Η κρίση, ο πολιτισμός και η σημασία της Μαρξιστικής κριτικής.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε σαν editorial στο τέταρτο τεύχος της έντυπης έκδοσης.

Η σημερινή κρίση συρρικνώνει το πεδίο της μαζικής κατανάλωσης που ήταν (τόσο στην πραγματική όσο και στην φαντασιακή του διάσταση) το υλικό υπόστρωμα της εκλαΐκευσης των αξιών του σύγχρονου καπιταλισμού (με την βιομηχανία των ΜΜΕ και του θεάματος στο ρόλο του αγγελιοφόρου). Βρισκόμαστε εν μέσω μιας διαδικασίας μετάβασης, προσαρμογής των κυρίαρχων θεωρητικών και πολιτισμικών προτύπων στην νέα πραγματικότητα που η κρίση δημιουργεί. Αυτή η διαδικασία δεν περιορίζεται στις εξελίξεις στην βιομηχανία της χειραγώγησης των ΜΜΕ και ευρύτερα του καταναλωτικού πολιτισμού αλλά συνδέεται συνολικά με τις στάσεις και τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.

Στην Γερμανική ιδεολογία οι Μαρξ-Ένγκελς έγραφαν ότι οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης . Για τους θεμελιωτές του Μαρξισμού οι αντιλήψεις που σε κάθε ιστορική εποχή διαμορφώνουν την θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας και τα πολιτιστικά ρεύματα εκφράζουν τα συμφέροντα της τάξης που είναι κυρίαρχη, δηλαδή της τάξης που έχει την πολιτική εξουσία. Το καπιταλιστικό κράτος, η εξουσία της αστικής τάξης είναι το αναγκαίο στήριγμα της πολιτιστικής της ηγεμονίας πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι διάφοροι μηχανισμοί χειραγώγησης, δημόσιοι η ιδιωτικοί.

Δεν υπάρχουν λοιπόν περιθώρια για πολιτιστική ηγεμονία των κυριαρχούμενων τάξεων ανεξάρτητη από τη συνολική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Ίσα-ίσα όπου αναπτύχθηκαν θεωρητικά-πολιτισμικά ρεύματα καθολικής αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης ενίσχυσαν ευρύτερες πολιτικές ανατροπές. Τα παραδείγματα του αστικού διαφωτισμού αλλά και της ίδιας της Μαρξιστικής Θεωρίας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού είναι οι πιο καθολικές εκφράσεις αυτού του φαινομένου, όταν οι ιδέες, σαν την γλαύκα του Χέγκελ, πέταξαν στο λυκόφως, λίγο πριν την αυγή των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων. Και το αντίστροφο παράδειγμα της δικής μας εποχής (όπου η απουσία ριζοσπαστικού ρεύματος στην κοινωνία αφήνει ουσιαστικά άθικτες τις κυρίαρχες ιδεολογικές αξίες του καπιταλισμού σε όλες τις πλευρές του εποικοδομήματος) ενισχύει αυτήν την εκτίμηση.

Η πολιτική επανάσταση είναι όμως μόνο το πρώτο και όχι το τελευταίο βήμα. Το γεγονός ότι η κρατική εξουσία αποτελεί το υπόστρωμα του αστικού πολιτισμού δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποια γραμμική αναλογία των αλλαγών που συντελούνται στην παραγωγή με αυτές στα πεδία του της τέχνης και της θεωρίας. Τα πολιτισμικά ρεύματα δεν είναι απλά αντανάκλαση ούτε της πολιτικής ούτε της οικονομίας. Δεν μπορούν δηλαδή να αναχθούν άμεσα ούτε στη διοικητική και κατασταλτική μηχανή που χαρακτηρίζει κάθε κράτος (και ιδιαίτερα το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που έχει τελειοποιήσει αυτούς τους μηχανισμούς), ούτε πολύ περισσότερο στις παραγωγικές σχέσεις. Διαγράφουν αντιφατικές και αλληλοσυμπληρωμένες τροχιές, συγκροτούν τη δική τους εσωτερική δυναμική, επηρεάζονται με τους δικούς τους ρυθμούς από τα ιστορικά γεγονότα και την ταξική πάλη και εκφράζουν με ιδιαίτερο τρόπο συμφέροντα, αξίες, τρόπους ζωής. Και καθώς διαπλέκονται με ένα σύνολο κοινωνικών παραστάσεων, παραδόσεων, στερεοτύπων που έχουν βαθιές ρίζες στην καθημερινή συμπεριφορά και πρακτική των ανθρώπων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με διατάγματα και κατασταλτικά μέτρα.

Πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, η κυριαρχία των ρευμάτων του μεταμοντερνισμού ήταν σχεδόν ολοκληρωτική σε πολλά από τα πεδία. Αυτή η κυριαρχία τελειοποιήθηκε με την εξάπλωση της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας με βασική παραγωγική δύναμη τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα που έκαναν υλική δυνατότητα την μορφοποίηση της. Μεταξύ των βασικότερων χαρακτηριστικών της μεταμοντέρνας λογικής είναι η άρση του διαχωρισμού υψηλής και εμπορικής μαζικής κουλτούρας διαμέσου της υποκουλτούρας του κιτς, των τηλεοπτικών σειρών, του χολιγουντιανού κινηματογράφου, της παραλογοτεχνίας κ.α., η απογύμνωση των πολιτιστικών προϊόντων από κάθε πραγματική ουσία τους, η φετιχοποιήση του περιεχομένου, αντίστοιχη της κυριαρχίας της εμπορευματοποίησης σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής (όπου ο νόμος της αξίας στερεί κάθε ιδιαίτερο γνώρισμά των παραγόμενων πολιτιστικών προϊόντων), η λοβοτομή της έκφρασης διαμέσου του αποκλεισμού των ιστορικών αναφορών, και γενικότερα όλων των χαρακτηριστικών που μπορούν να προχωρήσουν πέρα από μια εφήμερη κατανάλωση, η διάλυση των συλλογικών υποκειμένων σαν χώρου διαμόρφωσης συνείδησης και ταυτότητας και συνακόλουθα κάθε προσπάθειας για κοινωνική αλλαγή.

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς σε ποιο σημείο βρίσκονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά (άγνωστα σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους του καπιταλισμού) στη σημερινή δίνη της κρίσης των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Θα αρκούσε μόνο μια ματιά στη συζήτηση τον πολιτισμό στην Ελλάδα και την γενικότερη στάση διάφορων καλλιτεχνών και διανοούμενων απέναντι στο εργατικό κίνημα, τις αντεργατικές πολιτικές, τον φασισμό. Αλλά και τον πολιτισμό της σημερινής ολοκληρωτικής τηλεδημοκρατίας.

Είναι αλήθεια βέβαια ότι στο έδαφος της απονομιμοποιήσης των κυρίαρχων καπιταλιστικών ιδεολογημάτων απαξιώνονται κατεστημένοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί, πλατιά τμήματα εργαζομένων αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στα αστικά κόμματα, τα ΜΜΕ εισέρχονται στο κέντρο της κρίσης. Μέσα στο κενό της γενικευμένης ανασφάλειας που δημιουργείται αναδύονται κάθε είδους αντιφατικά ρεύματα που πλευρές τους ενσωματώνονται και ενισχύουν τον κατεστημένο λόγο. Τα κυρίαρχα καταναλωτικά πρότυπα προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες χωρίς όμως να αναιρείται ο αντιδραστικός τους πυρήνας.

Οι ταχύτατες αλλαγές στις συνειδήσεις των εργαζομένων που πραγματοποιούνται σήμερα, αντίθετα με ότι πιστεύει τμήμα της αριστεράς, δεν οδηγούν αυτόματα και στην απόρριψη των θεμελιακών αξιών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, αν δεν υπάρξει συνολική εναλλακτική λύση, μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία νέων αντιδραστικών ρευμάτων η την επανεμφάνιση παλαιότερων όπως δείχνει και η άνοδος του φασισμού και της ακροδεξιάς όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι εξάλλου και η εμπειρία από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού: Στις δεκαετίες του 20 και του 30 αναπτύχθηκε ο φασισμός, ενώ η εποχή της κατάρρευσης του Bretton Woods γέννησε την νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις περιθωριακά-μέχρι τότε- αστικά ρεύματα, έγιναν κυρίαρχα μέσα σε λίγα χρόνια πάνω στα ερείπια του εργατικού κινήματος και της αριστεράς.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πια τελική μορφή θα πάρουν οι διεργασίες της σημερινής κρίσης. Ένα όμως είναι σίγουρο: ότι χωρίς διαφορετική πρόταση από τη μεριά των κυριαρχούμενων τάξεων ο φόβος, η απογοήτευση και η αμηχανία των εργαζομένων και των μικροαστών ιδιαίτερα θα γίνει η τροφή για όλα τα αντιδραστικά ρεύματα κάθε είδους. Δεν αρκεί η καταγγελία των συνεπειών της κρίσης ούτε προφανώς η αναπαλαίωση κάθε αστικού και μικροαστικού ρεύματος που εμφανίζεται με τον μανδύα του καινούργιου, (από τα διάφορα σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα μέχρι όλες τις χρεοκοπημένες παραλλαγές του αναρχισμού και της αντεξουσίας). Περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη για μια νέα εξόρμηση των απελευθερωτικών ιδεών, για την ριζοσπαστική κριτική του αστικού πολιτισμού, των θεωριών και των αξιών του, σαν αναπόσπαστη πλευρά του εργατικού κινήματος και του μαζικού πολιτικού του αγώνα, του μόνου δρόμου διεκδίκησης και αλληλεγγύης. Εδώ βρίσκεται και η σημασία του Μαρξισμού σαν την μόνη δυνατή βάση και αφετηρία μιας τέτοιας προσπάθειας. Γιατί το εργατικό κίνημα σήμερα για να ανασυγκροτηθεί χρειάζεται τόσο τον αγώνα για το ψωμί όσο και τον αγώνα για τα τριαντάφυλλα, όπως έλεγαν οι εξαθλιωμένες εργάτριες ιματισμού της Μασαχουσέτης το 1908.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *