V.I Lenin: Συγκέντρωση της παραγωγής και μονοπώλια

Το κείμενο είναι το πρώτο κεφάλαιο του έργου του Λένιν “Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού” που βρίσκεται στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Οι πρόλογοι βρίσκονται εδώ.

 

Στα τελευταία 15-20 χρόνια, καί κυρίως υστέρα από τον ίσπανοαμερικανικό πόλεμο (1898) καί τον πόλεμο των Άγγλων με τούς μπόερς (1899- 1902), ή οικονομική, όπως επίσης καί ή πολιτική φιλολογία του παλιού καί του νέου κόσμου σταματάει όλο καί πιο συχνά στην έννοια «ιμπεριαλισμός», για νά χαρακτηρίσει την εποχή πού ζούμε. Το 1902 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο καί στη Νέα Υόρκη το έργο του Άγγλου οικονομολόγου Τζ. Α. Χόμπσον: «’Ο ιμπεριαλισμός». Ο συγγραφέας πού ακολουθεί την άποψη του αστικού σοσιαλρεφορμισμοϋ καί πασιφισμού—πού στην ουσία είναι παρόμοια με την τωρινή θέση τού πρώην μαρξιστή Κ. Κάουτσκι—έδωσε μιά πολύ καλή καί λεπτομερειακή περιγραφή των βασικών οικονομικών καί πολιτικών ιδιομορφιών του ιμπεριαλισμού(132).

Το 1910 κυκλοφόρησε στη Βιέννη το έργο τού αυστριακού μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» (ρωσική μετάφραση: Μόσχα, 1912). Παρά το λάθος τού συγγραφέα στο ζήτημα τής θεωρίας τού χρήματος καί μίαν ορισμένη τάση νά συμφιλιώσει το μαρξισμό με τον οπορτουνισμό, το έργο αυτό αποτελεί εξαιρετικά πολύτιμη θεωρητική ανάλυση «τής νεότατης φάσης στην ανάπτυξη τού καπιταλισμού», όπως λέει ό υπότιτλος τού βιβλίου τού Χίλφερντινγκ(133). Στην ουσία, όσα έχουν ειπωθεί τα τελευταία χρόνια για τον ιμπεριαλισμό—κυρίως σ ’εν α τεράστιο αριθμό άρθρων περιοδικών καί εφημερίδων πάνω σ ’αυτό το θέμα, καθώς καί στις αποφάσεις  τών συνεδρίων, λογουχάρη τού Χέμνιτς (134) καί τής Βασιλείας, πού έγιναν το φθινόπωρο τού 1912—ζήτημα είναι αν βγαίνουν έξω από τον κύκλο τών ιδεών πού εκθέτουν ή πιο σωστά πού συνοψίζουν οι δύο συγγράφεις τούς όποιους αναφέραμε…

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε νά εκθέσουμε σύντομα καί με όσο το δυνατό πιο εκλαϊκευμένη μορφή τη συνάφεια καί την αμοιβαία σχέση των βασικών οικονομικών ιδιομορφιών του ιμπεριαλισμού. Δεν θα μπορέσουμε νά σταθούμε, όσο και αν αξίζει τον κόπο, στη μη οικονομική πλευρά του ζητήματος. Παραπομπές σέ βιβλιογραφία καί άλλες σημειώσεις, πού δέν μπορούν νά ενδιαφέρουν όλους τούς αναγνώστες, θα τίς δώσουμε στο τέλος του βιβλίου.

 

 

1.ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ

 

 

Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανία€ καί το εξαιρετικά γοργό προτσές συγκέντρωσης τής παραγωγής σέ όλο καί μεγαλΰτερες επιχειρήσεις  είναι μιά από τίς πιο χαρακτη ριστικές *ιδιότητες του καπιταλισμού. Οι σύγχρονες  βιομηχανικές απογραφές δίνουν τα πιο πλήρη καί τα πιο ακριβή στοιχεία γ ι ‘αυτό το προτσές.

Στη Γερμανία λ.χ. σέ κάθε χίλιες βιομηχανικές επιχειρήσεις υπήρχαν μεγάλες, δηλαδή με πάνω από 50 μισθωτούς εργάτες, 3 το 1882, 6 το 1895 καί 9 το 1907. Στις επιχειρήσεις αυτές αναλογούσαν από κάθε εκατό εργάτες: 22, 30 καί 37. *Η συγκέντρωση όμως τής παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση των εργατών, γιατί ή εργασία είναι πολύ πιο παραγωγική στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό μάς το δείχνουν τα στοιχεία για τίς ατμοκίνητες μηχανές καί τούς ηλεκτρικούς κινητήρες.

 *Αν πάρουμε αυτό πού στη Γερμανία το λένε βιομηχανία με την πλατιά σημασία τής λέξης, δηλαδή μαζί και το εμπόριο καί τίς συγκοινωνίες κτλ., θα έχουμε την παρακάτω εικόνα: Από 3 265 623 επιχειρήσεις τής Γερμανίας οι 30 588, δηλαδή συνολικά 0,9%, είναι μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτές έχουν 5,7 εκατομμύρια εργάτες από 14,4 εκατομμύρια εργάτες συνολικά, δηλαδή τα 39,4%· 6,6 εκατομμύρια άτμόιππους από 8,8 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή τα 75,3%* 1,2 εκατομμύρια κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας από 1,5 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή τα 77,2%.

Λιγότερο από το ένα εκατοστό των επιχειρήσεων έχει πάνω από τα 3/4 της συνολικής κινητήριας δύναμης με ατμό και ηλεκτρισμό! Στα 2,97 εκατομμύρια μικρές (πού έχουν ως πέντε μισθωτούς εργάτες) επιχειρήσεις, πού αποτελούν τα 91% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, αναλογούν μόνο τα 7% τής κινητήριας δύναμης με ατμό καί ηλεκτρισμό! Μερικές δεκάδες  χιλιάδες μεγάλες επιχειρήσεις τα έχουν όλα. * Εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις δέν έχουν τίποτε.

Το 1907 υπήρχαν στη Γερμανία 586 επιχειρήσεις με 1 000 και πάνω εργάτες. Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν σχεδόν το ένα δέκατο (1,38 εκατομμύρια) του συνολικού αριθμού των εργατών και διέθεταν σχεδόν το εάν τρίτο (32%) τής συνολικής κινητήριας δύναμης με ατμό καί ηλεκτρισμό(1). Το χρηματικό κεφάλαιο και οι τράπεζες κάνουν, όπως θα δούμε, αυτή την υπεροχή της χούφτας τών μεγαλύτερων επιχειρήσεων ακόμη πιο συντριπτική καί μάλιστα στην πιο κυριολεκτική σημασία τής λέξης, δηλαδή εκατομμύρια μικροί, μεσαίοι, ακόμη καί εάν μέρος τών μεγάλων «νοικοκυρέων», άποδείχνονται στην πραγματικότητα απόλυτα υποδουλωμένοι σέ μερικές εκατοντάδες εκατομμυριούχους- χρηματιστές.

Σέ μίαν άλλη προηγμένη χώρα του σύγχρονου καπιταλισμού, στις ‘Ενωμένες Πολιτείες τής Βόρειας ’Αμερικής, ή ανάπτυξη τής συγκέντρωσης τής παραγωγής είναι ακόμη πιο ισχυρή. ’Εδώ ή στατιστική ξεχωρίζει τη βιομηχανία με τη στενή σημασία τής λέξης καί ταξινομεί τίς επιχειρήσεις ανάλογα με το μέγεθος τής αξίας τής χρονιάτικης παραγωγής. Το 1904 ό αριθμός τών μεγαλύτερων επιχειρήσεων, με παραγωγή αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων καί πάνω, ήταν 1 900 (από 216 180 συνολικά, δηλαδή τα 0,9%). Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν 1,4 εκατομμύρια εργάτες (από 5,5 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή τα 25,6%) καί 5,6 δισεκατομμύρια παραγωγή (από 14,8 δισεκατομμύρια συνολικά, δηλαδή τα 38%). “Υστέρα από 5 χρόνια, το 1909, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι: 3 060 επιχειρήσεις (από 268 491 συνολικά, δηλ. τα 1,1%), με 2,0 εκατομμύρια εργάτες (από 6,6 εκατομμύρια συνολικά, δηλ. τα 30,5%) καί με 9,0 δισεκατομμύρια παραγωγή (από 20,7 δισεκατομμύρια, δηλ. τα 43,8%)**.

 

* Τα στοιχεία είναι παρμένα από την Annalen des deutschen Reichs, 1911, Zahn ( ’Επετηρίδα του γερμανικού Ράιχ, 1911, Τσάν. 7 / Σύντ.).

**Statistical Abstract of the United States 1912, p. 202 (Στατιστική ’Επετηρίδα τών Ενωμένων Πολιτειών για το 1912, σελ. 202. Η Σύντ.).

 

 ‘Η μισή σχεδόν παραγωγή όλων τών επιχειρήσεων της χώρας βρίσκεται βασικά στα χέρια τον ενός εκατοστού του συνολικού αριθμού τών επιχειρήσεων! Κι ‘αυτές οι τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις – γίγαντες αγκαλιάζουν 258 κλάδους βιομηχανίας135. ’Από δω φαίνεται ότι ή συγκέντρωση σέ ορισμένη βαθμίδα τής ανάπτυξής της οδηγεί από μόνη της, μπορεί νά πει κανείς, άμεσα στο μονοπώλιο. Γιατί μερικές δεκάδες γιγάντιες επιχειρήσεις μπορούν εύκολα νά έλθουν σέ συνεννόηση μεταξύ τους, ενώ από την άλλη μεριά, οι μεγάλες ακριβώς διαστάσεις των επιχειρήσεων δυσκολεύουν το συναγωνισμό καί γεννούν την τάση προς το μονοπώλιο.

 Αυτή ή μετατροπή του συναγωνισμού σέ μονοπώλιο αποτελεί εάν από τα σπουδαιότερα φαινόμενα— αν όχι το σπουδαιότερο—τής οικονομίας του νεότατου καπιταλισμού καί είναι απαραίτητο νά σταθούμε πιο λεπτομερειακά σ ’αυτό. Στην αρχή όμως πρέπει νά παραμερίσουμε μια ενδεχόμενη παρανόηση.

Η αμερικανική στατιστική λέει: 3 000 γιγάντιες επιχειρήσεις σέ 250 κλάδους τής βιομηχανίας. Σαν νά υπάρχουν όλο-όλο από 12 πολύ μεγάλες επιχειρήσεις σέ κάθε κλάδο. Δεν είναι όμως έτσι. Δέν υπάρχουν σέ κάθε κλάδο της βιομηχανίας μεγάλες επιχειρήσεις* καί .από την άλλη μεριά, μια εξαιρετικά σπουδαία ιδιότητα του καπιταλισμού, πού έχει φτάσει στην ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης, είναι ό λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή ή συνένωση σέ μιά επιχείρηση διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, πού αποτελούν είτε διαδοχικές βαθμίδες στην επεξεργασία τής πρώτης ύλης (λ.χ. ή παραγωγή χυτοσιδήρου από το μετάλλευμα καί ή κατεργασία τού χυτοσιδήρου σέ ατσάλι καί παραπέρα ίσως ή παραγωγή του ενός ή του άλλου έτοιμου προϊόντος από ατσάλι), είτε επεξεργασίες πού παίζουν βοηθητικό ρόλο ή μιά σέ σχέση με την άλλη (λ.χ. ή κατεργασία απορριμμάτων ή δευτερευόντων προϊόντων, ή παραγωγή ειδών συσκευασίας κτλ.).

«*Ο συνδυασμός—γράφει ό Χίλφερντινγκ — ισοφαρίζει τις διακυμάνσεις τής οικονομικής συγκυρίας καί για αυτό εξασφαλίζει στη συνδυασμένη επιχείρηση μεγαλύτερη σταθερότητα της νόρμας κέρδους. Δεύτερο, ό συνδυασμός έχει σαν αποτέλεσμα τον παραμερισμό του εμπορίου. Τρίτο, ό συνδυασμός κάνει δυνατές τίς τεχνικές τελειοποιήσεις καί συνεπώς την αποκόμιση πρόσθετου κέρδους σέ σύγκριση με τίς «καθαρές» (δηλαδή τις μη συνδυασμένες) επιχειρήσεις. Τέταρτο, στερεώνει τη θέση τής συνδυασμένης επιχείρησης σέ σύγκριση με τίς «καθαρές», τη δυναμώνει στην πάλη του συναγωνισμού σέ περίοδο ισχυρής ύφεσης (στασιμότητα στις δουλειές, κρίση) όταν ή πτώση των τιμών των πρώτων υλών μένει πίσω από την πτώση των τιμών των έτοιμων εργοστασιακών προϊόντων»*.

 

 

* «Το χρηματιστικό κεφάλαιο», ρωσ. μετ. σελ. 286-287.

 

 

‘Ο Γερμανός αστός οικονομολόγος Χάυμαν, πού αφιέρωσε ειδικό έργο για την περιγραφή των «μικτών», δηλαδή των συνδυασμένων επιχειρήσεων στη γερμανική βιομηχανία σιδηροκατασκευών λέει: «Οι καθαρές επιχειρήσεις καταστρέφονται, συνθλιβόμενες από τίς υψηλές τιμές των υλικών καί τίς χαμηλές τιμές των έτοιμων εργοστασιακών προϊόντων». ’Έχουμε σαν αποτέλεσμα την παρακάτω εικόνα:

«5 Απόμειναν, από το ένα μέρος, οι μεγάλες εταιρίες κάρβουνου με παραγωγή πού φτάνει σέ αρκετά εκατομμύρια τόνους, πού είναι γερά οργανωμένες στο συνδικάτο τους του κάρβουνου, και από το άλλο μέρος στα στενά συνδεμένα με αυτές τίς εταιρίες μεγάλα χαλυβουργεία με το συνδικάτο τους του ατσαλιού. Οι γιγάντιες αυτές επιχειρήσεις με παραγωγή 400 000 τόνους ατσάλι το χρόνο, ( ό τόνος = 60 πουτιά ) με αντίστοιχη τεράστια εξόρυξη μεταλλεύματος καί κάρβουνου, και με παραγωγή έτοιμων ειδών από ατσάλι, με 10 000 εργάτες, στρατωνισμένους σέ εργοστασιακούς συνοικισμούς καί με δικούς τους κάποτε σιδηροδρόμους καί λιμάνια, αυτές οι γιγάντιες επιχειρήσεις είναι σήμερα ό αντιπροσωπευτικός τύπος τής γερμανικής σιδηροβιομηχανίας. Καί ή συγκέντρωση τραβάει όλο καί πιο μπροστά. Οι ξεχωριστές επιχειρήσεις γίνονται ολοένα καί μεγαλύτερες. “Όλο καί μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων του ίδιου ή διαφορετικών κλάδων τής βιομηχανίας ενώνονται σέ γιγάντιες επιχειρήσεις, πού έχουν στήριγμα και καθοδηγητή τη μισή δωδεκάδα μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου.

Στην περίπτωση τής γερμανικής μεταλλευτικής βιομηχανίας έχει αποδειχτεί με ακρίβεια ή ορθότητα τής θεωρίας του Καρλ Μαρξ για τη συγκέντρωση* είναι αλήθεια ότι αυτό αφορά μιά χώρα όπου ή βιομηχανία υποστηρίζεται με προστατευτικούς δασμούς καί με χαμηλά μεταφορικά. ‘ Η μεταλλευτική βιομηχανία τής Γερμανίας είναι ώριμη για απαλλοτρίωση»*.

 

* Hans Gideon Heymann, «Die gemischten Werke im deutschen Großeisengewerbe ». Stuttgart, 1904 (SS. 256, 278-279) (Χάνς Γκιντεόν Χάυμαν. «Οι μικτές επιχειρήσεις στη γερμανική μεγάλη βιομηχανία σιδήρου». Στουτγάρδη, 1904 (σελ. 256, 278-279). Ή Σύντ.).

 

 

Σαυτό το συμπέρασμα όφειλε νά καταλήξει, έστω καί σαν εξαίρεση, ένας ευσυνείδητος αστός οικονομολόγος. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ξεχωρίζει κάπως ή Γερμανία, επειδή ή βιομηχανία της προστατεύεται από υψηλούς προστατευτικούς δασμούς. Το περιστατικό όμως αυτό μπορούσε μονάχα να επιταχύνει τη συγκέντρωση καί το σχηματισμό μονοπωλιακών ενώσεων των επιχειρηματιών, καρτέλ, συνδικάτων κτλ. ’Έχει εξαιρετική σπουδαιότητα το γεγονός ότι στη χώρα του ελεύθερου εμπορίου, στην Αγγλία, ή συγκέντρωση οδηγεί επίσης αχό μονοπώλιο, αν καί κάπως αργότερα και ισως με άλλη μορφή.

Να τί γράφει ό καθηγητής Χέρμαν Λεβί σέ μιά ειδική μελέτη: «Μονοπώλια, καρτέλ καί τραστ» με βάση τα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη τής Μεγάλης Βρετανίας:

«Στη Μεγάλη Βρετανία οι μεγάλες ακριβώς διαστάσεις των επιχειρήσεων καί το υψηλό τεχνικό τους επίπεδο κλείνουν μέσα τους την τάση προς το μονοπώλιο. 9 Από τη μιά μεριά ή συγκέντρωση είχε σαν αποτέλεσμα νά χρειάζεται νά ξοδευτούν τεράστια κεφάλαια για κάθε επιχείρηση· γ ι ‘αυτό οι νέες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν όλο καί μεγαλύτερες απαιτήσεις από την άποψη τών διαστάσεων των απαιτούμενων κεφαλαίων, πράγμα πού δυσκολεύει την εμφάνισή τους. ’

Από την άλλη όμως πλευρά (καί αυτό το σημείο το θεωρούμε σπουδαιότερο) κάθε καινούργια επιχείρηση, πού θέλει νά συμβαδίζει με τις γιγάντιες επιχειρήσεις οι όποιες δημιουργήθηκαν με τη συγκέντρωση, πρέπει νά παράγει τέτοια τεράστια πλεονάσματα προϊόντων, πού ή επικερδής πώλησή τους θα είναι κατορθωτή μόνο αν αυξάνει ασυνήθιστα ή ζήτηση, σέ αντίθετη όμως περίπτωση τα πλεονάσματα αυτά τών προϊόντων θα έριχναν τίς τιμές σε επίπεδα πού δέν συμφέρουν ούτε στο καινούργιο εργοστάσιο, ούτε στις μονοπωλιακές ενώσεις».

 Σέ διάκριση από τίς άλλες χώρες, όπου οι προστατευτικοί δασμοί διευκολύνουν τη συγκρότηση καρτέλ, στην ’Αγγλία οι μονοπωλιακές ενώσεις των επιχειρηματιών, τα καρτέλ καί τα τραστ, τίς περισσότερες φορές παρουσιάζονται τότε μόνο, όταν οι συναγωνιζόμενες επιχειρήσεις δέν είναι περισσότερες «από κάνα δύο δωδεκάδες». «’Η επίδραση τής συγκέντρωσης στη γέννηση τών μονοπωλίων στη μεγάλη βιομηχανία εκδηλώνεται εδώ με κρυστάλλινη καθαρότητα»*.

 

* Hermann Levy. «Monopole, Kartelle und Trusts». Jena, 1909, SS. 286, 290, 298 (Χέρμαν Λεβί. «Μονοπώλια, καρτέλ καί τραστ», Ίένα, 1909, σελ. 286, 290, 298. Ή Σύντ.).

 

 

Πριν από μισό αιώνα, όταν ό Μαρξ έγραφε το «Κεφάλαιό» του, ή καταπληκτική πλειοψηφία τών οικονομολόγων θεωρούσε τον ελεύθερο συναγωνισμό «φυσικό νόμο Η. επίσημη επιστήμη προσπάθησε με τη συνωμοσία τής σιωπής νά σκοτώσει το έργο του Μαρξ πού αποδείχνετε με θεωρητική καί ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού ότι ό ελεύθερος^ συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωσή της παραγωγής γεννάει ί αυτή ή συγκέντρωση σέ μιά ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης της οδηγεί  σ το μονοπώλιο.

Τώρα το μονοπώλιο είναι πιά γεγονός. Οι οικονομολό γ ο ι γράφουν βουνά από βιβλία, πού περιγράφουν τίς διάφορες εκδηλώσεις του μονοπωλίου καί συνεχίζουν με μιά φωνή να δηλώνουν ότι «ό μαρξισμός έχει αναιρεθεί». Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα πράγματα, όπως λέει μιά αγγλική παροιμία, καί, θες δεν θες, είσαι υποχρεωμένος νά τα υπολογίζεις. Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι διαφορές πού υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, στο ζήτημα λογουχάρη του προστατευτισμού ή τού ελεύθερου εμπορίου, προκαθορίζουν ασήμαντες μονάχα διαφορές στη μορφή των μονοπωλίων ή στο χρόνο τής εμφάνισης τους, ενώ ή γέννηση τού μονοπωλίου από τη συγκέντρωση γενικά τής παραγωγής αποτελεί γενικό και βασικό νόμο τού σύγχρονου σταδίου ανάπτυξης τού καπιταλισμού.

Για την Ευρώπη μπορεί νά καθορίσει κανείς με αρκετή ακρίβεια το χρόνο τής οριστικής αντικατάστασης τού παλιού καπιταλισμού από τον καινούργιο: είναι ακριβώς οι αρχές του 20ού αιώνα. Σέ μιά από τίς νεότατες συνοπτικές εργασίες σχετικά με την ιστορία «τής δημιουργίας τών μονοπωλίων» διαβάζουμε:

«Μπορεί να αναφέρει κανείς ορισμένα παραδείγματα καπιταλιστικών μονοπωλίων τής πριν από το 1860 περιόδου* μπορεί ν ’ανακαλύψει σ ’αυτά τα έμβρυα τών μορφών εκείνων πού μας είναι τόσο συνηθισμένες σήμερα* όμως όλα αυτά είναι αναμφίβολα προϊστορία τών καρτέλ. ‘Η πραγματική αρχή τών σύγχρονων μονοπωλίων τοποθετείται το πολύ στη δεκαετία 1860-1870.

‘ Η πρώτη μεγάλη περίοδος ανάπτυξης τών μονοπωλίων αρχίζει με τη διεθνή ύφεση τής βιομηχανίας στα 1870-1880 και επεκτείνεται ως τίς αρχές τής δεκαετίας 1890-1900». «Ά ν εξετάσει κανείς το ζήτημα σέ ευρωπαϊκή κλίμακα, ό ελεύθερος συναγωνισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του τίς δεκαετίες 1860- 1870 καί 1870-1880. Τότε ή ’Αγγλία αποπεράτωσε την οικοδόμηση τής καπιταλιστικής της οργάνωσης παλιού τύπου. Στη Γερμανία ή οργάνωση αυτή έκανε αποφασιστική πάλη ενάντια στη βιοτεχνία καί την οικοτεχνία καί είχε αρχίσει νά δημιουργεί τίς δικές της μορφές ύπαρξης».

«’Η μεγάλη στροφή αρχίζει με το κραχ τού 1873 ή’ πιο σωστά με την ύφεση πού το ακολούθησε καί πού—με εάν μόλις διακρινόμενο διάλειμμα στις αρχές τής δεκαετίας 1880-1890 και μιά ασυνήθιστα ισχυρή, μα σύντομη άνοδο γύρω στο 1889—γεμίζει 22 χρόνια τής ευρωπαϊκής οικονομικής ιστορίας». «Στη διάρκεια τής σύντομης περιόδου τής ανόδου του 1889-1890 τα καρτέλ χρησιμοποιήθηκαν σέ μεγάλο βαθμό για την αξιοποίηση τής συγκυρίας. Μιά απερίσκεπτη πολιτική ύψωσε τίς τιμές ακόμη πιο γρήγορα καί ακόμη πιο απότομα απ’ ό,τι θα συνέβαινε αυτό, χωρίς τα καρτέλ, καί σχεδόν όλα αυτά τα καρτέλ έπεσαν άδοξα «στον τάφο τής χρεοκοπίας». Πέρασε ακόμη μιά πενταετία απραξίας καί χαμηλών τιμών, όμως στη βιομηχανία δεν επικρατούσαν πιά οι παλιές διαθέσεις. Την ύφεση δέν τη θεωρούσαν πιά σαν κάτι το αυτονόητο, αλλά την έβλεπαν απλώς σαν μιά ανάπαυλα πριν από μιά νέα ευνοϊκή συγκυρία.

’Έτσι λοιπόν ή κίνηση τών καρτέλ μπήκε στη δεύτερη της εποχή. 5Από παροδικό φαινόμενο τα καρτέλ γίνονται μιά από τίς βάσεις  όλης τής οικονομικής ζωής. Κατακτούν τον ένα τομέα τής βιομηχανίας υστέρα από τον άλλο καί πριν άπ’ολα την κατεργασία πρώτων υλών. Στις αρχές ήδη τής δεκαετίας 1890-1900 τα καρτέλ επεξεργάστηκαν στην οργάνωση του οικονομικού συνδικάτου του κώκ—στο πρότυπό του δημιουργήθηκε αργότερα το συνδικάτο άνθρακος—μιά τέτοια τεχνική τών καρτέλ, πού στην ουσία το κίνημα τών καρτέλ από τότε δεν προωθήθηκε πάρα πέρα.

 Ή μεγάλη άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα καί ή κρίση του 1900-1903 έχουν—τουλάχιστο όσον αφορά την εξορυκτική βιομηχανία καί τη βιομηχανία σιδήρου— για πρώτη φορά εντελώς τη σφραγίδα τών καρτέλ. Καί αν τότε αυτό φαινόταν ακόμη σαν κάτι το καινούργιο, τώρα πιά για την πλατιά κοινωνική συνείδηση έγινε μιά αυτονόητη αλήθεια το ότι μεγάλοι τομείς τής οικονομικής ζωής έχουν αφαιρεθεί κατά κανόνα από τον ελεύθερο συναγωνισμό»*.

 

* Th. Vogelstein. «Die finanzielle Organisation der kapitalistischen Industrie und die Monopolbildungen» στις «Grundriß der Sozialökonomik». VI Abt., Tüb., 1914 (T. Φόγκελσταϊν, «Ή οικονομική οργάνωση τής καπιταλιστικής βιομηχανίας καί ή δημιουργία τών μονοπωλίων» στις «Βάσεις τής κοινωνικής οικονομίας», VI μέρος, Τύμπιγκεν, 1914. ‘ΗΣύντ.). Σύγκρ. του ίδιου συγγραφέα: «Organisationsformen der Eisenindustrie und Textilindustrie in England und Amerika». Bd. I, Lpz., 1910 («Οι οργανωτικές μορφές τής βιομηχανίας σιδήρου καί τής ύφαντουργίας στην ’Αγγλία καί στην Αμερική», τόμ. I, Λειψία, 1910. ‘Η Σύντ.),

 

 

“Έτσι, τα βασικά συμπεράσματα τής ιστορίας τών μονοπωλίων είναι: 1) 1860- 1870 καί 1870- 1880—ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του ελεύθερου συναγωνισμού. Τα μονοπώλια δεν είναι παρά έμβρυα πού μόλις διακρίνονται. 2) “Υστέρα από την κρίση του 1873—μακρόχρονη περίοδος ανάπτυξης των καρτέλ, πού αποτελούν όμως ακόμη εξαίρεση. Δέν είναι ακόμη σταθερά. ’ Αποτελούν ακόμη παροδικό φαινόμενο. 3) ‘ Η άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα καί ή κρίση του 1900- 1903: τα καρτέλ γίνονται μιά από τίς βάσεις όλης τής οικονομικής ζωής. O καπιταλισμός μετατράπηκε σέ ιμπεριαλισμό.

Τα καρτέλ κλείνουν συμφωνία για τούς όρους πώλησης, για τίς προθεσμίες πληρωμής κ.ά. Μοιράζονται μεταξύ τους τις περιοχές πώλησης. Καθορίζουν την ποσότητα των προϊόντων πού πρέπει νά παραχθούν. Κανονίζουν τίς τιμές. Κατανέμουν τα κέρδη ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις κτλ.

‘Ο αριθμός των καρτέλ στη Γερμανία υπολογιζόταν σέ 250 περίπου το 1896 καί σέ 385 το 1905, καί συμμετείχαν σ ’αυτά πάνω-κάτω 12 000 επιχειρήσεις*. “Όλοι όμως παραδέχονται ότι οι αριθμοί αυτοί παρουσιάζονται πολύ μειωμένοι. Ά π ό τα στοιχεία τής γερμανικής βιομηχανικής στατιστικής για το 1907, πού αναφέραμε πιο πάνω, φαίνεται ότι αυτές μόνο οι 12 000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν σίγουρα πάνω από το μισό τής συνολικής κινητήριας δύναμης με ατμό καί ηλεκτρισμό.

Στις ‘Ενωμένες Πολιτείες τής Βόρειας ’Αμερικής ό αριθμός των τραστ υπολογιζόταν το 1900 σέ 185 καί το 1907 σε 250.  Η αμερικανική στατιστική χωρίζει όλες τίς βιομηχανικές επιχειρήσεις σέ επιχειρήσεις πού ανήκουν σέ χωριστά άτομα, σέ εταιρίες καί ενώσεις. Στις τελευταίες ανήκαν το 1904 τα 23,6% καί το 1909 τα 25,9%, δηλαδή πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Στις επιχειρήσεις αυτές εργάζονταν το 1904 τα 70,6% των εργατών καί το 1909 τα 75,6%, δηλ. τα τρία τέταρτα τού συνολικού αριθμού των εργατών* οι διαστάσεις τής παραγωγής ήταν 10,9 καί 16,3 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή τα 73,7% καί 79,0% της συνολικής παραγωγής.

.

 

* Dr. Riesser. «Die deutschen Großbanken und ihre Konzentration im Zusammenhange mit der Entwicklung der Gesamtwirtschaft in Deutschland». 4 Aufl., 1912, S. 149. —R. Liefmann. «Kartelle und Trusts und die Weiterbildung der volkswirtschaftlichen Organisation». 2. Aufl., 1910, S. 25 (Δρ. Ρίσσερ. «Οι γερμανικές μεγάλες τράπεζες καί ή συγκέντρωσή τους σέ σχέση με τη γενική ανάπτυξη τής οικονομίας στη Γερμανία». 4η εκδ., 1912, σελ. 149.—Ρ. Λήφμαν. «Τα καρτέλ καί τα τραστ καί ή παραπέρα ανάπτυξη τής οργάνωσης τής εθνικής οικονομίας». 2η εκδ., 1910, σελ. 25. Ή Σύντ.).

 

 

Στα χέρια των καρτέλ καί των τραστ συγκεντρώνονται συχνά τα επτά ως οκτώ δέκατα όλης τής παραγωγής ενός δοσμένου κλάδου τής βιομηχανίας. “Όταν το 1893 ιδρύθηκε το συνδικάτο κάρβουνου Ρήνου-Βεστφαλίας συγκέντρωνε τα 86,7% όλης της παραγωγής κάρβουνου τής περιοχής, καί το 1910 είχε φτάσει κιόλας τα 95,4%*. Το μονοπώλιο πού δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει τεράστια έσοδα καί οδηγεί στο σχηματισμό τεχνικοπαραγωγικών μονάδων πελώριων διαστάσεων

Το περίφημο τραστ του πετρελαίου στις ‘Ενωμένες Πολιτείες (Standard Oil Company) ιδρύθηκε το 1900. «Τα κεφάλαιά του έφταναν τα 150 εκατομμύρια δολάρια. Εκδόθηκαν κοινές μετοχές αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων καί προνομιούχες αξίας 106 εκατομμυρίων. Για τίς τελευταίες πληρώθηκαν τα παρακάτω μερίσματα στην περίοδο 1900- 1907: 48, 48, 45, 44, 36, 40, 40, 40%, συνολικά 367 εκατομμύρια δολάρια. ’

Από το 1882 ως το 1907 το καθαρό κέρδος έφτασε τα 889 εκατομμύρια δολάρια, άπ’αύτά τα 606 εκατομμύρια πληρώθηκαν σαν μερίσματα καί το υπόλοιπο πέρασε στο αποθεματικό κεφάλαιο»**. «Σέ όλες τίς επιχειρήσεις του τραστ του ατσαλιού (United States Steel Corporation) απασχολούνταν το 1907 όχι λιγότεροι από 210180 εργάτες καί υπάλληλοι. Ή πιο μεγάλη επιχείρηση τής γερμανικής μεταλλευτικής βιομηχανίας, ή εταιρία του Γκελζενκίρχεν (Gelsenkirchener Bergwerksgesellschaft), απασχολούσε το 1908 46048 εργάτες καί υπαλλήλους»***. Το 1902 το τραστ του ατσαλιού παρήγαγε κιόλας 9 εκατομμύρια τόνους ατσάλι****.

 

* Dr. Fritz Kestner. «Der Organisationszwang. Eine Untersuchung über die Kämpfe zwischen Kartellen und Außenseitern». Brl., 1912, σελ. 11 (Δρ Φρίτς Κέστνερ. «’Ο έξαναγκασμός για όργάνωση. “Ερευνα σχετικά με την πάλη ανάμεσα στα καρτέλ καί στις έξω από τα καρτέλ έταιρίες», Βερολίνο. ΉΣνντ.).** R. Liefmann. «Beteiligungs- und Finanzierungsgesellschaften. Eine Studie über den modernen Kapitalismus und das Effektenwesen». 1. Aufl., Jena, 1909, σελ. 212 (P. Λήφμαν. «Εταιρίες συμμετοχής καί χρηματοδότησης. Μελέτη για το σύγχρονο καπιταλισμό καί την ουσία των χρεογράφων», 1η εκδ., Ίένα. 7 / Συντ.,).*** Στο ίδιο, σελ. 218. ****Dr. S. Tschierschky. «Kartell und Trust». Gott., 1903, σελ., 13 (Δρ. Z. Τσίρσκι, «Καρτέλ καί τραστ». Γκέτινγκεν. Ή Σύντ.).

 

Το ατσάλι πού παρήγαγε αποτελούσε το 1901 τα 66,3% καί το 1908 τα 56,1% όλης της παραγωγής ατσαλιού των ‘Ενωμένων Πολιτειών* ή εξόρυξη μεταλλεύματος αποτελούσε τα 43,9% καί τα 46,3% για τίς ίδιες χρονιές.

Ή έκθεση της αμερικανικής κυβερνητικής επιτροπής για τα τραστ λέει: «Ή υπεροχή τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους στηρίζεται στις μεγάλες διαστάσεις των επιχειρήσεων τους καί στον υπέροχο τεχνικό εξοπλισμό τους. Το τραστ τού καπνού από την αρχή ακόμη τής ίδρυσής του κατέβαλε όλες του τις προσπάθειες για ν* αντικαταστήσει σέ πλατιά έκταση τη χειρωνακτική εργασία με την εργασία των μηχανών. Για το σκοπό αυτό αγόραζε όλα τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας πού είχαν κάποια σχέση με την επεξεργασία τού καπνού καί ξόδευε γ ι ‘αυτό τεράστια ποσά. Πολλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας αποδείχνονταν στην αρχή άχρηστα καί χρειάζονταν νά τα έπανεπεξεργαστούν οι μηχανικοί πού βρίσκονταν στην υπηρεσία τού τραστ.

 Στα τέλη τού 1906 ιδρύθηκαν δύο θυγατρικές έταιρίες—με τον αποκλειστικό σκοπό ν ’αγοράζουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Για τον ίδιο σκοπό το τραστ δημιούργησε δικά του χυτήρια, εργοστάσια για την κατασκευή μηχανών καί εργαστήρια επισκευών. Μιά άπ9 αυτές τίς επιχειρήσεις, στο Μπρούκλιν, απασχολεί κατά μέσο όρο 300 εργάτες. Εδώ δοκιμάζονται οι εφευρέσεις για την παραγωγή τσιγάρων, μικρών πούρων, ταμπάκου, φύλλων κασσίτερου για τη συσκευασία κουτιών κτλ. Εδώ τελειοποιούνται επίσης οι εφευρέσεις»**.

 «Καί άλλα τραστ έχουν στην υπηρεσία τους τούς λεγάμενους developping engineers (μηχανικούς για την ανάπτυξη τής τεχνικής), πού καθήκον τους είναι νά εφευρίσκουν καινούργιες μεθόδους παραγωγής και νά δοκιμάζουν τίς τεχνικές βελτιώσεις. Το τραστ χαλυβουργίας πληρώνει στους μηχανικούς καί στους εργάτες του μεγάλα βραβεία για εφευρέσεις πού μπορούν ν 5 ανεβάσουν την τεχνική ή νά μειώσουν τα έξοδα παραγωγής»***.

 

* Th. Vogelstein. «Organisationsformen», σελ., 275. ** Report of the Commissioner of Corporations on the Tobacco Industry. Washington, 1909, σελ. 266 (’Έκθεση μέλους τής ’Επιτροπής για τίς ‘Ενώσεις τής βιομηχανίας καπνού, Ούάσιγκτον. * Η Σύντ.)— περικοπή από το βιβλίο του «Dr. Paul Tafel. «Die nordamerikanischen Trusts und ihre Wirkungen auf den Fortschritt der Technik». Stuttgart, 1913, σελ. 48 (Δρ. Πάουλ Τάφελ. «Τα βορειοαμερικανικά τραστ καί ή έπίδρασή τους στην πρόοδο τής τεχνικής», Στουτγάρδη. Ή Σύντ.). *** Στο ’ίδιο, σελ. 48-49.

 

 

Με παρόμοιο τρόπο είναι οργανωμένη ή δουλειά για τις τεχνικές τελειοποιήσεις στη γερμανική μεγάλη βιομηχανία, λ.χ. στη χημική, πού είχε τόσο γιγάντια ανάπτυξη τίς τελευταίες δεκαετίες. ’Ακόμη από το 1908 το προτσές συγκέντρωσης της παραγωγής είχε δημιουργήσει σ ’αυτή τη βιομηχανία δυο κύριες «ομάδες», πού με δικό τους τρόπο πλησίαζαν επίσης στο μονοπώλιο* Στην αρχή οι ομάδες αυτές ήταν «διμερείς ενώσεις» από δύο ζευγάρια μεγάλα εργοστάσια, πού το καθένα τους είχε κεφάλαιο 20-21 εκατομμύρια μάρκα: από τη μιά μεριά, το πρώην εργοστάσιο Μάιστερ στο Χέχστ καί το εργοστάσιο Κασσέλα στη Φραγκφούρτη του Μάιν, από την άλλη, το εργοστάσιο ανιλίνης καί σόδας στο Λουντβιγκσχάφεν καί το πρώην εργοστάσιο Μπάγερ στο ’Έλμπερφελντ.

Οι ομάδες αυτές έκλεισαν αργότερα συμφωνία, ή καθεμιά με εάν ακόμη μεγάλο εργοστάσιο, ή πρώτη το 1905 καί ή δεύτερη το 1908. ’Έτσι δημιουργήθηκαν δύο «τριμερείς ενώσεις» με κεφάλαιο 40-50 εκατομμύρια μάρκα ή καθεμιά καί ανάμεσα σ ’αυτές τίς «ενώσεις » άρχισε ήδη ή «προσέγγιση», «οι συμφωνίες» για τίς τιμές κτλ. *.

 

 

* Riesser, στο έργο πού αναφέραμε, σελ. 547, κ.έ. τής 3ης έκδοσης. Οι εφημερίδες γράφουν (Ιούνης 1916) για εάν νέο γιγάντιο τραστ πού συνενώνει τη χημική βιομηχανία τής Γερμανία

 

 

‘Ο συναγωνισμός μετατρέπεται σέ μονοπώλιο. Το αποτέλεσμα είναι μιά τεράστια πρόοδος στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Ιδιαίτερα κοινωνικοποιείται καί το προτσές των τεχνικών εφευρέσεων καί τελειοποιήσεων.

Αυτό πιά δέν είναι καθόλου ό παλιός ελεύθερος συναγωνισμός των σκόρπιων καί άγνωστων μεταξύ τους εργοστασιαρχών, πού παράγουν για την κατανάλωση σέ μιά άγνωστη αγορά. 4 Η συγκέντρωση έφτασε στο σημείο πού μπορεί νά γίνει ένας κατά προσέγγιση υπολογισμός όλων των πηγών πρώτων υλών (λόγου-χάρη των κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος) σέ μιά δοσμένη χώρα καί ακόμη, όπως θα δούμε, σέ μιά σειρά χώρες καί σ ’όλο τον κόσμο. Καί όχι μόνο γίνεται ένας τέτοιος υπολογισμός, αλλά αυτές τίς πηγές τίς αρπάζουν στα χέρια τους οι γιγάντιες μονοπωλιακές ενώσεις. Γίνεται ένας κατά προσέγγιση υπολογισμός των διαστάσεων τής αγοράς, πού, ύστερα από συμφωνία, τη «μοιράζονται» μεταξύ τους αυτές οι ενώσεις. Μονοπωλούνται οι ειδικευμένες εργατικές δυνάμεις, μισθώνονται οι καλύτεροι μηχανικοί, αρπάζονται οι δρόμοι καί τα μέσα επικοινωνίας—οι σιδηρόδρομοι στην ’Αμερική, οι ατμοπλοϊκές εταιρίες στην Ευρώπη καί την ’Αμερική, Ό καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση τής παραγωγής, τραβάει, μπορούμε νά πούμε, τούς καπιταλιστές, παρά τη θέληση καί τη συνείδησή τους, σέ κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, πού είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία τού συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση.

‘Η παραγωγή γίνεται κοινωνική, ή ιδιοποίηση όμως μένει ατομική. Τα κοινωνικά μέσα παραγωγής παραμένουν ατομική ιδιοκτησία ενός μικρού αριθμού προσώπων. Τα γενικά πλαίσια τού τυπικά αναγνωρισμένου ελεύθερου συναγωνισμού παραμένουν καί ή καταπίεση τών λίγων μονοπωλητών πάνω στον υπόλοιπο πληθυσμό γίνεται εκατό φορές πιο βαριά, πιο αισθητή καί πιο αβάστακτη.

* Ο Γερμανός οικονομολόγος Κέστνερ αφιέρωσε ειδικό έργο στην «πάλη ανάμεσα στα καρτέλ καί στις έξω από τα καρτέλ εταιρίες», δηλαδή στους επιχειρηματίες πού δέν μπήκαν στα καρτέλ. Το έργο αυτό το ονόμασε «ό εξαναγκασμός για οργάνωση», ενώ θα έπρεπε νά μιλάει, αν δέν θέλει φυσικά να εξωραΐσει τον καπιταλισμό, για εξαναγκαστική υποταγή στις ενώσεις τών μονοπωλητών.

Θα είναι διδακτικό νά ρίξουμε μια ματιά έστω καί μόνο στην απαρίθμηση τών μέσων τής σύγχρονης, νεότατης, πολιτισμένης πάλης για «οργάνωση», στην οποία καταφεύγουν οι ενώσεις τών μονοπωλητών: 1) στέρηση τών πρώτων υλών («… είναι μιά από τίς σπουδαιότερες μεθόδους για την εξαναγκαστική προσχώρηση στο καρτέλ»)· 2) στέρηση τών εργατικών χεριών με τίς «συνεργασίες» (δηλαδή με συμφωνίες τών καπιταλιστών με τίς εργατικές ενώσεις, για νά πιάνουν οι εργάτες δουλειά μόνο σέ επιχειρήσεις πού ανήκουν στο καρτέλ)· 3) στέρηση τού εφοδιασμού’ 4) αποκλεισμός από την αγορά κατανάλωσης* 5) συμφωνία με τον αγοραστή νά έχει εμπορικές σχέσεις αποκλειστικά με τα καρτέλ* 6) σχεδιασμένη μείωση τών τιμών (για την καταστροφή τών «έξωκαρτελικών», δηλαδή τών επιχειρήσεων πού δέν υποτάσσονται στους μονοπωλητές, ξοδεύονται εκατομμύρια για νά πωλούνται επί ορισμένο χρονικό διάστημα τα εμπορεύματα σέ τιμές κάτω από το κόστος.

Στη βιομηχανία τής βενζίνης υπήρξαν παραδείγματα μείωσης τών τιμών από 40 σέ 22 μάρκα, δηλαδή σχεδόν στο μισό!)· 7) στέρηση τής πίστωσης* 8) κήρυξη μποϋκοτάζ. Δέν έχουμε πιά μπροστά μας την πάλη τού συναγωνισμού τών μικρών καί τών μεγάλων, τών τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. ’Έχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τούς μονοπωλητές εκείνων πού δέν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους, στην αυθαιρεσία τους. Να πώς αντανακλάται το προτσές αυτό στη συνείδηση ενός άστού οικονομολόγου:

«’Ακόμη καί μέσα στη σφαίρα τής καθαρά οικονομικής δραστηριότητας—γράφει ό Κέστνερ—γίνεται μιά ορισμένη μετατόπιση από την εμπορική δραστηριότητα, με την προηγούμενή της έννοια, στην οργανωτικό-κερδοσκοπική. Τη μεγαλύτερη επιτυχία δέν την έχει ό έμπορος πού, στηριζόμενος στην τεχνική καί εμπορική του πείρα, ξέρει νά υπολογίζει καλύτερα τίς ανάγκες των πελατών καί πού είναι σέ θέση νά βρίσκει καί, μπορεί νά πει κανείς, νά «θέτει σέ ενέργεια» τη ζήτηση, ή οποία βρίσκεται σέ υπολανθάνουσα κατάσταση, αλλά ή κερδοσκοπική μεγαλοφυΐα (;!), πού είναι σέ θέση νά υπολογίζει από πριν ή έστω καί νά προαισθάνεται μόνο την οργανωτική ανάπτυξη και τη δυνατότητα ορισμένων σχέσεων ανάμεσα στις ξεχωριστές επιχειρήσεις καί στις τράπεζες…».

Αυτό μεταφρασμένο σέ ανθρώπινη γλώσσα σημαίνει: ή ανάπτυξη του καπιταλισμού έφτασε στο σημείο πού, αν καί ή εμπορευματική παραγωγή «βασιλεύει» όπως καί πριν και θεωρείται ή βάση όλης τής οικονομίας, στην πραγματικότητα όμως έχει πια υποσκαφτεί καί τα κυριότερα κέρδη πάνε στις «μεγαλοφυΐες» των χρηματιστικών μηχανορραφιών. Αυτές οι μηχανορραφίες καί κατεργαριές έχουν για βάση τους την κοινωνικοποίηση τής παραγωγής, ή τεράστια όμως πρόοδος της ανθρωπότητας, πού με τη δουλειά της έφτασε ως αυτή την κοινωνικοποίηση, πάει προς όφελος… των κερδοσκόπων.

Θα δούμε παρακάτω πώς «πάνω σ ’αυτή τη βάση» ή μικροαστική- αντιδραστική κριτική τού καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού ονειρεύεται την επιστροφή προς τα πίσω, προς τον «ελεύθερο», «ειρηνικό», «τίμιο» συναγωνισμό.

«Συνεχής άνοδος των τιμών σαν αποτέλεσμα τής δημιουργίας των καρτέλ—λέει ό Κέστνερ—παρατηρήθηκε ως τώρα μονάχα στα σπουδαιότερα μέσα παραγωγής, κυρίως στο πετροκάρβουνο, στο σίδερο, στο κάλιο, ενώ, αντίθετα, ποτέ δεν παρατηρήθηκε στα έτοιμα προϊόντα. ‘Η αύξηση των κερδών, λόγω τής ανόδου αυτής των τιμών περιοριζόταν επίσης στη βιομηχανία πού παράγει μέσα παραγωγής.

Αυτή ή παρατήρηση πρέπει νά συμπληρωθεί ακόμη με το ότι ή βιομηχανία επεξεργασίας πρώτων υλών (καί όχι ήμικατεργασμένων προϊόντων) με τη δημιουργία καρτέλ δεν βγάζει όφελος μόνο με τη μορφή υψηλών κερδών σε βάρος τής βιομηχανίας πού ασχολείται με την παραπέρα επεξεργασία των ήμικατεργασμένων προϊόντων, μα καί απόκτησε απέναντι της κάποια θέση κυριαρχίας, πράγμα πού δέν υπήρχε στις συνθήκες του ελεύθερου συναγωνισμού»*.

Οι λέξεις πού υπογραμμίζουμε δείχνουν την ουσία του ζητήματος, πού τόσο ανόρεκτα καί σπάνια την παραδέχονται οι αστοί οικονομολόγοι καί πού με τόσο ζήλο προσπαθούν νά την αποφύγουν καί νά μη τής δώσουν προσοχή οι σημερινοί υπερασπιστές τού οπορτουνισμού με τον Κ. Κάουτσκι επικεφαλής.

Ή σχέση κυριαρχίας καί ή βία πού συνεπάγεται—αυτό είναι το χαρακτηριστικό τής «νεότατης φάσης στην ανάπτυξη τού καπιταλισμού», αυτό έπρεπε αναπόφευκτα νά προ κύψει και πρόκυψε από τη δημιουργία των παντοδύναμων οικονομικών μονοπωλίων.

Θα αναφέρουμε ακόμη εάν παράδειγμα πού δείχνει πώς κυριαρχούν τα καρτέλ. Εκεί όπου μπορούν να αρπάξουν στα χέρια τους όλες ή τίς κυριότερες πηγές πρώτων υλών, ή εμφάνιση τών καρτέλ καί ή δημιουργία μονοπωλίων είναι πολύ εύκολη. Θα ήταν όμως λάθος νά νομίσουμε ότι τα μονοπώλια δέν παρουσιάζονται καί σέ άλλους κλάδους τής βιομηχανίας, όπου δέν μπορούν νά βάλουν στο χέρι τίς πηγές τών πρώτων υλών. Στη βιομηχανία τσιμέντου ή πρώτη ύλη βρίσκεται παντού. Και αυτή όμως ή βιομηχανία έχει καρτελοποιηθεΐ σε μεγάλο βαθμό στη Γερμανία.

 

 

* Κέστνερ, στο έργο πού αναφέραμε, σελ. 254.

 

 

Τα εργοστάσια έχουν ενωθεί σε συνδικάτα κατά περιοχές: νοτιογερμανικό, τού Ρήνου-Βεστφαλίας κτλ. “Έχουν καθιερωθεί μονοπωλιακές τιμές: 230-280 μάρκα το βαγόνι, ενώ το κόστος είναι 180 μάρκα! Οι επιχειρήσεις δίνουν μερίσματα 12-16%. Παράλληλα όμως δέν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι «μεγαλοφυΐες» τής σύγχρονης κερδοσκοπίας ξέρουν νά τσεπώνουν μεγάλα ποσά από τα κέρδη, έξω από εκείνα πού κατανέμονται στα μερίσματα. Οι μονοπωλητές για να , εξαλείψουν τον ανταγωνισμό σέ μιά τόσο επικερδή βιομηχανία, καταφεύγουν ακόμη καί στο δόλο: διαδίδουν ψεύτικες φήμες για την κακή κατάσταση τής βιομηχανίας, δημοσιεύουν ανώνυμες αγγελίες στις εφημερίδες: «Κεφαλαιούχοι! αποφεύγετε νά τοποθετείτε κεφάλαια στη βιομηχανία τσιμέντου». Τέλος, αγοράζουν τίς επιχειρήσεις τών «έξωμονοπωλιακών» (δηλαδή τών επιχειρηματιών πού δέν συμμετέχουν στα συνδικάτα), τούς πληρώνουν 60-80-150 χιλιάδες μάρκα «αέρα»*. Το μονοπώλιο ανοίγει το δρόμο του παντού καί με όλα τα μέσα, αρχίζοντας από τη «σεμνή» πληρωμή τού «αέρα» καί τελειώνοντας στην αμερικανική «χρησιμοποίηση» τού δυναμίτη ενάντια στον ανταγωνιστή.

 

 

* Κέστνερ, στο έργο πού αναφέραμε, σελ. 254.

 

 

Ή εξάλειψη των κρίσεων με τα καρτέλ είναι παραμύθι των αστών οικονομολόγων πού προσπαθούν νά εξωραΐζουν με κάθε θυσία τον καπιταλισμό. ’Αντίθετα, το μονοπώλιο πού δημιουργείται σέ μερικούς κλάδους τής βιομηχανίας δυναμώνει και οξύνει το χάος πού χαρακτηρίζει όλη την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της. ‘Η έλλειψη αντιστοιχίας στην ανάπτυξη τής γεωργίας καί τής βιομηχανίας, πού χαρακτηρίζει γενικά τον καπιταλισμό, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. ‘ Η προνομιούχα θέση τής πιο καρτελοποιημένης, τής λεγάμενης βαριάς βιομηχανίας καί κυρίως τού κάρβουνου καί τού σίδερου, οδηγεί τούς άλλους κλάδους τής βιομηχανίας «σέ ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη προγραμματισμού», όπως ομολογεί ό Γιάιντελς, πού έχει γράψει εάν από τα καλύτερα έργα για τίς «σχέσεις των μεγάλων γερμανικών τραπεζών με τη βιομηχανία»**.

«”Όσο πιο αναπτυγμένη είναι μιά εθνική οικονομία—γράφει ό Λήφμαν, ό ξετσίπωτος συνήγορος τού καπιταλισμού—τόσο περισσότερο στρέφεται σέ πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό, σέ τέτοιες πού χρειάζεται πολύς καιρός για ν 5 αναπτυχθούν, ή, τέλος, σέ τέτοιες πού έχουν μόνο τοπική σημασία»***.

 Ή αύξηση τού κινδύνου συνδέεται σε τελευταία ανάλυση με το γιγάντιο μεγάλωμα τού κεφαλαίου, πού, μπορούμε νά πούμε, ξεχειλίζει, τρέχει στο εξωτερικό κτλ. Καί ταυτόχρονα ή εντατικά γοργή ανάπτυξη τής τεχνικής φέρνει μαζί της ολοένα καί περισσότερα στοιχεία αναντιστοιχίας ανάμεσα στις διάφορες πλευρές τής εθνικής οικονομίας, στοιχεία χάους καί κρίσεων. «’Ίσως—αναγκάζεται νά παραδεχτεί ό ’ίδιος ό Λήφμαν—στο κοντινό μέλλον νά επιφυλάσσονται πάλι στην ανθρωπότητα νέες μεγάλες ανατροπές στον τομέα της τεχνικής, πού θ ‘ασκήσουν την επίδρασή τους καί στην όργάνωση τής εθνικής οικονομίας»… ηλεκτρισμός, αεροπλοΐα…

 

 

* «Zement» von L. Hschwege. «Die Bank»136, 1909, 1, σελ. 115 καί επόμενες («Τσιμέντο» του Λ. ’Έσβεγκε. «Ή τράπεζα». Ή Σύντ..).

** Jeidels. «Das Verhältnis der deutschen Großbanken zur Industrie mitbesonderer Berücksichtigung der Eisenindustrie». Lpz., 1905, σελ.. 271 (Γιάιντελς.

«’Η σχέση των μεγάλων γερμανικών τραπεζών με τη βιομηχανία, ιδιαίτερα με τη μεταλλουργική βιομηχανία. Λειψία. Ή Σύντ.).ι *7.

*** Liefmann. «Beteiligungs- etc. Ges.», σελ.. 434.

 

«Συνήθως καί κατά γενικό κανόνα σέ τέτοιες εποχές ριζικών οικονομικών αλλαγών αναπτύσσεται μεγάλη κερδοσκοπία…»*. Καί οι κρίσεις—κάθε είδους, πιο συχνά άπ’ όλες οι οικονομικές, όχι όμως μόνο οι οικονομικές—δυναμώνουν με τη σειρά τους σέ τεράστιες διαστάσεις την τάση για συγκέντρωση καί για μονοπώλιο. Νά ένας εξαιρετικά διδακτικός συλλογισμός του Γιάιντελς για τη σημασία τής κρίσης του 1900, τής κρίσης πού, όπως ξέρουμε, αποτέλεσε σημείο στροφής στην ιστορία των νεότερων μονοπωλίων:

«Η κρίση του 1900 βρήκε, παράλληλα με τίς γιγάντιες επιχειρήσεις τών κυριότερων κλάδων τής βιομηχανίας, και πολλές επιχειρήσεις με απαρχαιωμένη, σύμφωνα με τίς σημερινές αντιλήψεις, οργάνωση, «καθαρές» επιχειρήσεις» («δηλαδή όχι συνδυασμένες»), «πού τίς είχε ανεβάσει καί αυτές προς τα πάνω το κύμα τής βιομηχανικής ανόδου. * Η πτώση τών τιμών, ή ελάττωση τής ζήτησης, έφεραν αυτές τίς «καθαρές» επιχειρήσεις σέ τόσο δύσκολη θέση, πού είτε δέν έθιξε καθόλου τις συνδυασμένες γιγάντιες επιχειρήσεις, είτε τίς έθιξε για πολύ λίγο διάστημα.

 Για αυτό το λόγο ή τελευταία κρίση του 1900 οδήγησε στη βιομηχανική συγκέντρωση σέ ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό παρά ή κρίση του 1873: ή τελευταία αυτή κρίση είχε επίσης προκαλέσει μίαν ορισμένη επιλογή τών καλύτερων επιχειρήσεων, με το επίπεδο όμως τής τεχνικής εκείνης της εποχής ή επιλογή αυτή δέν μπόρεσε νά οδηγήσει στο μονοπώλιο τών επιχειρήσεων, πού κατάφεραν νά βγουν νικηφόρες από την κρίση. Τέτοιο ακριβώς μακρόχρονο μονοπώλιο, καί μάλιστα σέ υψηλό βαθμό, κατέχουν οι γιγάντιες επιχειρήσεις της σημερινής μεγάλης σιδηροβιομηχανίας καί ήλεκτροβιομηχανίας χάρη στην εξαιρετικά σύνθετη τεχνική τους, στην οργάνωσή τους σέ πλατιά κλίμακα καί στην ισχύ τού κεφαλαίου τους, και μετά σέ μικρότερο βαθμό καί οι επιχειρήσεις μηχανοκατασκευών καί μερικών κλάδων τής βιομηχανίας μετάλλου, επικοινωνιών κτλ.»**.

Μονοπώλιο—νά ή τελευταία λέξη τής «νεότατης φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού». Οι παραστάσεις μας όμως για την πραγματική δύναμη καί σημασία τών σύγχρονων μονοπωλίων θα ήταν πολύ ανεπαρκείς, ατελείς καί μειωμένες, αν δεν παίρναμε υπόψη το ρόλο τών τραπεζών.

 

 

* Liefman. «Beteiligungs- etc. Ges.», σελ.. 465-466.

** Jeidels, σελ. 108.

 

 

Σημειώσεις

 

 

132 Λεπτομερειακή ανάλυση καί περίληψη του βιβλίου του Τζ. Α. Χόμπσον «Imperialism. Α study» («”Ο Ιμπεριαλισμός. Μελέτη») (Λονδίνο. 1902) Έγινε στα «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό» του Λένιν (βλ. “Απαντά, 4η ρωσ. εκδ., τόμ. 39ος, σελ. 381 -414). Το 1904 ό Λένιν μετέφρασε το βιβλίο του Χόμπσον στα ρωσικά (βλ. “Απαντά, 4η ρωσ. έκδ., τόμ. 37ος, σελ. 287)· το χειρόγραφο τής μετάφρασης, πού Έκανε ό Λένιν, ως τα τώρα δέν βρέθηκε. Ό Λένιν έγραφε για το βιβλίο του Χόμπσον ότι «γενικά είναι χρήσιμο καί ιδιαίτερα είναι χρήσιμο, γιατί βοηθάει στο ξεσκέπασμα τής βασικής ψευτιάς του καουτσκισμοϋ στο ζήτημα αυτό» (“Απαντά, 4η ρωσ. εκδ., τόμ. 39ος, σελ. 91). Ό Λένιν, κάνοντας χρήση του πλούσιου σέ στοιχεία υλικού του βιβλίου τού Χόμπσον, ταυτόχρονα έκανε κριτική των ρεφορμιστικών του συμπερασμάτων καί της προσπάθειας του νά υπερασπίσει με συγκαλυμμένο τρόπο τον ιμπεριαλισμό

.133 Ό Λένιν στο έργο του « Ό ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» καί στα «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό» επανειλημμένα αναφέρεται στο βιβλίο του Ρ. Χίλφερντινγκ «Το χρηματιστικό κεφάλαιο». Ό Λένιν, κάνοντας χρήση τών συγκεκριμένων στοιχείων της πηγής αυτής για το χαρακτηρισμό ορισμένων πλευρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ταυτόχρονα κάνει κριτική στον συγγραφέα για τίς μη μαρξιστικές του θέσεις καί συμπεράσματα σέ σπουδαιότατα ζητήματα τού Ιμπεριαλισμού.

Στα «Τετράδια για τον Ιμπεριαλισμό» ό Λένιν χαρακτηρίζει τον Χίλφερντινγκ— Έναν από τούς ηγέτες τής II Διεθνούς—σαν καντιανό καί καουτσκιστή, μεταρυθμιστή καί «συμβουλάτορα τής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης» (“Απαντά, 4η ρωσ. Εκδ., τόμ. 39ος, σελ. 592). ‘Ο Χίλφερντινγκ, αποσπώντας την πολιτική από την οικονομία, δίνει στο βιβλίο του λαθεμένο ορισμό τού ιμπεριαλισμού καί τού χρηματιστικού κεφαλαίου* συγκαλύπτει τον αποφασιστικό ρόλο των μονοπωλίων στην εποχή τού Ιμπεριαλισμού καί την όξυνση όλων του τών αντιθέσεων, αγνοεί επίσης τα κύρια χαρακτηριστικά τού ιμπεριαλισμού, όπως το μοίρασμα τού κόσμου καί την πάλη για το ξαναμοίρασα του, τον παρασιτισμό καί το σάπισμα τού καπιταλισμού. Παρά τα σοβαρά λάθη, το βιβλίο τού Χίλφερντινγκ Έπαιξε ορισμένο θετικό ρόλο στη μελέτη τής νεότατης φάσης τής ανάπτυξης του καπιταλισμού.

134 Πρόκειται για την απόφαση πού πάρθηκε στις 20 τού Σεπτέμβρη 1912 στο συνέδριο τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στο Χέμνιτς για το ζήτημα τού ιμπεριαλισμού καί τής στάσης των σοσιαλιστών απέναντι στον πόλεμο. Στην απόφαση καταδικαζόταν ή ιμπεριαλιστική πολιτική καί υπογραμμιζόταν ή σπουδαιότητα τής πάλης για την ειρήνη: «Το συνέδριο τού κόμματος διαδηλώνει την αποφασιστική του θέληση νά κάνει το παν για νά αποκατασταθεί ή αλληλοκατανόηση ανάμεσα στα Έθνη καί νά διαφυλαχτεί ή ειρήνη. Το συνέδριο απαιτεί νά μπει με διεθνείς συμφωνίες τέρμα στον Έξαλλο ανταγωνισμό τών εξοπλισμών, πού απειλούν την ειρήνη καί πού οδηγούν με γρήγορα βήματα την ανθρωπότητα στην πιο φοβερή καταστροφή… Το συνέδριο περιμένει από τα μέλη τού κόμματος ότι θα διαθέτουν ακούραστα όλες τους τίς δυνάμεις… για νά διεξάγουν με πολλαπλασιασμένη δραστηριότητα την πάλη ενάντια στον Ιμπεριαλισμό μέχρις  oτου ανατραπεί αυτός» («Handbuch der sozialdemokratischen Parteitage von 1910 bis 1913», München, 1917, S. 243-244). —315.

 

 

 

 

Λένιν “Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού” που βρίσκεται στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σε 315-331

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *