαμβάκι. Κατά την πώληση του βαμβακιού πραγματοποιείται μια «μεταπήδηση της εμπορευματικής αξίας από το σώμα του εμπορεύματος στο σώμα του χρυσού».36 «Τα σώματα [των εμπορευμάτων], οι αξίες χρήσης, μεταπηδούν προς την πλευρά του χρήματος, η ψυχή τους όμως, η ανταλλακτική αξία, στον ίδιο τον χρυσό».37 Το ύφασμα «μετατρέπει […] αρχικά την εμπορευματική μορφή της στη χρηματική μορφή», η οποία «στη συνέχεια γίνεται το πρώτο άκρο της τελευταίας μεταμόρφωσής της Χ-Ε, της μετατροπής της και πάλι σε βίβλο».38 Στη δεύτερη πράξη Ε-Χ (την αγορά της βίβλου) συνεχίζεται ακόμη αυτή η κίνηση του υφάσματος, αλλά με την αλλαγμένη μορφή του χρήματος: «[Το εμπόρευμα] διατρέχει το δεύτερο κυκλοφοριακό μισό όχι πλέον με το δικό του φυσικό δέρμα, αλλά με το δέρμα του χρυσού».39 Η συνολική διαδικασία Ε-Χ-Ε αναπαριστά μια αλλαγή μορφής ή μια μεταμόρφωση του πρώτου εμπορεύματος, του υφάσματος.

Σε πρώτη όψη, αυτή η θεωρία της μεταμόρφωσης του εμπορεύματος πρέπει να φαίνεται παράξενη και μάλιστα να αντιβαίνει στην πραγματικότητα. Σε μας φαίνεται ότι στην πράξη Ε-Χ ο χρυσός αντικαθιστά το ύφασμα, και όχι ότι είναι μια μεταλλαγμένη μορφή του υφάσματος. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ταυτόχρονα με την πράξη Ε-Χ, δηλαδή με την πώληση του υφάσματος, αυτό εκπίπτει της διαδικασίας της κυκλοφορίας και μεταβαίνει στη σφαίρα της κατανάλωσης. Ο Μαρξ όμως ισχυρίζεται πως, μολονότι «η μορφή χρήσης του υφάσματος μεταπίπτει από την κυκλοφορία στην κατανάλωση», 40 εντούτοις το ύφασμα ως εμπόρευμα ή ανταλλακτική αξία συνεχίζει ακόμη την κίνησή του στην κυκλοφορία με τη μορφή του χρυσού. Μόνον όταν αυτός ο χρυσός που εισπράχθηκε για το ύφασμα ξοδευτεί για τη βίβλο, μόνο τότε μεταβαίνει πραγματικά το ύφασμα από τη σφαίρα της κυκλοφορίας στη σφαίρα της κατανάλωσης.

Αυτοί οι ισχυρισμοί του Μαρξ για τη «μετάλλαξη» του υφάσματος σε χρυσό και βίβλο, που σε πρώτη ματιά δεν είναι απολύτως κατανοητοί, αποκτούν ένα απολύτως πραγματικό νόημα από την οπτική της θεωρίας του φετιχισμού του εμπορεύματος. Η συνολική διαδικασία μεταμόρφωσης του εμπορεύματος, που περιγράφει ο Μαρξ, οφείλει να αντιμετωπιστεί ως κίνηση των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων που δεν συμπίπτει με την κίνηση των πραγμάτων, παρότι είναι τελικά στενά συνδεδεμένη με αυτήν. Από«αντικειμενική» σκοπιά (δηλαδή από τη σκοπιά της κίνησης των αντικειμένων) φυσικά και δεν λαμβάνει χώρα κάποια ενσάρκωση του υφάσματος σε χρυσό ή σε μια βίβλο, αλλά το ύφασμα αντικαθίσταται απλά από χρυσό, και αυτός από τη βίβλο.

Αλλά από τη σκοπιά εκείνων των παραγωγικών σχέσεων των οποίων φορείς είναι αυτά τα αντικείμενα καταλήγουμε σε άλλο συμπέρασμα. Ο εμπορευματοπαραγωγός μας έχει κατασκευάσει το ύφασμα με μια συγκεκριμένη ανταλλακτική αξία, η οποία ήδη στην ίδια την παραγωγική διαδικασία έχει λάβει μια συγκεκριμένη αποτίμηση αξίας σε χρυσό.41 Ήδη από το ίδιο το γεγονός της παραγωγής του υφάσματος, ο εμπορευματοπαραγωγός εισέρχεται σε συγκεκριμένη παραγωγική σχέση με άλλους εμπορευματοπαραγωγούς: διεκδικεί την απόκτηση οποιωνδήποτε άλλων αξιών χρήσης που έχουν ίση αξία με το ύφασμά του.

Η ανταλλακτική αξία του υφάσματος είναι ακριβώς η έκφραση αυτής της δυνατότητας για τον παραγωγό της, να εισέλθει σε μια τέτοια παραγωγική σχέση ανταλλαγής. Αλλά μέχρι στιγμής πρόκειται μόνο για μια δυνατότητα, μια δυνητική παραγωγική σχέση ανταλλαγής. Από τη στιγμή πώλησης του υφάσματος, δηλαδή της ανταλλαγής του με χρυσό, έρχεται με ενεργητικό τρόπο στην επιφάνεια η δυνητική παραγωγική σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου εμπορευματοπαραγωγού και των άλλων: το προϊόν του καταβροχθίζεται από την αγορά και εκείνος ως κάτοχος του χρυσού μετατρέπεται σε ενεργό εταίρο της παραγωγικής σχέσης ανταλλαγής.

Αυτή την παραγωγική σχέση την πραγματοποιεί επίσης με την αγορά της βίβλου. Μια και η αυτή παραγωγική σύνδεση μεταξύ του συγκεκριμένου παραγωγού και των άλλων, η οποία θεμελιώνεται στο γεγονός της παραγωγής από αυτόν ενός προϊόντος (του υφάσματος) ως εμπορεύματος, 42 διατρέχει αλληλοδιαδεχόμενες φάσεις: από δυνητική μετατρέπεται σε ενεργή, ώστε να πραγματοποιηθεί στη συνέχεια. Η ενότητα αυτής της παραγωγικής σύνδεσης και στις τρεις φάσεις αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κάθε προηγηθείσα φάση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την επόμενη, αυτή όμως δεν είναι δυνατή χωρίς την πρώτη. Η συνέχεια των διαφόρων φάσεων της παραγωγικής σχέσης των εμπορευματοκατόχων αντανακλάται στη συνέχεια των πραγμάτων ως φορέων αυτών των αλληλοδιαδεχομένων φάσεων.43

Επειδή οι άνθρωποι στην εμπορευματική κοινωνία συνδέονται μεταξύ τους μέσω πραγμάτων, για το λόγο αυτό σε κάθε φάση της παραγωγικής σχέσης των ανθρώπων αντιστοιχεί μια ιδιαίτερη κοινωνική μορφή των πραγμάτων: «εμπορευματική μορφή» (ύφασμα), «απογύμνωση της εμπορευματικής μορφής» (χρυσός) και «επιστροφή στην εμπορευματική μορφή» (βίβλος).44 Επειδή από την άλλη πλευρά οι διαφορετικές φάσεις της παραγωγικής σχέσης των ανθρώπων αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη ενότητα, για το λόγο αυτό και οι υλικά διαφορετικοί φορείς αυτών των φάσεων (ύφασμα, χρυσός, βίβλος) απεικονίζουν απλά και μόνο διαφορετικές μορφές μιας και της αυτής αξίας.

Τώρα μας γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο το ύφασμα με την πώλησή του συνεχίζει ακόμη ως αξία την ύπαρξή του με τη μορφή του χρήματος και δεν αποχωρεί ακόμη από τη σφαίρα της κυκλοφορίας. Φυσικά, το υλικό σώμα του υφάσματος μεταφέρεται με την πώλησή του από τη σφαίρα της κυκλοφορίας στη σφαίρα της κατανάλωσης. Όμως έχει άραγε ήδη τερματιστεί η παραγωγική σχέση, φορέας της οποίας ήταν το ύφασμα, δηλαδή η παραγωγική σχέση μεταξύ του κατασκευαστή του υφάσματος και των άλλων εμπορευματοπαραγωγών, η οποία θεμελιώνεται στο γεγονός ότι ο πρώτος έχει παραγάγει το ύφασμα ως εμπόρευμα για την αγορά;

Αυτή η παραγωγική σχέση όχι μόνο δεν έχει τερματιστεί με την πώληση του υφάσματος, αλλά κατά κάποιο τρόπο μόλις τώρα έχει έρθει ενεργά στο προσκήνιο, έχει αποκτήσει μια κοινωνικά σημαντική μορφή. Αυτό σημαίνει ότι η ανταλλακτική αξία ως έκφραση αυτής της παραγωγικής σχέσης συνεχίζει να υφίσταται επειδή «παγιώνεται» ή «πραγμοποιείται» στον χρυσό. Μόνο με την αγορά της βίβλου πραγματοποιεί και ολοκληρώνει ταυτόχρονα ο παραγωγός του υφάσματος την παραγωγική σύνδεσή του με όλους τους εμπορευματοκατόχους, η οποία είναι συνδεδεμένη με τις συνθήκες παραγωγής του βαμβακιού. Για το λόγο αυτό, το ύφασμα ως ανταλλακτική αξία εξέρχεται από την σφαίρα της κυκλοφορίας και εισέρχεται στη σφαίρα της κατανάλωσης μόλις με την αγορά της βίβλου.

Όταν κατά την πώληση το ύφασμα λαμβάνει τη μορφή του χρυσού, ο χρυσός συνιστά μια μεταλλαγμένη μορφή του υφάσματος. Στην κυκλοφορία, ο χρυσός απεικονίζει πάντοτε μια μεταλλαγμένη μορφή ή τη χρηματική μορφή των εμπορευμάτων. Ο Μαρξ τονίζει ιδιαίτερα αυτή τη σκέψη. Ο χρυσός εισέρχεται βεβαίως στην κυκλοφορία στις απαρχές της παραγωγής του ως απλό εμπόρευμα, το οποίο αντικρίζει τα υπόλοιπα και μπορεί να ανταλλαγεί με αυτά σε μια πράξη άμεσης εμπορικής ανταλλαγής.45 Σε μια τέτοια πράξη εμφανίζονται επίσης τόσο ο χρυσός όσο και το ύφασμα με την ίδια κοινωνική μορφή, και η αξία καθενός από αυτά εκφράζεται στο άλλο. Αλλά αν παραβλέψει κανείς αυτά τα σημεία εισόδου νέου χρυσού στην κυκλοφορία και τα θεωρήσει ως αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη και συνεχιζόμενη διαδικασία, τότε ο χρυσός δεν εμφανίζεται πια ως απλό εμπόρευμα, αλλά ως χρήμα, δηλαδή ως εμπόρευμα που έχει ήδη εξισωθεί με όλα τα άλλα εμπορεύματα.

Εδώ εκφράζεται η αξία του υφάσματος με μονόπλευρο τρόπο, δηλαδή μόνο σε χρυσό, ενώ η αξία του χρυσού δεν εκφράζεται στην ποσότητα υφάσματος για την οποία αγοράζεται, αλλά μόνο στο σύνολο όλων των εμπορευμάτων, δηλαδή στο γενικό επίπεδο τιμών. Σε κάθε συγκεκριμένη κυκλοφοριακή πράξη ο χρυσός εμφανίζεται ως μεταλλαγμένη μορφή κάποιου άλλου εμπορεύματος. Κάθε εμπορευματοκάτοχος (εκτός από τον βιομήχανο χρυσού) μπορεί να εμφανιστεί στην πράξη Χ-Ε στο ρόλο του αγοραστή μόνο εάν έχει ήδη πουλήσει εκ των προτέρων το εμπόρευμά του, και συνεπώς ο χρυσός αναπαριστά στα χέρια του ήδη τη «μορφή του αλλοτριωμένου εμπορεύματός του».46 Ο εμπορευματοκάτοχός μας μπορεί να πουλήσει το ύφασμά του σε έναν άλλο εμπορευματοκάτοχο μόνο υπό τον όρο ότι αυτός έχει ήδη πουλήσει το εμπόρευμά του, π.χ. το σιτάρι. Τούτο σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη πράξη Ε-Χ (πώληση του υφάσματος) ο χρυσός εμφανίζεται ήδη ως μεταλλαγμένη μορφή ή χρηματική μορφή του σιταριού. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της πράξης πώλησης του υφάσματος, ο ίδιος χρυσός γίνεται μεταλλαγμένη μορφή του υφάσματος, όσο δεν δαπανάται για τη βίβλο, κ.ο.κ. «Η κίνηση του μεταμορφωμένου εμπορεύματος είναι λοιπόν η κίνηση του χρυσού».47

Με την πρώτη ματιά, ο ισχυρισμός του Μαρξ για τον χαρακτήρα του χρυσού ως μεταμορφωμένου εμπορεύματος μας φαίνεται εξίσου παράξενος και ακατανόητος όσο και ο ισχυρισμός που εξετάσαμε πιο πάνω ότι το εμπόρευμα συνεχίζει να υπάρχει μετά την πώλησή του με τη μορφή του χρυσού. Ο πρώτος ισχυρισμός αποτελεί λογική συνέπεια του δεύτερου και όπως και αυτός μας αποκαλύπτει το νόημά του μόνο όταν μεταφραστεί από τη γλώσσα των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων στη γλώσσα των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων. Από την οπτική των πραγμάτων, ένα χρυσό ρούβλι είναι ένα χρυσό ρούβλι, εντελώς ανεξάρτητα από την προέλευσή του, από την πώληση σιταριού ή σιδήρου. Στον χρυσό «δεν διακρίνεται […] αν είναι μεταμορφωμένος σίδηρος ή μεταμορφωμένο σιτάρι».48 Αλλά ο χαρακτήρας εκείνων των παραγωγικών σχέσεων ανταλλαγής, στις οποίες προσχωρεί αυτός που κατέχει το συγκεκριμένο χρυσό ρούβλι εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το αν έχει αποκομίσει το ρούβλι αυτό από την πώληση σιταριού ή σιδήρου. Η εξάρτηση των πράξεων του κατόχου χρυσού που εμφανίζεται στην πράξη Χ-Ε με τον ρόλο του αγοραστή, από την προηγηθείσα πράξη Ε-Χ στην οποία το ίδιο άτομο ήταν πωλητής, σημαίνει ακριβώς ότι στην πράξη Χ-Ε ο χρυσός εμφανίζεται ως μεταλλαγμένη μορφή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος. Αυτή η πρόταση μας βοηθάει να αποσαφηνίσουμε τον μηχανισμό της αγοραίας ανταλλαγής.

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο ένα στιγμιότυπο της κατάστασης της αγοράς. Από τη μια πλευρά βρίσκουμε πωλητές, εμπορευματοκατόχους και από την άλλη αγοραστές, κατόχους χρήματος. Οι τελευταίοι εμφανίζονται ως ενεργά συμμετέχοντες στην ανταλλαγή, επιλέγουν από τις διαθέσιμες επιλογές και κατά τα φαινόμενα αυθαίρετα τα εμπορεύματα που επιθυμούν. Η ζήτηση που αντιπροσωπεύεται από το χρηματικό ποσό που βρίσκεται στα χέρια όλων των αγοραστών (π.χ. ένα εκατομμύριο χρυσά ρούβλια) μας φαίνεται ως η πρωταρχική και τα πάντα ορίζουσα δύναμη της αγοραίας ανταλλαγής. Επειδή αυτή αποτελεί το καθοριστικό μέγεθος, η ζήτηση από μέρους της είναι φαινομενικά απροσδιόριστη τόσο από την ποιοτική όσο και την ποσοτική της πλευρά. Από την ποιοτική πλευρά, επειδή αντιπροσωπεύεται από ένα συγκεκριμένο άθροισμα ομοειδών, αφηρημένων χρηματικών μονάδων (ρούβλια), από τις οποίες η καθεμιά μπορεί να στραφεί προς την αγορά οποιωνδήποτε εμπορευμάτων, και συνεπώς δεν εμπεριέχει στο εσωτερικό της κανένα χαρακτηριστικό συγκεκριμένης, καθορισμένης ζήτησης. Από την ποσοτική πλευρά, επειδή το ποσό ενός εκατομμυρίου ρουβλίων εισέρχεται στο αγοραίο κυκλοφοριακό σύστημα ως έτοιμο, εκ των προτέρων προσδιορισμένο μέγεθος, η προέλευση του οποίου μας είναι άγνωστη.

Η απεικόνιση του μηχανισμού της αγοραίας ανταλλαγής που παραθέσαμε είναι στο μέγιστο βαθμό μονόπλευρη και εσφαλμένη, επειδή αποσπά από αυτόν ένα μέλος του (τη ζήτηση) και δεν ενδιαφέρεται για την ανάλυση των παραγόντων από τους οποίους έχει διαμορφωθεί. Μια τέτοια ανάλυση μας δείχνει κυρίως ότι οι αγοραστές έχουν αποκτήσει το χρηματικό ποσό που αντιπροσωπεύει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή τη ζήτησή τους από την προηγηθείσα πώληση των εμπορευμάτων. Αυτό το χρηματικό ποσό αντιπροσωπεύει κατά συνέπεια τη μεταλλαχθείσα μορφή ή τη χρηματική μορφή της παραγωγής των εμπορευματοκατόχων, που εμφανίστηκαν στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή με το ρόλο των πωλητών.49 Οι τρέχουσες πράξεις αγοράς Χ-Ε αποτελούν συμπλήρωση των προηγηθεισών πράξεων πώλησης Ε-Χ, η τρέχουσα ζήτηση προσδιορίζεται τόσο από την ποσοτική, όσο και από την ποιοτική πλευρά της από την προηγηθείσα διαδικασία παραγωγής. Προφανές είναι κυρίως ότι η έκταση της ζήτησης από την πλευρά των αγοραστών εξαρτάται από την ποσότητα εμπορευμάτων ή ανταλλακτικών αξιών που είχαν προηγουμένως παραγάγει και πραγματοποιήσει στην αγορά στις προηγηθείσες πράξεις πώλησης Ε-Χ. Επιπλέον, ο χαρακτήρας και η έκταση της παραγωγής καθενός εμπορευματοκατόχου ασκούν επίδραση και στην ποιοτική πλευρά της ζήτησης που εξωτερικεύουν στην αγορά.

Αυτό είναι αυτονόητο, στο μέτρο που αφορά σε ζήτηση μέσων παραγωγής, πρώτων υλών, μηχανών, βοηθητικών υλικών κλπ. Ανάλογα αν ένας συγκεκριμένος εμπορευματοκάτοχος εισέπραξε το χρήμα του από την πώληση σιδήρου ή σιταριού, θα προσανατολίσει κατ’ ανάγκη ένα μέρος του εισπραχθέντος χρήματος στην αγορά του ενός ή του άλλου μέσου παραγωγής, που χρειάζεται για την ανανέωση της εργασιακής διαδικασίας. Το υπόλοιπο του εισπραχθέντος ποσού το δαπανά για την αγορά μέσων κατανάλωσης. Η ποιότητα και η ποσότητα των μέσων κατανάλωσης που θα αγοράσει εξαρτώνται κυρίως από το ύψος του επονομαζόμενου υπολοίπου (Restsumme), όμως το μέγεθος αυτό εξαρτάται με τη σειρά του από την έκταση και το είδος της παραγωγής του.

Κατά συνέπεια, η έκταση και ο χαρακτήρας της ζήτησης εξαρτώνται από την έκταση και τον χαρακτήρα της παραγωγής, οι πράξεις της αγοράς Χ-Ε στην πραγματικότητα συμπληρώνουν τις προηγηθείσες πράξεις πώλησης Ε-Χ, και ο χρυσός που εμφανίζεται στις πράξεις Χ-Ε είναι μια μεταλλαγμένη μορφή ή χρηματική μορφή της παραγωγής που πραγματοποιήθηκε στις πράξεις Ε-Χ. Σε ένα χρυσό ρούβλι δεν μπορεί να διακρίνει κανείς αν είναι μεταλλαγμένος σίδηρος ή μεταλλαγμένο σιτάρι, αλλά η μοίρα του από δω και πέρα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από αυτό. Το ίδιο χρυσό ρούβλι αποτελεί για τον αγρότη το μεταλλαγμένο σιτάρι του, όταν όμως μεταφερθεί στον υφαντή τότε αποτελεί το μεταλλαγμένο ύφασμά του, και στη συνέχεια τη μεταλλαγμένη βίβλο. Στο λαμπερό, σκληρό, αμετάβλητο χρυσό ρούβλι εγχαράσσεται η σφραγίδα των παραγωγικών σχέσεων, φορέας των οποίων είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και εδώ, όπως και στα υπόλοιπα τμήματα της θεωρίας του, ο Μαρξ αποκαλύπτει πίσω από τα παγιοποιημένα πράγματα τις κινητές – δυναμικές, ρέουσες παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων. Οι πραγμοειδείς οικονομικές κατηγορίες αποκτούν μια εξαιρετική ευκαμψία, επειδή αντανακλούν στο εσωτερικό τους όλο το πολύμορφο και μεταβλητό ουράνιο τόξο των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων.

Η θεωρία του Μαρξ για τη λειτουργία του χρήματος στο ρόλο του κυκλοφοριακού μέσου, καθώς και η θεωρία του για το μέτρο της αξίας αφήνουν να διαφανεί ο βαθιά κοινωνιολογικός χαρακτήρας τους στο γεγονός ότι θεωρούν δεδομένο έναν συγκεκριμένο τύπο παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων ως εμπορευματοκατόχων.

Για τη γενικά διαδεδομένη άποψη, ο χρυσός εκπληρώνει παντού τη λειτουργία του μέτρου της αξίας, όπου προ της πράξης της ανταλλαγής ένα προϊόν εξισώνεται νοητικά με μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού, και επίσης εκπληρώνει παντού τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου, όπου ανταλλάσσονται πραγματικά το ένα με το άλλο, αλλά αυτά δεν ισχύουν για τη μαρξική θεωρία.

Για την επικρατούσα οπτική, ο χρυσός εκπληρώνει και τις δυο αναφερθείσες λειτουργίες σε οποιαδήποτε πράξη της τυχαίας ανταλλαγής, όταν είναι απλά ένα γενικά χρησιμοποιούμενο μέσο για τη σύγκριση και την ανταλλαγή διαφορετικών προϊόντων (π.χ. χρηματική ανταλλαγή μεταξύ φυλών με επικρατούσα τη φυσική οικονομία, τυχαία ανταλλαγή στα όρια μιας κοινωνίας εμπορευματικής παραγωγής, κλπ.).

Για τη μαρξική οπτική όμως, εδώ πρόκειται απλά για τη διαδικασία δημιουργίας και ανάπτυξης του χρήματος, και όχι για τις λειτουργίες που του προσιδιάζουν στην κανονική διαδικασία εμπορευματοπαραγωγής. Εδώ δεν υπάρχει ακόμη λειτουργία μέτρου της αξίας, διότι δεν υπάρχει αξία ως ρυθμιστής της παραγωγής. Εδώ δεν υπάρχει ακόμη κυκλοφοριακό μέσο, διότι δεν υπάρχει ακόμη κυκλοφορία εμπορευμάτων ως αναγκαίο συστατικό της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Ο χρυσός εκπληρώνει τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου μόνο εκεί όπου την παραγωγική διαδικασία ακολουθεί σταθερά η κυκλοφοριακή διαδικασία με τις δυο φάσεις της (Ε-Χ και Χ-Ε), ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανανέωση της παραγωγής.

Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι και οι δυο αναφερθείσες λειτουργίες προϋποθέτουν την αναπτυγμένη εμπορευματική οικονομία, όπου η παραγωγή προσανατολίζεται εκ των προτέρων προς την ανταλλαγή (εξ ου η εκ των προτέρων εκτίμηση της αξίας του εμπορεύματος και η λειτουργία του χρυσού ως μέτρου της αξίας), και από την άλλη η ανταλλαγή συνιστά μόνο ένα ενδιάμεσο στάδιο της συνολικής αναπαραγωγικής διαδικασίας (εξ ου και η μεταμόρφωση του εμπορεύματος και η λειτουργία του χρυσού ως κυκλοφοριακού μέσου).

 

 

VIII. Το χρήμα ως θησαυρός

 

 

Όταν η κυκλοφορία των εμπορευμάτων με τη μορφή Ε-Χ-Ε λαμβάνει χώρα κατά το μάλλον ή ήττον χωρίς διακοπή, και σε κάθε πράξη πώλησης Ε-Χ ακολουθεί γρήγορα η πράξη αγοράς Χ-Ε που τη συμπληρώνει, το χρήμα μεταφέρεται γρήγορα από το ένα χέρι στο άλλο και εκπληρώνει τη λειτουργία του κυκλοφοριακού μέσου. «Μόλις η μεταμόρφωση διακοπεί, η πώληση δεν ολοκληρωθεί με ακόλουθη αγορά»50 , το χρήμα παραμένει επί μακρόν στα χέρια του πωλητή και εκπληρώνει τη λειτουργία του θησαυρού.

Η δημιουργία θησαυρών προέκυψε ιστορικά πολύ νωρίς. Ήδη πριν μετατραπούν τα ευγενή μέταλλα σε χρήμα, συσσωρεύονταν ευχαρίστως ως συγκεκριμένο χρηστικό αντικείμενο (δηλαδή ως πολυτελές αντικείμενο), που λόγω της ανθεκτικότητάς του προσφέρεται κάλλιστα για τη διατήρηση του πλούτου. Στο μέτρο που αναπτύχθηκε η ανταλλαγή και το χρήμα, η συσσώρευση ευγενών μετάλλων δεν αποτελούσε μόνο τη συγκέντρωση ανθεκτικών και υψηλής αξίας χρηστικών αντικειμένων στα χέρια του κατόχου τους, αλλά «μια πάντα άμεσα διαθέσιμη, απόλυτα κοινωνική μορφή πλούτου».51

Μόνο μετά από αυτή τη στιγμή μπορούμε να μιλάμε για θησαυρό, όχι με την έννοια ενός συνόλου συγκεκριμένων χρήσιμων αντικειμένων, αλλά με την έννοια μιας «κοινωνικής εξουσίας», που είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός «ατόμου – ιδιώτη», 52 του κατόχου συγκεκριμένων αντικειμένων (του χρυσού). Όσο διαρκεί η κυριαρχία της δουλοκτητικής ή της φεουδαρχικής οικονομίας, το χρήμα δεν αποτελεί φυσικά ακόμη τη μοναδική «κοινωνική εξουσία», όπως και τα μέλη της κοινωνίας δεν είναι ακόμη «άτομα-ιδιώτες», που συμπεριφέρονται το ένα προς το άλλο ως μεταξύ τους ανεξάρτητοι και με ίσα δικαιώματα εμπορευματοκάτοχοι. Τα μέλη της κοινωνίας είναι ακόμη μεταξύ τους συνδεδεμένα με τις σχέσεις της φεουδαρχικής εξουσίας, του νόμου της δουλοπαροικίας, κλπ. Αλλά όταν ο κάτοχος του χρήματος αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τον πρίγκιπα ή τον φεουδάρχη γαιοκτήμονα διαθέτει βέβαια, εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης των κοινωνικών σχέσεων, σημαντικό πλεονέκτημα συγκριτικά με τον κάτοχο αξιών χρήσης, στην περίπτωση που η κοινωνική θέση και των δυο είναι ίδια. Ακριβώς η κυριαρχία της φυσικής οικονομίας και η ανεπαρκής ανάπτυξη της ανταλλαγής καθιστούν τον μετασχηματισμό μιας οποιασδήποτε αξίας χρήσης σε χρήμα αδύνατο και στην καλύτερη περίπτωση προβληματικό.53

Αντίστοιχα ισχυρή είναι η επιδίωξη του πωλητή να διακρατήσει το εισπραχθέν χρήμα ως θησαυρό, ως κοινωνική ισχύ η οποία δεν υποκαθιστά πράγματι ακόμη όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις, αλλά ήδη τις διευρύνει, τις διορθώνει και σταδιακά τις αποσυνθέτει. Ο Άντολφ Βάγκνερ που περιγράφει τη διαδεδομένη στην Ανατολή (κυρίως στην Ινδία) συνήθεια συσσώρευσης θησαυρών, λέει: «Ο θησαυρός εκπληρώνει για τη μάζα των “απλών” ανθρώπων τη λειτουργία ταμιευτηρίου για την περίπτωση έκτακτης ανάγκης, πληθωρισμού, για την εξασφάλιση της διαβίωσης […] Για τους πλούσιους, τους αριστοκράτες, τους πρίγκιπες ο θησαυρός χρησιμεύει ως μέσο κοινωνικής και πολιτικής κυριαρχίας, και συγκεκριμένα για να κάνουν δώρα, 54 να πληρώνουν για εκδουλεύσεις, να διατηρούν υπαλλήλους, να διεξάγουν πολέμους, να πληρώνουν φόρους, κλπ.».55 Στην αρχαία και τη φεουδαρχική κοινωνία, ο «επαγγελματίας θησαυριστής» μετατρέπεται συχνά σε τοκογλύφο και συμβάλλει με τη δραστηριότητά του σε ακόμη μεγαλύτερη αποσύνθεση των οικονομικών μορφών που προσιδιάζουν σε αυτές τις κοινωνίες».56

Η αποθησαύριση συνιστά στην αναπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία μια από τις κανονικές, διαρκείς και αναγκαίες λειτουργίες της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Ενώ η τελευταία προϋποθέτει από τη μια πλευρά τη συνέχεια του κυκλοφοριακού συστήματος Ε-Χ-Ε, από την άλλη αυτή η ίδια διαρρηγνύει το κυκλοφοριακό σύστημα αυτό σε δυο πράξεις Ε-Χ και Χ-Ε, και με αυτό τον τρόπο δημιουργεί τη δυνατότητα και δια μέσου αυτής μάλιστα την αναγκαιότητα μιας διαρκούς αναβολής της δεύτερης πράξης. Κάθε εμπορευματοκάτοχος οφείλει να εμφανιστεί με τη σειρά στο ρόλο του πωλητή και του αγοραστή, αλλά ταυτόχρονα οφείλει να διακρατήσει επί μακρόν ένα μέρος του χρήματος που εισέπραξε από την πώληση, χωρίς να το απελευθερώσει στην κυκλοφορία. Όπως είδαμε παραπάνω, ο εμπορευματοπαραγωγός ξοδεύει το χρήμα που εισέπραξε κατά την πώληση για την αγορά μέσων κατανάλωσης και μέσων παραγωγής. Για τους δυο αυτούς σκοπούς οφείλει μεταξύ άλλων να διατηρεί χρήμα επάνω του με τη μορφή αποθεματικού ταμείου ή θησαυρού.

Ο εμπορευματοπαραγωγός πραγματοποιεί τις πωλήσεις των προϊόντων του περιοδικά, μετά την ολοκλήρωση καθεμιάς παραγωγικής διαδικασίας. Οι περίοδοι πώλησης ορίζονται κατά συνέπεια από τις περιόδους παραγωγής. Για παράδειγμα, ο χωρικός πουλάει το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων κατ’ έτος το φθινόπωρο, στη βιομηχανία είναι συντομότερες οι παραγωγικές περίοδοι, αλλά για πάθε εμπορευματοπαραγωγό αποτελούν δεδομένο μέγεθος. Οι δαπάνες του εμπορευματοπαραγωγού για μέσα κατανάλωσης εξαρτώνται από τον χαρακτήρα των διαφόρων αναγκών και την περιοδική επανάληψή τους.57 Οι δαπάνες αυτές ενεργοποιούνται περιοδικά, για ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) συχνότερα, μόλις ολοκληρωθεί η παραγωγική διαδικασία, για άλλες ανάγκες (για παράδειγμα ένδυση, στέγαση) σπανιότερα.

Αυτό σημαίνει ότι ο εμπορευματοπαραγωγός οφείλει, μετά την ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας και την πώληση της παρτίδας του εμπορεύματος που κατασκευάστηκε, να κρατήσει επάνω του από το χρήμα που εισέπραξε: 1) Το ποσό που είναι αναγκαίο για τη σταδιακή κατά την επόμενη παραγωγική περίοδο δαπάνη τροφίμων (διατροφή), και 2) ένα αντίστοιχο ποσό για τη σταδιακή συγκέντρωση ενός ταμείου που θα δαπανηθεί εφάπαξ μετά την πάροδο περισσότερων παραγωγικών περιόδων. Αν η παραγωγική διαδικασία διαρκεί τρεις μήνες αλλά ο παραγωγός ανανεώνει την ένδυσή του μια φορά το χρόνο με δαπάνες 200 ρουβλίων, τότε πρέπει από τα ποσά που εισπράττει από την πώληση των προϊόντων κάθε παραγωγικής περιόδου να βάζει στην άκρη ένα ποσό 50 ρουβλίων για το σκοπό αυτό.

Ακριβώς τέτοια αποθεματικά ταμεία πρέπει να δημιουργηθούν με ποσά που προορίζονται για την αγορά μέσων παραγωγής υπό την ευρεία έννοια του όρου. Αν ο μισθός καταβάλλεται στον εργάτη κάθε εβδομάδα, αλλά το βασικό κεφάλαιο (τα μηχανήματα) ανανεώνεται όμως μετά από την πάροδο πέντε ετών, ο καπιταλιστής πρέπει μετά από κάθε παραγωγική περίοδο που διαρκεί τρεις μήνες να βάζει στην άκρη στο αποθεματικό ταμείο 1) το ποσό που ισούται με το 12πλάσιο του εβδομαδιαία καταβαλλόμενου μισθού, και 2) το ποσό που ισούται με το 1/20 της αξίας της φθοράς της μηχανής. Στην καπιταλιστική οικονομία στην οποία το κεφάλαιο για μέσα παραγωγής λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, αυτά τα ποσά που μπαίνουν στην άκρη για την «απόσβεση» ή την αντικατάσταση είναι πολύ σημαντικά. Στην απλή εμπορευματική οικονομία αυτή η απομείωση των διαφόρων ποσών για μέσα παραγωγής στις περιόδους ανάλωσης δεν είναι τόσο μεγάλη, υφίσταται όμως. Για το λόγο αυτό και στην απλή εμπορευματική παραγωγή είναι αναγκαία η συγκέντρωση συγκεκριμένων, αν και όχι τόσο εκτεταμένων αποθεματικών ταμείων, τόσο για τις ανάγκες της κατανάλωσης, όσο και για εκείνες της παραγωγής.

 Μια ακόμη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ της απλής εμπορευματικής οικονομίας και της καπιταλιστικής υφίσταται στον τρόπο που συσσωρεύονται τα αποθεματικά ταμεία. Όταν υπάρχει ένα αναπτυγμένο πιστωτικό, ιδίως όμως τραπεζικό σύστημα, τότε μπορούμε να μιλάμε για «συσσώρευση» θησαυρών μόνο με τη μεταφορική και όχι με την κυριολεκτική έννοια του όρου.58 Ο εμπορευματοπαραγωγός δεν «συσσωρεύει» ο ίδιος αποθεματικά ποσά, αλλά τα δίνει στην τράπεζα, η οποία αξιοποιεί την περιστασιακή απραξία του για να τα δώσει ως πίστωση σε άλλους εμπορευματοπαραγωγούς που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έχουν ανάγκη διαθέσιμου χρήματος. Ο Μαρξ στη θεωρία του χρήματος αγνοεί όμως την ύπαρξη του πιστωτικού συστήματος και υποθέτει μια πραγματική συγκέντρωση, δηλαδή ότι ο κάθε εμπορευματοπαραγωγός διατηρεί ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό που χρησιμεύει ως αποθεματικό ταμείο.

 Κατά συνέπεια, ακόμα και όταν υποθέτουμε ότι ένας εμπορευματοπαραγωγός σκοπεύει να δαπανήσει το συνολικό χρηματικό ποσό που εισέπραξε κατά την πώληση των εμπορευμάτων, χωρίς υπόλοιπο, για την αγορά καταναλωτικών και παραγωγικών μέσων, θα διακρατήσει προσωρινά στα χέρια του ένα μέρος αυτού του χρήματος ως αποθεματικό ταμείο. Ένα συγκεκριμένο μέρος αυτού του χρήματος θα δαπανηθεί σταδιακά από αυτόν στην επόμενη περίοδο και αποτελεί για το λόγο αυτό τα «μετρητά» του. Πρόκειται για «αποθεματικό ταμείο σε νόμισμα»59 ή για «νόμισμα σε αναστολή» προσωρινά, το οποίο ακόμη και αν δεν δαπανάται στη συγκεκριμένη στιγμή, εντούτοις κατ’ αρχήν δεν εξέρχεται της σφαίρας της κυκλοφορίας. Αυτό το «αποθεματικό ταμείο σε νόμισμα» μπορεί να θεωρηθεί ως «συστατικό στοιχείο της συνολικής ποσότητας χρήματος που βρίσκεται διαρκώς σε κυκλοφορία», 60 και για το λόγο αυτό δεν συνιστά θησαυρό υπό την έννοια του «χρήματος» σε αντιπαραβολή με το «νόμισμα», δηλαδή δεν έχει απομακρυνθεί από την κυκλοφοριακή σφαίρα.

Ένα τέτοιο ρόλο «χρήματος» που έχει απομακρυνθεί από την κυκλοφορία εκπληρώνουν τα χρηματικά ποσά τα οποία μόλις μετά από ένα κατά το μάλλον ή ήττον μακρύ χρονικό διάστημα δαπανώνται για καταναλωτικά και παραγωγικά μέσα (για παράδειγμα μετά την φθορά του βασικού κεφαλαίου), και για το λόγο αυτό εξέρχονται προσωρινά από το «ρεύμα της κυκλοφορίας» και παραμένουν εν ηρεμία ή «στερεοποιούνται» ως θησαυρός. Πρόκειται για το «αποθεματικό ταμείο αγοραστικών μέσων», ο σχηματισμός του οποίου είναι μια αναγκαία συνέπεια της λειτουργίας του χρήματος ως αγοραστικού μέσου, δηλαδή ως κυκλοφοριακού μέσου.

Στο μέτρο που εξαπλώνονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες με πίστωση και η λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής, αναγκάζεται ο εμπορευματοπαραγωγός να συσσωρεύει σταδιακά ποσά που είναι αναγκαία για την πληρωμή των χρεών του μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία. Δημιουργείται ένα «αποθεματικό ταμείο μέσων πληρωμής», που θεμελιώνεται στη λειτουργία του χρήματος ως μέσου πληρωμής. Και τα δυο αποθεματικά ταμεία (των μέσων αγοράς και πληρωμής) συγκροτούν έναν θησαυρό ή το «χρηματικό αποθεματικό ταμείο» σε αντιδιαστολή προς το επονομαζόμενο «αποθεματικό ταμείο σε νόμισμα».61

Μέχρι στιγμής έχουμε υποθέσει ότι το χρήμα που αφαιρείται προσωρινά από την κυκλοφορία ως αποθεματικό ταμείο αναγκαστικά ρίχνεται πάλι στην κυκλοφορία σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Με άλλα λόγια, έχουμε υποθέσει ότι σε τελική ανάλυση όλο το χρήμα που εισπράττει ο εμπορευματοπαραγωγός από την πώληση των προϊόντων δαπανάται για την αγορά άλλων προϊόντων. Είναι όμως δυνατό, ο εμπορευματοπαραγωγός να κρατήσει ένα μέρος αυτού του χρήματος για τον εαυτό του με την πρόθεση να μην το στείλει ποτέ πια στην κυκλοφορία. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν έχουμε πια να κάνουμε με μια προσωρινή διακοπή (βραχυχρόνια στο αποθεματικό ταμείο σε νόμισμα και περισσότερο μακροχρόνια στο χρηματικό αποθεματικό ταμείο) μεταξύ των πράξεων Ε-Χ και Χ-Ε, αλλά η συνολική κυκλοφορία λήγει με την πράξη Ε-Χ, την οποία δεν ακολουθεί σε καμιά περίπτωση η πράξη Χ-Ε. Το χρήμα που εισπράχθηκε από την πώληση Ε-Χ μετατρέπεται σε θησαυρό, τον οποίο σε διάκριση προς το χρηματικό αποθεματικό ταμείο μπορούμε να ονομάσουμε «συσσωρευμένο θησαυρό». Αυτή ακριβώς είναι η συσσώρευση θησαυρών.

Ας εξετάσουμε όμως τις τεχνικές και κοινωνικές συνθήκες παραγωγής κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η συσσώρευση θησαυρών ως λίγο ή πολύ σταθερό φαινόμενο. Προκειμένου ένας εμπορευματοπαραγωγός να διακρατήσει ένα μέρος των εισπράξεών του από την πώληση του προϊόντος στη μορφή ενός συσσωρευμένου θησαυρού, είναι αναγκαίο να αφήνουν αυτές οι εισπράξεις κάποιο πλεόνασμα πέραν του ποσού που απαιτείται για την αγορά μέσων κατανάλωσης και παραγωγής. Ο εμπορευματοπαραγωγός δεν μπορεί να περιορίσει την αγορά νέων μέσων παραγωγής, διότι η αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι ο περιορισμός της έκτασης της μελλοντικής παραγωγής, και συνεπώς η μείωση των μελλοντικών εισπράξεων ή του εισοδήματος.

Στην πραγματικότητα, ένας εμπορευματοπαραγωγός μπορεί να περιορίσει τις ανάγκες του και να μειώσει τις δαπάνες για αγορά μέσων κατανάλωσης. Πράγματι, μια τέτοια περικοπή της ατομικής κατανάλωσης ασκείται ευρέως στην οικονομική δραστηριότητα των χωρικών και των τεχνιτών, αλλά είναι φυσικά περιορισμένη σε στενό πλαίσιο. Η συχνότερη μορφή «οικονομίας» στην ατομική κατανάλωση, που χαρακτηρίζει τα πρώτα στάδια συσσώρευσης πλούτου στην προκαπιταλιστική εποχή, δεν συνίσταται τόσο στον περιορισμό της ατομικής κατανάλωσης, όσο στην αποφυγή της επέκτασής της που θα ήταν εφικτή στο συγκεκριμένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. Η παραγωγικότητα της εργασίας του εμπορευματοπαραγωγού έχει ήδη φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης που η τιμή πώλησης των προϊόντων του μετά την κάλυψη των δαπανών για την αγορά συνηθισμένων χρηστικών αντικειμένων και αναγκαίων παραγωγικών μέσων, αφήνει πλεόνασμα. Οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής επιτρέπουν κατά συνέπεια τη δυνατότητα διεύρυνσης της ατομικής κατανάλωσης, αλλά η κοινωνική μορφή της παραγωγικής διαδικασίας, και ειδικότερα η ανάπτυξη της χρηματικής ανταλλαγής και της «κοινωνικής ισχύος» του χρήματος, ενθαρρύνει τον εμπορευματοπαραγωγό να διατηρήσει αυτό το χρήμα με τη μορφή θησαυρού.

Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται θετικές προϋποθέσεις για τη συσσώρευση θησαυρών στην περιγραφείσα πρωτόγονη μορφή: ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας και η ανάπτυξη του χρήματος ως «πάντα άμεσα διαθέσιμη, απόλυτα κοινωνική μορφή του πλούτου», 62 η οποία για τον λόγο αυτό είναι πάντοτε επιδιώξιμη για τον εμπορευματοπαραγωγό. Συνεπεία του πρώτου όρου, ο εμπορευματοπαραγωγός αποκομίζει μετά την πώληση των προϊόντων και την κάλυψη των αναγκαίων δαπανών ένα συγκεκριμένο χρηματικό πλεόνασμα, ενώ ο δεύτερος όρος τον ενθαρρύνει να ακυρώσει τη διάθεση αυτού του πλεονάσματος για τη διεύρυνση της ατομικής κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι να διατηρηθεί το χρηματικό πλεόνασμα ως «συσσωρευμένος θησαυρός». Η συσσώρευση θησαυρών που έχει λάβει διαρκή χαρακτήρα, δείχνει ότι η οικονομική δραστηριότητα του συγκεκριμένου εμπορευματοπαραγωγού έχει επεκταθεί πέρα από τα όρια που υπαγορεύονται από την αναγκαιότητα ικανοποίησης των ατομικών του αναγκών και εκείνων της οικογένειάς του. «Στην πραγματικότητα όμως, η συσσώρευση χρήματος για χάρη του χρήματος είναι η βαρβαρική μορφή της παραγωγής για χάρη της παραγωγής, δηλαδή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας πέρα από τα όρια των συμβατικών αναγκών».63

Στην καπιταλιστική οικονομία, η συσσώρευση θησαυρών μετατρέπεται σε συσσώρευση κεφαλαίου και αλλάζει ολότελα τον χαρακτήρα της. Ο καπιταλιστής, όπως και ο αποθησαυριστής, δεν αναλώνει το πρόσθετο εισόδημά του (ή το αναλώνει σε αμελητέο βαθμό) για τη διεύρυνση της ατομικής κατανάλωσής του, αλλά το «συσσωρεύει» (πρόκειται για το επονομαζόμενο συσσωρευμένο τμήμα της υπεραξίας σε διάκριση προς το «χρησιμοποιηθέν»). Αλλά σε αντίθεση με τον αποθησαυριστή δεν αφαιρεί αυτό το πρόσθετο χρήμα από την κυκλοφορία, αλλά το ξαναστέλνει πίσω: είτε διευρύνει την παραγωγή του, δηλαδή αγοράζει νέα μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη, ή πάλι δίνει το χρήμα, συνήθως διαμεσολαβημένο από τράπεζες, ως πίστωση προς άλλους καπιταλιστές για να διευρύνουν τη δική τους παραγωγή.

Ακόμη και για το σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το χρήμα αυτό δεν χρησιμοποιείται ακόμη για τη δική του επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν το κρατάει για τον εαυτό του αλλά το μεταβιβάζει στον τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό του και λαμβάνει για αυτό τον αντίστοιχο τόκο. Το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα δίνει στον καπιταλιστή τη δυνατότητα να διασφαλίσει για τον εαυτό του αυτή την «κοινωνική εξουσία», που δίνεται από το χρήμα (δηλαδή τη δυνατότητα να εμφανιστεί σε μια οποιαδήποτε χρονική στιγμή ως ενεργά συμμετέχων στις παραγωγικές σχέσεις), χωρίς να διατηρεί ο ίδιος το χρήμα. Ο καπιταλιστής συγκεντρώνει στα χέρια του την κοινωνική «εξουσία του χρήματος», χωρίς να κρατάει στα χέρια του τα ίδια τα αντικείμενα που κατέχουν τις ιδιότητες του χρήματος.

 Στα πρωτόγονα στάδια της ανάπτυξης όμως, με την «πραγμοποίηση» των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων που προσιδιάζει στην εμπορευματική παραγωγή, η συγκέντρωση της κοινωνικής «εξουσίας του χρήματος» στα χέρια μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών είναι δυνατή μόνο με τη μορφή πραγματικής συγκέντρωσης πραγμάτων – χρήματος (χρυσού). «Για τον βαρβαρικά απλό εμπορευματοκάτοχο, ακόμη και έναν δυτικοευρωπαίο χωρικό, η αξία είναι αναπόσπαστη από τη αξιακή μορφή, και συνεπώς ο πολλαπλασιασμός της αξίας είναι πολλαπλασιασμός του θησαυρού από άργυρο και χρυσό».64 Αντικείμενο της συσσώρευσης είναι κατά κάποιο τρόπο «το χρήμα σε φυσική κατάσταση», στη μορφή χρυσών ή αργυρών νομισμάτων ή ράβδων, που μπορούν να μετατραπούν σε χρήμα. Στην Ανατολή είναι ευρέως διαδεδομένο το έθιμο να θάβουν το χρήμα στη γη, 65 στην Ευρώπη έκρυβαν το χρήμα σε κουμπαράδες, κάλτσες, κλπ. Αυτή η πρωτόγονη μορφή συσσώρευσης θησαυρών ήταν ευρέως διαδεδομένη στα προκαπιταλιστικά και πρώιμα καπιταλιστικά στάδια της κοινωνίας, και τη συναντάμε έως σήμερα σε κύκλους μικροαστών, ιδιαίτερα της αγροτιάς.

Δίπλα στη συσσώρευση θησαυρών με τη μορφή νομισμάτων ή ράβδων χρυσού υπάρχει η συσσώρευση «θησαυρών αισθητικής μορφής», στη μορφή χρυσών ή αργυρών εμπορευμάτων, συγκεκριμένων χρηστικών ή πολυτελών αντικειμένων (μαχαιροπίρουνα, κοσμήματα, κλπ.). Το γεγονός ότι αυτά τα αντικείμενα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό που χρησιμεύει ως χρήμα, τα ξεχωρίζει από τον κύκλο των υπόλοιπων χρηστικών αντικειμένων. Ενώ στην άμεση μορφή τους είναι συγκεκριμένα χρηστικά αντικείμενα, εντούτοις, 1) μπορούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να μετατραπούν σε χρήμα και 2) η χρησιμοποίησή τους ως αξιών χρήσης προσφέρεται ως ο πλέον εντυπωσιακός και εμφανής δείκτης της κοινωνικής εξουσίας του χρήματος, που βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια του ιδιοκτήτη τους. Όταν «ο εμπορευματοκάτοχος σε συγκεκριμένο επίπεδο της παραγωγής κρύβει τον θησαυρό του, τότε πηγαίνει παντού όπου με σιγουριά μπορεί να φανεί στους άλλους εμπορευματοκατόχους ως rico hombre (πλούσιος, σ.τ.μ)».66

Ενώ συχνά συναντάμε στο αγροτικό ή μικροαστικό περιβάλλον «σπαγκοραμμένους» τύπους που μαζεύουν τους θησαυρούς τους «φασούλι το φασούλι», με τίμημα την παραίτηση από τα απολύτως αναγκαία για τον εαυτό τους, σε υστερότερα στάδια ανάπτυξης της αστικής τάξης εμφανίζονται οι δαπάνες για αντικείμενα πολυτελείας. Σε περιόδους ηρεμίας κύκλοι της μεσαίας αστικής τάξης επεξεργάζονται ειδικά πρότυπα για την πολυτέλεια: Δημιουργεί αμηχανία να κατέχει κανείς λιγότερα χρυσά αντικείμενα από αυτά που συνηθίζεται στον συγκεκριμένο κοινωνικό κύκλο, αλλά είναι ταυτόχρονα απωθητικό να επιδεικνύεται ένας υπερβολικός αριθμός πολυτελών αντικειμένων, που προφανώς δεν αντιστοιχεί στην περιουσιακή κατάσταση της συγκεκριμένης οικογένειας. Η δραστική μεγέθυνση του προτύπου μετατρέπει τη χρήση πολύτιμων αντικειμένων από μια μορφή συλλογής θησαυρών σε ένδειξη λεηλασίας των υπαρχόντων θησαυρών, σε «βουλιμία», «μανία σπατάλης».

Μια τέτοια υπερβολική χρήση πολυτελών αντικειμένων είναι συνήθως διαδεδομένη σε κύκλους της αστικής τάξης που έχουν πλουτίσει γρήγορα, σε ταχέως ανερχόμενος – «νεόπλουτους». Ενώ κατά την ανατροπή από τον φεουδαρχισμό στον καπιταλισμό η μικρή και μεσαία αστική τάξη ζει τη ζωή της με «πουριτανικό»67 τρόπο και καταδικάζει τους φεουδάρχες ευγενείς για τη βουλιμία και τη μανία σπατάλης, τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης που έγιναν πλούσια πολύ γρήγορα καταβάλουν προσπάθεια να την επισκιάσουν με τη λάμψη του τρόπου ζωής τους.68

Ο χρυσός που βγήκε από την κυκλοφορία με τη μια ή την άλλη μορφή (αποθεματικό ταμείο νομισμάτων ή χρήματος, συσσωρευμένος πλούτος, θησαυρός σε αισθητική μορφή), δεν διαχωρίζεται με κάποιο ανυπέρβλητο σύνορο από τον χρυσό που βρίσκεται στην κυκλοφορία. Χρυσός μεταφέρεται καθημερινά από τη σφαίρα της κυκλοφορίας στη μορφή του θησαυρού, και αντιστρόφως. Όταν οι δυο διαδικασίες αλληλοαναιρούνται μεταξύ τους, τότε παραμένει αμετάβλητη η αναλογία μεταξύ του χρυσού που βρίσκεται στην κυκλοφορία και του θησαυρού. Αν απαιτείται περισσότερο χρήμα για τη σφαίρα της κυκλοφορίας (για παράδειγμα ως αποτέλεσμα της μεγέθυνσης των κυκλοφοριακών συστημάτων των εμπορευμάτων ή της αύξησης των τιμών), ένα τμήμα του χρυσού εισρέει από τη μορφή του θησαυρού στη σφαίρα της κυκλοφορίας.

Το αντίστροφο, δηλαδή η μεγέθυνση του θησαυρού, λαμβάνει χώρα όταν οι συνθήκες είναι αντίστροφες. Με αυτό τον τρόπο, ο θησαυρός εκπληρώνει το ρόλο μιας δεξαμενής, από την οποία η σφαίρα της κυκλοφορίας μπορεί να αντλήσει πρόσθετη χρηματική ποσότητα που έχει ανάγκη και στην οποία μπορεί να απορρίψει την πλεονάζουσα χρηματική ποσότητα. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η προσαρμογή των χρηματικών όγκων που βρίσκονται στην κυκλοφορία στις ανάγκες της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ώστε το χρήμα «ποτέ να μην πλημμυρίζει τα κανάλια κυκλοφορίας του».69 Στη μεταλλική κυκλοφορία, η ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία ρυθμίζεται αυτόματα, με την επίδραση του αυθόρμητου μηχανισμού της χρηματικής κυκλοφορίας.

Η συσχέτιση ανάμεσα στον θησαυρό και τη σφαίρα της κυκλοφορίας έχει όμως άνισο χαρακτήρα για τα διάφορα μέρη του χρυσού που βγαίνουν έξω από την κυκλοφορία. Το αποθεματικό ταμείο σε νόμισμα εισρέει σταθερά στην κυκλοφορία σε χρονικά διαστήματα που ορίζονται από τον χαρακτήρα και τη λειτουργία του (για παράδειγμα όταν μια μηχανή φθείρεται ή όταν προκύπτει μια προθεσμία πληρωμής). Ο συσσωρευμένος θησαυρός (στην καπιταλιστική οικονομία, τα τραπεζικά αποθεματικά), εισρέει συνήθως μερικώς στην κυκλοφοριακή σφαίρα σε στιγμές που υπάρχει ενισχυμένη ανάγκη της κυκλοφοριακής σφαίρας για χρήμα, για παράδειγμα σε στιγμές μέγιστης οικονομικής ανάκαμψης, όταν αυξάνεται η ποσότητα των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων και ταυτόχρονα και η τιμή τους. Τέλος, η πλέον μακρινή και αδύναμη σχέση είναι εκείνη που συνδέει την κυκλοφοριακή σφαίρα με τον θησαυρό αισθητικής μορφής, δηλαδή με χρυσά και αργυρά εμπορεύματα. Μόνο σε περιόδους κοινωνικών καταιγίδων, πολέμων, επαναστάσεων κλπ. μετατρέπονται σε σημαντικό βαθμό τέτοια αντικείμενα πολυτελείας σε χρήμα.70

Η μετάβαση του χρήματος από τη μορφή του θησαυρού στην κυκλοφοριακή σφαίρα και αντιστρόφως σημαίνει μια αλλαγή της κοινωνικής λειτουργίας ή της μορφής του, ενώ η φυσική μορφή του παραμένει στην πλειονότητα των περιπτώσεων αμετάβλητη. Τα ίδια χρυσά νομίσματα μπορούν να χρησιμεύσουν σήμερα ως κυκλοφοριακό μέσο, αύριο ως αποθεματικό ταμείο και στη συνέχεια ως συσσωρευμένος θησαυρός. Εφόσον ο τελευταίος δεν αποτελείται από νομίσματα αλλά από ράβδους χρυσού ή άργυρου, μπορούν οι τελευταίες να εισέλθουν με την ίδια μορφή ως ράβδοι στη σφαίρα της διεθνούς κυκλοφορίας, ή πάλι μπορούν εύκολα να κοπούν σε νομίσματα για τις ανάγκες της εσωτερικής κυκλοφορίας. Ομοίως μπορούν σε περίπτωση ανάγκης να μετατραπούν εύκολα τόσο σε χρυσά όσο και σε αργυρά εμπορεύματα. Η ικανότητα των ευγενών μετάλλων να μεταβάλλονται από τη μορφή των νομισμάτων σε εκείνη των ράβδων, και από αυτήν στη μορφή πολυτελών αντικειμένων, και αντιστρόφως, τα μετατρέπει σε υλικό που προσφέρεται στον μέγιστο βαθμό για την υλοποίηση της λειτουργίας του χρήματος, το οποίο «πρέπει διαρκώς να μεταβάλλεται από έναν μορφολογικό προσδιορισμό σε έναν άλλο».71

Τα συμπεράσματα του Μαρξ για τη λειτουργία του χρήματος ως θησαυρού αναφέρονται κατά κύριο λόγο σε εκείνη την πρωτόγονη μορφή συσσώρευσης θησαυρών που αντιστοιχεί στις συνθήκες απλής εμπορευματικής παραγωγής. Για το λόγο αυτό μας προσφέρουν συγκριτικά λίγο υλικό για την κατανόηση της οικονομικής λειτουργίας και του χαρακτήρα του θησαυρού στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομίας με το πολύ αναπτυγμένο και εξαιρετικά σύνθετο πιστωτικό σύστημα που διαθέτει. Αλλά από την άλλη πλευρά, τα αναφερθέντα συμπεράσματα του Μαρξ μας προσφέρουν εξαιρετικά ενδιαφέρον κοινωνιολογικό υλικό, το οποίο κατά κανόνα δεν έχει προσεχθεί και γι’ αυτό το λόγο είναι ανάγκη να παραμείνουμε σε αυτό αναλυτικότερα.

Πιο πάνω στο κεφάλαιο για το κυκλοφοριακό μέσο είδαμε ότι το χρήμα τότε μόνο εκπληρώνει μια συγκεκριμένη λειτουργία (του κυκλοφοριακού μέσου) όταν υπάρχουν μεταξύ των εμπορευματοκατόχων (που διαδοχικά εκπληρώνουν τον ρόλο του πωλητή και του αγοραστή) συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις, καθώς και μια συγκεκριμένη μορφή κυκλοφορίας εμπορευμάτων (το κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε). Τώρα πρέπει να δείξουμε την ίδια σχέση μεταξύ διαφόρων κοινωνικών φαινομένων (των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, των μορφών εμπορευματικής κυκλοφορίας και των λειτουργιών ή μορφών του χρήματος) και στο παράδειγμα της λειτουργίας του χρήματος ως θησαυρού.

Πιο πάνω έχουμε ήδη επισημάνει ότι το χρήμα μετατρέπεται σε θησαυρό «όταν διακόπτεται η διαδικασία μεταμόρφωσης του εμπορεύματος» και «δεν μετασχηματίζεται η πώληση σε αγορά».72 Λαμβάνει χώρα μια ρήξη μεταξύ Ε-Χ και Χ-Ε και συνεπώς μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της ίδιας της κυκλοφορίας του εμπορεύματος: «το χρήμα απολιθώνεται έτσι σε θησαυρό, και ο εμπορευματοπωλητής σε αποθησαυριστή».73 Έχουμε μπροστά μας μια διαδικασία ταυτόχρονης και παράλληλης αλλαγής του κοινωνικού χαρακτήρα των ανθρώπων, των εμπορευμάτων και των πραγμάτων. Θέλουμε να δούμε σε τι συνίσταται αυτή η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, δηλαδή σε τι διαφοροποιείται η θέση του αποθησαυριστή στην κοινωνική παραγωγική διαδικασία από τη θέση του εμπορευματοκατόχου που δεν συσσωρεύει θησαυρό.

Η λειτουργία του χρήματος ως κυκλοφοριακού μέσου στο συνεχές κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε προϋπέθετε ότι κάθε ατομική παραγωγική δραστηριότητα αγοράζει προϊόντα έναντι του συνολικού ποσού προς το οποίο είχε πουλήσει προηγουμένως τα δικά της προϊόντα, δηλαδή προϋπέθετε ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης καθεμιάς ατομικής οικονομικής δραστηριότητας. Εντούτοις, η συσσώρευση θησαυρού από τον συγκεκριμένο εμπορευματοκάτοχο αρχίζει ακριβώς όταν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσής του, όταν η πρώτη υπερβαίνει το μέτρο της δεύτερης, όταν ρίχνονται στην κυκλοφορία περισσότερα εμπορεύματα από όσα αφαιρούνται από αυτήν στη μορφή εμπορευμάτων, ενώ η συνολική διαφορά αφαιρείται από την κυκλοφορία στη μορφή του χρήματος και φυλάσσεται στον θησαυρό. «Ο εμπορευματοκάτοχος που τώρα έχει γίνει αποθησαυριστής πρέπει να πουλάει όσο γίνεται περισσότερα και να αγοράζει όσο γίνεται λιγότερα».74 Το πλεονάζον βάρος της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης σημαίνει μια αλλαγή της θέσης που καταλαμβάνει η συγκεκριμένη ατομική οικονομική δραστηριότητα στη συνολική κοινωνική διαδικασία της παραγωγής. Η μεταβολή της ποσοτικής σχέσης μεταξύ πωλητών και αγοραστών σημαίνει μια ποιοτική μεταβολή των παραγωγικών σχέσεων που συνδέουν τον συγκεκριμένο εμπορευματοκάτοχο με τους άλλους.

Όταν λοιπόν πουλήσει το εμπόρευμά του ο αποθησαυριστής, 75 η πράξη αυτή της πώλησης Ε-Χ δεν διακρίνεται φαινομενικά ως προς την εξωτερική πλευρά της κατά τίποτε από ανάλογες πράξεις πώλησης που ολοκληρώνονται από εμπορευματοκατόχους που δεν συσσωρεύουν θησαυρούς. Στην ουσία όμως υπάρχει μεταξύ τους μια βαθιά διαφορά. Ο εμπορευματοκάτοχος ως μέλος του κυκλοφοριακού συστήματος Ε-Χ-Ε, πουλάει την παραγωγή του, η οποία αμέσως μετά καταναλώνεται επίσης από αυτόν σε αλλαγμένη μορφή (δηλαδή μετά την πώλησή της και την αγορά μέσων κατανάλωσης και παραγωγής με το εισπραχθέν χρήμα), 76 άρα εκπληρώνει τον ρόλο του αγοραστή μετά από εκείνον του πωλητή. Ο αποθησαυριστής αντιθέτως, πουλάει το εμπόρευμα για ένα ποσό που αντιπροσωπεύει το πλεόνασμα της παραγωγής του έναντι της κατανάλωσης, εμφανίζεται δηλαδή με τον μονόπλευρο κοινωνικό ρόλο του πωλητή και ταυτόχρονα του αποθησαυριστή.77

Επειδή η πράξη της πώλησης Ε-Χ εμφανίζεται σε απομονωμένη μορφή, διακρίνεται από την πράξη της πώλησης Ε-Χ που υπεισέρχεται στο συνεχές κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε, όχι μόνο ως προς τις συνθήκες προέλευσής της και το αντικειμενικό αποτέλεσμά της, αλλά και ως προς το υποκειμενικό κίνητρο που την καθοδηγεί. Στο κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε, η πώληση λαμβάνει χώρα ειδικά με σκοπό την αγορά που ακολουθεί και συνεπώς έχει το στόχο να αντικαταστήσει μια αξία χρήσης A1 διαμέσου του χρήματος X με μια άλλη αξία χρήσης A2. O τελικός στόχος του κυκλοφοριακού συστήματος Ε-Χ-Ε βρίσκεται στην κατανάλωση. Αντιθέτως, κατά τη συσσώρευση θησαυρού, δεν πραγματοποιείται η πώληση Ε-Χ με τον στόχο να αποκτηθεί χρήμα για την αγορά, αλλά αποκλειστικά για να μετατραπεί το Ε σε Χ, για να αποκτηθεί ένα χρηματικό ισοδύναμο αντί του εμπορεύματος. «Το εμπόρευμα πωλείται όχι για να αγοραστεί εμπόρευμα αλλά για να αντικατασταθεί η εμπορευματική με χρηματική μορφή. Από απλή διαμεσολάβηση του μεταβολισμού, αυτή η αλλαγή μορφής γίνεται αυτοσκοπός».78 Όπως βλέπουμε, η μετατροπή του χρήματος από κυκλοφοριακό μέσο σε θησαυρό προϋποθέτει ένα σύμπλεγμα κοινωνικών φαινομένων που αντιπροσωπεύουν μια ταυτόχρονη και παράλληλη αλλαγή της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, των παραγωγικών σχέσεων των εμπορευματοκατόχων, των κινήτρων που οδηγούν την ανταλλαγή, των μορφών της εμπορευματικής κυκλοφορίας και των λειτουργιών ή των μορφών του χρήματος.

Σε πρώτη ματιά μπορεί να φανεί ότι το τελικό αίτιο της μετάβασης από το κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε στη συσσώρευση θησαυρού βρίσκεται στη μεταβολή των κινήτρων τα οποία οδηγούν τον εμπορευματοκάτοχο που μετέχει στην ανταλλαγή. Μια τέτοια αντίληψη που αναζητά το τελικό αίτιο μιας αλλαγής στα οικονομικά φαινόμενα στην ψυχή των οικονομικώς δρώντων ατόμων, είναι περισσότερο από ξένη για τον Μαρξ.

Πιστός στη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, ο Μαρξ υπογραμμίζει με έμφαση πως το γεγονός ότι στους συμμετέχοντες στην ανταλλαγή αναδύεται ένας νέος τύπος οικονομικού κινήτρου είναι το ίδιο αποτέλεσμα της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων. Η επιδίωξη να μετατραπεί το εμπόρευμα σε χρήμα, μπορεί να γίνει αυτόνομο κίνητρο ανταλλαγής μόνο υπό τον όρο ότι έχει ήδη συμβεί η απομόνωση της χρηματικής μορφής του προϊόντος από την εμπορευματική μορφή του, ότι οι εμπορευματοκάτοχοι έχουν ήδη απονείμει με τις πράξεις τους σε ένα εμπόρευμα τον χαρακτήρα του χρήματος που διαθέτει την ικανότητα γενικής άμεσης ανταλλαξιμότητας. «Η εμμονή πλουτισμού σε διαφορά από την εμμονή για ειδικό φυσικό πλούτο ή αξίες χρήσης, όπως ρούχα, κοσμήματα, κοπάδια, κλπ., είναι μόνο δυνατή μόλις εξατομικευτεί ο γενικός πλούτος σαν τέτοιος σε ένα ιδιαίτερο πράγμα και με αυτό τον τρόπο μπορεί να διατηρηθεί ως μεμονωμένο εμπόρευμα.

Το χρήμα εμφανίζεται λοιπόν εξίσου ως αντικείμενο και ως πηγή της μανίας πλουτισμού».79 Αν η μανία πλουτισμού είναι ήδη το αποτέλεσμα της δημιουργίας του χρήματος, τότε αυτό αναδεικνύει αντίστροφα κατ’ ανάγκη μια νέα κινητήρια δύναμη ανταλλαγής, την επιδίωξη ανταλλαγής του εμπορεύματος με χρήμα με στόχο τη συσσώρευση θησαυρού. «Με την πρώτη ανάπτυξη της ίδιας της εμπορευματικής κυκλοφορίας, αναπτύσσεται η αναγκαιότητα και το πάθος να κρατηθεί το προϊόν της πρώτης μεταμόρφωσης, η αλλαγμένη μορφή του εμπορεύματος ή της χρυσής κούκλας της».80

Αυτός ο νέος τύπος οικονομικού κινήτρου έγκειται στο ότι ο εμπορευματοπαραγωγός δεν πραγματοποιεί την ανταλλαγή με σκοπό να λάβει τα «μέσα συντήρησης», ανταλλάσσοντας μια αξία χρήσης με κάποια άλλη, όπως συμβαίνει στο κύκλωμα Ε-Χ-Ε, αλλά με σκοπό να λάβει και να κρατήσει τη χρηματική μορφή του εμπορεύματός του. Επιθυμεί μόνον να πραγματοποιήσει μια «αλλαγή μορφής», δίνοντας στο προϊόν του μια διαφορετική μορφή (τη μορφή του χρήματος) και ο ίδιος να εμφανισθεί με άλλο κοινωνικό χαρακτήρα, ως υποκείμενο της «κοινωνικής ισχύος του χρήματος», που έχει την ικανότητα να δρα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή ως ενεργητικός φορέας των σχέσεων παραγωγής.

Η αποταμίευση δημιουργεί το πρώτο ρήγμα στην απλή εμπορευματική οικονομία (του χειρώνακτα και του αγρότη), η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα των «μέσων συντήρησης». Σκοπός της οικονομίας καθίσταται πλέον η ανταλλακτική αξία καθεαυτή και όχι ως μέσο για την απόκτηση μιας αξίας χρήσης. «Το θεμελιακό είναι ότι σκοπός καθίσταται η ανταλλακτική αξία καθεαυτή και δι’ αυτής η αύξησή της».81 Η επιδίωξη αύξησης της ανταλλακτικής αξίας είναι κοινή στον αποταμιευτή και τον καπιταλιστή.82 Αλλά υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ τους. Ο καπιταλιστής έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την αξία του, με το να την τοποθετήσει στην κυκλοφορία σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες που έχουν μια τάξη μισθωτών εργαζομένων. Ο τύπος κίνησης του κεφαλαίου είναι Χ-Ε-(Χ+χ), δηλαδή η «αυτοαξιοποίηση» της αξίας στη διαδικασία κυκλοφορίας που περιλαμβάνει και τη διαδικασία παραγωγής. Στην προκαπιταλιστική περίοδο ο αποταμιευτής έχει μια μοναδική διέξοδο για αύξηση της ανταλλακτικής αξίας. Την επανάληψη της αγοραστικής πράξης Ε1-Χ1, Ε2-Χ2, Ε3-Χ3 κ.ο.κ., κρατώντας στα χέρια του τις ποσότητες χρήματος και αυξάνοντάς τις σταδιακά. Αντί την «αυτοαξιοποίηση» της αξίας έχουμε εδώ μια κυριολεκτική «συσσώρευση», δηλαδή την επισώρευση και άθροιση των χρηματικών ποσών, Χ1+Χ2+Χ3 κ.ο.κ. Ενώ ο καπιταλιστής ρίχνει το χρήμα στην κυκλοφορία, ο αποταμιευτής το «σώζει» από την κυκλοφορία με το να το κρατά και να το εμποδίζει να εκπληρώσει τη λειτουργία του ως μέσου κυκλοφορίας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το χρήμα ως αποταμίευση δεν εκπληρώνει κανένα κοινωνικό ρόλο, ότι η αποθησαύριση χρήματος, ιδίως εάν ταφεί στη γη, απομακρύνει το χρήμα από το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων και επιφέρει το, έστω και παροδικό, τέλος των κοινωνικών του λειτουργιών; Ορισμένοι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι το αποθησαύρισμα εκπληρώνει συγκεκριμένη «οικονομική λειτουργία» μόνον από τη στιγμή που θα παραδοθεί σε άλλο άτομο με τη μορφή δανείου83 και δεν έχει λειτουργία ενόσω απομακρύνεται από την κυκλοφορία. Ο Μαρξ προέβλεψε αυτό το ερώτημα και το απάντησε. Η προσοχή του δεν στρέφεται στον θαμμένο χρυσό, αλλά στην κοινωνική σχέση παραγωγής, της οποίας είναι φορέας. «Ο θησαυρός δεν θα ήταν παρά ένα άχρηστο μέταλλο, η χρηματική ψυχή του θα έφευγε από μέσα του και θα μετατρεπόταν σε τέφρα της κυκλοφορίας, θα ήταν μόνο μια σωρός, εάν δεν βρισκόταν σε διαρκή σχέση έντασης με την κυκλοφορία».84 Ο Μαρξ εκφράζει μεταφορικά μια σκέψη που γίνεται κατανοητή αν λάβουμε υπόψη τη θεωρία του για την πραγμοποίηση των παραγωγικών σχέσεων μεταξύ ατόμων.

Αυτές οι κοινωνικές σχέσεις είναι η «ψυχή» των πραγμάτων, τα οποία χωρίς τις εν λόγω σχέσεις μετατρέπονται σε «τέφρα», σε ένα «σώμα» χωρίς «κοινωνικό νευρικό σύστημα».85 Στην εμπορευματική κοινωνία η «κοινωνική ισχύς» που επιτρέπει τη σύναψη παραγωγικών σχέσεων ανταλλαγής ανήκει στο άτομο που κατέχει ένα «διακριτό αντικείμενο, που μπορεί να γίνει ατομική ιδιοκτησία του καθενός. Η κοινωνική ισχύς του χρήματος καθίσταται με τον τρόπο αυτό ιδιωτική ισχύς του ιδιώτη».86 Η συγκέντρωση αυτής της κοινωνικής ισχύος στα χέρια τους, τους επιτρέπει να αφαιρούν το χρυσό από το πλαίσιο της διαδικασίας κυκλοφορίας. «Ο κοινωνικός πλούτος ως υπόγειος και παροδικός θησαυρός σχετίζεται με μια τελείως κρυφή ιδιωτική σχέση με τον ιδιοκτήτη εμπορευμάτων».87 «Η κοινωνική σύνδεση στη συμπαγή μορφή της (που για τον εμπορευματοπαραγωγό συνίσταται στο εμπόρευμα, η κατάλληλη ύπαρξη του οποίου είναι το χρήμα), διασώζεται από την κοινωνική κίνηση».88

Με το να θάψει τον θησαυρό, ο ιδιοκτήτης του δεν ξεφεύγει από το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων που τον συνδέουν με την κοινωνία των εμπρευματοπαραγωγών. Παραιτούμενος από αναγκαία μέσα διαβίωσης και επιλέγοντας τη ζωή του ερημίτη, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ερημίτη που καταφεύγει στην έρημο μακριά από τους ανθρώπους. Ο ιδιοκτήτης του χρυσού ακόμη και αν τον θάψει στη γη δεν παύει να κατέχει την κοινωνική ισχύ που χαρακτηρίζει τον χρυσό.

Αυτή η ισχύς βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση και θα εμφανισθεί ενεργά όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Ο αποθησαυριστής θα μετατραπεί σε τοκογλύφο, έμπορο ή βιομηχανικό καπιταλιστή. Αλλά και πριν από αυτό εκφράζει στην πραγματικότητα έναν συγκεκριμένο κοινωνικό τύπο παρά την αντικοινωνική επίφαση. Ο θησαυρός του αποκτήθηκε με ορισμένες κοινωνικές δραστηριότητες, ήτοι από διαδοχικές πράξεις πώλησης που δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες πράξεις αγοράς.89 Επιδιώκει συνεχώς να επαναλάβει αυτές τις πράξεις. Το παράθεμα του Μαρξ που θεωρεί ότι το αποθησαύρισμα βρίσκεται σε «διαρκή ένταση» με την κυκλοφορία εννοεί φυσικά τον αποθησαυριστή. Ο θησαυρός μπορεί να ταφεί στη γη, αλλά η «χρηματική ψυχή» του, η «διαρκής ένταση» με την κυκλοφορία90 εξακολουθεί να ζει στον ιδιοκτήτη του, ως επιδίωξη για συνεχή επανάληψη των πράξεων πώλησης και συσσώρευσης.

Ο Μαρξ συνάγει την τάση για επανάληψη της συσσώρευσης («απεριόριστος χαρακτήρας» της συσσώρευσης) από τον κοινωνικό χαρακτήρα του χρήματος ως αντικειμένου της συσσώρευσης. «Ποιοτικά ή με βάση τη μορφή του το χρήμα δεν γνωρίζει όρια, είναι δηλαδή γενικός εκπρόσωπος του υλικού πλούτου, δεδομένου ότι είναι πάντοτε και άμεσα χρησιμοποιήσιμο. Αλλά ταυτόχρονα κάθε υπαρκτό ποσό χρημάτων είναι ποσοτικά περιορισμένο, ήτοι αποτελεί ένα μέσο αγοράς περιορισμένης εμβέλειας. Αυτή η αντίφαση μεταξύ ποσοτικού ορίου και ποιοτικής απεριοριστίας του χρήματος επαναφέρει διαρκώς τον αποθησαυριστή στη σισύφεια εργασία της συσσώρευσης».91 «Η αποθησαύριση δεν έχει συνεπώς εγγενές όριο, δεν έχει ίδιον μέτρο, αλλά αποτελεί ατελεύτητη διαδικασία, η οποία βρίσκει στο εκάστοτε αποτέλεσμά της το κίνητρο της έναρξής της».92 Η κοινωνική φύση του χρήματος ως γενικού ισοδυνάμου δεν προκαλεί μόνο τη συσσώρευση του χρήματος ως νέου κινήτρου για ανταλλαγή, αλλά και υποστηρίζει διαρκώς αυτό το κίνητρο μέσα από το αποτέλεσμά του. Δημιουργεί μια τάση επανάληψης των πράξεων συσσώρευσης και επιβεβαίωσης των κινήτρων της. Η επανάληψη και επιβεβαίωση ορισμένου κοινωνικού κινήτρου σημαδεύει την όλη ψυχολογία του αποθησαυριστή. Ο επαναληπτικός χαρακτήρας της συσσώρευσης μετατρέπει το υποκείμενό της σε έναν ορισμένο κοινωνικό τύπο ή οικονομικό χαρακτήρα.

Ο Μαρξ περιγράφει με αδρές γραμμές την ψυχολογία του αποθησαυριστή. Είναι γεμάτος από αντιφάσεις και αποτέλεσε συχνά αντικείμενο λογοτεχνικών αναπαραστάσεων. Ο αποθησαυριστής ασχολείται «μόνο με τον πλούτο στην ακοινωνική του μορφή και γι’ αυτό τον αποκρύπτει από τα μάτια της κοινωνίας. Ζητά το εμπόρευμα στη διαρκώς κυκλοφορήσιμη μορφή του και ακολούθως το αποσύρει από την κυκλοφορία».93 Το θεμέλιο αυτής της αντίφασης βρίσκεται στην αντίφαση μεταξύ «λειτουργικής» και «υλικής» ύπαρξης του χρήματος, μεταξύ κοινωνικής σχέσης παραγωγής και πραγμώδους φορέα της. Η ανάγκη να διατηρήσει το πράγμα στην «ιδιωτική» κατοχή του για να μπορεί να εμφανισθεί ο αποθησαυριστής ως υποκείμενο «κοινωνικών» σχέσεων, προσδίδει στη συσσώρευση πλούτου αντιφατικό χαρακτήρα.

Η επαναληπτικότητα των πράξεων συσσώρευσης και τα κίνητρά τους καθιστούν το υποκείμενό τους συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό χαρακτήρα. Αυτή η σχέση διαφοροποιεί τον κοινωνικό ρόλο του αποθησαυριστή από εκείνο του απλού εμπορευματοπαραγωγού που συμμετέχει στο κύκλωμα Ε-Χ-Ε. Ο πωλητής ή ο αγοραστής στο κύκλωμα Ε-Χ-Ε πραγματοποιεί συγκεκριμένη «κοινωνική δράση» ή εκπληροί μια «οικονομική λειτουργία».94 Αλλά η εκπλήρωση της δεδομένης λειτουργίας, π.χ. του πωλητή, προϋποθέτει ήδη αναγκαία την πλήρωση της αντίθετης λειτουργίας, του αγοραστή, από το ίδιο πρόσωπο. Άρα ο καθένας ασκεί διαδοχικά διαφορετικές λειτουργίες.

Αυτοί οι ρόλοι δεν «δημιουργούν συνεπώς πάγιους χαρακτήρες, αλλά αλλάζουν συνεχώς πρόσωπα στα πλαίσια της εμπορευματικής κυκλοφορίας».95 Σε αντίθεση με «τους εξαλειφόμενους και διαδοχικά αναλαμβανόμενους από τους ίδιους παράγοντες της κυκλοφορίας ρόλους», υπάρχουν οικονομικοί ρόλοι «που επιδέχονται μεγαλύτερη αποκρυστάλλωση», 96 δηλαδή παγιώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, καθιστάμενοι ειδική τους οικονομική λειτουργία και σφραγίζοντάς τους επί μακρόν.

Σ’ ένα από τα αρχικά κεφάλαια δείξαμε ότι η αντίθεση μεταξύ αγοραστών και πωλητών αποτελεί μια πρώτη, σπερματική μορφή κοινωνικής διαφοροποίησης των εμπορευματοπαραγωγών. Αλλά αυτό συνιστά μόνο διαφοροποίηση των οικονομικών λειτουργιών και όχι των ατόμων, δεδομένου ότι κάθε εμπορευματοπαραγωγός ασκεί διαδοχικά και βραχυπρόθεσμα αμφότερες τις λειτουργίες. Επειδή όμως η οικονομική λειτουργία δημιουργεί την τάση επανάληψης πράξεων του ίδιου χαρακτήρα και όχι του αντιθέτου, ένα συγκεκριμένο άτομο μετατρέπεται σε συγκεκριμένο οικονομικό τύπο.

Αυτή η ικανότητα αποκρυστάλλωσης διαφοροποιεί τη συσσώρευση πλούτου μέσα από την τάση παγίωσης ορισμένου τύπου οικονομικών κινήτρων και διαρκούς επανάληψης της ίδιας πράξης. Η συσσώρευση πλούτου δημιουργεί τον «επαγγελματία αποθησαυριστή», παγιώνοντας τη διαφοροποίηση οικονομικών λειτουργιών σε διαφοροποίηση ατόμων. Η δεδομένη οικονομική σχέση παραγωγής των εμπορευματοπαραγωγών, δηλαδή η κοινωνική τους δράση δημιουργεί συνθήκες για τη διαρκή αναπαραγωγή και επανάληψή της από το ίδιο πρόσωπο και έτσι σημαδεύει τόσο τα άτομα ως συμμετόχους μιας δράσης όσο και τα πράγματα που εμφανίζονται ως συνδετικοί κρίκοι μεταξύ ατόμων.

Η συσσώρευση πλούτου ως σειρά επαναλαμβανόμενων πράξεων «παγιώνεται» ή «αποκρυσταλλώνεται»: 1) στη λειτουργία του χρήματος ως θησαυρού, 2) στον κοινωνικό τύπο του αποθησαυριστή με την ειδική ψυχολογία του. Ο κοινωνικός χαρακτήρας των ανθρώπινων δράσεων καθορίζει τον κοινωνικό τους τύπο και την ψυχολογία τους αφενός και την κοινωνική μορφή των πραγμάτων αφετέρου. Επιφέρει τη διαφοροποίηση των οικονομικών λειτουργιών, δηλαδή των σχέσεων παραγωγής αφενός και των πραγμωδών κατηγοριών αφετέρου. Η μετατροπή των απλών εμπορευματοπαραγωγών σε αποθησαυριστές αποτελεί το πρώτο βήμα στην πορεία που οδηγεί από την κοινωνία ίσων εμπορευματοπαραγωγών στην καπιταλιστική κοινωνία με τη βαθιά διαφοροποίηση των ατόμων που εκφράζεται στον ταξικό χωρισμό της κοινωνίας.

Η μετάβαση από τον «φευγαλέο ρόλο» του αγοραστή και πωλητή στον «αποκρυσταλλωμένο» ρόλο του αποθησαυριστή έχει μια ενδιαφέρουσα παράλληλη αντιστοιχία στη μετάβαση από τον «φευγαλέο» ρόλο του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας στην «πεπηγμένη», «αποκρυσταλλωμένη» μορφή του θησαυρού. Ο Μαρξ διακρίνει σαφώς μεταξύ χρήματος στη «ρευστή μορφή του» και χρήματος ως «κρυστάλλινου προϊόντος της κυκλοφορίας».97 Το πρώτο είναι μέσο κυκλοφορίας, το δεύτερο θησαυρός αλλά και μέσο πληρωμής.

Για να δείξει σαφώς τη διαφορά τους, ο Μαρξ κάνει μια εκφραστική παρομοίωση με τη διαδικασία αποκρυστάλλωσης και, γενικά, μετάβασης της ύλης από την υγρή στη στερεά κατάσταση. Το μέσο κυκλοφορίας συγκρίνεται με το θησαυρό όπως η «υγρή μορφή του πλούτου» με την «πετρώδη».98 «Για να ρέει διαρκώς το χρήμα ως νόμισμα, το νόμισμα πρέπει πάντα να πήζγνηται σε χρήμα».99 Το μέσο κυκλοφορίας «παγιώνεται […] σε χρήμα».100 Η μετάβαση από το μέσο κυκλοφορίας στο θησαυρό αποκαλείται «παγίωση», ενώ ο θησαυρός «διαχέεται» κατά την αντίστροφης φοράς μετάβασή του στην κυκλοφορία.101 Φυσικά σε ορισμένες περιπτώσεις όλες αυτές οι συγκρίσεις του Μαρξ είναι προφανείς επειδή ο χρυσός όντως κινείται ή «ρέει» ως μέσο κυκλοφορίας, ενώ ως θησαυρός παραμένει ακίνητος ή «παγιωμένος» στην αρχική μορφή της συσσώρευσης.

Αλλά πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Μαρξ χρησιμοποιεί τις ίδιες συγκρίσεις και για τις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική ακινησία ορισμένου υλικού αντικειμένου. «Αποκρυστάλλωση» σημαίνει στον Μαρξ συνήθως ότι ορισμένη κοινωνική λειτουργία παγιώνεται σε ένα πράγμα και ένας κοινωνικός χαρακτήρας σε ένα πρόσωπο. Πρέπει συνεπώς να θεωρήσουμε ότι ο Μαρξ θεωρεί το μέσο κυκλοφορίας ως «ρευστή» μορφή του χρήματος όχι μόνο διότι το πράγμα που εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία όντως κινείται, αλλά κυρίως επειδή οι οικονομικές λειτουργίες του πωλητή και του αγοραστή έχουν «φευγαλέο» χαρακτήρα, δεδομένου ότι ασκούνται διαδοχικά και βραχυπρόθεσμα από διαφορετικά πρόσωπα.102 Ο θησαυρός αποτελεί αντιθέτως μια «πεπηγμένη», «αποκρυσταλλωμένη» μορφή του χρήματος όχι μόνον διότι είναι ακινητοποιημένος στη γη ή στο χρηματοκιβώτιο, αλλά και διότι η οικονομική λειτουργία του θησαυρού έχει την τάση να «αποκρυσταλλώνεται» ή να παραμένει μακροπρόθεσμα στην κατοχή ενός συγκεκριμένου ατόμου. Τόσο εδώ όσο και σε άλλα τμήματα του μαρξικού συστήματος, η διαφορά στην κοινωνική μορφή των πραγμάτων αντανακλά τη διαφορά στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων.

 

1  Το ρωσικό χειρόγραφο εντοπίστηκε πρόσφατα και το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε γερμανική μετάφραση στον τόμο Beiträge zur Marx-Engels-Forschung NF, Sonderband 4, 2012. Οι συμπληρώσεις και υποσημειώσεις μεταξύ αγκυλών είναι της γερμανικής έκδοσης. Τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς παραπέμπονται με βάση την έκδοση Marx-Engels-Werke, Berlin (Ost), Dietz Verlag, με τη συντομογραφία MEW. Τα Μέρη Α΄, Β΄ και Γ΄ δημοσιεύθηκαν στα τεύχη 123, 125 και 126 των Θέσεων, αντίστοιχα. Η δημοσίευση του χειρογράφου ολοκληρώνεται με το παρόν μέρος Δ΄.

2  ΜΕW 23, σ. 121.

3  ό.π., σ. 119.

4  ό.π.

5  ό.π.

6  ό.π., σ. 120.

7 ό.π., σ. 119.

8  ό.π.

9  ό.π., σ. 125.

10 MEW 13, σ. 76.

11  ό.π.

12 ό.π., σ. 79.

13  ό.π., σσ. 79-80.

14 MEW 23, σ. 120.

15  ό.π., σ. 120.

16  ό.π., σ. 120.

17  MEW 26.2, σ. 503.

18 MEW 23, σ. 125.

19 ό.π., σ. 127.

20  MEW 13, σ. 75.

21 ό.π.

22 ό.π.

23 ό.π.

24  Για το λόγο αυτό υποθέτει η «συνολική μεταμόρφωση ενός εμπορεύματος […] τέσσερα άκρα και τρία personaedramatis» διότι ένα από αυτά (τα δρώντα πρόσωπα) λαμβάνει μέρος και στις δυο πράξεις της κυκλοφορίας (MEW 23, σ. 125).

25  MEW 13, σσ. 77-78.

26 MEW 13, σ. 127.

27 MEW 13, σ. 74.

28 MEW 13, σ. 126.

29  Αποτέλεσμα του αναφερθέντος χαρακτήρα της μεσαιωνικής ανταλλαγής ήταν η εκροή χρήματος (πολύτιμων μετάλλων) από την Ευρώπη προς την Ανατολή, που άλλοτε με μικρότερη, άλλοτε με μεγαλύτερη ένταση διήρκεσε όλο τον Μεσαίωνα. Πρβλ. Werner Sombart: Der moderne Kapitalismus, τ. I, 4η έκδοση Μόναχο-Λειψία, 1921, σσ. 418, 420, 423.

30 MEW 23, σ. 128.

31 MEW 13, σ. 77.

32 ό.π., σσ. 80-81. Η «επιστροφή του χρήματος στην αφετηρία» που προσιδιάζει στην εμπορευματική οικονομία υπογραμμίζεται συχνά από τον Μαρξ, μεταξύ άλλων στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου στα γνωστά σχήματα αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και των συστατικών του. Βέβαια σε άλλο σημείο ο Μαρξ εξασθενεί φαινομενικά τον ισχυρισμό του υποδεικνύοντας ότι αυτή η τάση για επιστροφή του χρήματος στην αφετηρία του δεν εμφανίζεται σε όλες τις μεμονωμένες περιπτώσεις της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας (βλ. MEW 13, σσ. 82-83). Αλλά κατά τη γνώμη μας δεν έχει την πρόθεση να αντιστρέψει τη γενική σημασία της αναφερθείσας τάσης της εμπορευματικής οικονομίας.

33 Ο Ρούμπιν εννοεί προφανώς εδώ τον όρο «εθνική οικονομία», ο οποίος χρησιμοποιείτο στις εργασίες γερμανών οικονομολόγων εκείνης της περιόδου.

34 MEW 23, σ. 122.

35 MEW 13, σ. 70.

36 MEW 23, σ. 120.

37 MEW 13, σσ. 73-74.

38  MEW 23, σ. 130

39 ό.π., σ. 129, βλ. επίσης MEW 13, σ. 80.

40 MEW 23, σ. 129.

41 Βλ. παραπάνω στην ενότητα για το «Μέτρο των αξιών».

42 Εδώ όπως και παντού στην αξιακή και χρηματική θεωρία υποτίθεται μια κατάσταση ισορροπίας στην κοινωνική παραγωγή και συνεπώς η πώληση των εμπορευμάτων στην αξία τους.

43 Ακριβέστερα στη συνέχεια της κοινωνικής μορφής των πραγμάτων.

44 MEW 23, σ. 126.

45 MEW 13, σ. 72.

46 MEW 23, σ. 123, βλ. επίσης MEW 13, σσ. 72-73.

47 MEW 13, σ. 80.

48 ό.π., σ. 75.

49 Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι στην αγορά συναντώνται μόνο εμπορευματοπαραγωγοί.

50 MEW 23, σ. 144.

51 ό.π., σ. 145.

52  ό.π., σ. 146.

53 MEW 25, σσ. 612-613.

54 Αυτά «τα δώρα χρησιμεύουν συνήθως στον δωρίζοντα για να ενισχύσει την κοινωνική του θέση, να αγοράσει την υποστήριξη ή την ουδετερότητα ενός ισχυρού γείτονα, κ.ά. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ένας από τους Ινδούς πρίγκιπες που διατηρούσε τον θρόνο με τη βοήθεια αγγλικών στρατευμάτων έδωσε στον υποκινητή αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων, κάποιον Κλάιβ, ένα “δώρο” 2 με 3 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια» (Macauley [ThomasBabington:] Critical and historical essays [τ. 1], Λονδίνο, 1907, σ. 518). Η ιστορία της Ινδίας είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Δεν είναι περίεργο ότι τέτοια «δώρα» γίνονταν αντικείμενο εκβιασμού από την πλευρά των αποδεκτών των «δώρων». «Σύμφωνα με κατάλογο που παραδόθηκε στο κοινοβούλιο, στην εταιρία (πρόκειται για τη γνωστή Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, στην υπηρεσία της οποίας ήταν και ο αναφερόμενος Κλάιβ – Ι.Ρ.) και τους υπαλλήλους της δώρισαν οι Ινδοί από το 1757 έως το 1766 έξι εκατομμύρια λίρες στερλίνες!» (MEW 23, σ. 781).

55 [Adolph] Wagner: Theoretische Sozial ö konomik… II, τμ. 2, τ. 2, Λειψία, 1909, σ. 377.

56 MEW 25, σσ. 609-611.

57  MEW 13, σ. 104.

58 ό.π., σ. 110-111.

59 ό.π., σ. 104.

60 ό.π., σ. 114.

61  Το «χρήμα» αντιδιαστέλλεται εδώ προς το «νόμισμα».

62 MEW 23, σ. 145.

63 MEW 13, σ. 111.

64 MEW 23, σ. 147.

65 MEW 13, σ. 108.

66 ό.π., σ. 112.

67 «Όσο ο αποθησαυριστής συνδέει τον ασκητισμό του με έντονη εργατικότητα, είναι από θρησκευτική άποψη προτεστάντης και ακόμη περισσότερο πουριτανός» (MEW 13, σ. 108). Αυτά τα λόγια του Μαρξ βρήκαν λαμπρή επιβεβαίωση στο γνωστό έργο του Μαξ Βέμπερ για τη σχέση μεταξύ πουριτανισμού και «πνεύματος του καπιταλισμού». Ο Ζόμπαρτ στο βιβλίο του Ο Αστός περιόρισε απολύτως ορθά τα «συμπεράσματα» του Βέμπερ, ο οποίος είχε σαφώς υπερτιμήσει το ρόλο του πουριτανισμού στη δημιουργία και ανάπτυξη του καπιταλισμού. [Βλ. Werner Sombart: Der Bourgeois. Zur Geistesgeschichte des modernen Wirtschaftsmenschen. Μόναχο, Λειψία 1923].

68 Για την πολυτέλεια των νεόπλουτων σε κύκλους της αστικής τάξης τον 18ο-19ο αιώνα βλ. Werner Sombart: Der moderne Kapitalismus. τ. Ι, 4ηέκδοση, Μόναχο, Λειψία 1921, σσ. 727 κ.ε. [έως 749].

69 MEW 23, σ. 148.

70 ό.π., βλ. επίσης MEW 13, σσ. 112-113.

71 MEW 13, σ. 130.

72  ό.π., σ. 104, MEW 23, σ. 144.

73 MEW 23, σ. 144.

74 MEW 13, σ. 106.

75 Εδώ πρόκειται φυσικά μόνο για εκείνο το εμπόρευμα, την αξία του οποίου αποθησαυρίζει μετά την πώληση. Στο μέτρο που πουλάει ένα μέρος των εμπορευμάτων του με σκοπό να αγοράσει άλλα εμπορεύματα για το χρήμα που εισέπραξε, δεν εμφανίζεται ως αποθησαυριστής αλλά ως απλός συμμετέχων στο κυκλοφοριακό σύστημα Ε-Χ-Ε.

76 Εδώ εννοείται τόσο η ατομική όσο και η παραγωγική κατανάλωση.

77  Στο μέτρο που εμφανίζεται ως πωλητής δεν αποτελεί αποθησαυριστή.

78 MEW 23, σ. 144.

79 MEW 13, σ. 110.

80 MEW 23, σ. 144.

81 MEW τ. 13: 110.

82  MEW τ. 23: 168.

83 Βλ. π.χ. Steinberg, Das Geldkapital, 1922: 7.

84 MEW τ. 13: 109.

85  MEW τ. 13: 109.

86 MEW τ. 23: 146.

87  MEW τ. 13: 108.

88  MEW τ. 13: 109.

89 Υπενθυμίζουμε ότι ο Μαρξ έχει υπόψη του έναν εμπορευματοπαραγωγό που μετέτρεψε σε θησαυρό την τιμή πώλησης των εμπορευμάτων του.

90  MEW τ. 13: 109.

91 MEW τ. 23: 147.

92  MEW τ. 13: 110.

93  MEW τ. 13: 111.

94  MEW τ. 23: 125.

95  MEW τ. 23: 125.

96  MEW τ. 23: 149.

97  MEW τ. 13: 134.

98 MEW τ. 13: 111.

99  MEW τ. 13: 104. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ βλέπει στην αξία και τον «πεπηγμένο χρόνο εργασίας» ή την «αποκρυστάλλωση» της εργασίας (σσ. 16-18). Αναλυτικά για την έννοια της «αποκρυστάλλωσης στον Μαρξ» βλ. [σε αυτό το σημείο το χειρόγραφο έχει καταστραφεί – Σημείωση της γερμανικής έκδοσης].

100  MEW τ. 13: 114.

101 MEW τ. 13: 114.

102  Γι’ αυτό τον λόγο το μέσο κυκλοφορίας αποτελεί μόνο τη «στιγμιαία» χρηματική μορφή του εμπορεύματος. Βλ. το κεφάλαιο για τα μέσα κυκλοφορίας.

 

 

 

 

Πηγή: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1282&Itemid=29

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *