Ο άγνωστος Μπακούνιν

 

Ο άγνωστος Μπακούνιν και η πρώτη διεθνής

 

μπροσούρα από τις Εκδόσεις Εργατική Εξουσία

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

 

Όταν γίνεται λόγος για τη δράση και τα έργα του Μπακουνιν κατά την περίοδο που έδρασε στις γραμμές της Α’ Διεθνούς ως και την αποχώρηση του και την ίδρυοη της «Αντιαυταρχικής Διεθνούς», αναφέρεται πάντα η δράση των αναρχικών στην Ιταλία, ατην Ισπανία, σπανιότερα στη Γαλλία. Απουσιάζει πάντα η δράση του οτη Ρωσία.

Η Ρωσία τα χρόνια εκείνα ήταν σχεδόν απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν υπάρχει τμήμα της Διεθνούς και η δράση του Μπακουνιν (στο όνομα της Διεθνούς) δεν έχει κανένα περιορισμό, εκτός από αυτούς που έβαζε ο ίδιος στον εαυτό του. Είναι τα χρόνια της χρυσής συνεργασίας με το Νετσάγιεφ. Είναι η “άγνωστη πλευρά” του Μπακουνιν. Αυτή η πλευρά είναι που ενδιαφέρει αυτήν εδώ την μπροσούρα.

Είναι τα ταραγμένα χρονιά που προηγούνται και ακολουθούν την εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας. Είναι τα χρόνια που μορφοποιούνται οι διαφορές ανάμεσα στο μαρξισμό και τον αναρχισμό.

Αυτή η μπροσούρα βασίζεται κυρίως στα ντοκουμέντα που δημοσίευσε η Α’ Διεθνής μετά το Συνέδριο της Χάγης, και στο έργο των Μαρξ Ένγκελς “Σοσιαλιστική Συμμαχία και Διεθνής “Ενωση των Εργατών”, έτσι όπως μεταφράστηκαν από την γερμανική έκδοση των απάντων του Μαρξ-Ένγκελς στο βιβλίο “για τον αναρχισμό” από τις εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΑΣ. Ειδικά στα αποσπάσματα του Νετσάγεφ έγινε αντιπαραβολή από “Νετσάγεφ’ των εκδόσεων ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ.

Αθήνα, Φλεβάρης 1998

 

 

1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ

 

 

Μέχρι το 1863-64 ο Μπακούνιν είναι ένας ρώσος εθνικιστής ταγμένος στην πανσλαβική υπόθεση. Το πιο σοβαρό του έργο αυτή την περίοδο είναι το βιβλίο του 1862 «Ρωμανώφ. Πουγκατσώφ, ή Πεστελ; Η υπόθεση του λαού», που έμεινε γνωστό σαν «γράμμα προς τον Τσάρο». Ήταν η εποχή που ο τσάρος είχε εκδόσει το διάταγμα για την κατάργηση της δουλοπαροικίας, που βέβαια ήταν διάταγμα για να μείνει οτα χαρτιά. Δε θα αντισταθούμε στον πειρασμό να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον επίλογο του βιβλίου:

Το λέμε ειλικρινά: εμείς θα προτιμούσαμε πιο πολύ να ακολουθήσουμε τον Ρομανώφ, εφόσον ο Ρομανώφ θα μπορούσε και θα ήθελε να μετατραπεί από αυτοκράτορας της Ρωσίας σε τσάρο-αγρότη. Και θα μπαίναμε πρόθυμα κάτω από τη σημαία του διότι ο ρώσικος λαός τον αναγνωρίζει ακόμα και διότι η δύναμη του είναι δημιουργημένη, έτοιμη να δράσει και θα μπορούσε να γίνει ακατανίκητη, αν αυτός της έδινε απλώς το λαϊκό βάφτισμα. Θα τον ακολουθούσαμε επίσης διότι μόνον αυτός μπορεί να πραγματοποιήσει και να ολοκληρώσει τη μεγάλη ειρηνική επανάσταση, χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα ρώσικου ή σλαβικού αίματος. Οι αιματηρές επαναστάσεις εξαιτίας της ανθρώπινης στενοκεφαλιάς γίνονται κάποτε αναγκαίες, δεν παύουν όμως, να είναι ένα κακό, μέγα κακό και τρανή συμφορά, όχι μόνο για τα θύματα τους, αλλά και για την καθαρότητα και πληρότητα του σκοπού για τον οποίο γίνονται. Το είδαμε αυτό στη Γαλλική επανάσταση.

Στα ταξίδια του στην Ιταλία και την Αγγλία έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες.Από το 1867 ο Μπακούνιν μετέχει στο Σύνδεσμο Ειρήνης και Ελευθερίας. Πρόκειται για μια Ένωση φιλελεύθερων αστών πατσιφιστών με ηγέτες τον Βίκτωρ Ουγκώ και τον Γκαριμπάλντι. Ο Μπακούνιν είναι στην κεντρική επιτροπή του Συνδέσμου.

Τον Ιούλιο του 1868, και ενώ ακόμα είναι οτο Σύνδεσμο, προσχωρεί ατομικά στο τμήμα της Διεθνούς στη Γενεύη της Ελβετίας. Από εκεί για ένα διάστημα θα προσπαθήσει να συγχωνεύσει το Σύνδεσμο αυτό με τη Διεθνή. Η Διεθνή όμως στο Συνέδριο των Βρυξελλών απορρίπτει την πρόταση του Συνδέσμου.

Το Σεπτέμβριο του 1868 ο Σύνδεσμος έχει συνέδριο στη Βέρνη. Εκεί ο Μπακούνιν προτείνει στο Συνέδριο ένα σοσιαλίζον πρόγραμμα, που στάθηκε πολύ βαρύ για το στομάχι των φιλελεύθερων αστών σαν τον Ουγκώ. «Προτείνει μια σειρά αποφάσεις, αυτές καθαυτές ανόητες, που αποσκοπούν να προκαλέσουν δέος στους αστούς κρετίνους και να δώσουν την ευκαιρία στον κ. Μπακούνιν να αποχωρήσει θορυβωδώς από το Σύνδεσμο Ειρήνης και να προσχωρήσει στη Διεθνή», θα πει ο Μαρξ για αυτή την αποχώρηση, σε γράμμα του στον Ένγκελς. Το συνέδριο τις απορρίπτει. Τότε ο Μπακούνιν κάνει το μεγάλο βήμα και αποχωρεί από το Σύνδεσμο, μαζί με κάποιους οπαδούς του.

Τον Οκτώβριο του ’68 ιδρύει επίσημα τη Διεθνή Συμμαχία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ένα δίκτυο που ενώνει τους οπαδούς του που αποχώρησαν πριν λίγο από το Σύνδεσμο, και αναρχικούς οτην Ιταλία και την Ισπανία. Κάποιοι από αυτούς είναι ήδη μέλη της Διεθνούς. Έδρα της, η Γενεύη της Ελβετίας στην οποία μένει από εδώ και πέρα. Αρχίζει να κάνει τότε αιτήσεις για την προσχώρηση της Συμμαχίας στην Α’ Διεθνή. Είναι η περίοδος που ο Μπακούνιν γράφει γράμματα σαν κι αυτά:

Τον ρωτάς (τον Σερνό) αν, όπως και πριν παραμένω φίλος σου. Ναι, πε-ρισότερο από ποτέ άλλοτε αγαπητέ Μαρξ, γιατί τώρα, καλύτερα από ποτέ άλλοτε, έφτασα να καταλάβω πόσο δίκιο έχεις ακολουθώντας, και καλώντας όλους μας να ακολουθήσουμε, τη λεωφόρο της κοινωνικής επανάστασης και ελεεινολογώντας εκείνους από μας, που περιπλανό-νται στα σοκάκια των εθνικών, ή των αποκλειστικά πολιτικών εγχειρημάτων τους. Κάνω αυτό που άρχισες να κάνεις εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Από τον καιρό που έστειλα επίσημα τα χαιρετίσματα μου στους μπουρζουάδες του Συνεδρίου της Βέρνης δε γνωρίζω πια άλλη Ένωση, άλλο περιβάλλον, παρά μόνο τον κόσμο των εργαζομένων. Πατρίδα μου από δω και μπρος είναι η Διεθνής της οποίας είσαι από τους κυριότερους ιδρυτές. Βλέπεις, λοιπόν, αγαπητέ φίλε, ότι είμαι μαθητής σου και είμαι περήφανος γι αυτό…

Όμως η Α’ Διεθνή δεν ανοίγει ακόμα τις πόρτες της και απορρίπτει 4 αιτήσεις του για είσοδο της Συμμαχίας. Ο λόγος είναι το δεξιό πρόγραμμα της ηου προτείνει (εξίσωση των τάξεων της κοινωνίας). Είναι οι αναμνήσεις από το πολύ πρόσφατο εθνικιστικό παρελθόν του. Η απαίτηση του να διατηρηθεί η Συμμαχία σαν «εσωτερική, μυστική οργάνωση» στα πλαίσια της Διεθνούς.

Ο Μπακούνιν όμως θέλει οπωσδήποτε να μπει στη Διεθνή. Τελικά, στο τέλος του ’68, σε μια τελευταία του αίτηση, δηλώνει πως δέχεται το πρόγραμμα της Διεθνούς για επανάσταση με σκοπό την κατάργηση των τάξεων, και υπόσχεται να διαλυθεί η Συμμαχία στα πλαίσια της Διεθνούς. Η αίτηση του γίνεται δεκτή, αλλά, φυσικά η Συμμαχία δε διαλύεται. Με έδρα την Ελβετία οργανώνει τη δράση των τμημάτων της.

 

2, ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΤΣΑΓΕΦ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

 

Όταν ο Νετσάγεφ φτάνει στη Γενεύη είναι 22 χρονών. Έχει ανατραφεί στο κλίμα των κύκλων του ρώσικου συνομωτισμού. Μέσα σε ομάδες επαναστατών που τις ενέπνεε ο απόηχος των αριστερών γιακοβίνων, αλλά στις συνθήκες της Ρωσίας και της τσαρικής απολυταρχίας, με μια πολύ θολή ιδέα για την κοινωνική απελευθέρωση, αλλά με μια πίστη ν’ αγωνιστούν μέχρι τέλους γι’ αυτή. Κατά το πρότυπο των γιακωβίνων έχουν λήξει ένα πράγμα: την ανάγκη οργάνωσης τους σε συνομωτικές ομάδες (κατά το “ισουίτικο μοντέλο” όπως τις ονόμαζαν). Οι ομάδες αυτές, κύκλοι γύρω από βραχύβια περιοδικά και εφημερίδες, χωρίς κανένα κοινωνικό έρισμα, δεν εξέφραζαν τίποτε άλλο, παρά την ορμή και τον απόλυτο πρωτογονισμό του κινήματος στα πρώτα του βήματα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Νετσάγεφ θα οδηγήσει αυτές τις ιδέες στα άκρα. Το Μάρτη του ’69 φτάνει στη Γενεύη, με σκοπό να συναντήσει τους ρώσους πρόσφυγες.

Στη Ρωσία μόλις ο τσάρος έχει καταστείλει μια εξέγερση φοιτητών ενάντια στα μέτρα αποκλεισμού των φτωχών φοιτητών από τα Πανεπιστήμια, που ο απόηχος της είχε φτάσει μέχρι την δυτική Ευρώπη. 0 Νετσάγεφ παρουσιάζεται σαν εκπρόσωπος των φοιτητών. Διαδίδει ότι έχει δραπετεύσει από τις ρώσικες φυλακές, όμως κανένας από τους ρώσους πολιτικούς πρόσφυγες δεν τον θυμάται. Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται και έτσι ήρθε γρήγορα σε επαφή με τον Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν του δίνει απόλυτη κάλυψη και διαδίδει ότι δεν είναι μεν αντιπρόσωπος κανενός, έχει όμως γνωριμίες στη Ρωσία και θα χτίσει εκεί τμήμα της Διεθνούς, και ήρθε στη Γενεύη για να προμηθευτεί υλικό. Και αυτό ακριβώς κάνουν οι δυο τους, με τη διαφορά ότι το υλικό δεν είναι κείμενα της Διεθνούς.

Όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 69 ο Μπακούνιν γράφει τα κείμενα που θα μείνουν γνωστά σαν τα «ρώσικα κείμενα» και μαζί με τον Νετσάγεφ σχεδιάζουν την αποστολή του τελευταίου πίσω στη Μόσχα. Ο Νετσάγεφ θα ταξιδέψει στη Μόσχα σαν αντιπρόσωπος-απεσταλμένος της Διεθνούς. (Αλήθεια, ποιος αποφάσισε να τον στείλει εκτός από τον Μπακούνιν;). Για να γίνει πιστευτός, ο Μπακούνιν τον προμηθεύει με ένα πιστοποιητικό, που τον αναφέρει σαν «εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του ρώσικου τμήματος της Παγκόσμιας Επαναστατικής Συμμαχίας», με σφραγίδα στα γαλλικά, του τμήματος της Γενεύης, και την υπογραφή του. Αφού δεν υπήρχε ρώσικο τμήμα στη Διεθνή, αυτό το χαρτί θα του επιτρέψει να παρουσιαστεί σαν εκπρόσωπος αυτού του τμήματος, (της επιτροπής όπως την αναφέρουν σε διάφορα κείμενα), που για λόγους συνωμοτισμού, τάχα,δεν θα πρέπει να μάθει κανείς ποιοι συμμετέχουν, αλλά το ίδιο «σας περιβάλλει παντού και αριθμεί κι όλας πολλά μέλη μεταξύ των συντρόφων σας». Αυτή η επιτροπή θα εξαπολύσει μια εξέγερση προγραμματισμένη για τις 19 Φλεβάρη 1870, στην επέτειο δηλαδή της εξαγγελίας από τον τσάρο της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων. Ο Νετσάγιεφ θα χρησιμοποιούσε την ιδιότητα του απεσταλμένου της Διεθνούς για να έρθει πρώτα σε επαφή με τους φοιτητικούς κύκλους.

Δεν έλειπαν παρά μόνο τα κείμενα με τον πύρινο επαναστατικό λόγο. Πιάνουν λοιπόν αμέσως δουλειά. Πρόκειται για μια από τις πιο γόνιμες συγγραφικά περιόδους του Μπακούνιν. Αυτή την περίοδο θα εκδοθούν από τον Μπακούνιν τα «Λίγα λόγια προς τους αδερφούς στη Ρωσία», «Η τοποθέτηση του επαναστατικού ζητήματος». «Οι αρχές της επανάστασης», το πρώτο τεύχος της «Λαϊκής Τιμωρίας», το οποίο το γράφουν κι οι δυο από κοινού. Το φυλλάδιο του Νετσάγεφ «Προς τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας, και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου στην Πετρούπολη». Τότε θα γραφτεί και «Η κατήχηση του Επαναστάτη».

Κάποια από αυτά έχουν την ένδειξη «τυπωμένο στη Ρωσία». Αυτό έγινε αφενός για λόγους συνομωτισμού, κυρίως όμως, για να δώσουν στους Ρώσους αγωνιστές το κουράγιο πως «κάτι υπάρχει ήδη στη Ρωσία». Όλα όμως τα κείμενα τυπώθηκαν στο τυπογραφείο που είχε στήσει ο Μπακούνιν στη Γενεύη. Το πιο αδιάψευστο στοιχείο είναι πως είναι όλα τυπωμένα με τα ίδια στοιχεία, σε μια περίοδο που το κάθε τυπογραφείο είχε τα δικά του. Άλλωστε στη Ρωσία στα πλαίσια της άγριας τσαρικής καταστολής εκείνη την εποχή δεν λειτουργούσε κανένα παράνομο τυπογραφείο, και αυτός ήταν ο λόγος που ανάγκαζε τους επαναστάτες, γενικά, να τα τυπώνουν στο εξωτερικό και να τα μπάζουν μέσα λαθραία.Ας δούμε αυτά τα κείμενα από κοντά:

Με την μπροσούρα «Λίγα λόγια προς τους αδερφούς στη Ρωσία» θέλει να απευθυνθεί στους φοιτητικούς κύκλους που λίγο νωρίτερα είχαν κάνει την εξέγερση. Τους προτείνει να πάψουν να παλεύουν για το δικαίωμα των φτωχών φοιτητών να σπουδάσουν που ήταν το κύριο αίτημα τους απέναντι στον τσάρο. Αντίθετα πρέπει να παρατήσουν τις σπουδές τους:

Απορρίψτε, λοιπόν, το γρηγορότερο αυτόν τον καταδικασμένο σε χαμό κόσμο. Απορρίψτε τα αυτά τα Πανεπιστήμια, τα Διδασκαλεία και τα Σχολεία. Μπείτε στο λαό… Γίνετε η μαμή της αυτοαπολύτρωσης του λαού, ο συμπυκνωτής των λαϊκών δυνάμεων και προσπαθειών. Μην ασχολείστε τώρα με την επιστήμη, που στο όνομα της θα ήθελαν να σας δεσμεύσουν, και να σας αποδυναμώσουν… Αυτή είναι η πεποίθηση των καλύτερων ανθρώπων στη Δύση.

Οι φοιτητές αφού παρατήσουν τις σπουδές τους θα πρέπει να πάνε στο λαό. Τι ακριβώς εννοεί όμως ο Μπακούνιν με τον όρο «λαός» το λέει στο φυλλάδιο «Η τοποθέτηση του επαναστατικού ζητήματος».

Η ληστεία είναι μια από τις πιο έντιμες μορφές της ρώσικης λαϊκής ζωής. Ο ληστής είναι ο ήρωας, ο δικαιομάχος, ο εκδικητής του λαού, ο ανειρήνευτος πολέμιος του κράτους και κάθε κοινωνικής και αστικής δομής που ίδρυσε το κράτος, ο μαχητής για ζωή και θάνατο ενάντια στον πολιτισμό των αξιωματούχων, των αυλικών, των γραφειοκρατών και των παπάδων… Ο ληστής στη Ρωσία είναι ο γνήσιος και ο μόνος επαναστάτης, ένας επαναστάτης χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς ρητορίες των βιβλίων, ένας επαναστάτης ανειρήνευτος, ακατάβλητος, ασυγκράτητος στην πράξη, ένας λαϊκός-κοι-νωνικός επαναστάτης και όχι πολιτικός, ούτε ταξικός… Οι ληστές που μένουν στα δάση, στις πόλεις, στα χωριά, οι ληστές που βρίσκονται έγκλειστοι στα αμέτρητα κάτεργα της αυτοκρατορίας, αποτελούν έναν κόσμο αδιαίρετο, σφιχτοδεμένο, τον κόσμο της ρώσικης επανάστασης. Όποιος στη Ρωσία θέλει μια γνήσια συνομωτικότητα, όποιος θέλει λαϊκή επανάσταση, πρέπει να πάει σ’ αυτό τον κόσμο.

Ακολουθώντας το δρόμο που μας δείχνει τώρα η κυβέρνηση, διώχνοντας μας τώρα από τα διδασκαλεία, τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, ριχνόμαστε όλοι μαζί αδέλφια μέσα στο λαό, στο λαϊκό κίνημα, στον ξεσηκωμό των ληστών και των αγροτών, και διατηρώντας πιστή και σταθερή φιλία ανάμεσα μας, συσπειρώνουμε σε μια ενιαία μάζα όλα τα σκόρπια ξεσπάσματα τα μετατρέπουμε σε λαϊκή επανάσταση, προμελετημένη, αλλά αμείλικτη.

Σε αυτό το φυλλάδιο κάνει για πρώτη φορά νύξη (στα επόμενα θα το αναλύσει διεξοδικά) του τρόπου που εννοεί την επανάσταση:

Η ίδια η κυβέρνηση μας έδειξε το δρόμο, που εμείς θα πρέπει να ακολουθήσουμε, για να επιτύχουμε το δικό μας, δηλαδή το λαϊκό στόχο. Η κυβέρνηση μας διώχνει από τα Πανεπιστήμια, τα Διδασκαλεία, τα Σχολεία. Την ευχαριστούμε διότι μας έθεσε σε ένα τόσο ένδοξο και ανυποχώρητο πεδίο μάχης. Τώρα έχουμε έδαφος κάτω από τα πόδια μας, μπορούμε να δράσουμε. Και πως πρέπει να αρχίσουμε; Να διδάξουμε το λαό; Θα ήταν ανοησία. 0 λαός γνωρίζει καλύτερα από μας τι του χρειάζεται. Εμείς πρέπει όχι να διδάξουμε, αλλά να ξεσηκώσουμε το λαό… Εμείς μπορούμε να του δώσουμε πολύ σπουδαία βοήθεια: Μπορούμε να του δώσουμε αυτό που του έλειψε μέχρι τώρα -και η έλλειψη αυτή ήταν η κύρια αιτία για τις ήττες του- να του δώσουμε την ενότητα του γενικού κινήματος δια μέσου της συσπείρωσης των ίδιων των δικών του δυνάμεων…

ΙΜε την ανταρσία! να εξαπολυθούν τα όσα τώρα ονομάζονται άγρια πάθη, είναι ανάγκη όμως, να υπάρξει ένα όργανο, που θα εκφράζει την ενότητα επαναστατικής σκέψης και δράσης.

Στην Ελβετία έμεναν αρκετοί Ρώσοι πολιτικοί πρόσφυγες. Είχαν μάλιστα συσπειρωθεί γύρω από την εφημερίδα «Λαϊκή Υπόθεση». Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε συνεργαστεί ο Μπακούνιν, αλλά ήδη εδώ και ένα χρόνο (από το 1868) είχε αποχωρήσει.

Σε αυτούς απευθύνεται τώρα μαζί με τον Νετσάγεφ, προτείνοντας τους να επιστρέψουν στη Ρωσία για να υποκινήσουν την επανάσταση με βάση το παραπάνω σχέδιο. 0 ίδιος ο Μπακούνιν θα έμενε πίσω στην Ελβετία από όπου θα διοικούσε το εγχείρημα.Όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1869 λοιπόν, προσπαθούν να πείσουν και να κινητοποιήσουν αυτούς χους ανθρώπους σε μια τέτοια βάση. Όλες όμως οι συναντήσεις ήταν μάταιες. Κανένας δεν δέχτηκε να κινηθεί.

Ο Μπακούνιν λύσαξε. Τον Ιούλιο του 1869 τυπώνεται στη Γενευή το φυλλάδιο «Οι αρχές της επανάστασης», το οποίο δεν περιγράφει καθόλου αυτό που λέει ο τίτλος του, αλλά επιτίθεται ευθέως στους ρώσους πολιχικούς εμιγκρέδες της Ελβετίας, που του έκλεισαν Την πόρτα. Βέβαια, μόνο γαυγίζει, αφού δεν διανοείται να τους δαγκώσει. Να τι λέει λοιπόν:

Δε μας χρειάζεται πια η άσκοπη προπαγάνδα, που δε συναρτάται με συγκεκριμένο χρόνο και τόπο για την πραγμάτωση των σκοπών της επανάστασης. Αντίθετα μας εμποδίζει και θα αντιταχθούμε σ’ αυτή με όλες μας τις δυνάμεις. Όλους τους πολυλογάδες, που δε θα θελήσουν να το καταλάβουν αυτό, θα τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν με τη βία. Διακόπτουμε τις σχέσεις μας με τους πολιτικούς εμιγκρέδες, που δε θα θελήσουν να επιστρέψουν στη πατρίδα για να μπουν στις γραμμές μας, και όσο οι γραμμές αυτές είναι ακόμα μυστικές, διακόπτουμε τις σχέσεις με όλους εκείνους, που δε θα συντελέσουν στο να εμφανιστούν επίσημα στο προσκήνιο της ρώσικης ζωής. Κάνουμε εξαίρεση για τους εμιγκρέδες εκείνους που ήδη δήλωσαν μόνοι τους ότι είναι στελέχη της ευρωπαϊκής επανάστασης. (Δηλαδή, για τον εαυτό του, που διατηρούσε το δικαίωμα να καλεί όλους να πάνε στη Ρωσία, εκτός από τον ίδιο!) Δεν πρόκειται να προβούμε σε άλλες επαναλήψεις και προσκλήσεις. Όποιος έχει μάτια και αυτιά θα δει και θα ακούσει τους ανθρώπους των έργων, και αν δεν προσχωρήσει σε μας, δε θα φταίμε εμείς για το χαμό του, όπως δε θα είναι δικό μας το φταίξιμο, αν όλοι εκείνοι που κρύβονται στο παρασκήνιο εξοντωθούν αμείλικτα, εν ψυχρώ, μαζί με το παρασκήνιο που τους καλύπτει.

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο κάνει έναν απότομο ελιγμό και το κείμενο από την Ελβετία (και τους εμιγκρέδες), μεταφέρεται στη Ρωσία (και εννοεί ποιους;)

Μην αναγνωρίζοντας καμιά άλλη δραστηριότητα εκτός από το έργο του ε-ξολοθρεμού, συμφωνούμε πως οι μορφές με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί αυτή η δράση, μπορεί να έχουν μεγάλη ποικιλία. Δηλητήριο, μαχαίρι, θηλειά και τα παρόμοια. Η επανάσταση αγιάζει τα πάντα. Λοιπόν το πεδίο είναι ανοιχτό. Όλα τα ανοιχτά και φρέσκα μυαλά ας καταπιαστούν αμέσως με το ιερό έργο να εξολοθρέψουν το κακό, να καθαρίσουν και να καταυγάσουν τη ρώσικη γη διαπυρός και σιδήρου, ανωμένοι αδελφικά, με εκείνους που κάνουν το ίδιο σ’ όλη την Ευρώπη.

Αν και αυτή η παράγραφος μιλά για το τι πρέπει να γίνει στη Ρωσία, το γεγονός όχι ακολουθεί τις απειλές που ο Μπακούνιν λίγο πιο πάνω έχει απευθύνει στους Ρώσους της Ελβετίας, κάνει χην έμμεση σύνδεση ενχελώς ξεκάθαρη. Όποιος πήρε το μήνυμα, το πήρε, είναι σα να θέλει να πει. Πραγματικά, υπάρχουν μαρτυρίες για αφόρητες πιέσεις σε διάφορους Ρώσους πρόσφυγες, τελικά όμως δεν πείθουν κανένα να ακολουθήσει το Νετσάγεφ πίσω στη Μόσχα.

Έτσι, το καλοκαίρι αρχίζουν να προετοιμάζονται στην προοπτική πως το ταξίδι στη Ρωσία θα το κάνει μόνος του ο Νετσάγεφ. Πρέπει λοιπόν να βασιστούν μονό στις δικές του γνωριμίες και διασυνδέσεις. Το μεγαλύτερο μέρος απο το έντυπο υλικό θα το πάρει μαζί του ο Νετσάγεφ. και έχει την υπόσχεση οτι θα συνεχίζει να στέλνεται.

Το πιο βασικό ήταν η έκδοση του πρώτου τεύχους του περιοδικού «Λαϊκή Τιμωρία» (η “Λαϊκή Δικαιοσύνη”, ανάλογα πως μεταφράζει κανείς το Narodnaja Rapsprava). Το περιοδικό αυτό μιλάει στο όνομα της Διεθνούς και ήταν απο τα πρώτα κείμενα που στο όνομα της Διεθνούς κυκλοφόρησαν στη Ρωσία, καθώς μέχρι τότε. όλα στα ρώσικα τυπώνονταν στο εξωτερικό και μονό κάποια σκόρπια έβρισκαν το δρόμο για την αυτοκρατορία Όλα του τα κείμενα είναι καλέσματα για τον ξεσηκωμό στο πνεύμα και στο ύφος της συνεργασίας Μπακούνιν-Νετσάγεφ.

Επειδή ο ξεσηκωμός πλησιάζει και είναι αναπόφευκτος, θεωρούμε αναγκαίο να συνενώσουμε σε μια άρρηκτη δέσμη όλες τις σκόρπιες επαναστατικές προσπάθιες στη Ρωσία. Για τούτο αποφασίσαμε εξ ονόματος του επαναστατικού κέντρου να εκδίδουμε φυλλάδια, απ’ τα οποία καθένας από τους ομοϊδεάτες μας, που είναι διασκορπισμένοι στις διάφορες γωνιές της Ρωσίας, καθένας από τα στελέχη της ιερής υπόθεσης της επανάστασης, έστω και άγνωστος σε εμάς, θα μπορεί πάντα να βλέπει τι θέλουμε και που βαδίζουμε.

Εκτός από τις διακυρήξεις όμως αυτού του τύπου, στο περιοδικό θα βρούμε και μια πολεμική κατά του… Τσερνιτοέφσκι. Ο Τσερνιτσέφσκι ήταν σοσιαλιστής που είχε συνδεθεί και επηρρεάσει αρκετούς από τους αγωνιστές του φοιτητικού ξεσηκωμού. Την περίοδο εκείνη μόλις έχει βγει από τις τσαρικές φυλακές και είναι εξόριστος σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Το Γ Γραφείο (η μυστική αστυνομία του Τσάρου) έχει απαγορεύσει να αναφέρεται το όνομα του Τσερνιτσέσκι στον τύπο. Για να κάνει, όμως, ο Νετσάγεφ δουλειά στους φοιτητικούς κύκλους της Μόσχας, έπρεπε να τελειώνει με την επιρροή του Τσερνιτσέφσκι. Το ότι η αίγλη του ήταν ακόμα μεγάλη φαίνεται από την «προσεχτική» επίθεση που του κάνουν στη Λαϊκή Τιμωρία. Από την Ελβετία ο Μπακούνιν κατηγορεί για βολεμένο σε «ζεστή θεσούλα» τον φυλακισμένο στο Πετροπαβλόφσκ!

Η καθαρή ματιά του λαού, δίχως τα ματογυάλια του πολιτισμού, βλέπει ξεκάθαρα τις προθέσεις αυτών των απρόσκλητων δασκάλων να εξασφαλίσουν στον εαυτό τους και στους ομοίους τους μια ζεστή θεσούλα υπό τη στέγη της επιστήμης, της τέχνης κλπ. Ο λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα έστω κι αν οι προθέσεις αυτές είναι καλοπροαίρετες, αφελείς -συστατικό στοιχείο του ανθρώπου που τον διαβρώνει ο σύγχρονος πολιτισμός. Στην κοινωνία των κοζάκων που οργάνωσε ο Βασίλης Ους, όταν έφυγε από κει ο Στένκα Ρόζιν, ο ιδανικός σκοπός της κοινωνικής ισότητας εκπληρώθηκε πολύ καλύτερα, από ότι στα κοινόβια του Φουριέ, στα ιδρύματα του Καμπέ και του ΛουίΜπλαν και των άλλων πάνσοφων σοσιαλιστών, καλύτερα από ότι στους συνδέσμους του Τσερνιτσέφσκι.

Αυτό που ξεχωρίζει στην πρώτη αυτή σειρά ρώσικων κειμένων, τυπώνεται αμέσως μετά τη «Λαϊκή Τιμωρία» (καλοκαίρι 1869) στη Γενεύη με υπογραφή του Μπακούνιν. Πρόκειται για μια προκύρηξη με τίτλο: «Κάλεσμα στη ρώσικη αριστοκρατία». Θα το δούμε πολύ συχνά, πως ο Μπακούνιν ανάλογα με το σε ποιους απευθύνεται, δεν αλλάζει μόνο το ύφος του, αλλά και την ουσία της πολιτικής του. Να μερικά αποσπάσματα από αυτό το απίθανο έργο:

Ποιά προνόμια αποκτήσαμε για το ότι σ’ όλο το ήμισι του 19ου αιώνα υπήρξαμε το στήριγμα του επανειλημμένα κλονιζόμενου συθέμελα θρόνου; Για το ότι στα 1848, όταν είχαν ξεσπάσει οι άγριες θύελες του λαϊκού παραλογισμού στην Ευρώπη, εμείς με τα γεναία κατορθώματα μας, διασώσαμε το ρώσικο κράτος από την πλημμυρίδα των κοινωνικών ουτοπιών; Τι κέρδος είχαμε που γλυτώσαμε το κράτος από το διαμελισμό και σβύσαμε στην Πολωνία την πυρκαγιά που απειλούσε ν’ αγκαλιάσει ολόκληρη τη Ρωσία; Τι ο-φεληθήκαμε που δίχως να λυπηθούμε δυνάμεις, με απαράμιλη τόλμη εργαζόμαστε ως τη στιγμή αυτή για το ξερίζωμα των επαναστατικών στοιχείων στη Ρωσία; Ποια ήταν η ανταμιβή μας για όλα αυτά; Για όλες αυτές τις ανεκτίμητες υπηρεσίες μας χάσαμε όλα όσα είχαμε… Το κάλεσμα μας σήμερα είναι μια διακύρηξη της τεράστιας πλειοψηφίας των Ρώσων ευγενών, που από καιρό είναι ήδη έτοιμοι και οργανωμένοι. Νοιώθουμε στη δεξιά μας τη δύναμη και ρίχνουμε τολμηρά το γάντι κατά-μούτρα στο δεσπότη, το Γερμανό μικροπρίγκηηα Αλέξανδρο τον Β’ Ρωμα-νώφ και τον προκαλούμε σε μια ιπποτική μονομαχία, που θ’ αρχίσει το έτος 1870, ανάμεσα στους απογόνους του Ρούρικ και το κόμμα της ανεξάρτητης ρώσικης αριστοκρατίας.

Δεν είναι καθόλου περίεργο. Είναι η πολιτική λογική του Μπακούνιν τη χρυσή περίοδο της συνεργασίας του με τον Νετσάγεφ. Η κοινωνία δε χωρίζεται σε τάξεις, δε χωρίζεται σε πλούοιους και φτωχούς, σε καταπιεστές και καταπιεσμένους. Χωρίζεται σε 6 κατηγορίες ανθρώπων. Με εξαίρεση την πρώτη, τους «άμεσα προγραμμένους», ο επαναστάτης για τον Μπακούνιν πρέπει να διατηρεί σχέσιες με όλους τους υπόλοιπους, με συγκεκριμένο κάθε φορά στόχο. Με τους ληστές, τους αριστοκράτες, σε λίγο θα τον δούμε να απευθύνεται και στους αξιωματικούς του Τσάρου.

Πέρα από κάθε αμφιβολία το εξηγεί διεξοδικά στο τελευταίο έργο εκείνου του καλοκαιριού, την «Κατήχηση του Επαναστάτη». Ας σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτό το βιβλίο, το διασημότερο από τα κείμενα αυτής της περιόδου, όχι όμως και το ενδεικτικότερο.

Υπάρχει διαδεδομένη η εντύπωση ότι πρόκειται για ένα κείμενο του Νετσάγεφ. Στην πραγματικότητα είναι έργο και των δύο. Όταν αργότερα, στη διαγραφή του από τη Διεθνή ο Μπακούνιν κατηγορήθηκε ότι το έργο ήταν δικό του, αυτός όχι μόνο δεν το αρνήθηκε, αλλά το υπερασπίστηκε σαν τέτοιο, αν και τότε είχε ήδη κόψει σχέσεις με το Νετσάγεφ. Το ζήτημα ποιος από τους δύο είναι ο πραγματικός συγγραφέας του βιβλίου έχει απασχολήσει και απασχολεί κατά καιρούς πολλούς μελετητές και τα επιχειρήματα και των δύο είναι εξίσου βάσιμα. Το ενδιαφέρον αυτής της διένεξης είναι όμως περισσότερο “φιλολογικό”, γιατί, τη στιγμή της συγγραφής του, εκφράζει τις κοινές τότε και στους δύο αντιλήψεις. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως πρόκειται για μια συγγραφή από κοινού και των δύο. Κομμάτια σχεδόν αυτούσια από αυτό το βιβλίο βρίσκουμε σε διάφορα κείμενα που υπογράφει ο Μπακούνιν εκείνη την περίοδο.

Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα δανείστηκε εκ των υστέρων από το κείμενο που είχε γράψει ήδη ο Νετσάγεφ, αυτό δεν αναιρεί την ουσία του πράγματος: ότι δηλαδή ο Μπακούνιν το ήξερε, και το αποδεχόταν, αλλιώς γιατί να μπει στον κόπο να αντιγράφει σε κείμενα του αποσπάσματα τα οποία δεν πιστεύει; Το βιβλίο αυτό δεν τυπώθηκε για να εκδοθεί. Γράφτηκε για να δίνεται σε ένα ορισμένο αριθμό «μυημένων». Για πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας, όταν το ανακάλυψε λίγους μήνες μετά η αστυνομία του τσάρου σε έρευνα στο σπίτι του Νετσάγιεφ στη Ρωσία (αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η συγγραφή του αποδίδεται σ’ αυτόν) και το δημοσίευσαν οι αστικές εφημερίδες της Ρωσίας, εν όψει της δίκης των συλληφθέντων. Γι’ αυτά όμως θα ξαναμιλήσουμε σε λίγο. Ας γυρίσουμε πίσω στην Γενεύη τη στιγμή που ο Νετσάγεφ ετοιμάζει τις βαλάσεςτου για τη Μόσχα, να μας εξηγήσει πώς αντιλαμβάνονται με τον Μπακούνιν το χωρισμό της κοινωνίας: («Κατήχηση του Επαναστάτη», κεφάλαιο: οι υποχρεώσεις του επαναστάτη απέναντι στην κοινωνία, παράγραφος 15)

Όλη αυτή η βρώμικη κοινωνία πρέπει να χωριστεί σε μερικές κατηγορίες: η Πρώτη είναι η κατηγορία των άμεσα καταδικασμένων σε θάνατο. Οι σύντροφοι μπορούν να καταρτίσουν έναν κατάλογο αυτών των προγραμμένων, ακολουθώντας μια σειρά ανάλογα με το βαθμό που μπορούν να βλάψουν την επιτυχία του επαναστατικού έργου, ώστε οι πρώτοι στον κατάλογο να βγουν έξω νωρίτερα από τους δεύτερους… Η Δεύτερη κατηγορία αποτελείται από ανθρώπους που τους χαρίζεται προσωρινά η ζωή, ώστε με τις θηριώδεις εγκληματικές πράξεις τους να σπρώξουν το λαό έως την αναπότρεπτη εξέγερση.

Στην Τρίτη κατηγορία ανήκουν ένα σωρό υψηλά ιστάμενα κτήνη ή προσωπικότητες, που δεν διακρίνονται για το πολύ μυαλό, ή την ενεργητικότητα τους, αλλά από τη θέση που κατέχουν διαθέτουν πλούτη, σχέσεις, επιρροή, δύναμη. Πρέπει να τους εκμεταλλευτούμε ολόπλευρα με το να τους τυλίγουμε, να τους μπερδεύουμε, κι αν είναι δυνατόν, μαθαίνοντας τις κρυφές βρωμοδουλειές τους, να τους κάνουμε υποχείρια μας. Η εξουσία που διαθέτουν, η επιρροή, οι σχέσεις και η δύναμη τους γίνονται έτσι ανεξάντλητος θησαυρός και πολύτιμη βοήθεια για διάφορα εγχειρήματα. Η Τέταρτη κατηγορία απαρτίζεται από φιλόδοξους αξιωματούχους και φιλελεύθερους διαφόρων αποχρώσεων. Με αυτούς η συνομωσία μπορεί να γίνει με βάση το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα.

Αυτήν την «κατηγορία» έχει κατά νου ο Μπακούνιν στο «κάλεσμα στη ρώσικη αριστοκρατία» και λίγο μετά στο «προς τους αξιωματικούς του ρώσικου στρατού», όπου πράγματι, τους προπαγανδίζει «το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα»!

Κάνεις ότι τους ακολουθείς τυφλά, ταυτόχρονα όμως, τους βάζεις στο χέρι, τους εκθέτεις ανεπανόρθωτα, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν πίσω και με αυτωνών το χέρι φέρνεις αναστάτωση στο κράτος.

Πέμπτη κατηγορία είναι οι δογματικοί, οι συνομώτες, οι επαναστάτες. Όλοι εκείνοι που φλυαρούν στις ομηγύρεις και από τα έντυπα. Αυτούς πρέπει συνεχώς να τους σπρώχνουμε και να τους τραβούμε σε πραχτικές, παρακινδυνευμένες εκδηλώσεις, με επακόλουθο την εξαφάνιση των πολλών και την επαναστατική επεξεργασία των ολίγων.

Έκτη και τελευταία κατηγορία είναι οι γυναίκες που πρέπει να τις χωρίσουμε σε τρεις βασικές τάξεις. Στην πρώτη τάξη ανήκουν οι επιπόλαιες, οι ανόητες, οι άψυχες γυναίκες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως οι περιπτώσεις που αναφέρονται στους άνδρες της τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Στη δεύτερη τάξη ανήκουν οι ένθερμες, οι αφοσιωμένες, οι ικανές γυναίκες, που όμως δεν είναι δικές μας, διότι δεν δουλεύτηκαν αρκετά, ώστε να φτάσουν σε μια αληθινά έμπρακτη και χωρίς πολλά λόγια επαναστατική αντίληψη. Αυτές πρέπει να τις χρησιμοποιούμε όπως τους άντρες της πέμπτης κατηγορίας. Τέλος, έρχονται οι γυναίκες που είναι ολότελα δικές μας, δηλαδή είναι απόλυτα μυημένες και έχουν εξ ολοκλήρου ενστερνισ-στεί το πρόγραμμα μας. Οφείλουμε να τις βλέπουμε σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό μας. Δίχως τη βοήθεια τους δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα.

 

3.Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΑ

 

Με αυτές τις ιδέες και το υλικό που είδαμε παραπάνω, φεύγει ο Νετσάγιεφ για Ρωσία και φτάνει στη Μόσχα το Σεπτέμβριο. Το Νοέμβριο θα επιστρέψει πίσω στον Μπακούνιν. Η «επαναστατική δράση» του κράτησε μόνο 2 μήνες. Ήταν αρκετοί για να προκαλέσει τα γεγονότα που θα μείνουν γνωστά σαν «συνομωσία Νετσάγιεφ», που οδήγησαν στο θάνατο, στη φυλακή, και τη Σιβηρία 84 ανθρώπους, που είχαν την αφέλεια να τον ακολουθήσουν.

Λίγο πριν ξεκινήσει για το ταξίδι προετοιμάζουν το έδαφος. Σύμφωνα με το πνεύμα της “Κατήχησης” (Κάνεις ότι τους ακολουθείς τυφλά, ταυτόχρονα όμως, τους βάζεις στο χέρι, τους εκθέτεις ανεπανόρθωτα, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν πίσω..) στέλνονται εκατοντάδες γράμματα, εκκλήσεις και κυρίως τηλεγραφήματα σε φιλελεύθερους, αριστερούς και επαναστάτες της Ρωσίας. Τα τηλεγραφήματα είχαν αυτό περίπου το μοτίβο: “Εδώ το πράγμα βράζει. Μαγειρεύεται μια τέτοια σούπα, που δε θα μπορέσει η ευρώπη ολόκληρη να την αποτελειώσει. Βιαστείτε λοιπόν.” (Προς κάποια κα Τομίλοβα). Φυσικά τέτοια γράμματα και ειδικά τα τηλεγραφήματα με την υπογραφή του Μπακούνιν ή του Νετσάγιεφ δεν έφταναν ποτέ στην κάθε κα Τομίλοβα, όπως το ξέραν όλοι, αλλά απευθείας στα χέρια της ρώσικης μυστικής αστυνομίας. Η αποστολή αυτών των τηλεγραφημάτων δεν ανακόπηκε παρά μόνο όταν έφτασε στους ρώσους εμιγκρέδες μια απελπισμένη επιστολή: “Για όνομα του Θεού, πέστε στον Μπακούνιν να πάψει, αν έχει έστω και κάτι ιερό μέσα του νια την επανάσταση, να στέλνει τις εξωφρενικές προκυρήξεις του, που οδηγούν σε έρευνες σε πολλές πόλεις, σε συλλήψεις, και παραλύουν κάθε σοβαρή δουλειά“. Πράγματι, μόνο στην Πετρούπολη, εξαιτίας αυτών των τηλεγραφημάτων εκδόθηκαν εντάλματα συλλήψεων για 387 άτομα!

Η δράση του Νετσάγιεφ στη Ρωσία έγινε γνωστή από τις καταθέσεις των 84 κατηγορούμενων συντρόφων του αργότερα στη δίκη, και από τις μαρτυρίες κάποιων που γλύτωσαν περνώντας τα σύνορα. Σε αυτές, και στο έντυπο υλικό στηρίχτηκε η έρευνα του Ούτιν, που, όπως θα δούμε παρακάτω, έκανε για λογαριασμό της Πρώτης Διεθνούς. Αναλυτικά, οι δυό αυτοί μήνες θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες. Θα τους δούμε συνοπτικά, καθώς μας ενδιαφέρουν μόνο έμμεσα, στο βαθμό που φωτίζουν όχι το Νετσάγιεφ, αλλά τον Μπακούνιν εκείνης της περιόδου.

Ο Νετσάγιεφ λοιπόν, φτάνοντας στη Μόσχα ήρθε αμέσως σε επαφή με έναν κύκλο γύρω από τον Ουζμπένσκι. Αυτός τον έφερε σε επαφή με τον Ιβάνωφ, τον αρχηγό των φοιτητών στη Μόσχα, που σπούδαζε στην Ακαδημία Αγροτικής Οικονομίας. Σε αυτό το μέρος βρήκε καταφύγιο ο “αντιπρόσωπος της Διεθνούς”. 0 Ιβάνωφ, ήταν εξαιρετικά χρήσιμος, γιατί ήταν πραγματικά αγαπητός και με μεγάλη αίγλη στους φοιτητικούς κύκλους. Είχε οργανώσει (και ήταν η ψυχή) τα “ταμεία αλληλοβοήθειας” για τους φτωχούς φοιτητές, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν η νόμιμη ομπρέλα της πολιτικής οργάνωσης των φοιτητών κάτω από το κυνήγι της τσαρικής αστυνομίας, μετά την καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων.

Η πρώτη δουλειά του Νετσάγιεφ ήταν να πλέξει ένα μύθο γύρω από το όνομα του. Με εξαίρεση τον Ουζμπένσκι, δεν τους παρουσιάστηκε με το πραγματικό του όνομα. Τους υπόλοιπους συντρόφους του τους έβαζε στις συναντήσεις τους να απαγγέλουν και να αντιγράφουν το ποίημα του Ογκαριώφ με τίτλο “ο φοιτητής”, που μιλούσε για τους αγώνες και τελικά το θάνατο στη Σιβηρία ενός ανώνυμου επαναστάτη. Ο Ογκαριώφ, φίλος του Μπακούνιν στη Γενεύη, πείστηκε από τον τελευταίο να το αφιερώσει “στο νεαρό φίλο Νετσάγιεφ” και αυτός το χρησιμοποιεί τώρα στους κύκλους της Μόσχας για να πλέξει τον προσωπικό του μύθο, όπως νωρίτερα προσπάθησε να εξαπατήσει τους Ρώσους εμιγκρέδες στη Γενεύη με τη δήθεν απόδραση του από το Πετροπα-βλόφσκ. Τελικά τον Οκτώβρη φανερώνεται: Δεν πέθανα, είμαι εδώ, αντιπρόσωπος της Διεθνούς!

Με τέτοιες ταχυδακτυλουργίες κατάφερε να εμπνεύσει έναν αριθμό κάποιων νέων και να σχηματίσει γύρω του έναν κύκλο στη Μόσχα. Τους έλεγε πως από πίσω του βρίσκεται μια μυστική και πανίσχυρη επιτροπή, που τάχα βρίσκεται στην Πετρούπολη, στην οποία και οφείλουν απόλυτη υπακοή, μέσω του ίδιου, ο οποίος δεν είναι παρά ο αντιπρόσωπος αυτής της επιτροπής στη Μόσχα. Οι συναντήσεις αυτού του σχηματισμού ήταν η ανάγνωση του υλικού που είδαμε πιο πάνω και είχε φέρει ο Νετσάγιεφ μαζί του, και η δράση του εξαντλούνταν στο μυστικό, παράνομο μοίρασμα αυτού του υλικού.

Όλα αυτά στο τέλος άρχισαν να δημιουργούν αμφιβολίες στους στρατολογημένους σε σχέση με τη σοβαρότητα του όλου εγχειρήματος, αλλά και του ίδιου του Νετσάγιεφ προσωπικά. Ο Ιβάνωφ, όμως ήταν ο μόνος που βρήκε το θάρρος να τις εκφράσει ειληκρινά μπροστά στον ίδιο. Ο Νετσάγιεφ προσπάθησε βέβαια να τον καθυσηχάσει, αλλά ένοιωσε πως “δεν είναι απόλυτα δικός του”. Προσπάθησε να τον δεσμεύσει (τους βάζεις στο χέρι, τους εκθέτεις ανεπανόρθωτα, ώστε να μην μπορούν πια να κάνουν πίσω..) ζητώντας του να τοι-χοκολήσει στο Παν/μιο τις εξωφρενικές προκυρήξεις προς τους φοιτητές, του ίδιου και του Μπακούνιν. 0 Ιβάνωφ αρνήθηκε ξέροντας πως αυτό θα οδηγήσει σε συλλήψεις και ανακρίσεις και στη διάλυση των “ταμείων αλληλοβοήθειας”. Αναγκάστηκε στο τέλος να πειθαρχήσει καθώς “η υπακοή στις εντολές της επιτροπής οφείλει να είναι απόλυτη“. Έτσι ακριβώς και έγινε, και τελικά τα “ταμεία αλληλοβοήθειας” βγήκαν στην παρανομία. Η καινούρια εντολή της “επιτροπής” ήταν τώρα να πάρει τα χρήματα των “ταμείων” και να τα παραδώσει στην “επιτροπή”. Αυτό ο Ιβάνωφ το αρνήθηκε. Κάτω από την πίεση όμως του Νετσάγιεφ και κάποιων από τον κύκλο δέχτηκε να υπακούσει, δηλώνοντας όμως, ότι αυτή είναι και η τελευταία εντολή που δέχεται, πως μετά θα αποχωρήσει από την οργάνωση και θα ιδρύσει μια άλλη με μεγαλύτερη δημοκρατία και σοβαρότητα.

Μόλις έρχονται τα χρήματα των “ταμείων” ο Νετσάγιεφ στο σπίτι του Κουζνετσώφ ανακοινώνει στους πιο έμπιστους Πριζώφ και Νικολάνεφ, ότι εντολή της επιτροπής είναι η δολοφονία του Ιβάνωφ. Μόνη δικαιολογία για αυτό είναι, όχι ότι υπήρχαν γι’ αυτόν κάποιες υπόνοιες, όχι ότι ήταν επικίνδυνος, αλλά γιατί κανείς δεν έχει δικαίωμα να παρακούει τις εντολές της επιτροπής ή να αποχωρεί από την οργάνωση. Η εντολή της δολοφονίας ήταν ένα παράδειγμα για τα υπόλοιπα μέλη. Στις 21 Νοεμβρίου τον παρασέρνουν με δόλο (υποτίθεται για να ξεθάψουν κάποια τυπογραφικά στοιχεία) και τον δολοφονούν στο πάρκο της Ακαδημίας. Το πτώμα πετάχτηκε στην κοντινή λίμνη. Δυο μέρες αργότερα ανακαλύφθηκε από την αστυνομία που κινητοποιήθηκε για τη σύλληψη των δολοφόνων. Σε λίγες μέρες ακολουθεί ένα τεράστιο κύμα συλλήψεων που εξαρθρώνει κυριολεκτικά την οργάνωση. 0 Νετσάγιεφ έχει προλάβει όμως και έχει φύγει. Όταν ανακαλύπτεται το πτώμα είναι ήδη στην Πετρούπολη και από κει γραμμή για την Ελβετία, αφήνοντας τους συντρόφους του στα χέρια της τσαρικής αστυνομίας.

Θα συλληφθούν 84 άτομα, οι περισσότεροι φοιτητές. Θα τους πάνε στο Πε-τροπαβλόφσκ, όπου 2 από αυτούς θα πεθάνουν εκεί και άλλοι 4 θα παραφρονήσουν. Οι υπόλοιποι περνάνε από δίκη τον Ιούλιο του 1871, που τους καταδίκασε σε διάφορες ποινές φυλάκισης και τελικά ισόβια εκτόπιση στη Σιβηρία.  Ο απολογισμός της δράσης στη Ρωσία τελικά είναι μακριά από τους στόχους για τη δημιουργία της οργάνωσης που “θα εξαπολύσει εξέγερση στις 19 Φλεβάρη του 1870“. Ήταν το παράνομο μοίρασμα μιας ποσότητας από το υλικό,η δημόσια εμφάνιση της προκήρυξης “Προς τους φοιτητές”, η δολοφονία του Ιβάνωφ και η καταδίκη 84 επαναστατών.

 

 

4.ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

 

 

Η Δράση στη Ρωσία τελειώνει λοιπόν πολύ γρήγορα. Πίσω στη Γενεύη ξαναβρίσκεται με τον Μπακούνιν. Αυτός τον δέχεται με ανοιχτές αγκαλιές. Στην Progres, την εφημερίδα της Συμμαχίας στην Ελβετία, ανατυπώνονται αποσπάσματα από τη «Λαϊκή Τιμωρία», (τα ανώδυνα, βέβαια, για τους Ελβετούς) και ο Γκυγιώμ (μάλλον δεν ήξερε τίποτα και ο ίδιος εκτός από όσα του έλεγε ο Μπακούνιν), νούμερο δύο στην ηγεσία της Συμμαχίας μετά τον Μπακούνιν, γράφει στην ίδια εφημερίδα για τις «εκπληκτικές επιτυχίες των μεγάλων Ρώσων επαναστατών, που το πρόγραμμα τους νια αποχή από κάθε πολιτική, ταυτίζεται με το δικό μας πρόγραμμα».

Προφανώς συζήτησαν, εκτίμησαν την κατάσταση και αποφασίζουν μια δεύτερη αποστολή στη Ρωσία. Πέφτουν στη δουλειά με τα μούτρα. Ο χειμώνας του 1870 για τον Μπακούνιν είναι το ίδιο παραγωγικός σε κείμενα, όπως και το προηγούμενο καλοκαίρι.

Φίλοι και οπαδοί του Μπακούνιν ισχυρίζονται κατόπιν πως ο ίδιος έδινε κάλυψη στο Νετσάγιεφ γιατί δεν ήξερε την πραγματική του δράση στη Ρωσία, και τάχα εξαπατήθηκε από αυτόν. Πως όταν τελικά έμαθε για τη δολοφονία του Ιβάνωφ και τα υπόλοιπα κατορθώματα του φίλου του, έκοψε τις σχέσεις μαζί του. Δεν είναι αλήθεια. Φυσικά, δεν μπορεί να υπάρξει μαρτυρία για το τι ειπόθηκε στις ιδιωτικές τους κουβέντες, αλλά υπάρχει η αδιάψευστη μαρτυρία των κειμένων που έγραψαν μαζί, και αυτά που ο Μπακούνιν έγραψε μόνος του εκείνο το χειμώνα, που δείχνουν, ότι και πολύ καλά ήξερε τι έκανε ο Νετσάγιεφ, και το επικροτούσε.

Και πρώτα απ’ όλα το δεύτερο (και τελευταίο) τεύχος της «Λαϊκής τιμωρίας». Πρόκειται για το πιο ακραίο από όλα τα «ρώσικα κείμενα» του Μπακούνιν. Στις σελίδες του ο συγγραφέας ξεσαλώνει. Στο κύριο άρθρο το πρώτο που κάνει είναι να δώσει απάντηση για τη δολοφονία του Ιβάνωφ. Χωρίς να τον κατονομάζει, καλύπτει ολοκληρωτικά αυτή τη δολοφονία.

Είναι η εκδίκηση της εταιρίας προς ένα μέλος της που αθέτησε το χρέος του. Η αμείλικτη λογική των γνήσιων εργατών της υπόθεσης δεν πρέπει να διστάζει μπροστά σε καμιά πράξη, που οδηγεί στην επιτυχία της υπόθεσης και πολύ περισσότερο μπροστά σε πράξεις, ικανές να σώσουν την υπόθεση και να αποτρέψουν το χαντάκωμά της…

Κάθε αποσκίρτηση από την εταιρία, κάθε υποχώρηση, που γίνεται συνειδητά από έλειφη πίστης στην αλήθεια και το δίκιο των γνωστών αρχών, οδηγεί στη διαγραφή από των κατάλογο των ζωντανών.

Όσο για τους συλληφθέντες από την αστυνομία; Η δίκη τους εκκρεμούσε και αυτοί ήταν φυλακισμένοι στο Πετροπαβλόφσκ. Όσοι περίμεναν πως η «Λαϊκή Τιμωρία» θα τους έδινε πολιτική κάλυψη έχασαν.

Είναι μερικοί καλοκάγαθοι φιλελεύθεροι, ενώ τα πραγματικά οργανωμένα μέλη της η εταιρία τα προφυλάσσει και δε θα επιτρέψει να τα συλλάβουν.

Φαίνεται πως τους είχαν κατατάξει ήδη από την αρχή στην «Πέμπτη κατηγορία ανθρώπων» της «Κατήχησης». Αυτούς δηλαδή που «πρέπει συνεχώς να τους σπρώχνουμε και να τους τραβούμε σε πραχτικες, παρακινδυνευμένες εκδηλώσεις, με επακόλουθο την εξαφάνιση των πολλών και την επαναστατική επεξεργασία των ολίγων».

Αυτές οι λίγες γραμμές ήταν και ολόκληρος ο απολογισμός της δράσης στη Ρωσία. Από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα κείμενα περιγράφουν την εξέγερση που έρχεται και την κοινωνία που ονειρεύονται. Είναι όμως εξίσου εκπληκτικά. Το διαμάντι του περιοδικού είναι ένα άρθρο που περιγράφει τη μελλοντική κοινωνία, όπως την ονειρευόταν ο Μπακούνιν με το Νετσάγιεφ στη Γενεύη. Έχει τίτλο: «Οι θεμελιώδεις αρχές του μελλοντικού κοινωνικού συστήματος»

Η διέξοδος από την υπάρχουσα κοινωνική τάξη και η ανανέωση της ζωής πάνω σε νέες αρχές μπορεί να συντελεστεί με τη συγκέντρωση όλων των μέσων κοινωνικής ύπαρξης στα χέρια της Επιτροπής μας και με την κήρυξη της κοινωνικής εργασίας ως υποχρεωτικής για όλους. Η Επιτροπή, αμέσως μόλις γίνει η ανατροπή των σημερινών θεσμών, θα α-νακυρήξει τα πάντα κοινωνική ιδιοκτησία και θα προτείνει την ίδρυση εργατικών συνεταιρισμών (Αρτέλ) και ταυτόχρονα θα εκδόσει στατιστικούς πίνακες, που θα καταρτίζονται από εμπειρογνώμονες και θα δείχνουν ποιοι βιομηχανικοί κλάδοι είναι πιο αναγκαίοι στο δεδομένο μέρος και ποιες περιστάσεις μπορούν να δυσκολέψουν τούτο ή εκείνο το επίπεδο απασχόλησης.

Μέσα σε ορισμένες μέρες που προβλέπονται νια την ανατροπή και για την αναπόφευκτη αναμπουμπούλα που θα επακολουθήσει, κάθε άτομο οφείλει να ενταχθεί με δική του επιλογή, στο ένα ή στο άλλο εργατικό Αρτέλ. Όσοι μείνουν παράμερα και δεν ^ταχθούν σε εργατική ομάδα, δίχως να επικαλεστούν βάσιμους λόγους, δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στα κοινά εστιατόρια, υπνωτήρια, τα κάθε λογής οικήματα, που προορίζονται για την ικανοποίηση των αναγκών των εργατών-αδελφών, ή για την εναποθήκευση της έτοιμης παραγωνής και πρώτων υλών, τροφίμων, εργαλείων για όλα τα μέλη της εργατικής κοινωνίας που εγκαθιδρύθηκε. Με λίγα λόγια όποιος δεν ενταχθεί σε ένα Αρτέλ θα στερηθεί τα μέσα διαβίωσης, θα είναι κλειστοί γι αυτόν όλοι οι δρόμοι, όλα τα μέσα επικοινωνίας και θα του μένει μια διέξοδος: ή δουλειά, ή θάνατος…

Αυτή η ελευθεριακή κοινωνία του στρατώνα, αυτή η πραγμάτωση του αντιαυταρχισμού, που θα διοικεί η άγνωστη «Επιτροπή μας» δε θα είναι μια κοινωνία απόλαυσης των αγαθών από τη δουλειά. Το εξηγεί λίγο παρακάτω:

Με την πλήρη δημοσιότητα, με την πλήρη γνώση της δραστηριότητας του καθενός, θα εξαφανιστεί μια για πάντα κάθε φιλοδοξία, όπως την εννοούμε σήμερα, και κάθε ψέμα. Τότε επιδίωξη του καθενός θα είναι να παράγει για την κοινωνία όσο το δυνατόν περισσότερα και να καταναλώνει όσο το δυνατόν λιγότερα.

Αυτό το απίθανο κείμενο του Μπακούνιν τελειώνει με ένα κερασάκι:

Όσοι επιθυμούν διεξοδική θεωρητική ανάπτυξη των βασικών μας θέσεων, θα την βρουν στο εκδομένο από εμάς έργο ‘Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”.

Φυσικά, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο δε θα βρει κανείς πουθενά παρόμοιες σοφιστείες. Μην ξεχνάμε όμως ότι η Συμμαχία παρουσιαζόταν στη Ρωσία σαν τμήμα της Διεθνούς. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είχε μεταφραστεί ακόμα στα ρώσικα και έτσι ο Μπακούνιν μπορεί και να το επικαλείται (έστω και σαν δικό του έργο). Η φήμη του όμως είχε φτάσει και στη Ρωσία από το πρωτότυπο, τουλάχιστον σε μερικούς κύκλους. Αυτή η φήμη είναι χρήσιμη στον Μπακούνιν.

Μετά την έκδοση του δευτέρου τεύχους της «Λαϊκής Τιμωρίας» τυπώνεται και ένα άλλο κείμενο. Πρόκειται για το τελευταίο από τα «ρώσικα κείμενα». Το τελευταίο, αλλά το καλύτερο. Θα ήταν υπέροχο να το βλέπαμε ολόκληρο, λόγω χώρου όμως, θα αρκεστούμε σε λίγα μόνο αποσπάσματα, τα πιο κραυγαλέα. Πρόκειται για μια μπροσούρα με τίτλο: «Προς τους αξιωματικούς του ρώσικου στρατού». Υπογεγραμμένο από τον Μπακούνιν και με ημερομηνία Γενεύη, Ιανουάριος 1870.

Με αυτό το κείμενο συμμετέχει ξεκάθαρα πια στην απάτη του Νετσάγιεφ να παρουσιάζει στους ρώσους μια ανύπαρκτη επιτροπή η οποία τάχα θα καθοδηγεί την επανάσταση. Ό,τι ακριβώς ψέματα χρησιμοποιούσε ο Νετσάγιεφ πριν ένα μήνα στη Μόσχα, τώρα ο Μπακούνιν τα γράφει, τα τυπώνει και τα υπογράφει.

Το κείμενο ξεκινάει με ένα εθνικιστικό παραλήρημα, που αφήνει άναυδους όσους νομίζουν ότι ο Μπακούνιν μπαίνοντας στην Πρώτη Διεθνή έγινε και διεθνιστής. Είναι άλλωστε η άποψη του πως με την τέταρτη κατηγορία ανθρώπων «η συνομωσία μπορεί να γίνει με βάση το ίδιο το δικό τους πρόγραμμα».

Πλησιάζει η στιγμή της αναμέτρησης ανάμεσα στον οίκο των Ρομανώφ-Χολστάιν-Γκότορπ και το ρώσικο λαό, ανάμεσα στον ταταρικό-γερμανικό ζυγό και τη σλαβική απολύτρωση. Η Άνοιξη χτυπάει την πόρτα μας και στις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες θα αρχίσει η μάχη…

Στο κάλεσμα μου ‘Προς τους νέους στη Ρωσία’ έλεγα πως ο Στένκα Ράζιν που θα οδηγήσει τις λαϊκές μάζες στη μέλλουσα συντριβή της ρώσικης αυτοκρατορίας που επέρχεται ακάθεκτα, θα είναι ένας Στένκα Ράζιν συλλογικός. Επρεπε να γίνει σαφές για όποιον έχει λίγο μυαλό, ότι, όταν το έλεγα αυτό, εννοούσα τη μυστική οργάνωση που σήμερα υπάρχει και δρα, πανίσχυρη με την πειθαρχία της, φοβερή με την αφοσίωση και την αυτοθυσία των μελών της, και την απόλυτη υποταγή του κάθε μέλους στις εντολές και διαταγές της μοναδικής επιτροπής, που γνωρίζει τους πάντες, αλλά κανείς δεν τη γνωρίζει…

Όπως οι Ιησουήτες, όχι όμως με σκοπό την υποδούλωση, αλλά την απολύτρωση του λαού, ο καθένας από αυτούς, έχει απαρνηθεί ακόμα και τη δική του βούληση. Στην επιτροπή, όπως και σε όλη την οργάνωση, δεν είναι το άτομο που σκέφτεται, βούλεται, ενεργεί, αλλά το σύνολο. Μια τέτοια απάρνηση της προσωπικής ζωής, σκέψης και βούλησης θα φανεί σε πολλούς αδιανόητη ή και εξοργιστική. Είναι πράγματι δύσκολη, αλλά και απαραίτητη…

Ο άνθρωπος που από μια ιδιοτροπία της ιστορίας καθιερώθηκε σαν “πατέρας του αναρχισμού” δεν ξεχνά το περιστατικό του “απείθαρχου” Ιβάνωφ. Θέλει να προφυλάξει τα μελλοντικά μέλη της οργάνωσης από παρόμοια παραστρατήματα. Η οργάνωση που προτείνει είναι κύτταρο και πραγμάτωση της ελευθε-ριακής κοινωνίας που ονειρεύεται και περιέγραψε πιο πάνω.

Το κάθε νέο μέλος προσχωρεί στην οργάνωση μας εθελοντικά, έχοντας επίγνωση του ότι μιας και προσχώρησε ανήκει πια σε αυτήν κι όχι στον εαυτό του. Η είσοδος στην οργάνωση είναι ελεύθερη, αλλά η έξοδος αδύνατη, διότι κάθε εξερχόμενο μέλος θα έθετε οπωσδήποτε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της οργάνωσης, που δεν πρέπει να εξαρτιέται από την επιπολαιότητα, τις ιδιοτροπίες είτε από τον μεγάλο ή μικρό βαθμό μετριοφροσύνης, εντιμότητας και δύναμης ενός ή περισσοτέρων προσώπων. Και διότι προσχωρώντας σ’ αυτήν ο καθένας οφείλει να γνωρίζει ότι της προσφέρει τον εαυτό του, με όσες δυνάμεις, μέσα και γνώσεις διαθέτει, με όλη τη ζωή του και μάλιστα ανεπίστρεπτα…

Ένα σοβαρό μέλος της εταιρίας μας έχει σκοτωμένο μέσα του κάθε αίσθημα περιέργειας και το καταπολεμάει αμείλικτα σ’ όλους τους άλλους. Μιλάει για τη δουλειά του μόνο με εκείνον που του έχουν υποδείξει και του λέει μόνο εκείνα που του έχουν καθορίσει για την κάθε περίσταση. Γενικά συμμορφώνεται αυστηρά και απόλυτα σ’ όλες τις εντολές και τις οδηγίες που δίνονται από τα πάνω, δίχως να ρωτάει και δίχως καν να επιδιώκει να μάθει σε ποιο βαθμό οργάνωσης ανήκει ο ίδιος… Μια τέτοια σιδερένια και απόλυτη πειθαρχία, μπορεί να ξαφνιάσει, ή και να θίξει έναν πρωτόπειρο. Δε θα ξαφνιάσει όμως, και δε θα θίξει, αλλά αντίθετα, θα χαροποιήσει και θα καθησυχάσει κάθε σοβαρό μέλος, κάθε πραγματικά έξυπνο και δυνατό άντρα, φτάνει μόνο να λειτουργεί μέσα του εκείνο το πάθος της τέλειας αφοσίωσης στο λαϊκό θρίαμβο για τον οποίο μίλησα προηγούμενα… Ίσως μερικοί ρωτήσουν: πώς να έχουμε εμπιστοσύνη στη δικτατορική καθοδήγηση μιας επιτροπής σε μας άγνωστης; Αλλά η επιτροπή σας είναι γνωστή: Πρώτον με το πρόγραμμα της, που είναι πολύ συγκεκριμένο και σαφές, το έχει διακηρύξει και το αναλύει διεξοδικά στον καθένα που προσχωρεί στην οργάνωση.

Η διακύρηξη ήταν το κείμενο «Οι Θεμελιώδεις αρχές του μελλοντικού κοινωνικού συστήματος» που είδαμε πιο πάνω και για να μάθει κανείς περισσότερα, μας λέει ο Μπακούνιν, θα πρέπει να γίνει πρώτα μέλος της εταιρίας. Αυτό όμως σίγουρα είναι λίγο για να εξασφαλίσει την απόλυτη πειθαρχία. Γράφει λοιπόν παρακάτω:

Δεύτερον, η επιτροπή σας έδωσε τις συστάσεις τις με την απόλυτη εμπιστοσύνη που τρέφουν προς αυτήν πρόσωπα γνωστά και σεβαστά από σας, την ίδια εμπιστοσύνη που σας κάνει να προχωρήσετε σ’ αυτήν ακριβώς την οργάνωση και όχι σε κάποια άλλη. Η επιτροπή θα γίνεται ακόμα πιο γνωστή στα πραγματικά μέλη της οργάνωσης με την ακούραστη, αποφασιστική και πανταχού παρούσα δράση της, σύμφωνη πάντα με το σκοπό και το πρόγραμμα της οργάνωσης. Και όλοι υποτάσσσονται πρόθυμα στην αυθεντία της, διότι πείθονται όλο και πιο πολύ μέσα στην ίδια την πράξη, από την μια μεριά, για την πράγματι εκπληκτική προνοητικότητα, την επα-γρύπνιση, τη λελογισμένη χρήση των δυνάμεων και τη σκοπιμότητα των εντολών της, και από την άλλη μεριά, για την αναγκαιότητα και τη σωτήρια επίδραση μιας τέτοιας πειθαρχίας…

Αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η «επιτροπή» απαρτιζόταν μόνο από τον Μπακούνιν και τον Νετσάγιεφ, θα καταλάβει πως μάλλον είχαν εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Βέβαια, αυτό καθόλου δεν τον εμποδίζει να παραμυθιάζει τον κόσμο πως τάχα υπάρχει μια επιτροπή υπεράνω όλων -πού; ποια;- και ότι αυτός…

Απευθυνόμενος τώρα σε σας, απλώς εκτελώ εντολή της ίδιας επιτροπής. Δεν μπορώ να σας πω τίποτε παραπάνω. Θα προσθέσω μόνο μια λέξη πάνω σ’ αυτό. Έστω κι αν στον επερχόμενο αγώνα το κόμμα του λαού υποστεί μια νέα ήττα, -πράγμα βέβαια, που δεν το φοβάται κανένας μας, διότι όλοι μας πιστεύουμε στον επικείμενο θρίαμβο της λαϊκής υπόθεσης- έστω κ; αν οι ελπίδες μας δεν πραγματοποιηθούν, πάλι τότε, και μέσα από την πιο καταστρεπτική συμβολή της λαϊκής εξέγερσης και μέσα από την πιο άγρια αντίδραση, η οργάνωση θα παραμείνει σώα και αβλαβής…

Εμείς βέβαια ξέρουμε πως το επαναστατικό κόμμα είναι κομμάτι των καταπιεσμένων. Νικά ή συντρίβεται μαζί με τη νίκη ή τη συντριβή της εξέγερσης. Καθόλου, όμως, περίεργο δε μας φαίνεται να διαβάζουμε από τον Μπακούνιν αυτά τα λόγια. Η επιτροπή ήταν σίγουρα ασφαλισμένη. 0 Μπακούνιν στη Γενεύη και ο Νετσάγιεφ σε λίγο θα φύγει για το Λονδίνο. Πάμε όμως πάλι πίσω στην μπροσούρα..

Οι υποτακτικές εφημερίδες και τα περιοδικά, που πειθαρχούν στις εντολές του Γ Γραφείου, πασχίζουν να πείσουν την κοινή γνώμη πως η κυβέρνηση κατάφερε να εξαρθρώσει τη συνομωσία στη γέννηση της. Δεν εξάρθρωσε τίποτα. Η επιτροπή και η οργάνωση παρέμειναν και παραμένουν άθικτες. Ηκυβέρνηση γρήγορα θα πειστεί μόνη της γι’ αυτό, διότι η λαϊκή έκρηξη πλησιάζει. Είναι τόσο κοντά, ώστε ο καθένας πρέπει να αποφασίσει τώρα αν θέλει να γίνει φίλος μας, φίλος του λαού, ή εχθρός μας και εχθρός του λαού. Για όλους τους φίλους, σε όποια κοινωνική κατηγορία και θέση κι αν ανήκουν, οι γραμμές μας είναι ανοιχτές. Αλλά που θα σας βρούμε; θα ρωτήσετε. Η οργάνωση που σας περιβάλλει παντού και αριθμεί κι όλας πολλά μέλη μεταξύ των συντρόφων σας, θα βρει μόνη της εκείνον που θα την αναζητήσει με την ειλικρινή επιθυμία και την απόφαση να υπηρετήσει την υπόθεση του λαού. Όποιος δεν είναι με μας είναι εναντίον μας. Διαλέξτε!.

Δυστυχώς δε θα μάθουμε ποτέ αν οι ρώσοι καραβανάδες είναι με το λαό, ή όχι. Η μπροσούρα αυτή δεν έφτασε στα χέρια τους να μας πουν τη γνώμη τους, γιατί δεν μοιράστηκε ποτέ στη Ρωσία.

 

 

5. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ

 

 

Όταν ετοιμάστηκαν αυτά τα υλικά, δίνουν τα πιο πολλά στην κα Αλεξανδρόφσκαγια για να τα μπάσει στη Ρωσία. Σε λίγο θα την ακολουθούσε και ο Νετσάγιεφ, μόλις εκδίδαν κάποια επιπλέον στη Γενεύη. Η κα Αλεξανδρόφσκαγια όμως, συλλαμβάνεται αμέσως στα σύνορα και τα υλικά κατάσχονται. Γλίτωσαν μόνο τα λίγα αντίτυπα (τα «τυπωμένα στη Ρωσία») που είχε κρατήσει ο Μπακούνιν στη Γενεύη. Αλλά ούτε και το δεύτερο ταξίδι δε θα γίνει ποτέ.

Λίγο μετά οι σχέσεις του Μπακούνιν με το Νετσάγιεφ θα διαταραχτούν και τελικά θα διακοπούν οριστικά.

Στα τέλη του χειμώνα του 70 φτάνει στην Ελβετία από τη Ρωσία ο Λοπάτιν και φέρνει μαζί του από πρώτο χέρι τα νέα από τη δράση του Νετσάγεφ, την ανύπαρκτη ρώσικη επιτροπή, τη δολοφονία του Ιβάνωφ. Τα ρώσικα κείμενα, τις εφημερίδες με τα νέα των συλλήψεων, τις προσωπικές του εμπειρίες. Οι ε-μιγκρέδες στην Ελβετία ως τότε γνώριζαν μόνο φήμες. Αυτές ήταν αδύναμες μπροστά στις διαβεβαιώσεις από τα έντυπα του Μπακούνιν για τις «εκπληκτικές επιτυχίες των μεγάλων Ρώσων επαναστατών”, Τα νέα του Λοπάτιν διαδόθηκαν με ταχύτητα στους κύκλους των ρώσων και άφησαν τον Μπακούνιν εκτεθειμένο. Άρχισε λοιπόν να παραπονιέται σε διάφορους φίλους πως ο Νε-τσάγιεφ τον εξαπάτησε, χωρίς όμως και από την άλλη να καταδικάζει και τις ενέργειες του, που, όπως είδαμε πιο πριν και γνώριζε και ενέκρινε. Λίγους μήνες αργότερα (2 Ιούνη 1870 και ενώ ο Νετσάγιεφ βρίσκεται πια στο Λονδίνο) ο Μπακούνιν θα του γράψει:

Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σε σένα και εσύ με εξαπάτησες. Αποδείχθηκε ότι είμαι εντελώς ηλίθιος. Αυτό είναι οδυνηρό και ταπεινωτικό για έναν άνθρωπο της δικής μου πείρας και ηλικίας. Και κάτι πολύ χειρότερο από αυτό, έφθειρα τη θέση μου σε σχέση με τους ρώσικους και διεθνείς σκοπούς.

Κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν πως και η στάση του Νετσάγιεφ απέναντι στο “δάσκαλο του” είχε αλλάξει μετά την επιστροφή του και του συμπεριφέρεται “σαν τους φιλελεύθερους τους οποίους προσπαθεί να εκθέσει. Μια ολόκληρη φιλολογία, βασισμένη σε γράμματα και αναμνήσεις κοινών γνωστών, προσπαθεί εκ των υστέρων να εξετάσει τις σχέσεις των δύο και να τις ερμηνεύσει σε ένα ψυχολογικό επίπεδο. Κατά πόσο ο Μπακούνιν αγαπούσε το Νετσάγιεφ, κατά πόσο τον εμπιστευόταν, ποιος πρόδωσε αυτή την εμπιστοσύνη, κλπ, κλπ. Σίγουρα έχει το ενδιαφέρον της. Η σχέση τους δεν στερούνταν ψυχολογικής έντασης και κατά συνέπεια η ρήξη τους ήταν αξιομνημόνευτο συναισθηματικό γεγονός. Η οριστική ρήξη ήρθε ένα μήνα μετά αφότου έγραφαν μαζί τη δεύτερη παρτίδα των ρώσικων κειμένων, στις αρχές της άνοιξης του 1870.

Η αφορμή ήταν η “χορηγία Μπαχμέτιεφ”. Δέκα χρόνια νωρίτερα ένας νεαρός ρώσος αριστοκράτης είχε αφήσει ένα κληροδότημα 25.000 φράγκα με σκοπό να διατεθούν για να γίνει προπαγάνδα στη Ρωσία, γνωστά και σαν “χορηγία Μπαχμέτιεφ”. Αυτά τα χρήματα ήταν στην κατοχή του Χέρτζεν, ο οποίος τα φύλαγε χωρίς να τα δώσει σε κανέναν. Ο Μπακούνιν τα διεκδικούσε πολύ καιρό τώρα. Τελικά με τη μεσολάβηση του Ογκαριώφ, τον έπεισε τελικά να δώσει το μισό κεφάλαιο στον Νετσάγεφ, και ο αμετάπιστος Χέρτζεν υπέκειψε μπροστά στην ανάγκη χρηματοδότησης του ταξιδιού στη Ρωσία και των έντυπων υλικών. Το Γενάρη του 70 ο Χέρτζεν πέθανε και ο Ογκαριώφ κατάφερε και πήρε από τους κληρονόμους του τα υπόλοιπα που τα παρέδωσε στο Νετσάγεφ. 0 καυγάς που έστησαν για τα χρήματα ήταν το τέλος της συνεργασίας των δύο. 0 Νετσάγεφ τα μαζεύει αρχές της άνοιξης του 1870 για το Λονδίνο.

Η μάχη όμως για τα χρήματα των «διεθνών αδελφών» που «είναι ενωμένοι και στο θάνατο» δεν τελείωσε εδώ. 0 Νετσάγεφ από το Λονδίνο εκδίδει την εφημερίδα «Κομμούνα» (θα βγάλει μόνο ένα και μοναδικό τεύχος) και από αυτή θα επιτεθεί δημόσια στον Μπακούνιν για τα χρήματα που του “έφαγε”.

Εδώ θα τελειώσει κάθε προσπάθεια για την «οργάνωση επαναστατικής δράσης» στη Ρωσία από τον Μπακούνιν.

Οι δυο τους δε θα συναντηθούν ποτέ ξανά. 0 Νετσάγεφ θα συλληφθεί μετά από δύο χρόνια, τον Αύγουστο του 1872 στην Ελβετία μετά από μια συντονισμένη ενέργεια της ελβετικής αστυνομίας και ρώσων πρακτόρων. Μεταφέρθηκε στη Ρωσία, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση στο Πετροπαβλόφσκ. Πέθανε μέσα στη φυλακή από τις κακουχίες που εξασθένησαν την υγεία του, το Νοέμβρη του 1882.

 

 

6. ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ, Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 

Η συνδιάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο το Σεπτέμβριο του 1871 πήρε την απόφαση να διεξαχθεί έρευνα για κάποια περιστατικά της δράσης του Μπακούνιν σε Ισπανία και Ιταλία. Η επιτροπή αποτελούνταν από τους Κούνο, Λικαίν, Σπλενγκάρ, Βισάρ και Βόλτερ. Το πόρισμα της επιτροπής θα συζητιόταν στο κατοπινό Συνέδριο της Διεθνούς. Πραγματικά, το πόρισμα της επιτροπής θα παρουσιαστεί στο Συνέδριο της Χάγης του 1872.

Λίγο καιρό αφότου η επιτροπή ξεκίνησε την έρευνα, θα γίνει στη Ρωσία η δίκη των συλληφθέντων της υπόθεσης Νετσάγεφ. Ο απόηχος της δίκης φτάνει μέχρι τη δυτική ευρωπη μέσω των ρώσων εμιγκρέδων της Ελβετίας που έφτασαν στα χέρια τους τα κείμενα του Μπακούνιν στα ρώσικα. Άλλωστε, μόνο αυτοί μέσα στη Διεθνή ήξεραν να διαβάζουν ρώσικα. Τα κείμενα αυτά μαθεύτηκαν λοιπόν στην ευρωπη το 1871 και λίγο μετά άρχισαν να μεταφράζονται στα γαλλικά και τα γερμανικά. Μόνο ένα μέρος τους όμως είχε μεταφραστεί ως το συνέδριο της Χάγης. Τα υπόλοιπα θα μεταφραστούν μετά το συνέδριο. Ήταν όμως αρκετά. Την ίδια περίοδο ο Ούτιν αναλαμβάνει να συλλέξει τα “ρώσικα κείμενα”, αλλά και μαρτυρίες, καταθέσεις και ανταποκρίσεις από ρώσικες εφημερίδες, προσπαθώντας να συντάξει αναφορά για το Συνέδριο γύρω από τη ρώσικη περιπέτεια. Τα νέα έσκασαν στο συνέδριο σαν μπόμπα. Στα πρακτικά του Συνεδρίου διαβάζουμε:

(Στη συνδιάσκεψη της 7 Σεπτεμβρίου) το Συνέδριο αποφάσισε:
1. Να διαγράψει από τη Διεθνή τον Μιχαήλ Μπακουνιν ως ιδρυτή της Συμμαχίας καθώς και για προσωπικό παράπτωμα.
2. Να διαγράψει τον Τζέιμς Γκυγιώμ ως μέλος της Συμμαχίας.
3. Να δώσει στη δημοσιότητα τα ντοκουμέντα που αφορούν τη Συμμαχία.

Το 1873 οι Μαρξ και Ένγκελς εκδίδουν στα γαλλικά και τα γερμανικά το βιβλίο «Η Συμμαχία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και η Διεθνής Ένωση Εργατών», στο οποίο δημοσιεύονται για πρώτη φορά όλα τα ντοκουμέντα του Συνεδρίου της Χάγης και αφορούν τη δράση του Μπακουνιν, μαζί, βέβαια, με τα ρώσικα κείμενα, αυτή τη φορά ολόκληρα. Στο τέλος της εισαγωγής διαβάζουμε:

Ας φωνασκούν οι ηγέτες της Συμμαχίας περί προδοσίας. Εμείς τους παραδίδουμε στην περιφρόνηση των εργατών και στην εύνοια των κυβερνήσεων, στις οποίες πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, αποδιοργανώνοντας το εργατικό κίνημα. Η εφημερίδα της Ζυρίχης Tagwacht είχε απόλυτο δίκιο όταν απαντώντας στο Μπακουνιν έλεγε: “Κανένας πληρωμένος πράκτορας δε θα μπορούσε να προξενήσει μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι προξενήσατε εσείς”.

Ο Μπακουνιν, μετά τη διαγραφή του, οργανώνει την Αντιαυταρχική Διεθνή μαζί με μερικούς οπαδούς του, αλλά και κάποιους αναρχικούς από την Ιταλία και την Ισπανία. Κοντά του, στο τιμόνι της Αντιαυταρχικής Διεθνούς θα βρεθούν αναρχικοί οαν τον Καφιέρο, τον Κόστα και τον Μαλατέστα, που επίσης είχαν αποχωρήσει από τη Διεθνή. 0 Μπακουνιν όμως, ούτε εκεί θα κάτσει πολύ. Συγκεκριμένα θα ηγείται του αναρχικού κινήματος μόνο ένα χρόνο! Το 1873 ανακοινώνει πως αποχωρεί οριστικά από κάθε ενασχόληση με οποιαδήποτε πολιτική δράση. Δηλώνει ότι “ο καιρός των μεγάλων θεωρητικών λόγων πέρασε” και ιδιωτεύει οριστικά. Θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα.

 

 

7. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

 

Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν άνθρωπος, με τέτοιες απόψεις να θεωρείται σαν “πατέρας του αναρχιομού”. Ξεκινώντας την πολιτική του καριέρα σαν μασώνος (1845), περνώντας στο χώρο των φιλελεύθερων-ριζοσπα-στών αστών μέχρι το 1868, στη Διεθνή από το 1869 όπως είδαμε συγκεκριμένα παραπάνω, και από το 1872 ως το 1873 στην αναρχική Αντιαυταρχική Διεθνή. Ποιο καπρίτσιο της ιστορίας λοιπόν τον καθιέρωσε σαν πατέρα του αναρχισμού; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, ποιες από τις θεωρητικές του αναφορές χρωστάει ο αναρχισμός στον Μπακουνιν;

Εκείνη την περίοδο μορφοποιούνται οι διαφορές ανάμεσα στον μαρξισμό και τον αναρχισμό. Οι κύριοι άξονες αντιπαράθεσης ήταν δύο: α) η σχέση των επαναστατών με την πολιτική, που τελικά καταλήγει στη συζήτηση για το κόμμα και β) οι απόψεις για το κράτος. Και στα δυο ζητήματα ο αναρχισμός κατέληξε τελικά σε θέσεις τις οποίες κάποια στιγμή ενστερνίστηκε κι ο Μπακουνιν και τις εξέφρασε (γραπτά) ανάμεσα βέβαια στα τόσα άλλα κείμενα του. Έτσι, τη στιγμή ακριβώς που η αντιπαράθεση οριοθετούσε τα δύο ρεύματα, στα γραπτά του Μπακουνιν μπορούσε κανείς να βρει τα επιχειρήματα που συγκροτούσαν το στρατόπεδο των αναρχικών. Από την άλλη τα αναμφισβήτητα οργανωτικά του καθήκοντα του επέτρεψαν να ηγηθεί της συγκρότησης όλου αυτού του χώρου που τελικά καταστάλαξε οργανωτικά στην Αντιαυταρχική Διεθνή. Σκιαγραφώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής θα πρέπει να σταθούμε στους δύο άξονες γύρω από τους οποίους μορφοποιήθηκε ο αναρχικός χώρος τότε.

α) το κόμμα

 

Το ζήτημα για την οργάνωση των επαναστατών αρχικά ξεκίνησε σαν συζήτηση γύρω από την “αποχή από την πολιτική”. Η άποψη για αποχή υποστηρίχτηκε αρχικά με πάθος από τον Γκυνιώμ, τον κατοπινό φίλο του Μπακουνιν. 0 Μπακουνιν τον πρώτο καιρό ήταν κάθετα ενάντιος σε αυτή την άποψη. Μέχρι και το 1868 έγραφε στη “Δημοκρατία” του Σασέν:

Η αποχή από την πολιτική είναι μια ανοησία, που εφευρέθηκε από απατεώνες, για να παραπλανηθούν οι ηλίθιοι.

Τελικά αποδέχθηκε αυτή την άποψη, αρχικά για καιροσκοπικούς λόγους, στην προσπάθεια του να προσαιτεριστεί διάφορους αγωνιστές, στο πλαίσιο των συμμαχιών του μέσα στη Διεθνή.
Αλλά, πρώτα απ’ όλα τι εννοούμε πολιτική; 0 ορισμός δεν μπορεί να είναι παρά πολύ ευρύς. Κάθε πράξη, κάθε μορφή δράσης μέσα στην κοινωνία που προσπαθεί να ανατρέψει κοινωνικούς συσχετισμούς είναι μια πολιτική πράξη. Πολιτική μπορεί να είναι η έκδοση μιας εφημερίδας, η τοποθέτηση μιας βόμβας, το κατέβασμα στις εκλογές, μια διαδήλωση, η οργάνωση ενός συνδικάτου. Αρνούμενοι κάθε πολιτική δράση, στην πραγματικότητα σημαίνει άρνηση κάθε παρέμβασης στην κοινωνία. 0 Ένγκελς πολύ σωστά απαντά στους οπαδούς της αποχής, ότι

Αποχή από την πολιτική είναι κάτι αδύνατο. Όλα τα έντυπα των οπαδών της αποχής κάνουν κι αυτά πολιτική. Το πρόβλημα είναι πώς και τι είδους πολιτική ασκεί κανείς. Για μας, άλλωστε η αποχή είναι αδύνατη,,. Εμείς θέλουμε την κατάργηση των τάξεων. Ποιο είναι το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού; Είναι η πολιτική επικράτηση του προλεταριάτου. Και να, που όταν αυτό έγινε ηλίου φαεινότερο, μας ζητούν μη ανάμιξη στην πολιτική! Όλοι οι κήρυκες της αποχής από την πολιτική αυτοαποκαλούνται επαναστάτες, και μάλιστα κατ’ εξοχήν επαναστάτες. Η επανάσταση όμως, είναι η πιο ακραία πράξη πολιτικής κι όποιος πάει νια επανάσταση, θα πρέπει να αποδεχτεί και τα μέσα, τις πολιτικές ενέργειες που προπαρασκευάζουν την επανάσταση, που διαπαιδαγωγούν τους εργάτες για την επανάσταση, και που χωρίς αυτό οι εργάτες, την επόμενη της μάχης, θα ξεγελιούνται πάντα από τους διάφορους Φαβρ και Πιά. Η πολιτική όμως, που πρέπει να ακολουθηθεί είναι η εργατική πολιτική. Το κόμμα των εργατών δεν πρέπει να γίνεται ουρά αυτού ή εκείνου του αστικού κόμματος, αλλά οφείλει να συγκροτείται ως κόμμα ανεξάρτητο, με το δικό του στόχο και τη δική του πολιτική.
(Ένγκελς, από την ομιλία του στη Συνδιάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο, Σεπτ. 1871)

Για να μείνουμε στο επίπεδο της σοβαρότητας, τελικά το ζήτημα τίθεται στο ποια ακριβώς μέσα θεωρούνται κατάλληλα από τους επαναστάτες. Ποια είναι η πολιτική των οπαδών της αποχής απο την πολιτική;

Έτσι, ο Μπακούνιν και οι οπαδοί του (κάτω από τις αναμνήσεις των γιακωβί-νικων παραδόσεων) πρότειναν το σχήμα της οργάνωσης των επαναστατών σε συνομωτικές ομάδες, που θα εξαπολύσουν την εξέγερση, χωρίς να υπάρχει για αυτούς καμιά ανάγκη να οργανωθούν οι καταπιεσμένες μάζες έξω από αυτούς τους κύκλους. Η εξέγερση θα εξαπολυθεί μια συγκεκριμένη μέρα που οι κύκλοι αυτοί προαποφάσιζαν (π.χ. στη Ρωσία όπως είδαμε στις 19 Φλεβάρη) και οι ομάδες των επαναστατών θα προετοιμάζονταν για αυτή την ημερομηνία. Το απίθανο αυτό σχήμα, που δείχνει απλά τον πρωτογονισμό του κινήματος την εποχή εκείνη, δοκιμάστηκε στην πράξη σε αρκετές αποτυχημένες απόπειρες “να εξαπολυθεί εξέγερση” σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Μετά τις αποτυχίες στη Μασσαλία και ειδικά στη Λυών που κατέληξε σε φιάσκο (και την οποία είχε καθοδηγήσει ο ίδιος ο Μπακούνιν), το παραπάνω σχήμα δοκίμασε σοβαρή κριτική μέσα στους κύκλους των αναρχικών. Τελικά, εγκαταλείφθηκε οριστικά με την αποχώρηση του Μπακούνιν. Η αποχή από την πολιτική εξελίχθηκε από τον Καφιέρο και τους Ιταλούς σε αυτό που ονομάστηκε “ένοπλη προπαγάνδα” και σήμαινε στην πράξη πως ένοπλες ομάδες αναρχικών γύριζαν διάφορα χωριά στα οποία “κατέλυαν τις αρχές”, έκαιγαν τα αρχεία και τα χρεόγραφα και μετακινούνταν για άλλο χωριό. Κάτω από το βάρος της καταστολής, αλλά και το ίδιο της το αδιέξοδο η στρατηγική αυτή εκφυλίστηκε σταδιακά σε απλό τερρορισμό.

Στα τέλη πια του 19ου αιώνα η αποχή από την πολιτική απέκτησε μέσα στις διάφορες αναρχικές ομάδες, μια τεράστια ποικιλία από ερμηνείες, αφού ο καθένας έτσι ονόμαζε κάθε είδους δράση που θεωρούσε σωστή και επαναστατική. Από τη μια η ταχτική της τοποθέτησης βομβών γενικεύτηκε απόλυτα και ανάχθηκε σε στρατηγική από μόνη της, μέσα από τη δράση ενός πλήθους μικρών τερρορίστικων ομάδων βασικά στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Ρωσία. Στον αντίποδα το ρεύμα που θα αυτονομαστεί σαν αναρχικοί συνδικαλιστές και θεωρεί σαν μόνη επαναστατική δράση τη συνεπή δουλειά μέσα στα εργατικά συνδικάτα στην υπεράσπιση του οικονομικού αγώνα των εργατών με τελικό στόχο την κοινωνική ανατροπή μέσω της γενικής απεργίας. Ένα πλήθος τόσο διαφορετικών μεθόδων αυτοονομάζονταν αναρχισμός. Σε τι συνίσταται τελικά η στρατηγική αυτού του ρεύματος;

Το θέμα που άνοιξε αρχικά, σαν αποχή από την πολιτική, και σαν μια αντιπαράθεση για τις επαναστατικές ταχτικές,στην πραγματικότητα κρύβει από κάτω μια βαθύτερη διαφωνία, μια στρατηγική διαφωνία, ηοιά τελικά θα είναι η πορεία για την αταξική κοινωνία. Και αυτή δεν άργησε να αναδειχτεί. Η παρισινή κομμούνα οδήγησε την αντιπαράθεση στο τέρμα της που δεν ήταν άλλο από το ζήτημα αν πρέπει οι εργάτες να οργανωθούν σε κόμμα ή όχι.

Οι μαρξιστές προέκριναν σαν το σπουδαιότερο καθήκον την οργάνωση του προλεταριάτου σε ένα δικό του, ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα. Η διάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο το 1871 το έλυσε με έναν τρόπο τελεσίδικο, υιοθετώντας την πρόταση του Μαρξ πως “το προλεταριάτο, ως τάξη, δεν μπορεί να δράσει παρά μόνο μετασχηματισμένο σε ξεχωριστό πολιτικό κόμμα“. Η δράση του θα αγκαλιάζει όλο το φάσμα της πολιτικής δράσης, νόμιμης και παράνομης, με τελικό στόχο την κατάληψη από το προλεταριάτο της εξουσίας μετά από μια νικηφόρα επανάσταση.

Από την άλλη οι αναρχικοί οδηγούνται με συνέπεια στην άρνηση της ανάγκης να οργανωθείτο προλεταριάτο σε ένα δικό του κόμμα. Για πρώτη φορά το 1877 στο αναρχικό συνέδριο στο Βερβιέ, διακυρήσσουν την “αντίθεση των αναρχικών προς όλα τα πολιτικά κόμματα, σοσιαλιστικά και όχι“.

Οι ίδιοι φυσικά, θεωρώντας τον εαυτό τους πρωτοπορία, διατηρούν το δικαίωμα τους να οργανώνονται με όποιο τρόπο κάθε φορά θεωρούν καλύτερο. Είτε πρόκειται για οργάνωση κατά ομάδες, ομοσπονδίες, διεθνή, ή ακόμα και αναρχικά κόμματα, σαν αυτά που ίδρυσαν οι μπακουνινικοί Κόστα και Αμίλκαρε στην Ιταλία το 1884-85. Το δικαίωμα να οργανωθούν σε πολιτικό κόμμα το αρνούνται μόνο για τους εργάτες.

β) το κράτος

Η αντίληψη ότι ο δρόμος προς την κοινωνική απελευθέρωση περνά έξω και ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης οδήγησε με συνέπεια τους αναρχικούς στην αντίληψη τους για το κράτος. Και βέβαια, η κουβέντα δεν γίνεται για το αστικό κράτος (για το οποίο όλοι οι επαναστάτες παλεύουν για τη διάλυση του) αλλά για την κοινωνική οργάνωση που θα διαδεχτεί τη συντριβή του αστικού κράτους μετά την επανάσταση στην πορεία προς την αταξική κοινωνία: την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Το κράτος για τους μαρξιστές είναι ο μηχανισμός βίας με τον οποίο η κυρίαρχη τάξη επιβάλει τα συμφέροντα της στις υπόλοιπες τάξεις της κοινωνίας. Θα καταρρεύσει μόνο τη στιγμή που θα εξαλειφθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις στην κοινωνία. Αμέσως μόλις η επανάσταση συντρίψει το αστικό κράτος σε μια χώρα του πλανήτη (κι η ιστορία το έδειξε κάθε φορά) θα βρεθεί αντιμέτωπη με το συνασπισμό της αντεπανάστασης, μέσα κι έξω από τη χώρα, που θα προσπαθήσει να πνίξει τη νίκη της επανάστασης. Και μετά τη νίκη τους λοιπόν, οι εργαζόμενοι είναι ανάγκη να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις τους. Θα πρέπει να αντιτάξουυν την πιο αποτελεσματική βία -το δικό τους μηχανισμό βίας,τη βία του εργατικού κράτους- απέναντι στις επιθέσεις των αφεντικών και των υπηρετών τους. Να, πως ο ίδιος ο Μαρξ τοποθετεί το ζήτημα:

Όσο οι άλλες τάξεις, ιδίως η καπιταλιστική τάξη, υπάρχουν ακόμα, όσο το προλεταριάτο κάνει αγώνα εναντίον τους (διότι με τον ερχομό του προλεταριάτου στην εξουσία δεν εξαφανίζονται κι όλας οι πολέμιοι του, δεν εξαφανίζεται η παλιά οργάνωση της κοινωνίας), πρέπει να παίρνει μέτρα καταναγκασμού, συνεπώς, μέτρα κυβερνητικά. Εφόσον το ίδιο το προλεταριάτο παραμένει ως τάξη και δεν εξαλείφθηκαν οι οικονομικοί όροι πάνω στους οποίους βασίζεται ο ταξικός αγώνας και η ύπαρξη τάξεων, αυτοί πρέπει να παραμεριστούν βίαια ή να αναμορφωθούν και η διαδικασία της αναμόρφωσης πρέπει βίαια να επιταχυνθεί.

(Συνοπτική κριτική πάνω στο βιβλίο του Μπακούνιν “κρατική οργάνωση και αναρχία”, Μαρξ, 1875)

0 στρατός από όργανο υποδούλωσης λαών και κατάκτησης νέων αγορών για τα αφεντικά, οργανώνεται σε στρατό εργατών στην υπηρεσία υπεράσπισης του εργατικού κράτους και εξάπλωσης της επανάστασης. Τα δικαστήρια και η αστυνομία από όργανα καταστολής αγωνιστών, σε λαϊκά δικαστήρια και εργατικές πολιτοφυλακές στην υπηρεσία της βίαιης καταστολής της αντεπανάστα-σης. Τα ΜΜΕ από όργανα αποβλάκωσης και δηληριασμού της συνείδησης, σε όργανα μαζικής επαναστατικής προπαγάνδας. Φυσικά, μετά τη νίκη, οι νικητές εργάτες δε θα παραιτηθούν από όλα αυτά τα μέσα για να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις τους.

Όταν οι αναρχικοί αρνούνται το εργατικό κράτος, αρνούνται στους καταπιεσμένους που νίκησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο με τους καπιταλιστές, μέχρι την τελική νίκη, μέχρι τον παγκόσμιο σοσιαλισμό. Και να τη δώσουν μέχρι τέλους με το μόνο όργανο που έχουν στη διάθεση τους: την κρατική μηχανή βίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Το σχήμα, επομένως, των αναρχικών έχει μια απόλυτη εσωτερική συνέπεια. Πριν την επανάσταση πολεμούν την ανάγκη των εργαζομένων να οργανωθούν πολιτικά σε κόμμα, και μετά την επανάσταση σε εργατική εξουσία. Το δικαίωμα της οργάνωσης (ό,τι είδους οργάνωσης) το θεωρούν αποκλειστικό δικαίωμα δικό τους.

Στην καλύτερη περίπτωση ξεκινά από το άγχος της πρωτοπορίας να προστατέψει τον εαυτό της από οποιαδήποτε ενδεχόμενη έκπτωση των επαναστατικών της απόψεων. Είναι η λογική πως “όποιος ανακατεύεται με την πολιτική, αναγκαστικά διαφθείρεται“, θέλουν να κρατήσουν τον εαυτό τους “αμόλυντο” και “αγνό” αποφεύγοντας κάθε “επικίνδυνη συναναστροφή” με τις μάζες, που καθημερινά όμως αισθάνονται την πίεση από αυτές και τελικά “λύνουν” το πρόβλημα καταλήγοντας να τους αρνηθούν το δικαίωμα να οργανωθούν. Η συμβολή της πρωτοπορίας, όμως, είναι να μεταδώσει στις ναρκωμένες από την κυρίαρχη ιδεολογία μάζες την ανώτερη συνείδηση, που υποτίθεται πως αυτή κατέχει. Γιατί αυτές οι μάζες είναι που θα αλλάξουν την κοινωνία. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν οι εργαζόμενες μάζες είναι οργανωμένες. Για να χρησιμοποιήσουμε μια πολύ πετυχημένη φράση του Ρ. Παύλου,στην ουσία, οι αναρχικοί μη μπορώντας να καθορίσουν την εξέλιξη των ιδεών και της συνείδησης στα ανθρώπινα μυαλά, ποτέ δεν αποφάσισαν οριστικά αν πρέπει να τα μορφώσουν ή να τα ανατινάξουν.

Κοινωνικά, δεν εκφράζει άλλο, από την απόγνωση των ριζοσπαστών μικροαστών στα αριστερά γιακωβίνικων κύκλων, που βλέπουν να χάνουν το μονοπώ-λειο της καθοδήγησης της αντίστασης στην καπιταλιστική κοινωνία, από το προλεταριάτο που εμφανίζεται και οργανώνεται. Θα πολεμήσουν λοιπόν κάθε απόπειρα του να οργανωθεί σε κόμμα.

Γι’ αυτό και το ρεύμα του αναρχισμού δυνάμωνε σαν αντίληψη, τις περιόδους που το κίνημα αδυνατεί να αντιπαρατεθεί οργανωμένα με τα αφεντικά: Στην περίοδο παραλησίας της δεύτερης Διεθνούς από τον οπορτουνισμό, ανδρώνεται σαν υπερασπιστής της γενικής απεργίας και των οδοφραγμάτων, σαν αναρχο-συνδικαλισμός. Σαν αναρχοσυνδικαλισμός, και ενάντια στις σταλινικές προδοσίες στο μεσοπόλεμο. Μετά το Β’ ιμπεριαλιστικό πόλεμο, βρίσκει χώρο στην αδυναμία της επαναστατικής αριστεράς να αντιπαρατεθεί στην πολιτική ταξικής συνεργασίας των σταλινικών και σοσιαλδημοκρατών γραφειοκρατών και ξαναεμφανίζεται μαζικά σε άπειρες εκδοχές αυτονομίας και εναλλακτισμού, υπερασπίζοντας την ανάγκη απεξάρτησης του κινήματος από τους προδότες γραφειοκράτες. Πάντα όμως, περιθωριοποιείται όταν το κίνημα οργανωμένο πετυχαίνει νίκες στον ταξικό αντίπαλο.

Η συνεισφορά του Μπακούνιν στη μορφοποίηση αυτού του ρεύματος βρίσκεται ακριβώς στο ότι οριοθέτησε τον ετεροκαθορισμό του. Σαν μασώνος, σαν εθνικιστής, σαν συνομώτης, σαν φιλελεύθερος, σαν υποκινητής εξεγέρσεων, με τις άπειρες ιδιότητες του, πάντα, πάντα πολεμούσε την ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης, πριν από την επανάσταση σε κόμμα και μετά τη νίκη της επανάστασης σε κράτος. Και το έκανε αυτό με τρόπο πρωτόγονο, αντιφατικά, με πισωγυρίσματα, ανάμεσα σε όρκους στη Διεθνή και εθνικιστικά παραληρήματα, αλλά το έκανε με συνέπεια.

Ίσως λοιπόν, να μην πρόκειται για ιστορικό καπρίτσιο το ότι ο αναρχισμός βρήκε στο πρόσωπο και τα έργα του Μπακούνιν τον θεωρητικό του πατέρα.

 

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο Φρανσις Γούιν ” Κάρολος Μαρξ η ζωή του”

 

Μπακούνιν και Διεθνής (συνωμοτικές τακτικές)

 σελ . 422/423

 

 

Το 1867, η πριγκίπισσα και ο αυλικός της αναρχικός μετακόμισαν στην Ελβετία, όπου σύντομα ο Μπακουνιν παρατήρησε πως η Διεθνής είχε αρχίσει να επιβάλλεται ως σημαντική δύναμη. Προσπαθώντας να κερδίσει το χαμένο χρόνο, αποφάσισε να αλώσει την οργάνωση για λογαριασμό του και συνέλαβε αυτό που ο βιογράφος του Ε. Χ. Καρ αποκαλεί «τολμηρό σχέδιο». Τολμηρό και συνάμα ολότελα παράλογο. Κάθισε κι έγραψε, με το δικό του πάντα ύφος, στη Διεθνή των εργατών μια επιστολή ως αρχηγός της «Διεθνούς Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» -το τελευταίο από τα ηχηρά και ολιγομελή του γκρου-πούσκουλα- όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρότεινε να συγχωνευτούν οι δύο οργανώσεις, και μάλιστα να συγχωνευτούν επί ίσοις όροις.

Έτσι, εκ των πραγμάτων, θα γινόταν πρόεδρος από κοινού της νέας οργάνωσης. Ήταν επόμενο ο Μαρξ και οι συνάδελφοι του να προσπεράσουν την πρόταση του: μέσω των συνεργαζόμενων ενώσεων και σωματείων, αντιπροσώπευαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες, ενώ το σύνολο των μελών της “Διεθνούς Συμμαχίας” του Μπακουνιν δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι. Αφού αποκρούστηκε η κατά μέτωπον επίθεση του, ο Μπακουνιν αποφάσισε να εισχωρήσει ακροποδητι από την πίσω πόρτα. Ενημέρωσε το Γενικό Συμβούλιο πως η Διεθνής Συμμαχία διαλύθηκε. Αλλά το νέο του σχήμα, μια απλή «Συμμαχία» για τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία, επιθυμούσε να γίνει κανονικό, ταπεινό μέλος της Διεθνούς των εργατών, όπως οποιαδήποτε άλλη οργάνωση. Ο Μαρξ δεν έβλεπε τίποτε κακό σ’ αυτό και συνέστησε να τον δεχτούν.

Όσοι περιγράφουν τον Μπακουνιν ως ηρωικό αντίπαλο των συγκεντρωτικών δομών εξουσίας και των άκαμπτων ιεραρχιών δυσκολεύονται να εξηγήσουν τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του – κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν την αναφέρουν καν. Στο πρώτο και. μοναδικό συνέδριο της Διεθνούς στο οποίο παραβρέθηκε (στη Βασιλεία το 1869), πρότεινε «την κατασκευή του διεθνούς κράτους των εκατομμυρίων των εργατών, ένα κράτος το οποίο θα αναλάβει να συστήσει η Διεθνής» – ξεχνώντας προσωρινά πως τα «κράτη» κάθε είδους ήταν ανάθεμα για οποιονδήποτε πραγματικό αναρχικό όπως αυτός.

Σε μια άλλη συζήτηση, πρότεινε την ενδυνάμωση της εξουσίας του Γενικού Συμβουλίου να θέτει βέτο στις νέες υποψηφιότητες και να αποβάλλει υφιστάμενα μέλη. Δεν υπάρχει τίποτε το παράξενο: όπως παρα- δέχεται ο Καρ, «η φιλοδοξία του Μπακούνιν σ’ αυτό το στάδιο ήταν να καταλάβει το Γενικό Συμβούλιο, όχι να το καταστρέψει,». Όσο εξετάζει κανείς αυτή την υπόθεση καλύτερα, τόσο περισσότερο καταλαβαίνει πως η κατοπινή του μανία ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο δεν οφειλόταν τόσο στην υψηλόφρονα αποστροφή του προς την εξουσία όσο στην πικρία του που απέτυχε να αποκτήσει τον έλεγχο του.

Στα παρασκήνια, μηχανορραφούσε ως συνήθως. Η συζήτηση με έναν από τους πιστούς του ακόλουθους, τον Σαρλ Περόν, είναι ένα τέλειο παράδειγμα του modus operandi του Μπακούνιν:

Ο Μπακούνιν τον διαβεβαίωσε πως η Διεθνής ήταν μια εξαίρετη οργάνωση, αλλά υπήρχε και μια καλύτερη, στην οποία ο Περόν θα έπρεπε να ενταχθεί – η Συμμαχία. Ο Περόν συμφώνησε. Έπειτα, ο Μπακούνιν του είπε πως, ακόμη και στη Συμμαχία, είναι πιθανόν να υπάρχουν ορισμένοι που δεν είναι αυθεντικοί επαναστάτες και είναι βάρος στις δραστηριότητες της. Επομένως, θα ήταν καλό να δημιουργηθεί στα μετόπισθεν της Συμμαχίας μια ομάδα που θα επονομαζόταν «η Διεθνής Αδελφότητα». Ο Περόν συμφώνησε και πάλι.

 

 Μπακούνιν και Κομμούνα του Παρισιού, Ο Μπακούνιν δήμαρχος!

σελ.429-431


Οι καθαρές τρέλες ήταν, βεβαίως, η αγαπημένη ενασχόληση του Μιχαήλ Μπακούνιν, που παρακολουθούσε τα νέα της Γαλλίας από τη βίλα του στην Ελβετία. Όταν άκουσε για την εξέγερση της Λυόν αμέσως μετά την ήττα στο Σεντάν, έσπευσε επιτόπου, κατέλυσε στο Δημαρχείο και αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της «Επιτροπής της Γαλλικής Σωτηρίας». Από το μπαλκόνι του Δημαρχείου κήρυξε την Κατάλυση του Κράτους και πρόσθεσε πως όποιος διαφωνεί μαζί του θα εκτελείται (Πολύ ελευθεριακό αυτό). Το κράτος, με τη μορφή μιας διμοιρίας της Εθνοφρουράς, μπήκε αμέσως στο κτίριο από μια πόρτα που είχε μείνει αφύλακτη και εξανάγκασε τον Μεσσία της Λυόν να επιστρέψει στις ασφαλείς ακτές της Λίμνης της Γενεύης.

Οι νουθεσίες του Μαρξ να μην ανατραπεί η κυβέρνηση δεν έπιασαν περισσότερο τόπο από την κενόδοξη κωμωδία του Μπακούνιν. Ο Αδόλφος Θιέρσος, ένας βετεράνος φιλελεύθερος δικηγόρος, τοποθετήθηκε πρόεδρος της Τρίτης Δημοκρατίας και σύντομα άρχισε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Πρωσία επ’ ονόματι της κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενης «Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης». Η οργή των Παριζιάνων για την παράδοση της Γαλλίας διπλασιάστηκε, όταν ο θιέρσος ανακοίνωσε πως όλα τα δάνεια και οι οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών, που είχαν παγώσει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, θα έπρεπε να εξοφληθούν πάραυτα, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι πολεμικές επανορθώσεις. Στις 18 Μαρτίου του 1871, το εξαγριωμένο πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους, υποστηριζόμενο από την Εθνοφρουρά της πόλης, που είχε αρνηθεί να υπακούσει στη διαταγή παράδοσης των όπλων. Ο Θιέρσος και οι οπαδοί του στρατοπέδευσαν στις Βερσαλλίες, αφήνοντας το Παρίσι, στα χέρια των πολιτών.

Για μια ακόμη φορά ο γαλατικός κόκορας είχε λαλήσει. Οι ηγέτες της Ευρώπης στην αρχή έκαναν τους κουφούς, περιμένοντας πιθανόν πως τα κακαρίσματα θα σταματούσαν αν δεν τους έδιναν σημασία. Όταν η τακτική αυτή απέτυχε, πανικοβλήθηκαν. Ήταν χάρμα οφθαλμών. Η Times Λονδίνου εξαπέλυσε μύδρους εναντίον «αυτής της επικίνδυνης αντίληψης περί Δημοκρατίας, αυτής της συνομωσίας ενάντια στον πολιτισμό στην ίδια την αποκαλούμενη πρωτεύουσα του». Μέχρι κι ο Κάρολος Μαρξ, έγραψαν, είχε τρομοκρατηθεί τόσο από την εξέγερση που έστειλε στα γαλλικά στελέχη της Διεθνούς ένα αυστηρό μήνυμα καλώντας τους να υπαναχωρήσουν. Η εφημερίδα αναγκάστηκε να δημοσιεύσει τη διάψευση του Μαρξ, ο οποίος αποκάλυψε πως η υποτιθέμενη επιστολή ήταν μια «αναιδέστατη πλαστογραφία». («Να μην πιστεύεις λέξη απ’ όσα διαβάζεις στον αστικό Τύπο για τα εσωτερικά γεγονότα του Παρισιού», συμβούλευσε τον Λίμπκνεχτ στη Γερμανία. «Είναι όλα ψέματα κι απάτη. Ποτέ άλλοτε η φιδίσια μοχθηρία των γραφιάδων του αστικού τύπου δεν ξεδιπλώθηκε έτσι σ’ όλο της το μεγαλείο».)

Ο ενθουσιασμός του Μαρξ για τα «εσωτερικά γεγονότα» του Παρισιού μετριάστηκε μόνο από το φόβο του πως οι επαναστάτες ήταν πολύ τίμιοι και η τιμιότητα δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Αντί να προελάσουν ευθύς για τις Βερσαλλίες και να τελειώνουν με τον Θιέρσο και την άθλια ομάδα του, έχασαν «πολύτιμη ώρα», διοργανώνοντας πανδημοτικές εκλογές για την Κομμούνα. Διαφωνούσε επίσης με την απόφαση τους να επιτρέψουν στην Εθνική Τράπεζα να συνεχίσει τις δραστηριότητες της:

εάν ήταν υπεύθυνος ο Μαρξ, θα είχε λεηλατήσει παρευθύς τα υπόγεια της. Δεν έχει σημασία· ήταν ευτυχία που είχε ξημερώσει εκείνη η μέρα. «Τι ανθεκτικότητα, τι ιστορική πρωτοβουλία, τι δυνάμεις αυτοθυσίας που κρύβουν μέσα τους αυτοί οι Παριζιάνοι!» αναφώνησε. «Μετά από έξι μήνες λιμού και ερείπωσης, εξαιτίας μάλλον της εσωτερικής καταλήστευσης παρά του εξωτερικού εχθρού, εξεγείρονται, ξεχνώντας τις πρωσικές ξιφολόγχες λες και δεν είχε γίνει ποτέ πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, λες κι ο εχθρός δεν βρίσκεται ακόμη έξω από τις πύλες του Παρισιού! Η ιστορία δεν έχει να επιδείξει άλλο τέτοιο παράδειγμα μεγαλείου».

Από τους ενενήντα δύο Κομμουνάρους που εξελέγησαν με λαϊκή ψηφοφορία στις 28 Μαρτίου, οι δεκαεφτά ήταν μέλη της Διεθνούς. Το Γενικό Συμβούλιο συγκάλεσε συνέλευση στο Λονδίνο, την ίδια κιόλας ημέρα, και αποφάσισε ομοφώνως να γράψει ο Μαρξ το σχεδίασμα μιας νέας «Διακήρυξης προς το Λαό του Παρισιού». Δεν υπήρξε άμεση συνέχεια. Τους δύο μήνες ζωής της Κομμούνας, η Διεθνής δεν έκανε ούτε μία δημόσια δήλωση. Όταν στις 30 Μαΐου ο Μαρξ παρέδωσε πια την πενηντασέλιδη Διακήρυξη, το κείμενο ακούστηκε περισσότερο ως επιτάφιος: τα στρατεύματα του Θιέρσου είχαν ανακαταλάβει την πόλη τρεις μέρες νωρίτερα και τα λιθόστρωτα του Παρισιού είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα 20.000 δολοφονημένων Κομμουνάρων.

Προς τι η καθυστέρηση; Οι βιογράφοι του την αποδίδουν συνήθως στην «προσωπική αμφιθυμία του απέναντι στην Κομμούνα». Είναι βέβαιο πως τον βασάνιζε ο φόβος μήπως η Κομμούνα αποτύχει, αλλά άλλο πράγμα η ανησυχία και άλλο η αμφιθυμία. Το βασικό λόγο για την καθυστέρηση τον γνωρίζουμε καλά πια: το μεγαλύτερο μέρος του Απριλίου και του Μαΐου υπέφερε από βρογχίτιδα και ηπατικά προβλήματα που του απαγόρευσαν να παρασταθεί στις συνελεύσεις του Γενικού Συμβουλίου…

 

 

Μπακούνιν και αντισημιτισμός

 

σελ.449-450

 

… Η «λατινική φυλή», πρόσθετε κολακευτικά, μπορούσε να αποτρέψει τα μυστικά σχέδια των Εβραίων για παγκόσμια κυριαρχία.


Ολόκληρος αυτός ο κόσμος των Εβραίων, που συνιστά μια και μοναδική αίρεση εκμεταλλευτών, ένα ανθρώπινο είδος που ρουφά το αίμα, ένα συλλογικό παράσιτο, αδηφάγο, που απλώνει την οργάνωση του όχι μόνο πέρα από τα σύνορα των κρατών αλλά ακόμη και πέρα από τις διαφορές των πολιτικών απόψεων – αυτός ο κόσμος είναι προς το παρόν, σε μεγάλο μέρος του τουλάχιστον, στη διάθεση του Μαρξ από τη μια και των Ρότσιλντ από την άλλη. Γνωρίζω πως οι Ρότσιλντ, όσο κι αν είναι και οφείλουν να είναι αντιδραστικοί, τρέφουν υψηλή εκτίμηση για τις αρετές του κομμουνιστή Μαρξ· και πως κι ο κομμουνιστής Μαρξ με την σειρά του νιώθει, από ενστικτώδη έλξη κι από θαυμασμό ανάκατο με σεβασμό, να τον μαγνητίζει η οικονομική ιδιοφυΐα του Ρότσιλντ. Τους ένωσε η εβραϊκή αλληλεγγύη, αυτή η πανίσχυρη αλληλεγγύη που διατηρήθηκε σε ολόκληρη την ιστορία.

Τα ρυπαρά παραληρήματα του Μπακούνιν ήταν, αν μη τι άλλο, ειλικρινή. Το 1869 είχε γράψει έναν εκτενή λίβελο εναντίον των Εβραίων (που είναι «απογυμνωμένοι από κάθε αίσθημα ηθικής και προσωπικής αξιοπρέπειας») στον οποίον κατονόμαζε πέντε μόνον εξαιρέσεις στον κανόνα: τον Ιησού Χριστό, τον Απόστολο Παύλο, τον Σπινόζα, τον Λασάλ και τον Μαρξ. Όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί παραχωρούσε άφεση αμαρτιών στον Μαρξ, ο Μπακούνιν του εξήγησε πως ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του εχθρού: «Είναι πολύ πιθανόν, και πολύ σύντομα μάλιστα, να ξεκινήσω πόλεμο εναντίον του… Υπάρχει, όμως, καιρός για τα πάντα και η ώρα της πάλης δεν έχει ακόμη σημάνει». Τώρα που ξεκίνησε η πάλη, δεν χρειαζόταν πια να κρύβει τα αληθινά του αισθήματα.

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διάκριση. Μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαϊκοί συγγραφείς, όπως η Αγκάθα Κρίστι, έβαζαν καμιά φορά στα βιβλία τους αντισημιτικά σχόλια της κακιάς ώρας («Εβραίος είναι, βέβαια, αλλά πολύ καλός εβραίος») κανείς, ωστόσο, δεν κατηγόρησε ποτέ την Κρίστι πως ήθελε να μαντρώσει έξι εκατομμύρια Εβραίους και να τους σφάξει. Παρομοίως, το στερεότυπο του «σπαγκοραμμένου Εβραίου» ήταν παγκόσμιο σχεδόν τον δέκατο ένατο αιώνα: το χρησιμοποίησε κι ο ίδιος ο Μαρξ στο πρώιμο δοκίμιο του Για το Εβραϊκό ζήτημα. Ο Μπακούνιν, όμως, έστρεφε τους διεστραμμένους του λίβελους εναντίον των «εξ αίματος Εβραίων», ανεξάρτητα από τις πραγματικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιχειρηματικές τους πρακτικές, την κοινωνική τάξη και την πολιτική τους ιδεολογία. Εκεί όπου ο Μαρξ ισχυριζόταν πως η χειραφέτηση της ανθρωπότητας θα απελευθέρωνε τους Εβραίους από την τυραννία του ιουδαϊσμού, ο Μπακούνιν το μόνο που επιθυμούσε ήταν να τους εξολοθρεύσει, «Ο κόσμος μισεί τους Εβραίους σε όλες τις χώρες», έγραφε σε μια εγκύκλιο επιστολή που είχε στείλει στο παράρτημα της Διεθνούς στην Μπολόνια. «Τους μισεί τόσο πολύ, που κάθε λαϊκή επανάσταση συνοδεύεται κι από σφαγές Εβραίων: φυσική συνέπεια…»

Καταλαβαίνουμε πολύ καλά για ποιο λόγο το Γενικό Συμβούλιο θέλησε να τηρήσει τις αποστάσεις του από ετούτα τα στομφώδη σαλπίσματα για γενοκτονία, ιδίως σε μια εποχή που όλοι οι εκδότες της Ευρώπης αναζητούσαν λάσπη για να ρίξουν στη Διεθνή Ένωση Εργατών. Τον Ιούνιο του 1872, το Συμβούλιο εξέδωσε ένα φυλλάδιο, γραμμένο από τον Μαρξ, το Πλασματικά ρήγματα της Διεθνούς, όπου κάθε σελίδα του συνέβαλλε στη διάψευση του τίτλου του και στην επιβεβαίωση πως πράγματι υπήρχε ένα ρήγμα μεγάλο σαν το κανάλι της Μάγχης: «Η Διεθνής περνά τη σοβαρότερη κρίση από την εποχή της ίδρυσης της». Ο Μπακούνιν κατηγορήθηκε πως υποκινούσε “φυλετικό πόλεμο” και οργάνωνε μυστικές εταιρείες ως μέρος του αναρχικού σχεδίου του να καταστρέψει το εργατικό κίνημα.

 

 

Μπακούνιν,Νετσάγιεφ και μετάφραση του Κεφαλαίου

 

σελ.456-457

 

 

Συμβούλιο αργά ή γρήγορα θα διαλυόταν και γνώριζε, επίσης, πως υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο η διάλυση του να προξενήσει μεγάλες ζημιές στο κομμουνιστικό κίνημα. Καλύτερα να γλίτωνε μια και καλή το πληγωμένο θεριό από τα βάσανα του.

Μετά την απόφαση για τη μεταφορά στη Νέα Τόρκη, οι παρεπόμενες συζητήσεις στο συνέδριο της Χάγης θα αποκλιμάκωναν αναπόφευκτα την ένταση. Ο Μαρξ, ωστόσο, είχε ετοιμάσει ένα τελευταίο coup de theatre πριν εγκαταλείψει τη σκηνή. Δύο εβδομάδες πριν το ταξίδι στην Ολλανδία, είχε εξασφαλίσει ένα έγγραφο από την Αγία Πετρούπολη, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, απεδείκνυε πως ο Μιχαήλ Μπακουνιν ήταν μανιακός δολοφόνος. Το έφερε στο συνέδριο και πυροδότησε ένα σωστό πανηγύρι της ματαιοδοξίας.

Λίγο νωρίτερα, το χειμώνα του 1869, ο Μπακούνιν, άφραγκος ως συνήθως, είχε λάβει 300 ρούβλια από κάποιον εκδοτικό πράκτορα, ονόματι Λιουμπάβιν, για να μεταφράσει το Κεφάλαιο στα ρωσικά. Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιον λιγότερο κατάλληλο γι’ αυτό το έργο: πέρα από το γεγονός πως η ασυνέπεια του ήταν παροιμιώδης, δεν θα έκανε ποτέ το παραμικρό για να λαμπρύνει τη φήμη του Μαρξ. Ο Λιουμπάβιν, ωστόσο, δεν ήξερε προφανώς τίποτε για όλα αυτά και, ύστερα από λίγους μήνες, έστειλε στον Μπακούνιν μια ευγενική επιστολή όπου του υπενθύμιζε το χειρόγραφο που του χρωστούσε. Αντί για άλλη απάντηση, έλαβε το Φεβρουάριο του 1870 ένα απειλητικό σημείωμα από το λυσσασμένο σκυλί του Μπακούνιν, τον Σεργκέι Νετσάγιεφ, ο οποίος ισχυριζόταν πως δρούσε επ’ ονόματι ενός μυστικού «γραφείου» επαναστατών δολοφόνων. Ο Νετσάγιεφ, αφού πρώτα κατήγγειλε τον Λιουμπάβιν ως παράσιτο και εκβιαστή που αποζητούσε να εμποδίσει τον Μπακούνιν «να εργαστεί για την ύψιστα σημαντική υπόθεση του ρωσικού λαού», προσδένοντας τον στο φιλολογικό μαγκανοπήγαδο, στη συνέχεια διέτάσσε τον εκδότη να σχίσει το συμβόλαιο και να αφήσει τον Μπακούνιν να κρατήσει τα χρήματα – ειδάλλως:

Αναγνωρίζοντας με ποιους έχετε εμπλακεί, θα κάνετε, κατά συνέπεια, ό,τι περνάει από το χέρι σας για να αποφύγετε το δυσάρεστο ενδεχόμενο να χρειαστεί να απευθυνθούμε σ1 εσάς για δεύτερη φορά με έναν κατά πολύ λιγότερο πολιτισμένο τρόπο… Είμαστε πάντα εξαιρετικά συνεπείς και έχουμε υπολογίσει την ακριβή ημέρα που θα λάβετε αυτή την επιστολή · Εσείς, με τη σειρά σας, οφείλετε να επιδείξετε ανάλογη συνέπεια στην αποδοχή των ως άνω αιτημάτων μας, ώστε να μη χρειαστεί να βρεθούμε στη δύσκολη θέση να καταφύγουμε σε ακραία, μέτρα τα οποία θα είναι κατά τι αυστηρότερα… Εξαρτάται από εσάς και μόνον εάν οι σχέσεις μας θα γίνουν περισσότερο φιλικές και εάν θα δημιουργηθεί μεταξύ μας αμοιβαία κατανόηση ή εάν οι σχέσεις μας θα προσλάβουν πιο δυσάρεστη τροπή.


Μετά τιμής, κύριε, ειλικρινά δικός σας…


Και για να δώσει ένα δείγμα των «ακραίων μέτρων» που είχε στο μυαλό του, ο Νετσάγιεφ καλλώπισε το χαρτί αλληλογραφίας με ένα έμβλημα το οποίο περιείχε ένα πιστόλι, ένα τσεκούρι και ένα στιλέτο.

Δεν είναι μια τακτική που θα συνιστούσαμε σ’ ένα συγγραφέα που έχει καθυστερήσει την παράδοση του βιβλίου του. Αργότερα, ο Μπακούνιν ισχυρίστηκε πως δεν είχε ενημερωθεί για την επιστολή καθώς κι ότι δεν γνώριζε πως ο Νετσάγιεφ ήταν καταζητούμενος για τη δολοφονία του φοιτητή στην Αγία Πετρούπολη: μόλις ανακάλυψε τη φριχτή αλήθεια, την άνοιξη του 1870, απαρνήθηκε αμέσως τον αιμοδιψή συνεργό του. Έκτοτε, οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του αποδέχτηκαν τη δήλωση αθωότητας του, δεν είναι όμως και τούτη πιο αξιόπιστη απ’ όλα τ’ άλλα που είχε κατά καιρούς πει αυτός ο παγκοσμίου κλάσεως τερατολόγος.

Η αλήθεια βρίσκεται στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, όπου το 1966, ο καθηγητής Μαικλ Κονφίνο, ανακάλυψε μια εκτενή επιστολή του Μπακούνιν προς τον Νετσά-γιεφ με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1870 – με άλλα λόγια αφού ο πατέρας της αναρχίας υποτίθεται πως είχε αποκληρώσει τον εγκληματία γιο του. Δεν τον αποκήρυσσε, κάθε άλλο· αντίθετα, του πρότεινε να συνεχίσουν να συνωμοτούν και να μηχανορραφούν παρέα, με τη μόνη αίρεση να γίνει πιο επιλεκτικός «ο Μικρός» στην επιλογή των θυμάτων του. «Σ’ έναν απλό νόμο», έγραφε, «πρέπει να βασίζονται οι δραστηριότητες μας: αλήθεια, τιμιότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ όλων των Αδερφών και απέναντι σε όποιον είναι ικανός να γίνει και επιθυμείς κι εσύ να γίνει Αδερφός ψέματα, μηχανουργίες, παραπλάνηση, κι αν χρειαστεί, βία απέναντι στους εχθρούς». Έτσι, λοιπόν, αποκήρυξε δήθεν ο Μπακούνιν τον «γκαγκστερισμό».

Όσο για τη δεύτερη ενοχοποιητική επιστολή, εκείνη που έγραψε ο Νετσάγιεφ στον άτυχο Λιουμπαβιν, είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα όταν την παρουσίασε ο Μαρξ στους αντιπροσώπους στη Χάγη. Την τελευταία ημέρα του συνεδρίου, με πλειοψηφία είκοσι εφτά ψήφων έναντι εφτά, αποφάσισαν να διαγράψουν τον Μπακούνιν από την Ένωση.

Μετά τη μετεγκατάσταση της στη Νέα Υόρκη, η Διεθνής άρχισε γρήγορα να παρακμάζει και, τελικά, διαλύθηκε το 1876. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν πέθανε την ίδια εκείνη χρονιά. Ο Νετσάγιεφ, ο αγαπημένος του Μικρός, το φθινόπωρο του 1872, απελάθηκε από την Ελβετία στη Ρωσία καταδικασμένος για φόνο και εκτοπίστηκε στο Οχυρό Αγίου Πέτρου και Παύλου – όπου, ύστερα από δέκα χρόνια εγκλεισμού σε ένα υγρό μπουντρούμι πέθανε σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Ο Μαρξ έζησε παραπάνω κι απ’ τους δυο τους.

 

 

 

Πηγή: http://myths-of-anarchism.blogspot.gr/2007/07/blog-post.html

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *