Evald Vasilievich Ilyenkov (1924-1979)

 

ΕΒΑΛΝΤ ΒΑΣΙΛΙΕΒΙΤΣ ΙΛΙΕΝΚΟΦ (1924-1979)

«Στον Έγκελς ολόκληρη η ζωντανή ανθρώπινη πράξη εισορμά στην ίδια τη θεωρία της γνώσης και προσφέρει το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας: όσον καιρό δεν γνωρίζουμε ένα νόμο της Φύσης, ο νόμος αυτός, που υπάρχει και δρα ξέχωρα, έξω από τη γνώση μας, μας κάνει δούλους της «τυφλής αναγκαιότητας». Από τη στιγμή όμως που γνωρίζουμε αυτό το νόμο, που δρα (όπως επανέλαβε χιλιάδες φορές ο Μαρξ) ανεξάρτητα από τη βούληση και τη συνείδησή μας, είμαστε κύριοι της Φύσης. Η κυριαρχία πάνω στη Φύση, που εκδηλώνεται στην πρακτική δράση της ανθρωπότητας, είναι αποτέλεσμα μιας αντικειμενικά πιστής αντανάκλασης των φαινομένων και των προτσές της Φύσης στον εγκέφαλο του ανθρώπου, είναι απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή η αντανάκλαση (μέσα στα όρια εκείνου που μας δείχνει η πράξη) είναι μια αντικειμενική, απόλυτη, αιώνια αλήθεια» (Ν. Λένιν: «Άπαντα», τόμος 18, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, σελ. 201).

Ο Ιλιένκοφ γεννήθηκε στο Σμολένσκ και έζησε στη Μόσχα. Διδάκτορας των φιλοσοφικών επιστημών, εργαζόταν στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, και τιμήθηκε με το βραβείο Τσερνισέβσκι το 1965.

Στην πάλη του να ανταποκριθεί στο επαναστατικό καθήκον που μας κληροδότησε ο Λένιν, για τη δημιουργία μιας Λογικής, δηλαδή «μιας συστηματικά αναπτυγμένης έκθεσης της διαλεκτικής, όπως είναι η λογική και η θεωρία της γνώσης του σύγχρονου υλισμού», ο Ιλιένκοφ, παρά τα εμπόδια, την καταπίεση και τη λογοκρισία της σταλινικής γραφειοκρατίας (από τη Διαλεκτική Λογική του έχουν περικοπεί ολόκληρα κεφάλαια), άφησε στη γενιά μας, και στις επόμενες γενιές, ένα πολύ σημαντικό έργο. Τα κυριότερα βιβλία του είναι: Η Διαλεκτική του Αφηρημένου και του Συγκεκριμένου στο “Κεφάλαιο” του Kαρλ Μαρξ (1960), Για τα Είδωλα και τα Ιδεώδη [1968 –ελληνική έκδοση (με τον τίτλο: Τεχνοκρατία και Ανθρώπινα Ιδεώδη στο Σοσιαλισμό) Οδυσσέας», 1976], Διαλεκτική Λογική (1974 –ελληνική έκδοση «Gutenberg», 1983), Η Λενινιστική Διαλεκτική και η Μεταφυσική του Θετικισμού (1979 –ελληνική έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», 1988).

Την ίδια στιγμή, με το επαναστατικό μήνυμα της γραφής του, ο Ιλιένκοφ ανάγγειλε τον ερχομό μιας νέας «εφ’ όλης της ύλης» επίθεσης ενάντια στον θεωρητικό και πολιτικό εκφυλισμό της γραφειοκρατικής κλίκας του Κρεμλίνου –τον ερχομό μιας Πολιτικής Επανάστασης για την ανατροπή της σταλινικής γραφειοκρατίας που «πλησίαζε γοργά», όπως χαρακτηριστικά είχε επισημάνει τότε ο αείμνηστος σύντροφος Τζέρι Χίλι διαβάζοντας, το 1977, το πιο σημαντικό του έργο, τη Διαλεκτική Λογική, που είχαν εκδόσει στα αγγλικά οι ρωσικές Εκδόσεις Προγκρέ.

Ενάντια στην τυπική λογική και γενικότερα τη μεταφυσική σκέψη, που, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι ανίκανη να χρησιμοποιήσει διαλεκτικά τη Θεωρία της Αντανάκλασης στο προτσές και την ανάπτυξη της γνώσης, ο Ιλιένκοφ γράφει στην «Εισαγωγή» της Διαλεκτικής Λογικής του:

«“Αντικείμενο” ή “θέμα μελέτης” μας γενικά, και σαν όλο, είναι η νόηση, το σκέπτεσθαι· και η διαλεκτική Λογική έχει ως στόχο της να αναπτύξει μια επιστημονική απεικόνιση της νόησης στις αναγκαίες εκείνες στιγμές και με την αναγκαία αλληλουχία, που δεν εξαρτώνται καθόλου ούτε από τη θέληση ούτε από τη συνείδησή μας. Με άλλα λόγια, η Λογική οφείλει να δείξει με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η νόηση, αν είναι επιστημονική κι αν αντανακλά, δηλαδή αν αναπαράγει σε έννοιες, ένα αντικείμενο που υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση και τη θέλησή μας, με άλλα λόγια, αν δημιουργεί τη νοητική του αναπαράσταση, ανασυνθέτει την αυτοανάπτυξή του και το αναδημιουργεί στη λογική της κίνησης των εννοιών, για να το αναδημιουργήσει μετά και στην πράξη (στο πείραμα ή την πρακτική). Η Λογική, επομένως, είναι η θεωρητική απεικόνιση μιας τέτοιας νόησης», (όπ.π., σελ. 16).

Η Λογική, επιμένει ο Ιλιένκοφ, είναι η επιστήμη των νόμων της νόησης, και η νόηση είναι μια ιδιότητα, ένας τρόπος ύπαρξης της ύλης, καθώς αυτή αντανακλάται, δίνεται στα αισθήματα ως αντικειμενική πραγματικότητα και αναδημιουργείται (μέσα από ένα ολόκληρο αφαιρετικό προτσές) σε έννοιες και γνώση, διαμέσου της δραστηριότητας της σκέψης, του «σκεπτόμενου σώματος» στο προτσές της γνώσης. Για τον Ιλιένκοφ η Πράξη σαν η αποφασιστική κατηγορία στη μέθοδο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη Θεωρία, με τη Σκέψη που προηγείται και καθοδηγεί κάθε πράξη μας. Ενάντια στο αυθόρμητο, σκεπτόμαστε αυτό που θέλουμε να κάνουμε, και κάνουμε αυτό που έχουμε προηγούμενα διεξοδικά σκεφτεί, αντικρούοντας κάθε παρέλκυση, προτροπή ή παρόρμηση για το αντίθετο. Έτσι μόνο ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει και να σκέπτεται τη σκέψη του. Η γνώση, προπαντός η επιστημονική γνώση, δεν μπορεί να είναι, και δεν είναι ένα αυθόρμητο προτσές, κι ακόμα λιγότερο ένα εμπειρικό γεγονός. Με τη σκέψη του ανθρώπου, που είναι αναπόσπαστο μέρος και λειτουργία της Φύσης, η Φύση αντανακλάται στον εαυτό της, δηλαδή αυτοαποκαλύπτεται.

Να πώς το διατυπώνει αυτό στη Διαλεκτική Λογική του ο μεγάλος σοβιετικός φιλόσοφος, αναφερόμενος στον Σπινόζα που (με το «σκεπτόμενο σώμα» του) υπέρβηκε το δυϊσμό του Καρτέσιου, δίνοντας, ταυτόχρονα, ένα αποφασιστικό χτύπημα στον ιδεαλισμό και το χυδαίο υλισμό:

«Δεν υπάρχουν δυο διαφορετικά και καταρχήν αντίθετα αντικείμενα μελέτης –το σώμα και η νόηση– αλλά μόνο ένα και μοναδικό αντικείμενο, που είναι το σκεπτόμενο σώμα του ζωντανού, του πραγματικού ανθρώπου (είτε κάποιου άλλου ανάλογου Όντος, αν κάτι τέτοιο υπάρχει κάπου στο διάστημα)… Ο ζωντανός, ο πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος, το μοναδικό σκεπτόμενο σώμα που γνωρίζουμε, δεν αποτελείται από δύο καρτεσιανά ήμισυ –από τη “νόηση που στερείται σώματος” και από το “σώμα που στερείται νόησης”… Αυτό που σκέπτεται δεν είναι η ιδιαίτερη “ψυχή” που τοποθετείται από το θεό στο ανθρώπινο σώμα σαν σε προσωρινή κατοικία…, αλλά το ίδιο το σώμα του ανθρώπου. Η νόηση είναι μια ιδιότητα, ένας τρόπος ύπαρξης του σώματος, όπως και η έκτασή του, δηλαδή όπως η διάταξή του στο χώρο και η θέση του ανάμεσα στα άλλα σώματα», (Έβαλντ Ιλιένκοφ: Διαλεκτική Λογική, Δεύτερο Δοκίμιο, σελ. 35).

Έτσι, ορίζοντας τη νόηση ως ιδιότητα, ως κατηγόρημα της ύλης (Υπόσταση), ο Σπινόζα ξεπέρασε την εποχή του, αφήνοντας πίσω του αιώνες ολόκληρους τόσο τους ιδεαλιστές όσο και τους εκπροσώπους του μηχανιστικού υλισμού –και τον ίδιο τον Καρτέσιο να ψάχνει την ψυχή στον «κωνοειδή αδένα» του εγκεφάλου του. Με την Υπόσταση, με την επιστημονική αυτή ανακάλυψή του, ο Σπινόζα έγινε ένας αποφασιστικός κρίκος στην ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης. Αυτή είναι η μεγάλη του συνεισφορά στην ανθρωπότητα.

Για τον Σπινόζα, το μεγάλο αυτό στοχαστή της προμαρξιστικής εποχής, η νόηση και η έκταση δεν είναι δυο ιδιαίτερες υποστάσεις, όπως δίδασκε ο Καρτέσιος, αλλά δυο κατηγορήματα μιας και της ίδιας υπόστασης. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ο Ιλιένκοφ αναφέρει στη σελίδα 52 της Διαλεκτικής Λογικής του την καταφατική απάντηση που πήρε ο Πλεχάνοφ σε σχετική ερώτησή του προς τον Έγκελς. Πραγματικά, το 1889 ο Πλεχάνοφ πήγε στο Λονδίνο για να επισκεφτεί τον Έγκελς και σε μια από τις πλούσιες συζητήσεις που είχε μαζί του πάνω στα φιλοσοφικά ζητήματα, ο Πλεχάνοφ, παρουσία του Πάβελ Αξελρόντ, ρώτησε τον Φρ. Έγκελς: –«Έτσι λοιπόν, ο γέρο-Σπινόζα είχε δίκιο όταν έλεγε ότι η νόηση και η έκταση δεν είναι παρά δυο κατηγορήματα μιας και της ίδιας υπόστασης; –Βεβαίως, μου απάντησε ο Έγκελς. Ο γέρο Σπινόζα είχε απόλυτα δίκιο». Τον διάλογο αυτό ο Πλεχάνοφ τον αναφέρει στο άρθρο του: Ο Μπέρνσταϊν και ο Υλισμός (βλ. Τα Φιλοσοφικά Έργα του Πλεχάνοφ στα γαλλικά, τόμος 2ος, σελ. 376). Έτσι, η νόηση και η έκταση είναι πράγματι «δυο κατηγορήματα μιας και της ίδιας υπόστασης», δυο διαφορετικοί τρόποι ύπαρξης και δυο μορφές εκδήλωσης ενός «τρίτου» πράγματος –της άπειρης Φύσης σε αιώνια κίνηση και αλλαγή, που αισθάνεται, σκέπτεται και δρα διαμέσου του ανθρώπου:

«Είναι στον άνθρωπο, επιμένει ο Ιλιένκοφ, που η Φύση πραγματικά διεξάγει, με έναν αυτονόητο τρόπο, εκείνη ακριβώς τη δραστηριότητα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε “σκέψη”. Στον άνθρωπο, στη μορφή του ανθρώπου, στο πρόσωπό του, η ίδια η Φύση σκέπτεται, και καθόλου κάποια ιδιαίτερη υπόσταση, πηγή, ή αρχή ενσταλαγμένη σ’ αυτόν από τα έξω. Στον άνθρωπο, επομένως, η Φύση, σκέπτεται τον εαυτό της, αποκτά επίγνωση του εαυτού της, αισθάνεται τον εαυτό της, δρα πάνω στον εαυτό της. Και το “συλλογίζεσθαι”, η “συνείδηση”, η “ιδέα”, το “αίσθημα”, η “θέληση” και όλες οι άλλες ειδικές δραστηριότητες που ο Ντεκάρτ περιέγραψε σαν τρόπους σκέψης, είναι απλά διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους αποκαλύπτεται μια ιδιότητα αναπαλλοτρίωτη από τη Φύση ως όλο, ένα από τα δικά της κατηγορήματα», (όπ.π., σελ. 36-37).

Η Υπόσταση ως φιλοσοφική κατηγορία, είναι η ίδια η Φύση στις άπειρες αλλαγές, αλληλοσυνδέσεις και μεταβάσεις της, και εκφράζει την άπειρη κίνηση του Είναι σαν όλο, που περιλαμβάνει τον άνθρωπο και τη σκέψη του. Η μεγάλη, επομένως, συνεισφορά του Σπινόζα στη φιλοσοφία είναι ότι, ενάντια στον καρτεσιανό δυϊσμό, παρουσίασε τη σκέψη μ’ έναν αντικειμενικό τρόπο –ως κατηγόρημα της Υπόστασης, κι έτσι έβαλε τις βάσεις για να εδραιωθεί αργότερα ο υλιστικός μονισμός από τους κλασικούς του μαρξισμού.

Η βασική διόρθωση που οι κλασικοί του μαρξισμού έκαναν στη σκέψη του Σπινόζα ήταν η αναγνώριση του γεγονότος ότι ο άνθρωπος δρα και σκέπτεται τη Φύση όχι σαν βιολογικό όν, αλλά ως κοινωνικός άνθρωπος στην αναπαραγωγή των όρων ύπαρξής του –σε ενότητα και ταυτόχρονα σε σύγκρουση με τη Φύση. «Ενεργώντας πάνω στην έξω απ’ αυτόν Φύση, ο άνθρωπος μεταβάλει ταυτόχρονα την ίδια του τη φύση», θα γράψει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου.

Όμως, δυόμισι αιώνες μετά τον Σπινόζα, οι θετικιστές (το υποκειμενικό ιδεαλιστικό ρεύμα όπου ο Λένιν κατάτασσε και τους εμπειριοκριτικιστές) προσπαθούν να στηρίξουν τη Λογική, σαν επιστήμη της νόησης, πάνω στη βάση της μελέτης των «δομών του εγκεφάλου» ή των «δομών της γλώσσας». Στην πάλη ενάντιά τους, ο Ιλιένκοφ κινητοποιεί τον Μπαρούχ Σπινόζα, τον μεγάλο στοχαστή που έλεγε ότι πρέπει κανείς να εξετάσει «τον τρόπο της ενεργητικής, αιτιακής αλληλεπίδρασης» του σκεπτόμενου σώματος με άλλα σώματα, «σκεπτόμενα» και «μη σκεπτόμενα», κι όχι την εσωτερική δομή του εγκεφάλου.

Η σκέψη δεν ταυτίζεται με τη φυσιολογία του εγκεφάλου. «Μέσα στο κρανίο, επιμένει ο Ιλιένκοφ, δεν θα βρείτε ούτε έναν λειτουργικό προσδιορισμό της νόησης, επειδή η νόηση είναι λειτουργία της εξωτερικής αντικειμενικής επίδρασης, που προσδιορίζεται ενεργά από τη μορφή των εξωτερικών αντικειμένων και όχι από τη μορφή του σώματος του εγκεφάλου… Το μόνο “σώμα” που σκέπτεται από την αναγκαιότητα που ενυπάρχει στην ιδιαίτερη “φύση” του (δηλαδή στην ειδική δομή του) δεν είναι καθόλου ο μεμονωμένος εγκέφαλος, ούτε ακόμη ο άνθρωπος σαν όλο: με εγκέφαλο, καρδιά και χέρια και μ’ όλα τα ιδιαίτερα ανατομικά του χαρακτηριστικά. Κατά το Σπινόζα μόνο η Υπόσταση διαθέτει νόηση. Η νόηση έχει ως αναγκαία προϋπόθεση και απαράβατο όρο της (Sine qua non) τη Φύση ολόκληρη σαν ένα όλο», (Έβαλντ Ιλιένκοφ: Η Διαλεκτική Λογική, Δοκίμιο Δεύτερο, σελ. 64-65).

Αλλά αυτό δεν αρκεί, μας βεβαιώνει ο Καρλ Μαρξ. «Σύμφωνα με τον Μαρξ, συνεχίζει ο Ιλιένκοφ, από αναγκαιότητα σκέπτεται μόνο η Φύση, η Φύση που έχει φθάσει στο στάδιο ο άνθρωπος να παράγει κοινωνικά την ίδια του τη ζωή, η Φύση που αλλάζει και αναγνωρίζει τον εαυτό της στο πρόσωπο του ανθρώπου… Η εργασία είναι το προτσές της αλλαγής της Φύσης με τη δράση του κοινωνικού ανθρώπου, που είναι το “υποκείμενο” στο οποίο ανήκει η νόηση ως “κατηγόρημα”. Αλλά η Φύση, η καθολική ύλη της Φύσης, είναι επίσης η υπόστασή της. Η υπόσταση, που με τον άνθρωπο έχει γίνει το υποκείμενο όλων των αλλαγών της, η αιτία του εαυτού της (causa sui)», (όπ.π., σελ. 65).

Έτσι τελειώνει το σημαντικό αυτό Δοκίμιο, που ο Ιλιένκοφ το αποκαλεί: «Η Νόηση ως Κατηγόρημα της Υπόστασης» [κι όχι «Η Νόηση Ιδιότητα της Ύλης» –όπως το αποδίδει ο μεταφραστής του στα ελληνικά (βλ. την αγγλική έκδοση των εκδόσεων Προγκρέ, σελ. 27)]. Ακολουθούν εννιά ακόμα, δηλαδή, συνολικά, έντεκα Δοκίμια –πέρα από τα άλλα τρία που έχει περικόψει η σταλινική-θερμιδοριανή λογοκρισία– όπου ο Ιλιένκοφ θέτει τις βάσεις, δημιουργεί τους όρους, όπως γράφει στο «Συμπέρασμά» του, για την επεξεργασία ενός συλλογικού έργου που δικαιωματικά θα φέρει το όνομα: «Λογική, Διαλεκτική ή Θεωρία της Γνώσης (της σύγχρονης υλιστικής κοσμοαντίληψης) και θά ’χει ως επίγραμμα τα λόγια του Λένιν: “Δεν χρειάζονται τρεις λέξεις, πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα”».

Αλλά η μεγάλη συνεισφορά του Ιλιένκοφ δεν περιορίζεται στη Διαλεκτική Λογική του. Στο σημαντικό έργο του: Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού (που, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει ταπεινά, είναι «Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»), ο Ιλιένκοφ τονίζει τη σημερινή επικαιρότητα εκείνης της σύγκρουσης του Λένιν με το θετικισμό, εμμένοντας, όχι σε αφηρημένες συγκρίσεις και αναλογίες, αλλά στην αναγκαιότητα της πάλης για την παραπέρα ανάπτυξη της μαρξιστικής μεθόδου:

«Το ζήτημα εξακολουθεί να τίθεται όπως παλιά, έτσι όπως το έθεσε ο Λένιν το 1908: ή συνεπής (διαλεκτικός) υλισμός, ή ανώφελες περιπλανήσεις στη θεωρία –περιπλανήσεις που εγκυμονούν θλιβερές ή και τραγικές συνέπειες. Οι περιπλανήσεις αυτές που αρχίζουν, θα έλεγε κανείς, στη σφαίρα της αφαίρεσης, αργά ή γρήγορα καταλήγουν στην αμαρτωλή γη.

“Αναγνωρίζει ο ομιλητής ότι η φιλοσοφία του μαρξισμού είναι ο Διαλεκτικός Υλισμός; ”», (ρωτούσε στην «αμαρτωλή γη» μας ο Λένιν, με τη φωνή του Ντουμπρόβινσκι, στις 15/28 του Μάη 1908 τον Μπογκντάνοφ, που έδινε μια διάλεξη στη Γενεύη –απαιτώντας επίμονα μια σαφή απάντηση). «Ούτε απλά ο υλισμός, ούτε απλά η διαλεκτική, (αλλά) ο Διαλεκτικός Υλισμός», τονίζει με έμφαση ο Ιλιένκοφ, (Βλ.: Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού, σελ. 9).

Ο Ιλιένκοφ ήταν διαλεκτικός υλιστής και όταν έλεγε «ύλη», «υλικό κόσμο», «αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει έξω κι ανεξάρτητα από το υποκείμενο», εννοούσε «όλο το άπειρο σύνολο των πραγμάτων, γεγονότων, διαδικασιών που υπάρχουν στη Φύση και στην Ιστορία», (όπ.π., σελ. 36).

Κι αυτόν ακριβώς τον πρωταρχικό «υλικό κόσμο» αντιπαράθεται «τόσο στον ατομικά σκεπτόμενο εγκέφαλο, όσο και στον συλλογικά “σκεπτόμενο εγκέφαλο της ανθρωπότητας”, δηλαδή στη “νόηση γενικά”, στη “συνείδηση γενικά”, στον “ψυχισμό γενικά”, στο “πνεύμα γενικά”», (όπ.π.).

Ενάντια στους μαχιστές και ιδιαίτερα ενάντια στον Μπογκντάνοφ και τον Λουνατσάρσκι που επαναλάμβαναν χωρίς διακοπή την αντίληψη του Μπέρκλεϊ ότι «το αντικείμενο και το αίσθημα είναι το ίδιο πράγμα», διακηρύσσοντας ότι μπορούν να γνωρίσουν τον κόσμο με τα αισθήματά τους, ο Ιλιένκοφ γράφει:

«Δεν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος γίνεται γνώσιμος με τις αισθήσεις μας. Στις αισθήσεις ο εξωτερικός κόσμος μάς δίνεται απλά, όπως δίνεται και σ’ ένα σκύλο. Γίνεται γνώσιμος όχι με τις αισθήσεις, αλλά με τη δραστηριότητα της σκέψης, που επιστήμη της είναι η λογική (και λογική, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι και η θεωρία της γνώσης του σύγχρονου υλισμού)… Αν η σκέψη είναι απλά “λόγος πλην ήχος”, όπως νομίζει ο Μπογκντάνοφ (και αυτός είναι ο κεντρικός άξονας της αντίληψης ολόκληρου του θετικισμού), “άφωνος λόγος” ή διαδικασία ανάπτυξης των γλωσσικών συστημάτων, τότε έχει δίκιο ο θετικισμός. Κι εδώ ακριβώς αρχίζει η πορεία προς τον ιδεαλισμό», (όπ.π., σελ. 32-33).

Ο Ιλιένκοφ έχει απόλυτα δίκιο. Το διαλεκτικό μονοπάτι της γνώσης της αλήθειας, της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας, είναι, όπως καθαρά γράφει ο Λένιν, το προτσές «από τη ζωντανή αντίληψη, στην αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη», (βλ. Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 152-153). Ο Μπογκντάνοφ και όλοι οι μαχιστές, ξεκινώντας από τα αισθήματά τους κι όχι από τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο, κατρακυλούσαν στον ιδεαλισμό. Αυτό το έβλεπε κι ο Πλεχάνοφ και γι’ αυτό είχε αναλάβει την πάλη εναντίον τους. Εκείνο, όμως, που έβλεπε ο Λένιν, και που «δεν είχε προσέξει ο Πλεχάνοφ», ήταν οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε «για τις τύχες της επανάστασης στη Ρωσία –και όχι μόνο στη Ρωσία– η ρωσική παραλλαγή της θετικιστικής αναθεώρησης των φιλοσοφικών βάσεων του επαναστατικού μαρξισμού», (Έβαλντ Ιλιένκοφ: Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού, σελ. 25).

Ο Λένιν ήταν επαναστάτης, και πάλευε για την ανατροπή των καπιταλιστών και την εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης κι όχι για κάποια αφηρημένα γνωσιολογικά σχήματα. Και γι’ αυτό πάλεψε με τόσο πείσμα και μέχρι τέλους τους αναθεωρητές του μαρξισμού, τους αναθεωρητές του Μπολσεβικισμού, το «Μαχισμό, τη φιλοσοφία της νεκρής αντίδρασης», όπως την χαρακτηρίζει στο βιβλίο του ο Ιλιένκοφ, υπερασπιζόμενος τη μαρξιστική κοσμοαντίληψη. «Η φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού», συνεχίζει στην ίδια σελίδα ο Ιλιένκοφ, «η υλιστική διαλεκτική, η λογική της ανάπτυξης ολόκληρης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, η λογική της σκέψης που με τη δύναμή της δημιουργήθηκε το Κεφάλαιο, και η στρατηγική της πολιτικής πάλης του επαναστατικού κινήματος της διεθνούς εργατικής τάξης που στηρίζεται σ’ αυτό, ήταν ο στόχος της αναθεώρησης», ο στόχος της κυρίαρχης τάξης και των «λακέδων» της μέσα στο επαναστατικό κίνημα. Όπως ο Λένιν, ο Ιλιένκοφ κατανοούσε πολύ καλά ότι ήταν αδύνατο να είσαι επαναστάτης χωρίς να είσαι αδιάλλακτος υπερασπιστής της υλιστικής διαλεκτικής στον τομέα της φιλοσοφίας. Όπως ο Λένιν, ο Τρότσκι και όλοι οι άλλοι επαναστάτες, ο Ιλιένκοφ δεν ήταν «φιλόσοφος», ήταν μαρξιστής επαναστάτης που πάλευε για το κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας –κι έτσι για την ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού στην πάλη για την αλλαγή του κόσμου και την κατανόηση αυτής της αλλαγής.

«Omnis determinatio est negatio» («Κάθε προσδιορισμός είναι άρνηση»), έλεγε συχνά ο Σπινόζα. Κι ο Χέγκελ παραθέτοντας την πρόταση του αυτή στη σελίδα 113 της Επιστήμης της Λογικής, γράφει δίπλα: Αυτή η πρόταση έχει άπειρη σπουδαιότητα». Κι αυτό, γιατί μόνο μέσα από μια ολόκληρη σειρά αρνήσεων μπορούμε να προσδιορίσουμε κάτι, κι έτσι μπορούμε να προσθέσουμε γνώση, διεισδύοντας στο πράγμα-καθεαυτό και μετατρέποντάς το σε πράγμα-για-μας. Ή, για να το πούμε με τα λόγια του Ιλιένκοφ, έτσι μόνο μπορούμε να αντανακλάσουμε, να φωτογραφήσουμε, να προσδιορίσουμε και να αναπαράγουμε «σε έννοιες, ένα αντικείμενο που υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση και τη θέλησή μας», να το αναδημιουργήσουμε «στη λογική της κίνησης των εννοιών», για να το αναδημιουργήσουμε μετά «και στην πράξη (στο πείραμα ή την πρακτική)», (βλ. Διαλεκτική Λογική, σελ. 16).

Ενάντια στους θετικιστές, που απεγνωσμένα προσπαθούν ακόμα να καπελώσουν τον αντικειμενικό κόσμο με τις αυτοκατασκευασμένες εικόνες τους, ας δούμε συνοπτικά τις πρώτες-πρώτες στιγμές του προτσές της αφαίρεσης, του προτσές της γνώσης, τους πρώτους προσδιορισμούς της αντανάκλασης έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι η «Γνώση είναι η αντανάκλαση της Φύσης από τον άνθρωπο», όπως με έμφαση τονίζει ο Λένιν στη σελίδα 163 των Φιλοσοφικών Τετραδίων. «Αλλά η αντανάκλαση αυτή (συνεχίζει στην αμέσως επόμενη σελίδα) δεν είναι μια απλή, δεν είναι μια άμεση, δεν είναι μια πλήρη αντανάκλαση, αλλά το προτσές μιας σειράς αφαιρέσεων, ο σχηματισμός και η ανάπτυξη των εννοιών, των νόμων κτλ., κι αυτές οι έννοιες, οι νόμοι κτλ. (νόηση, επιστήμη = “η λογική ιδέα”) αγκαλιάζουν συμβατικά, κατά προσέγγιση τον καθολικό νομοτελειακό χαρακτήρα της αιώνιας κινούμενης και αναπτυσσόμενης Φύσης»:

Στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο, που περιλαμβάνει τον άνθρωπο και τη σκέψη του, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτόν, βρίσκεται η άπειρη ταυτότητα της πηγής του αισθήματος. Μια ταυτότητα που, σύμφωνα με τον Έγκελς, «εμπεριέχει διαφορά μέσα της», (βλ. Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 193). Απ’ αυτόν τον κόσμο (που παλεύουμε να αλλάξουμε) ξεκινάμε αφαιρετικά για να τον προσδιορίσουμε, για να τον γνωρίσουμε, κι όχι από τα αισθήματα και τις εντυπώσεις που μας προκαλεί –όπως κάνουν όλοι οι ιδεαλιστές υπηρέτες του καπιταλιστικού συστήματος. Με την πρώτη άρνηση, η άπειρη ταυτότητα του πραγματικού κόσμου, καθώς αντανακλάται στα αισθητήρια όργανά μας, αρνείται σε πεπερασμένο αρνητικό της διαφοράς που έχει πάνω του ως θετικό την αρνημένη ταυτότητα. Αυτό είναι το αίσθημα. Έτσι, με την πρώτη άρνηση η ταυτότητα αρνείται τον εαυτό της σε διαφορά (διαφορά που εμπεριέχει την ταυτότητα της πηγής), η άπειρη ποσότητα αρνείται σε πεπερασμένη ποιότητα (που εμπεριέχει την ποσότητα), το αναγκαίο αρνείται σε τυχαίο (που εμπεριέχει την αναγκαιότητα) και η αιτία αρνείται σε αποτέλεσμα (που εμπεριέχει την αιτία).

Το Αίσθημα, γράφει ο Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, και επαναλαμβάνει ο Ιλιένκοφ στο δικό του «Εμπειριοκριτικισμό», είναι μια από τις ιδιότητες της ύλης σε κίνηση. Είναι μια εικόνα του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου στη σκέψη μας –μια εικόνα που οι ακόμα άγνωστες ιδιότητές της ενσωματώνουν την αντί-θεση της ταυτότητας και της διαφοράς (Ουσία) όπως και την Αντίφαση που προκύπτει από την πρώτη άρνηση. Έτσι, το αίσθημα είναι μια απροσδιόριστη αρχή, που, όσο και να το εύχονται οι μαχιστές, δεν μπορεί να προσφέρει καμιά γνώση στον Μπογκντάνοφ και σε ολόκληρη την αδελφότητα των υποκειμενικών ιδεαλιστών. Πέρα απ’ αυτό, ο κίνδυνος που πάντα ελλοχεύει όταν ξεκινάει κανείς από τα αισθήματά του κι όχι από τον άπειρο εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο στην αιώνια κίνηση και αλλαγή του, είναι να αναφέρεται σε ένα Είναι που ήδη έχει αλλάξει, που δεν υπάρχει πια στον πραγματικό κόσμο. Έτσι, οι ιδεαλιστές-εικονοπλάστες, ξεκινώντας από τα αισθήματά τους, συνεχίζουν να «κατασκευάζουν» τις εικόνες τους κάτω από συνθήκες που το περιεχόμενο της πηγής του αισθήματος έχει αλλάξει ή κάτω από όρους όπου ο μετασχηματισμός του περιεχομένου έχει απορρίψει τη μορφή της ταυτότητας. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν αυτοί οι κίνδυνοι είναι να ξεκινάει κανείς πάντα από τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο και να αντανακλά σκόπιμα και διαρκώς το αντικείμενό του, συνεχίζοντας το προτσές της άρνησης (αφαίρεσης) μέχρι το τέλος.

Στο ίδιο αδιέξοδο θα οδηγηθούμε αν σταματήσουμε στην πρώτη άρνηση και δόσουμε αυθαίρετα έναν προσδιορισμό στην απροσδιόριστη ακόμα εικόνα του αισθήματος. Το αφαιρετικό προτσές πρέπει να συνεχιστεί –πρέπει να προχωρήσουμε στην άρνηση της πρώτης άρνησης, να επιστρέψουμε στο συνεχώς μεταβαλλόμενο άπειρο του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου και να εγκαθιδρύσουμε τη σύνθεση του λογικού με την ιστορία στον τρίτο όρο (μια σύνθεση που εμπεριέχει ανάλυση) κι έτσι να φθάσουμε στην ολοκλήρωση της λειτουργίας των αντικειμενικών νόμων που ανοίγει το δρόμο σε μια τρίτη άρνηση (από τα έξω προς τα μέσα ξανά), απ’ όπου αναδύεται η Έκφανση, ως η πρώτη στιγμή της Ουσίας, συνεχίζοντας τους επιστημονικούς προσδιορισμούς που μέσα από άπειρες στιγμές, με την Εμφάνιση και την Ενεργό Πραγματικότητα (μέσα/έξω), κορυφώνονται στην Αφηρημένη Έννοια καθώς αυτή μεταβαίνει σε Θεωρητική και Πρακτική Ιδέα. Έτσι μπορούμε να αφαιρέσουμε την αναγκαία γνώση που θα καθοδηγήσει την επαναστατική μας πράξη στην αλλαγή του κόσμου. Κι έτσι μόνο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ιδεαλιστική-ιμπρεσσιονιστική πίεση να διακόψουμε στην πρώτη του στιγμή το αφαιρετικό αυτό προτσές, δίνοντας ένα όνομα στην απροσδιόριστη ακόμα εικόνα του αισθήματος, όπως έκαναν οι μαχιστές, μαζί με τους θετικιστές όλου του κόσμου, που με τόση εμμονή και αδιαλλαξία πολέμησε ο Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό του και καταπολεμά ο Ιλιένκοφ σ’ όλα του τα έργα.

Κι αυτή η σύγκρουση συνεχίζεται με τους ιδεαλιστές όλων των αποχρώσεων. Η πλασματική εικόνα του φιχτεϊστή –που ξεκινάει από το εγώ του– δεν αντανακλά κανένα αντικείμενο, κανένα Είναι, καμιά ταυτότητα του αντικειμενικού κόσμου, κι έτσι δεν υπάρχει η παραμικρή ώθηση για την άρνηση της άρνησης και την επιστροφή στον εξωτερικό κόσμο. Καθώς είναι ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν διαλεκτικά τη Θεωρία της Αντανάκλασης στο προτσές και την ανάπτυξη της γνώσης, οι ιδεαλιστές δεν χρειάζονται καμιά αφαίρεση, κανέναν προσδιορισμό –απλά επιβάλλουν τις αυτοδημιούργητες εικονοκατασκευές τους, τα πλαστά αισθήματά τους, στον πραγματικό κόσμο. Αυτή είναι η υποκειμενική αλήθεια τους!!!

Ενάντιά τους, το προτσές της άρνησης είναι αντικειμενικό. Έτσι, η πρώτη εικόνα που αφαιρούμε είναι «ένας καθολικός πρώτος όρος, θεωρούμενος καθεαυτός και διεαυτός (που) παρουσιάζεται να είναι το Άλλο του εαυτού του»… (Χέγκελ). Είναι «η πρώτη καθολική έννοια που συναντάμε», (Λένιν). Ένα αρνητικό του «καθεαυτού» που δεν έχει ακόμα κανέναν απολύτως προσδιορισμό. Είναι μια απροσδιόριστη αρχή (που όπως γράφει ο Λένιν στη σελίδα 213 των Φιλοσοφικών Τετραδίων «δεν πρέπει να την υποτιμάμε»). «Είναι το Άλλο του εαυτού του», «το Άλλο του πρώτου, το αρνητικό του άμεσου» που «περιέχει εξολοκλήρου τον προσδιορισμό του πρώτου», του άμεσου, της ταυτότητας, του αντικειμενικού στον εξωτερικό κόσμο της Φύσης και της κοινωνίας (ταξική πάλη).

«Έτσι, το πρώτο ουσιαστικά περιέχεται και διατηρείται στο Άλλο», στο αρνητικό του. Και «το να κρατάει κανείς σφιχτά το θετικό στο δικό του αρνητικό… είναι το πιο σημαντικό μέρος της λογικής γνώσης». Γιατί δεν είναι ένα «άδειο αρνητικό ή το Τίποτα», δεν είναι «άδεια άρνηση», δεν είναι «μάταιη άρνηση» δεν είναι «σκεπτικιστική άρνηση», (ο Λένιν το υπογραμμίζει αυτό γιατί εδώ ακριβώς εκδηλώνεται ο σκεπτικισμός όταν αγνοούμε το αντικειμενικό περιεχόμενο της πρώτης άρνησης –που δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί, κι αυτό κάνουν οι απανταχού ιδεαλιστές, κατρακυλώντας στο σκεπτικισμό). Είναι «η άρνηση ως μια στιγμή σύνδεσης (του αντικείμενου με το υποκείμενο), ως μια στιγμή ανάπτυξης». Είναι καθαρό: οι αισθήσεις μας δεν μας ξεγελούν. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, και είναι επιστημονικά ελεγμένο, ότι τα αισθήματά μας αντικατοπτρίζουν, φωτογραφίζουν με σχετική ακρίβεια τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο. Έτσι, οι εικόνες που αρνούμαστε (αφαιρούμε) έχουν πάντα ένα αντικειμενικό περιεχόμενο, που δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί, αλλά υπάρχει μέσα στην εικόνα του αισθήματος! (Να επισημάνουμε ότι όλα τα αποσπάσματα αυτής της παραγράφου είναι του Χέγκελ και του Λένιν, παρμένα από τη σελίδα 207 των Φιλοσοφικών Τετραδίων).

Η υλιστική θεωρία της αντανάκλασης αρχίζει με την ταυτότητα της εξωτερικής πηγής της εικόνας του αισθήματος. Πράγμα που σημαίνει ότι αρνούμαστε (αφαιρούμε σκόπιμα) το «καθεαυτό» των αντικειμένων που είναι υπεύθυνα για το αίσθημα –αντικείμενα, που υπάρχουν ανεξάρτητα από μας στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο κι έχουν μέσα τους το καθολικό υλικό όλο σε αιώνια κίνηση και αλλαγή.

Το ξαναλέμε: για τους επαναστάτες-μαρξιστές (και πρώτα απ’ όλους για τον Ιλιένκοφ) το προτσές της άρνησης αρχίζει από τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο ως η εν δυνάμει ενότητα των αυτοσχετιζόμενων εννοιών, Είναι–Μη-Είναι–Γίγνεσθαι, και επιστρέφει στον εξωτερικό κόσμο ως η εν ενεργεία έννοια της Έκφανσης. Έτσι, διαμέσου της τρίτης άρνησης εγκαθιδρύουμε μια σύνθεση με την ιστορία του κοινωνικού Είναι σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η σύνθεση με την ιστορική-υλιστική γνώση, που περιέχει ανάλυση μέσα της σαν μια στιγμή της αντικειμενικής αλήθειας, γίνεται η κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της θεωρίας ως οδηγού στην επαναστατική πράξη.

Με την πρώτη άρνηση, που συμπέφτει με την αντανάκλαση, η Ταυτότητα (άπειρη και αντικειμενική) της πηγής του αισθήματος, στην άρνησή της μεταμορφώνεται σε Διαφορά (πεπερασμένη και υποκειμενική) της αισθητηριακής εικόνας. Αυτό είναι ένα αντικειμενικό νομοτελειακό προτσές ανάμεσα στα κύρια αντίθετα: τον αντικειμενικό κόσμο της Φύσης και της κοινωνίας, που είναι και το πρωταρχικό αντίθετο, και το υποκείμενο, τον άνθρωπο, που είναι το δευτερεύον. Τα δυο αυτά αυτοσχετισμένα αντίθετα (ατομικό και καθολικό) είναι ταυτόσημα και βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση ενότητας, σύγκρουσης, αλληλοδιείσδυσης και αλληλομετατροπής. Μέσα από την ενότητα και σύγκρουση αυτών των αντιθέτων, η Φύση αλλάζει τον άνθρωπο και ο άνθρωπος, στην πάλη του να ζήσει, αλλάζει τη Φύση, αλλάζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του. Έτσι, η απλή άρνηση της Ταυτότητας σε Διαφορά είναι ο πρώτος βασικός νόμος της υλιστικής διαλεκτικής που διέπει τη Φύση, την κοινωνία και τη σκέψη του κοινωνικού ανθρώπου. Είναι ο νόμος της Ενότητας, της Σύγκρουσης και της Αλληλοδιείσδυσης των Αντιθέτων.

Σε κάθε άπειρη στιγμή η Ποσότητα της ύλης στον αντικειμενικό κόσμο είναι ταυτόχρονα η Ταυτότητα της πηγής που μεταμορφώνει την ενέργεια του εξωτερικού ερεθισμού σε γεγονός της συνείδησης, καθώς αντανακλάται ως Ποιότητα της πεπερασμένης αισθητηριακής Διαφοράς στη σκέψη. Σαν μια διαλεκτική στιγμή που εκδηλώνει τη Φύση και την ταξική πάλη στην κοινωνία, η Ποσότητα της πηγής του αισθήματος εμπεριέχει Ποιότητα μέσα της. Έτσι, η Ποιότητα (διαφορά) είναι μια αρνητική εικόνα στη σκέψη που περιέχει τη θετική εικόνα της δικής της Ποσότητας (ταυτότητα). Με δυο λόγια, είναι η άπειρη Ποσότητα στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο που, αρνούμενη τον εαυτό της, αντανακλάται ως πεπερασμένη Ποιότητα στη σκέψη μας. Αυτός είναι ο νόμος της απλής άρνησης της άπειρης Ποσότητας σε πεπερασμένη Ποιότητα –ο δεύτερος νόμος της υλιστικής διαλεκτικής. Είναι ο νόμος της Μετατροπής της Ποσότητας σε Ποιότητα και Αντίστροφα.

Σ’ ολόκληρη την ανέλιξη του προτσές της γνώσης, με αποκορύφωμα τις διαλεκτικές στιγμές που η «ποσότητα» μεταμορφώνεται σε «ποιότητα» και τανάπαλιν (βλ. το στοιχείο 16 της Διαλεκτικής στη σελίδα 203 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «μετάβαση της ποσότητας σε ποιότητα και vice versa»), η κατηγορία του Μέτρου εκδηλώνει τη σχετική ενότητα των ιδιοτήτων της άπειρης ποσότητας και της πεπερασμένης ποιότητας στη σκέψη. Προσπαθώντας να διεισδύσει στην «πολύ σκοτεινή» ανάλυση του Χέγκελ για το Μέτρο, ο Λένιν γράφει στη σελίδα 111 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «“Η κομβική γραμμή των σχέσεων του Μέτρου” (Knotenlinie von Mabverhaltnissen) –μεταβάσεις της ποσότητας σε ποιότητα… Βαθμιαίο και άλματα». Και αμέσως μετά: «ΝΒ. Και ξανά στην επόμενη σελίδα, αυτό το βαθμιαίο δεν εξηγεί τίποτε χωρίς τα άλματα», (βλ. και Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, σελ. 367-368). Για τον μαρξισμό, οι αλλαγές στην ποσότητα αλλάζουν την ποιότητα. (Να υπενθυμίσουμε ότι ο Χέγκελ, ξεκινώντας από την Απόλυτη Ιδέα του, βλέπει αυτό το προτσές αντεστραμμένο). Η ποσότητα και η ποιότητα, ενωμένες στην σύγκρουσή τους, αλληλοδιεισδύουν και αλληλο-μετατρέπονται. Καθώς στον αντικειμενικό κόσμο κάθε ποσότητα έχει ένα ποιοτικό χαρακτήρα και κάθε ποιότητα αντιστοιχεί σε μια καθορισμένη ποσότητα –το πραγματικό Είναι δεν είναι ούτε καθαρή ποσότητα ούτε καθαρή ποιότητα, αλλά ποσοτική ποιότητα ή ποιοτική ποσότητα,, δηλαδή Μέτρο.

Αλλά η απλή άρνηση δεν μπορεί από μόνη της να ολοκληρώσει τη λειτουργία των αντικειμενικών νόμων. Πρέπει να μπει σε κίνηση και ο τρίτος νόμος, ο νόμος της άρνησης της άρνησης, κι έτσι να συνεχιστεί η αλληλοδιείσδυση και η μετατροπή των αντιθέτων «και αντίστροφα». Την ίδια στιγμή, η απλή άρνηση της Ταυτότητας σε Διαφορά (Ποσότητας σε Ποιότητα, Αναγκαίου σε Τυχαίο και Αιτίας σε Αποτέλεσμα), έχει θέσει την άπειρη Αντίφαση στους περιορισμούς της πεπερασμένης διαφοράς, ενώ η ενότητα του αρνητικού και του θετικού, που, ως αντίθεση, συνιστά την Ουσία, ωθεί στην άρνηση της άρνησης, πίσω στον άπειρο αντικειμενικό κόσμο. Με την άρνηση της άρνησης αναδύονται τρεις αντι-θέσεις στη διαλεκτική λογική, που εκδηλώνουν τους τρεις αυτούς νόμους (αντί-θεση της Ταυτότητας και της Διαφοράς, αντί-θεση της Αιτίας και του Αποτελέσματος και αντί-θεση της Αναγκαιότητας και του Τυχαίου). Τώρα η πεπερασμένη ποιότητα αλληλοδιεισδύει στην άπειρη ποσότητα του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου. Ταυτόχρονα, με την άρνηση της πρώτης άρνησης έχουμε τη μετάβαση της Διαφοράς σε Αντίφαση. Έτσι, έχουμε τον τρίτο νόμο της υλιστικής διαλεκτικής. Είναι ο νόμος της Άρνησης της Άρνησης.

Πρέπει, ωστόσο, να είναι καθαρό: «... “Είναι η φύση του πεπερασμένου να περνάει πέρα από τον εαυτό του, να αρνείται την άρνησή του και να γίνεται άπειρο”…», όπως επιδοκιμαστικά παραθέτει ο Λένιν από την Επιστήμη της Λογικής, και, με τη σειρά του, επιβεβαιώνει το συμπέρασμα του Χέγκελ: «Καμιά εξωτερική (fremde) δύναμη (Gewalt) δεν μετατρέπει το πεπερασμένο σε άπειρο, αλλά η δική του (πεπερασμένη) φύση (seine Natur)», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 100). Δίπλα, στο περιθώριο, ο Λένιν γράφει μέσα σε πλαίσιο: «Η διαλεκτική των ίδιων των πραγμάτων, της ίδιας της Φύσης, της ίδιας της πορείας των γεγονότων».

Το Διαλεκτικό προτσές της γνώσης βασίζεται στις σχέσεις του «ατομικού» και του «καθολικού», που ως αυτοσχετιζόμενα αντίθετα είναι ταυτόσημα στην ενότητά τους. Αυτό καθορίζει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους τρεις νόμους που διέπουν τη Φύση, την κοινωνία και την ανθρώπινη σκέψη. «Η ταυτόσημη αυτή φύση της ενότητάς τους», γράφει ο Τζέρι Χίλι, «είναι η πηγή της άπειρης αντίφασης στη διαλεκτική λογική σκέψη του “ατόμου”. Συνιστά τον πρώτο αντικειμενικό νόμο στην υλιστική διαλεκτική ως νόμο της “ενότητας, σύγκρουσης, και αλληλοδιείσδυσης” των αντιθέτων. Οι άλλοι δυο αντικειμενικοί νόμοι, ποσότητα σε ποιότητα και αντίστροφα, και άρνηση της άρνησης, εκδηλώνονται μέσα σ’ αυτήν την Ενότητα”». Από την άλλη, ο νόμος της «άρνησης της άρνησης, ενσωματώνει εν δυνάμει τους νόμους της ενότητας, σύγκρουσης και αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων, της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα ως την “ουσία” ή την “υπόσταση” των “πραγμάτων” που υπάρχουν αντικειμενικά μέσα στον εξωτερικό κόσμο», (βλ. Τζέρι Χίλι: Υλιστική Διαλεκτική και Πολιτική Επανάσταση, σελίδες 110 και 254-255 αντίστοιχα, εκδόσεις Παρασκήνιο).

Να προσθέσουμε ότι το προτσές της πρώτης άρνησης είναι το ίδιο προτσές με «το σπάσιμο του ενός και μόνου όλου και τη γνώση των αντιφατικών του μερών» που «είναι η ουσία (ένα από τα “ουσιαστικά”, ένα από τα κύρια, αν όχι το κύριο, χαρακτηριστικό ή γνώρισμα) της διαλεκτικής… Σ’ αυτήν την πλευρά της διαλεκτικής, συνήθως (π.χ., ο Πλεχάνοφ) δεν δίνεται αρκετή προσοχή: η ταυτότητα των αντιθέτων παίρνεται σαν ένα άθροισμα παραδειγμάτων… κι όχι ως ένας νόμος της γνώσης (και ως ένας νόμος του αντικειμενικού κόσμου)», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 316).

Μέσα από την αντανάκλαση –που είναι μια καθολική ιδιότητα της ύλης– και την άρνηση της ταυτότητας σε διαφορά σπάμε, ταυτόχρονα, το ένα και μόνο όλο στα αντιφατικά του μέρη (ταυτότητα και διαφορά), συγκροτώντας την αντί-θεση –που ως ενότητα της ταυτότητας και της διαφοράς συνιστά την Ουσία. Έτσι μόνο μπορούμε να αναλύσουμε και να γνωρίσουμε τα αντιφατικά μέρη του ενιαίου όλου. «Γιατί το Ένα είναι αυτό που συνίσταται από δυο αντίθετα, έτσι ώστε όταν κοπεί στα δύο τα αντίθετα αποκαλύπτονται», όπως, απλοϊκά, αλλά σωστά, έλεγε το απόσπασμα του Φίλωνα για τον Ηράκλειτο στο οποίο αναφέρεται ο Λένιν στη σελίδα 316 των Φιλοσοφικών Τετραδίων του.

Τα αντίθετα είναι ενωμένα και ταυτόχρονα αλληλο-αποκλείονται στη σύγκρουσή τους –έτσι μόνο μπορούν να αλληλο-διεισδύουν και να αλληλο-μετατρέπονται. Και η γνώση των δυο αυτών αντιθέτων στην αυτοσχέση τους «είναι η ουσία (ένα από τα “ουσιαστικά”…) της διαλεκτικής». Στο προτσές της γνώσης τα αντίθετα βρίσκονται σε μετάβαση το ένα προς το άλλο, και γίνονται ταυτόσημα πριν μετατραπούν στο αντίθετό τους. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης, με τη μετατροπή των αντιθέτων, η αντίφαση λύνεται και αναδύεται ένα νέο αντικείμενο που σαν ταυτότητα έχει εγγενή την αντίφαση μέσα του. Η λυμένη αντίφαση είναι ταυτόχρονα μια άλλη αντίφαση… και η αιώνια κίνηση και αλλαγή της ύλης συνεχίζεται στο χωροχρόνο, γίνεται δηλαδή διαρκής και άπειρη..

Να τονίσουμε ότι όλες αυτές οι αντικειμενικές νομοτελειακές σχέσεις, μεταβάσεις κι αλληλοσυνδέσεις εμπεριέχονται και αναλύονται στην σημαντική κληρονομιά που μας άφησε ο Έβαλντ Βασίλιεβιτς Ιλιένκοφ κι είναι γι’ αυτό που το έργο του αποτελεί ένα πραγματικά διαχρονικό οπλοστάσιο για κάθε προλετάριο επαναστάτη και την εργατική τάξη σαν όλο που η ιστορική της αποστολή είναι η εγκαθίδρυση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας αντάξιας του ανθρώπινου πολιτισμού.

Τελειώνοντας, θέλουμε να ξαναγυρίσουμε στον Λένιν και τον Εμπειριοκριτικισμό απ’ όπου ξεκινήσαμε, παραθέτοντας ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου του Ιλιένκοφ, που ο ίδιος ο σοβιετικός διανοητής το χαρακτηρίζει «Συμπέρασμα» του Δοκιμίου του:

«Άν η θεωρία της γνώσης, γράφει ο Ιλιένκοφ, διεκδικεί το δικαίωμα να γίνει επιστήμη, να κατανοεί δηλαδή τις μορφές και του νόμους ανάπτυξης της γνώσης, και όχι να περιγράφει απλά τις ψυχοφυσιολογικές, γλωσσολογικές ή ψυχολογικές προϋποθέσεις της γνώσης (δηλαδή τις περιστάσεις που αλλάζουν όχι μόνο από αιώνα σε αιώνα, αλλά και από χώρα σε χώρα και μάλιστα από άτομο σε άτομο), δεν μπορεί επίσης να είναι τίποτε άλλο, παρά η επιστήμη για τους γενικούς νόμους ανάπτυξης του πανανθρώπινου πνευματικού πολιτισμού. Μ’ αυτή όμως την αντίληψη η θεωρία της γνώσης συμπίπτει επίσης με την επιστήμη για τη νόηση και κατά συνέπεια και με τη διαλεκτική. Η διαλεκτική, και από ιστορική άποψη και από άποψη ουσίας, δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά το σύνολο των γενικών (και κατά συνέπεια αντικειμενικών) νόμων και μορφών της φυσιολογικής και ιστορικοκοινωνικής εξέλιξης στην καθολική της μορφή, που αντανακλώνται στην πορεία εξέλιξης του πνευματικού πολιτισμού της ανθρωπότητας. Γι’ αυτόν το λόγο οι νόμοι της διαλεκτικής είναι νόμοι ανάπτυξης των ίδιων των πραγμάτων, νόμοι ανάπτυξης του ίδιου του γνώσιμου κόσμου των φυσικών και ιστορικών φαινομένων, νόμοι που έχουν συνειδητοποιηθεί από την ανθρωπότητα (μέσω της φιλοσοφίας) και έχουν επαληθευθεί ως προς την αντικειμενικότητα (εγκυρότητά) τους από την πρακτική του μετασχηματισμού, τόσο της Φύσης όσο και των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων», (Ε. Ιλιένκοφ: Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού, σελ. 134-135).

Θεοδόσης Θωμαδάκης

Αναδημοσίευση απο: https://osr55.wordpress.com/2010/11/28/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ad%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%b1/

via

http://red-traverso.blogspot.gr/2012/04/1924-1979.html

2 σχόλια

  1. Θόδωρος Καβάσης Απάντηση

    Η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή, το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες. Λάο-Τσε
    Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βιαία και γρήγορα, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας. Διαφερόμενον εαυτώ ομολογέει (αυτό που διαφέρει συμφωνεί με τον εαυτό του). Ηράκλειτος
    Αρχή και στοιχείο των όντων είναι το Άπειρο. Το άπειρο είναι η αέναη κίνηση που μέσα την τελείται το Γίγνεσθαι των κόσμων και των όντων. Η αέναη αλλαγή -το γίγνεσθαι- τελείται από τον διάλογο των αντιθέτων. Αναξίμανδρος
    Για να υπάρχει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και κάποια απόσταση από άλλο, δεν μπορεί να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου ούτε του πράγματος, ούτε του περιθωρίου, έτσι αν υπάρχουν πολλά αυτά πρέπει να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα, τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους (η αντιφατικότητα του Είναι). Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται. (κινείται μέσα στον εαυτό του όντας εν τω γίγνεσθαι). Ζήνων
    Το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν κάποτε θα φτάσει στο σημείο που ξεκίνησε. Αινστάιν
    Ο κύκλος είναι πολύγωνο απείρων γωνιών.
    Το ακαριαίο είναι συγχρόνως ακίνητο.

    Η αντιφατικότητα των όντων και του κόσμου όπως την είδαν οι προσωκρατικοί και ο Λάο-Τσε.
    για περισσότερα στην ανάρτησή μου “Διαλεκτική Υλιστική Σκέψη” thodoroskavasis.blogspot.com

  2. Θόδωρος Καβάσης Απάντηση

    O Θεοδόσης Θωμαδάκης για τον Έβαλντ Βασίλιεβιτς Ιλιέγκοφ
    Στην εργασία του κ. Θεοδόση Θωμαδάκη παρουσιάζεται η Λογική του Έβαλτ Βασιλιεβιτς Ιλιένκοφ. Η κριτική λοιπόν που θα γίνει εδώ κυρίως αφορά αυτή την εργασία αλλά αξαντανακλάσεως και κάποια μέρη της λογικής του Ιλιένκοφ, αν έχει αποδοθεί πιστά από τον κ. Θωμαδάκη. Επίσης η κριτική αυτή πατά επάνω στην προσωκρατική διαλεκτική, γι’αυτό θα επισημαίνονται αποσπάσματα των προσωκρατικών με τον τρόπο που εγώ έχω αντιληφθεί.
    Εισαγωγή: Αν η Διαλεκτικη δεν είναι μια διαφορετική Λογική που έχει κάτι δικό της να πεί, δεν έχει καμιά θέση στο διαλογικό γίγνεσθαι, αφού τότε θα συνέπιπτε με τον Ορθολογισμό. Κάποιοι διανοητές, κυρίως αριστεροί ρεφορμιστές που δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο Ορθολογισμός από αρχαιοτάτων χρόνων έχει εμπλουτιστεί με μαθηματικές διαδικασίες οι οποίες ξεπερνούν τη στατικότητά του. Δηλαδή ότι με τον Διαφορικό, Ολοκληρωματικό και Απειροστικό λογισμό, συνίσταται ένας Δυναμικός Ορθολογισμός ο οποίος ξεπερνά τη στατικότητά του και τον οποίον προσομοιάζουν με την διαλεκτική.
    Λέει, ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, στην μικρή πραγματεία του “Περί της Έννοιας του Μηδέν στη Διαλεκτική Νόηση”: “…η διαλεκτική ήταν κι εξακολουθεί να είναι μπερδεμένη ―αυτό δεν πρέπει να διστάσουμε να τ’ομολογήσουμε― κι έδωσε αφορμή σε συζητήσεις που δεν έκλεισαν ακόμα” και συνεχίζει: “Ο Πλάτων με τη διαλεκτική του εννοούσε πρώτα τις απλές λογικές πράξεις και το ξεχώρισμα των αντικειμένων ή των εννοιών σε γένη και είδη. Ο Πλάτων ακόμα εννοούσε ως διαλεκτική, τη διαδικασία εξεύρεσης της αλήθειας με ερωτήσεις κι απαντήσεις”. Και συνεχίζει πάρα κάτω: “Σήμερα πιο απλωμένη αντίληψη για τη διαλεκτική, είναι αυτή που έχει στενή σχέση με το γίγνεσθαι, την κίνηση και την αλλαγή. Διαλεκτικοί μ’αυτή την έννοια και μάλιστα οι πρώτοι, ήταν αδιαφιλονίκητα οι Ίωνες φυσικοί. Με αυτή την έννοια πήρε ο Χέγκελ τη διαλεκτική, ως δημιουργική κίνηση της ιδέας. Ενώ ο “Διαλεκτικός Υλισμός” ξεκινώντας από τον Χέγκελ ξαναγυρίζει με κάποιο τρόπο στην Ηρακλειτική διαλεκτική παράδοση”. (Εγώ θα τονίσω ότι το όνομα “Διαλεκτική” μπορεί να προήλθε από τη λεγόμενη διαλογική διαδικασία του Πλάτωνα, αλλά κατά τους προσωκρατικούς αυτός ο διάλογος δεν σταματούσε στα όρια των διαλεγομένων εννοιών. Αυτός εισήρχετο και συνέχιζε μέσα στις ίδιες τις έννοιες, χωρίς ν’αφήνει απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, αντανακλώντας την αντιφατικότητα του Είναι). Ο Χ. Θεοδωρίδης μολονότι δέχεται την ύπαρξη διαλεκτικής λογικής, επιμένει ότι δεν είναι κατασταλαγμένη. Ένας άλλος διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς, ο Ε. Μπιτσάκης, στο έργο του “Διάλεκτική και Νεώτερη Φυσική” με τη σειρά του θέτει το ερώτημα: “αν η διαλεκτική είναι επιστήμη κι αν οι νόμοι της έχουν το status των επιστημονικών νόμων”, κι ο Ε.Μπιτσάκης καταλήγει: “…η φιλοσοφία δεν είναι ειδική επιστήμη όπως η φυσική ή η χημεία. Οι νόμοι της κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν το status των φυσικών και γενικά των ειδικών επιστημών… ”. Συνεχίζοντας ο κ. Μπιτσάκης θέτει το πρόβλημα της διαλεκτικής λογικής. “Υπάρχει ή όχι διαλεκτική λογική”;  Κι απαντά: “Η διαλεκτική λογική είναι η λογική της αντίθεσης και όχι της αντίφασης. Εκφράζει την ύπαρξη αντιθέσεων στα ίδια τα πράγματα την συγκεκριμένη και ιστορικά διαφοροποιούμενη ενότητα αμοιβαία αποκλειομένων κατηγορημάτων. Εκφράζει την ύπαρξη απλών αντιθέσεων, που συνιστούν μια σχετικά στάσιμη αντιθετική ολότητα ή ύπαρξη αντιθέσεων που η σχέση τους εξελίσσεται και που η αντίθεση μπορεί να λυθεί με την καταστροφή του ενός πόλου της. Πως όμως είναι δυνατό να εκφραστεί η σύνθετη αντιθετική κίνηση του πραγματικού, η γένεση κι’η καταστροφή των μορφών στο επίπεδο της νόησης; Η λογική αντίφαση είναι απαράδεκτη και για τη διαλεκτική λογική. Η λογική της αντίθεσης δεν είναι αντιφατική”.  Και ο Ε. Μπιτσάκης παραθέτει την άποψη του Η. Lefebvre: “Η διαλεκτική νόηση ορίζεται κι αυτή από κανόνες και νόμους, διαψεύδει την τυπική λογική αλλά δεν την καταργεί, δεν πέφτει στο παράλογο. Η διαλεκτική δεν επιτρέπει για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια στιγμή, να διατυπώνουμε αντιφατικές αποφάνσεις. Δεν επιτρέπεται να πούμε ότι αυτό το χαρτί είναι ταυτόχρονα λευκό και μαύρο. Από όπου και το αξίωμα ότι”η θεωρία των αντιθέσεων δεν μπορεί να είναι αντιφατική”.
    Εδώ ο κ. Λεφέμπβρ ισχυρίζεται ότι “η αρχή της μη αντίφασης”, που πάνω της πατά “η αρχή της ταυτότητας” κι επικροτεί ο κ. Μπιτσάκης, είναι η πεμπτουσία της λογικής και κατ’επέκταση της διαλεκτικής, μια που και η διαλεκτική λογική δεν πρέπει να αντιφάσκει, αφού σύμφωνα με το απλοϊκό παράδειγμα τους, το άσπρο χαρτί δε μπορεί συγχρόνως να είναι και μαύρο. Θα μπορούσα ν’αντικρούσω αυτή τη βεβαιότητα των Μπιτσάκη και Λεφέμπβρ, μια που όλοι ξέρουμε ότι στη φύση όλα τα χρώματα είναι προσεγγιστικές συμβάσεις που δεν υπάρχουν ως καθαυτά, αλλ’αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που θα αποπροσανατόλιζε την ουσία αυτού του θέματος. Τονίζω επίσης ότι ο Χέγκελ, ο Έγκελς κι ο Ηράκλειτος, δέχονται ότι η αντιφατικότητα είναι η ουσία της διαλεκτικής λογικής, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
    Επισήμανση:
    Ο Ορθολογισμός υπακούει στην αντιθετικότητα, ενώ η Διαλεκτική στην αντιφατικότητα. Στην αντιθετικότητα τα ενάντια αλληλεπιδρούν αφήνοντας απαραβίαστα έσχατα όρια μεταξύ τους, ενώ στην αντιφατικότητα τα ενάντια αλληλεπιδρούν χωρίς ν’αφήνουν κάποιο απαραβίσατο όριο μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες.
    Επίσης: Δεν μπορεί κάποιος να είναι πέρα για πέρα υλιστής αν δεν είναι διαλεκτικός αλλά ούτε πέρα για πέρα διαλεκτικός αν δεν είναι υλιστής.
    Υπάρχει σήμερα μια ασάφεια που θέλει την ύπαρξη δύο Διαλεκτικών, μία αντιθετική και μία αντιφατική:
    Α. Η Αντιθετική Διαλεκτική, δέχεται ότι στο βάθος του κόσμου υπάρχει ως κάποια εσχατολογική υπόσταση ενώ η γλώσσα που τον περιγράφει συντίθεται από μια σειρά έσχατα και αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), που αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας έτσι ένα δυναμικό ορθολογικό διαφορικό λογικο-γλωσσικό σύστημα. Tα στοιχειώδη που συνιστούν αυτό το λογικο-γλωσσικό σύστημα προϋποθέτουν, η λειτουργία του συστήματος από μια στιγμή και μετά, να επαναλαμβάνει επ’άπειρον μια συγκεκριμένη, τετελεσμένη και πεπερασμένη σειρά παιγνίων, που μπορούν να ονομαστούν “συνθετικά πρότυπα του τέλους”. Αυτά τα στοιχειώδη βρίσκονται εκεί ιδεατά εκ των προτέρων, περιμένοντας την πραγματοποίησή τους απ’την ακολουθία της λειτουργίας του συστήματος. Ο Αριστοτέλης τη διαδικασία αυτή, ονόμασε Εντελέχεια. Tο σύστημα αυτό είναι τελεολογικό, κλειστό, πεπερασμένο, μιας ορθολογικής αντικειμενικότητας με όρους και όρια απόλυτα προκαθορισμένα, που προϋποθέτει την ύπαρξη “Kόσμου Ιδεών”, του οποίου το φαινομενικό γίγνεσθαι περιμένει ν’αναφανεί από την εξέλιξη της λειτουργίας αυτού του δυναμικού ορθολογικού συστήματος. Υπάρχει η υπόνοια ότι η λεγόμενη από τον Σπινόζα “Υπόσταση” θεωρείται ένα τέτοιο σύστημα η λογικο-γλωσσίκή σύνταξη του οποίου είναι ένας δυναμικός ορθολογισμός.
    Β. Η Αντιφατική Διαλεκτική που δέχεται ότι ο κόσμος και η γλώσσα που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη. Γι’αυτό δεν συντίθεται από στοιχειώδη έσχατα κι αναλλοίωτα, αλλά από αντιφατικά και αυτοαναιρούμενα, τα οποία αλληλεπιδρώντας, δεν αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους. Στον αντιφατικό αυτό κόσμο για να υπάρχει ένα γεγονός, πρέπει να καταλύεται-συντιθέμενο από υπογεγονότα κατώτερου επιπέδου (από τα πυρίδια του Ξενοφάνη, το αείζωον πυρ -ενέργεια- του Ηράκλειτου ή τον δυναμικό αιθέρα των Μιλησίων), τα οποία καί αυτά καταλύονται-συντιθέμενα με τον ίδιο τρόπο, επ’άπειρον. Δηλαδή έως το έσχατο επίπεδο, (τον αντιφατικό πυθμένα του κόσμου, όπως τον έδειξε ο Ζήνων), όπου τ’αντιφατικά στοιχειώδη τείνοντας για μηδενικό μέγεθος τείνουν συγχρόνως και για άπειρο, όντας ακίνητα και ακαριαία, συνθέτοντας ως υπόσταση την Αντιφατικότητα Γυμνή δηλαδή το Εν Δυνάμει Είναι, όπου εκεί υπάρχουν συγχρόνως εν δυνάμει όλα τα πρόσωποα και κανένα.
    Σύμφωνα λοιπόν με τους προσωκρατικούς: [Για να είναι ένα στοιχειώδες αντιφατικό έχοντας καταλυτικο-συνθετική φύση, πρέπει να διέρχεται εντός του μια συνεχής ροή-αντιροή υπογεγονότων (ενέργειας), τα οποία περνώντας μέσα από το γεγονός, φεύγουν για το σύμπαν επιστρέφοντας συνεχώς στο γεγονός. Αυτά ακολουθώντας αυτή τη διαδικασία, καταρχήν αλληλεπιδρούν σταδιακά με τα γεγονότα του εγγύτερου περιβάλλοντος, μετά μ’αυτά του απώτερου και τελικά με το σύμπαν, που είναι ο απώτατος ο Άλλος εαυτός, δηλαδή ο έσχατος συμπαντιακός αντίλογος του γεγονότος εξαιτίας του οποίου το υπογεγονός αλλάζει σταδιακά και επιστρέφοντας πίσω αλλάζει και το ίδιο το γεγονός από το οποίο ξεκίνησε. Επειδή όμως το σύμπαν των προσωκρατικών είναι άπειρο, η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής των υπογεγονότων στο σύμπαν δεν είναι απόλυτα κυκλική, αλλά πυκνή σπειροειδώς ελλειπτική. Έτσι επιστρέφοντας τα υπογεγονότα στη θέση δεν επαληθεύουν απόλυτα το καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, αλλά το διαψεύδουν-επαληθεύοντάς το σιγά-σιγά λίγο πιο κει, κάνοντάς το να Είναι-Αυτό-Άλλο-Αλλού. Αφού λοιπόν το γεγονός συνεχώς αλλάζει-αλλάζοντας θέση συγχρόνως, ουσιαστικά κινείται εντός του.  Κι επειδή τα όρια του αντιφατικού στοιχειώδους συνεχώς παραβιάζονται απ’τον εαυτό τους ταξιδεύοντας στο σύμπαν, περιέχουν στιγμιαία κάθε φορά με έναν δικό τους τρόπο κι ένα ολοκληρωμένο του πρόσωπο Όλου. Ο τρόπος αυτός είναι ο κώδικας του κόσμου όπως είναι κάθε στιγμή γεγραμμένος στο κάθε συγκεκριμένο αντιφατικό στοιχειώδες κατά την διάρκεια της αναχώρησης-επιστροφής των υπογεγονότων του στο σύμπαν και την αλληλεπίδρασή του μ’αυτό. Δηλαδή όπως το γεγονός έχει εξελιχθεί ως τη στιγμή της μορφοποίησής του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο όλα τα πρόσωπα και τις στιγμές του έως τότε κόσμου. Αντιφατικά ο κόσμος μας είναι Ένα-Όλον-Ανοικτό, μια Γλώσσα σε συνεχές Γίγνεσθαι, όπου τα στοιχειώδη του περιέχουν το ανεπανάληπτο και τη δυνατότητα του απείρου ως αποτέλεσμα του ίδιου του εαυτού του]
    Υπενθύμιση Α: Στο έργο του “Η Δυναμική του Ελαχίστου”, ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς Ε. Μπιτσάκης μας πληροφορεί ότι σύμφωνα με τον μεγάλο επιστήμονα και ανθρωπιστή Μπωμ: Στην κβαντομηχανική, η θεωρία του πεδίου περιγράφει την κίνηση των στοιχειωδών σωματίων, ως δημιουργία-καταστροφή τους. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση από την αρχική του πορεία σε διαφορετική, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως “καταστροφή” αυτού του ηλεκτρονίου και “δημιουργία” άλλου που κινείται σε νέα κατεύθυνση. Δηλαδή δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Έτσι αν δούμε την παράσταση του πεδίου κίνησης ενός ελευθέρου σωματίου βαθύτερα, διαπιστώνουμε ότι η κίνησή του περιγράφεται μαθηματικά ως μια σειρά καταστροφής-αναδημιουργίας που έχει συγχρόνως ως αποτέλεσμα τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσ’το χώρο.
    Υπενθύμιση Β, λέει ο Ηράκλειτος: Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε γιατί όλ’αλλάζουν βίαια και γρήγορα, φεύγουν-επιστρέφοντας, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας.  Και ο Ζήνων συμπληρώνει: Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται. Δηλαδή κινείται δια μέσου του γίγνεσθαι μέσα στον εαυτό του.
    Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η σύγχρονη επιστήμη αντιλαμβάνεται την κίνηση και συμπεριφορά των κβαντικών γεγονότων όπως ο Ηράκλειτος κι ο Ζήνων.
    (Αν ο αναγνώστης θέλει να πληροφορηθεί εκτενέστερα περί αυτού, μπορεί ν’αποτανθεί στην ανάρτησή μου περί “Διαλεκτικής Υλιστικής Σκέψης” thodoroskavasisblogspot.com).

    ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΠΌΔΟΣΗ ΤΟΥ Θ. ΘΩΜΑΔΆΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΚΥΙΚΗ ΤΟΥ ΙΛΙΕΝΚΟΦ
    “Στον Έγκελς ολόκληρη η ζωντανή ανθρώπινη πράξη εισορμά στην ίδια τη θεωρία της γνώσης και προσφέρει το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας: όσο καιρό δεν γνωρίζουμε ένα νόμο της φύσης, ο νόμος αυτός που υπάρχει και δρά ξέχωρα από τη γνώση μας, μας κάνει δούλους της τυφλής αναγκαιότητας. Από τη στιγμή όμως που γνωρίζουμε αυτόν τον νόμο, που δρα (όπως επανέλαβε χιλιάδες φορές ο Μαρξ) ανεξάρτητα από τη βούλησή και τη συνείδησή μας, είμαστε κύριοι της φύσης”.
    Εδώ θα κάνω μια μικρή παρέμβαση για να δείξω ότι αυτή η επισήμανση είναι υπερβολική. Λένε οι αρχαίοι Πάγανες Διαλεκτικοί τους οποίους ξεχνάμε: όποιος μιμήται ενάρετα τον Θεό (τη Φύση) δικαιούται μερίδιο. Δηλαδή ποτέ μα ποτέ δεν είμαστε κύριοι της φύσης αφού υπάρχουμε μέσα σ’αυτήν σαν στοιχεία της. Μπορούμε όμως να λέμε ότι κατανοούμε τη φύση και με την πράξη μας αποκομίζουμε ωφέλη απ’αυτήν, υποκαθιστώντας την. Και συνεχίζει:
    Η κυριαρχία πάνω στη φύση που εκδηλώνεται με την πρακτική δράση της ανθρωπότητας, είναι αποτέλεσμα της αντικειμενικά πιστής αντανάκλασης των φαινομένων και του προτσές της φύσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο, είναι απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή η αντανάκλαση (μέσα στα όρια που μας δείχνει η πράξη) είναι μια αντικειμενική αιώνια αλήθεια. (Λένιν άπαντα τομος 18 Υλισμός και εμπειροκριτισμός, σελ. 201)
    Δεν είμαι γραμματικός ούτε λόγιος αλλά εδώ έχω κάποιες ενστάσεις μολονότι αυτό είναι κείμενο του Λένιν τον οποίον θαυμάζω. Αυτή η αντίληψη της αντικειμενικά πιστής αντανάκλασης της φύσης στην ανθρώπινη συνείδηση εκφράζεται εδώ υπερβολικά, αφού αυτή η αντανάκλαση δεν γίνεται μιας και δια παντός ώστε να συνιστά (όπως ισχυρίζεται ο Λένιν μιαν αιώνια αλήθεια) αλλά είναι μια ατέρμονη πορεία αλληλεπίδρασης ανθρώπινου εγκεφάλου και εμπειρικής διαδικασίας. Οι “αλήθειες” αλλάζουν σιγά-σιγά κατά την πορεία της γνώσης, αλλά και το όργανο της σκέψης μέσα απ’αυτή τη διαδικασία αναβαθμίζεται.
    Λένε οι αρχαίοι: Η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή. Αυτή η πρόταση μολονότι κανόνας της διαλεκτικής, όπου η μέγιστη συσσώρρευση δίνει νέα ποιότητα, δεν γίνεται άμεσα αποδεκτή από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος την αντιλαμβάνεται μετά από μια πορεία αυτογνωσίας και αναβάθμισης του Είναι του ως νοόν υποκείμενο. Ακόμα και η αντικειμενικότητα στην οποία στηρίζεται ο αριστοτελικός ορθολογισμός και μας έχει οδηγήσει ως τον Νεύτωνα, με τη σύγχρονη αντίληψη περί επιστημονικότητας όπως διαμορφώνεται με την εμφάνιση της σχετικότητας και της θεωρίας των κβάντα αμφισβητείται βίαια και μαζί της αμφισβητείται και ο ίδιος ο ορθολογισμός, ανοίγοντας πλέον την πόρτα της αληθινής διαλεκτικής στη επιστήμη. Ακόμα ο αληθινός κόσμος όντας σε συνεχές γίγνεσθαι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί απόλυτα αντιληπτός. Λένε οι αρχαίοι: στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα φεύγουν-επιστρέφοντας, απλώνουν-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας. Κάποιοι αρχαίοι ήταν περισσότερο επαναστάτες τουλάχιστον στη νόηση, απ’τους μεγάλους επαναστάτες της εποχής μας.
    Εδώ πρέπει να μιλήσουμε και για την αντίληψη για την αντανάκλαση με την οποία προσλαμβάνεται η γνώση σύμφωνα με την παραδοσιακή διαλεκτική: Η παραδοσιακή διαλεκτική για να μην πέσει στον σολιψισμό και τον ιδεαλισμό του Επισκόπου Μπέρκλευ, τονίζει με έμφαση την αντικειμενικότητα των όντων και της νόησης(η αντικειμενικότητα προϋποθέτει, πως όταν κάτι συμβεί σε ένα υλικό σύστημα δεν είναι αναγκαίο να συμβεί κάτι και σε κάποιο άλλο σύστημα) και για να μπορέσει να δικαιολογήσει αντικειμενικά το νοείν αποδέχεται τη θεωρία της αντανάκλασης της γνώσης μέσω των αισθήσεων στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτή όμως η αντίληψη απο αρχαιοτάτων χρόνων αμφισβητείται. Δηλαδή οι προσωκρατικοί αλλά και ο Πλάτων, άφηναν να εννοηθεί ότι η γνώση είναι κάτι πιο περίπλοκο από την αντανάκλαση του αντικειμενικά έξω από τη συνείδησή μας υπαρκτού κόσμου στον άνθρωπο. Επείδη αυτή μου η αντίληψη για τους προσωκρατικούς είναι κάπως παρακινδυνευμένη θα τους παρακάμψω και θα υπενθυμίσω ότι στη σύγχρονη επιστήμη και μάλιστα στην κβατομηχανική, η αντικειμενικότητα των συστημάτων αμφισβητείται βίαια όπως και ο ντετερμινισμός.(Ο αναγνώστης ας διαβάσει περί αυτού στην εργασία μου “Διαλεκτική Υλιστική Σκέψη” και το μέρος για την “Πράξη της Μέτρησης στην Κβαντομηχανική και την Φιλοσοφική της Διάσταση”).
    Ήδη από την εποχή του Πλάτωνα η νόηση δεν αντιμετωπιζόταν ως απλή αντανάκλαση του κόσμου στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου, αφού κι ο σκύλος εδέχετο την ίδια αντανακλαση αλλά αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα διαφορετικά. Κατά τον Πλάτωνα λοιπόν “γνωρίζουμε” όχι μόνο γιατί προσλαμβάνουμε την αντανάκλαση των εμπειρικών διεγέρσεων, αλλά και γιατί έχουμε ιδεατές αντιστοιχίες του γύρω κόσμου μέσα στον νου μας. Δηλαδή κοινωνούμε με έναν Κόσμο των Ιδεών. Αυτή τη σύλληψη πήρε ο Καντ και την μετονόμασε “εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα” του ανθρώπου και μάλιστα όρισε ότι αυτή είναι η βάση της επιστημονικότητα της Μεταφυσικής, η οποία σχετίζεται με την Νόηση. Μετά όμως την ανακάλυψη του DNA και την αποδοχή ότι αυτός ο εκ των προτέρων γνωστικός μηχανισμός δεν είναι απόλυτα εκ των προτέρων, αλλά είναι μια κληρονομική εμπειρική συσσώρευση δια της οποίας ο άνθρωπος έχει εσωτερικές αντιστοιχίες για να μπορεί να γνωρίζει, η επιστημονικότητα της μεταφυσικής των Καντ, Χέγκελ και όλων των ευρωπαίων ιδεαλιστών κατέβηκα από το άρμα της μεταφυσικής και πέζεψε στη γη.
    Από κει λοιπόν έχουμε ένα άλλο υλιστικό αφήγημα για το πως η γνώση είναι λογικά δυνατή: Επειδή ο άνθρωπος δεν είναι δημιούργημα του θεού αλλά αποτέλεσμα του παγκοσμίου γίγνεσθαι είναι αυτός ο ίδιος μια κωδική πλοκή που περιέχει όλο το παγκόσμιο γίγνεσθαι μέσ’τη δομή του DNA του και από κει του εγκεφάλου του. Γνωρίζουμε λοιπόν γιατί, όλη η πορεία του κόσμου είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα μας, δηλαδή εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτή η κωδική γραφή.
    Όταν η εμπειρία εισέλθει στον εγκέφαλο που είναι ένας απύθμενος γνωστικός μηχανισμός που περιέχει κωδικά όλο το γίγνεσθαι του κόσμου, η εμπειρία αφυπνίζει την κωδική γραφή και την αποκωδικοποιεί έτσι που γίνεται γνώση Η αντανάκλαση λοιπόν γίνεται “σ’έναν καθρέφτη που περιέχει ήδη την εικόνα και την επιβεβαιώνει μετατρέποντας της σε γνώση”.(Στην άποψη αυτή θα επανέλθουμε ξανά)
    Μας πληροφορεί ο κ. Θωμαδάκης ότι ο Ιλιέγκοφ ήταν διδάκτορας “φιλοσοφικών επιστημών” στο ινστιτούτο φιλοσοφίας ακαδημαϊκών επιστημών της ΕΣΣΔ και τιμήθηκε με το βραβείο Τσερνιτσέφσκι το 1965. Δηλαδή μ’άλλα λόγια ήταν το χαϊδεμένο παιδί μιας Σοβιετίας που είχε πλέον πάψει να είναι σοβιετική κι έψαχνε με μανία τον δρόμο προς την παλινόθωση του καπιταλισμού. Αυτό το αναφέρω όχι για να υποβιβάσω τον Ιλιένγκο αλλά για να υποβαθμίσω την επισήμανση του κ. Θωμαδάκη ο οποίος πάρα κάτω μας πληροφορεί ότι το έργο του Ιλιέγκο είχε περικοπεί από την σταλινική γραφειοκρατία. Ο Ιλιέγκοφ σύμφωνα με το κ. Θωμαδάκη συνέχισε το έργο του Λένιν για μια συστηματικά αναπτυγμένη έκθεση της διαλεκτικής όπως είναι η λογική και η θεωρία της γνώσης του σύγχρονου διαλεκτικού υλισμού.
    Σύμφωνα με τον κ. Θωμαδάκη μέσα από το επαναστατικό μήνυμα της γραφής του, επετέθει ενάντια στον πολιτικό εκφυλισμό της γραφειοκρατικής κλίκας του Κρεμλίνου για την ανατροπή της σταλινικής γραφειοκρατίας, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει κι αείμνηστος Τζέρυ Χίλι διαβάζοντας τη Διαλεκτική Λογική του η οποία είχε εκδοθεί στα αγγλικά από τις ρωσικές εκδόσεις της επάρατης σταλινικής γραφεικρατικής κλίκας του Κρεμλίνου, -για να τον φιμώσουν και να εξαφανίσουν τα γραφτά του; Για το λόγο αυτό δηλαδή για να τον τιμωρήσουν, σύμφωνα με τον κ. Θωμαδάκη, του προσέφεταν βραβείο και θέση διδασκαλίας στην ακαδημία.
    Ενάντια στη τυπική λογική και γενικότερα στη μεταφυσική σκέψη, η οποία σύμφωνα με τον Λένιν είναι ανίκανη να αξιοποιήσει διαλεκτικά τη Θεωρία της Αντανάκλασης στο προτσές και την ανάπτυξη της γνώσης, ο Ιλιένκοφ γράφει: Αντικείμενο ή θέμα μελέτης μας γενικά και σαν όλον, είναι η νόηση, το σκεπτέσθαι. Η Διαλεκτική Λογική έχει σαν στόχο της ν’αναπτύξει μιαν επιστημονική απεικόνιση της νόησης στις αναγκαίες στιγμές και με την αναγκαία αλληλουχία, που δεν εξαρτώνται καθόλου ούτε από τη θέλησή μας ούτε από τη συνείδησή μας.
    Και συνεχίζει: Δεν υπάρχουν δύο διαφορετικά και κατ’αρχήν αντίθετα αντικείμενα μελέτης -το σώμα και η νόηση- αλλά μόνον ένα μονδικό αντικείμενο, που το σκεπτόμενο σώμα του ζωντανού, του πραγματικού ανθρώπου (είτε κάποιου άλλου ανάλογου όντος, αν υπάρχει κάπου στο διάστημα)… Ο ζωντανός σκεπτόμενος άνθρωπος, το μοναδικό σκεπτόμενο σώμα που γνωρίζουμε, δεν αποτελείται από δύο καρτεσιανά ήμισυ -από την νόηση που στερείται σώματος και το σώμα που στερείται νόησης… Αυτό που σκέπτεται δεν είναι η ιδιαίτερη ψυχή που τοποθετείται από τον θεό στο ανθρώπινιο σώμα σαν προσωρινή κατοικία…, αλλά το ίδιο το σώμα του ανθρώπου. Η νόηση είναι μια ιδιότητα, ένας τρόπος ύπαρξης του σώματος, όπως η έκτασή του δηλαδή η διάταξή του μέσα στον χώρο και τη θέση του ανάμεσα στ’άλλα σώματα. (Έβαλτ Ιλιένκοφ:Διαλεκτική Λογική).
    Η πρόταση αυτή του Ιλιένκοφ μολονότι σε γενικές γραμμές σωστή δεν είναι δα τώρα πια επαναστατική. Ακόμα και οι ορθολογιστές οι οποίοι αντιτίθενται βίαια στη διαλεκτική δεν διαφωνούν μ’αυτήν. Εξ’άλλου οι γνώστες της αρχαιοελληνικής γραμματείας γνωρίζουν ότι όλ’αυτά έχουν εξαντληθεί απ’τους προσωκρατικούς και μόνο μετά την είσοδο στο διαλογικό προσκήνιο του Πλάτωνα αυτό άλλαξε με την πρότασή του για τον κόσμο των ιδεών. Όμως ο Πλάτων αυτή του την πρόταση έκανε για να δώσει απάντηση στο ερώτημα πως η νόηση είναι λογικά δυνατή. Βέβαια και ο Πλάτων γονιμοποίησε τις απόψεις του Παρμενίδη για το ΕΟΝ (το Υπάρχον) αλλά και την άποψη του Αναξαγόρα για τον “Νου” που είναι ένα είδος συμπαντιακής νόησης και νοητικής Υπόστασης με την οποία ο άνθρωπος κοινωνεί κι έτσι μπορεί να νοεί. Ο Άνθρωπος κατά τον Πλάτωνα κοινωνώντας με τις ιδέες διαθέτει εσωτερικές λογικές αντιστοιχίες για να μπορεί να κατανοεί και να οργανώνει μέσα στον Νού του τον κόσμο. Οι Ιδέες λοιπόν μπορεί για τον Πλάτωνα να μην είναι κάτι ξέχωρο από το Είναι, υπάρχοντας μόνες τους έξω από την ανθρώπινη φύση. Το πράγμα χάλασε από τότε που ο Καντ εντάσσοντας την Νόηση μέσα στη Μεταφυσική θεώρησε ότι ο άνθρωπος έχει έναν εκ των προτέρων γνωστικό μηχανισμό μέσα του, που ως εκ των προτέρων έχει φύση μεταφυσική. Αυτός συνέραψε την άποψη του Πλάτωνα περί ιδεών με ό,τι συνήγαγε από το αριστοτελικό Όργανο για την ορθή λογική.
    Εδώ θα κάνω μια παρεμβολή η οποία μπορεί να αποδόσει αργότερα και να διαλευκάνει ορισμένες αντιλήψεις του Ιλιένκοφ από τώρα. Υπάρχει εδώ μια ιδεαλιστική υπερβολή στην οποία ο Ιλιένοφ υποπίπτει ακολουθώντας τις αντιλήψεις περί νόησης του Μπαρούχ Σπινόζα. Η νόηση σύμφωνα με κάποιες προτάσεις του Σπίνόζα δεν απορρέει από τον ανθρωπο αλλά από την συμπαντιακή-σκεπτόμενη Υπόσταση του Είναι. Αυτήν την συμπαντιακή σκεπτόμενη Υπόσταση του Είναι, ο Αναξαγόρας είχε δυο χιλιάδες χρόνια πριν τον Σπινόζα είχε ονομάσει “Νου”. Αυτό τον Νου ο Χέγκελ αργότερα ονόμασε Απόλυτο ή παγκόσμιο Εγώ το οποίο υπάρχει πίσω από την έννοια των “εγώ” ως συγκεκριμένων κ.λπ. Όλα αυτά αποπνέουν μια δυσοσμία μεταφυσική γιατί σιτίζονται εκεί που αποπατεί η Υλιστική Διαλεκτική. Διαλεκτικά-υλιστικά το νοείν απορρέει από τον εγκέφαλο ο οποίος αξιοποιεί την εμπειρία και η εμπειρία του δίνει τη δυνατότητα ν’αυτο-οργανώνεται, ανεβάζοντας το επίπεδο των δυνατοτήτων του. Κι επειδή φτάσαμε ως εδώ πρέπει να ορίσω τον τρόπο που το κατανοώ. Ήδη από την εποχή των προσωκρατικών, το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν, δηλαδή συνιστούν μιαν αδιάρρηχτη ενότητα. Δεν είναι λοιπόν σύλληψη του Σπινόζα η ενότητα Νοείν και Είναι, είναι των προσωκρατικών. Ακόμα πάρα κάτω οι προσωκρατικοί διαφωνούν στο “πως και που” συνίσταται αυτή η ενότητα ή ακόμα στο πως γίνεται κατανοητή από τον άνθρωπο. Και οι δύο βάρδοι της νόησης Ηράκλειτος και Παρμενίδης συμφωνούν ότι το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν στον Λόγο. Δηλαδή και για τους δύο ο Λόγος συγκεντρώνει μέσα του το Νοείν και το Είναι. Διαφοτερικός όμως είναι ο Λόγος του Ηράκλειτου από αυτόν του Παρμενίδη. Ο Λόγος του Παρμενίδη είναι αντιθετικός, ενώ ο Λόγος του Ηράκλειτου αντιφατικός. Ο αντιθετικός Λόγος περιγράφει και ορίζει την Ορθολογική σκέψη, ενώ ο αντιφατικός την Διαλεκτική σκέψη. Κατά την αντιθετικότητα τα ενάντια αλληλεπιδρούν αφήνοντας απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, ενώ κατά την αντιφατικότητα τα ενάντια αλληλεπιδρούν χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες στις οποίες τα ενάντια γεννούν το ένα το άλλο, αλλά συγχρόνως το μάχονται κιόλας.
    Η διαφορά της διαλεκτικής με τον ορθολογισμό έχει ήδη ξεκαθαριστεί πριν 2500 χρόνια κι εμείς ακόμα τσαλαβουτάμε αμέριμνα και χωρίς διαλογική συνέπεια μεταξύ ορθολογισμού και διαλεκτικής, ονομάζοντας “διαλεκτική” πάρα πολλές φορές διάφορες μορφές ορθολογισμού και ειδικά τον δυναμικό (διαφορικό) ορθολογισμό, ο οποίος είχει ήδη ολοκληρωθεί από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς. Ο Μπαρούχ Σπινόζα είναι ένας ηρωικός διανοητής ο οποίος κατά τα τέλη του μεσαίωνα, σήκωσε το ανάστημά του ενάντια στο Ιουδαϊκό και το Χριστιανικό σκότος, το οποίο είχε πια αποκτήσει και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού του υπόβαθρου ήταν ο Ντεκάρτ και οι ανερχόμενοι τότε χριστανο-ιδεαλιστές. Οι ευρωπαίοι φανατικοί χριστιανοί, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τον Ελληνιστικό κόσμο. Κατέστρεψαν τα αγάλματά τους γιατί παρουσίαζαν το γυμνό ανθρώπινο σώμα., αφού η ομορφιά σ’έναν τέτοιο κόσμο του σκότους, θεωρήθηκε ύβρις όπως και η ομορφιά της σκέψης, αφού η ελεύθερη σκέψη ήταν το απαγορευμένο. Αυτή η ελεύθερη σκέψη ύβριζε σηκώνοντας αντίλογο στον ιερό λόγο του θεού, έτσι οι βιβλιοθήκες έπρεπε να καούν. Οι ευρωπαίοι λοιπόν όταν άρχιζαν να βγαίνουν απ’το σκότος της χριστιανικής πίστης τους άρχισαν να σκαλίζουν τις καμένες βιβλοθήκες και ν’ανακαλύπτουν μέσα στα καμένα ξανά τον αληθινό κόσμο. Ένας απ’αυτούς ήταν κι ο Σπινόζα. Πήρε τον ορθολογισμό και τον ντετερμινισμό του Παρμενίδη, πήρε την ορθολογική τυπικότητα του Αριστοτέλη και την ελληνιστική επιστημονικότητα της ευκλείδειας γεωμετρίας και κατασκεύασε μια ιδιόμορφη και ευφυή θεωρία. Το να χρησιμοποιείται όμως αυτή του η θεωρία σαν προπομπός της διαλεκτικής είναι ανοησία. Αφού αυτή είναι πέρα για πέρα και εκνευριστικά ντετερμινιστική.
    Επίσης η περίφημα ρήση του ότι ο ορισμός είναι μια άρνηση, έχει αναλυθεί από τον Πλάτωνα αλλά και άλλους αρχαίους διανοητές όπως ο Αριστοτέλης. Αυτό είναι βασικός όρος του αριστοτελικού ορθολογισμού δια του οποίου γεννώνται οι κατηγορίες. Ένα μήλο ενώ είναι μία κατάφαση, συγχρόνως είναι και μια σειρά αρνήσεων που δια μέσου αυτών οργανώνονται οι κατηγορίες. Το μήλο λοιπόν δεν είναι αχλάδι, δεν είναι πρόβατο, δεν είναι γίδι. Μοιάζει όμως με το αχλάδι, δεν μοιάζει με το πρόβατο. Όλο αυτό δεν είναι ανακάλυψη του Σπινόζα, αλλά αυτό επίσης δεν σχετίζεται με τις βάσεις της διαλεκτικής σκέψης. Είναι ο Αριστοτέλης που τα συστηματοποίησε στο Όργανον του Ορθολογισμού και από κει μας έδωσε την επάρατη τυπική ορθολογικότητα, που χωρίς αυτήν μέρι τώρα δεν πάει η επιστήμη πουθενά. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι ένα κατεξοχήν υπολογιστικό όργανο ορθολογικής τυπικότητας.
    Υπάρχει και μια συλληψη του Ιλιένκοφ η οποία είναι ακρως αντεπιστημονική κατά την οποία η σκέψη δεν ταυτίζεται με την φυσιολογία του εγκεφάλου: Μέσα στο κρανίο επιμένει ο Ιλιένκοφ, δεν θα βρείτε ούτε έναν λειτουργικό προσδιοριαμό της νόησης, επειδή η νόηση είναι λειτουργία της εξωτερικής αντικειμενικής επίδρασης που προσδιορίζεται ενεργά από τη μορφή των εξωτερικών αντικειμένων και όχι από τη μορφή του σώματος του εγκεφάλου… Το μόνο σώμα που σκέπτεται από την αναγκαιότητα που ενυπάρχει στην ιδιαίτερη “φύση” του (δηλαδή στην ειδική δομή του), δεν είναι καθόλου ο μεμονωμένος εγκέφαλος, ούτε ακόμα ο άνθρωπος σαν Όλον. (Έβαλντ Ιλιένκοφ: Διαλεκτική Λογική, δοκίμιο δεύτερο, σελ 64-65)
    Εγώ έχω αντιρρήσεις σ’αυτή την άποψη: Μετά την ανακάλυψη του ανθρώπινου DNA όλες οι αντιλήψεις περί νόησης πέρασαν στην επιστήμη της νευροφυσικής. Υπάρχει η αντίληψη ότι το DNΑ είναι η καταγραφή του παγκοσμίου γίγνεσθαι στον άνθρωπο ή ακόμα ότι ο άνθρωπος είναι αυτή η καταγραφή. Δηλαδή ο άνθρωπος γνωρίζει και η γνώση του είναι έγκυρη, γιατί είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα στη δομή του ανθρώπου και ειδικά στον εγκέφαλό του. Με την είσοδο της εμπειρίας στον εγκέφαλο αποκωδιοποιείται η αρχαία καταγραφή που υπάρχει στον εγκέφαλο και μετατρέπεται σε γνώση.
    Όταν μιλάμε για διαλεκτική είναι ύβρις αλλά και ανοησία να παραμερίζουμε τους Αναξίμανδρο, Ηράκλειτο, Λάο-Τσε και Ζήνωνα και να οδηγούμεθα στη διαλεκτική από τον Μπαρούχ Σπινόζα ο οποίος είναι πέρα για πέρα ορθολογιστής.
    Ο Ορθολογισμός αποδέχεται ότι ο κόσμος που ερχόμαστε σε άμεση επαφή είναι φαινομενικός και ότι πίσω απ’αυτόν υπάρχει η Υπόσταση των Καθαυτών η οποία μάλιστα είναι αδύνατο να γνωστεί. Αυτή η πρόταση είναι του Παρμενίδη ο οποίος σήκωσε το διαλογικό του ανάστημα ενάντια στη Διαλεκτική των Ιώνων διανοητών και ειδικά του Ηράκλειτου.
    Επειδή πολλές φορές μαθαίνουμε για μας περισσότερα από τους αντιπάλους μας, δε θα παρουσιάσω την Διαλεκτική των Ιώνων αλλά την αντιδιαλεκτική πολεμική του Παρμενίδη γι’αυτούς και ειδικά για τον Ηράκλειτο:
    ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ:
    [Άκουσε λοιπόν με προσοχή αυτά που θα σου πω: αυτοί οι δυο δρόμοι μόνον είναι αντιφατικοί. Ο ένας, ότι κάτι δεν μπορεί να Είναι και να Μην Είναι (να είναι-μη όντας), αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς, γιατί απ’την αλήθεια διαφεύγει. Ο άλλος (το Μη-Είναι), όπως έχει χρέος δε μπορεί να υπάρχει. Απ’αυτόν σ’αποτρέπω τελείως, γιατί το Μη-Είναι δε μπορείς ούτε να το νοήσεις, ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το πεις. (Το υπάρχειν του μη-Είναι είναι η αντιφαση γυμνή)
    Είναι ανάγκη το Λέγειν το Νοείν και το Είναι να συμπίπτουν, γιατί μόνο το Είναι υπάρχει, το Μηδέν δεν υπάρχει, έτσι σε συμβουλεύω να σκέπτεσαι.
    Από τον δρόμο αυτό, τον πρώτο, τον αντιφατικό, σε αποτρέπω.
    (είναι ο πρώτος απ’τους δυο δρόμους που παρουσιάζει στο απόσπασμα 2 και στίχο 3)
    Οι θνητοί απ’αυτόν δεν έμαθαν τίποτα, γίνονται δίβουλοι, γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου. Φαντάζουν κουφοί, τυφλοί και χαμένοι, χωρίς κρίση, αυτοί που νομίζουν ότι η συγκριτική βεβαιότητα, -είναι και δεν είναι- έγκυρη, γιατί δέχονται πως για όλα υπάρχει και αντίδρομος τρόπος
    να είναι συγχρόνως.
    Εγώ νομίζω ότι απ’όπου ξεκινάμε, εκεί γυρίζουμε πάλι. (Ο κόσμος είναι κλειστό σύστημα. Λέει ο Αϊνστάιν: όταν ένα σώμα στο διάστημα κινείται ευθύγραμμα και ομαλά κάποτε θα γυρίσει στη θέση που ξεκίνησε).
    Η Ταυτότητα ποτέ μα ποτέ δεν θ’αναγκαστεί, να Είναι-ΜηΌντας (να αντιφάσκει). Να είσαι λοιπόν μακριά από τον αντιφατικό δρόμο και μην παρασύρεσαι από την συνήθεια, αλλά ότι βλέπεις ή ακούς, κρίνε το με τον τρόπο που σου έμαθα το δοκιμασμένο.
    (Επειδή η νόηση και το είναι συμπίπτουν) μπορείς να φωτίσεις, δια μέσου των παρόντων, με τον νου (την λογική, τον ορθολογισμό) με βεβαιότητα τα απόντα. Γιατί δεν μπορεί να αποκοπεί το υπάρχον του υπάρχοντος (ο νους από το είναι), ούτε θεωρώντας τον κόσμο με την μορφή του τετμημένου (των πολλών), ούτε ως ενότητα, ως όλον.
    Ο μόνος δρόμος που μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτόν, μας μένει το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία, όπως ότι το αθάνατο είναι αγέννητο, όλον, αταλάντευτο, τετελεσμένο. Ποτέ δεν ήταν, ούτε θα είναι (δεν έχει παρελθόν ή μέλλον), γιατί όλο αυτό μαζί είναι Ένα, συνεχές, μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σε αυτό; Από που προς τα που να επεκταθεί; Για το Μη-Ον, το Μη Υπάρχον, δεν μπορείς να πείς ή να καταλάβεις τίποτα, επειδή δεν υπάρχει, ούτε λέγεται ούτε νοήται. Δε μπορεί τίποτα να αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το Μηδέν. Έτσι λοιπόν κάθε τι πρέπει να συμπέσει με τό Όλον, το σύμπαν ή το μηδέν που δεν υπάρχει. Από το μη υπάρχον δε μπορεί να περιμένει κάποιος, ούτε γίγνεσθαι, ούτε όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική. Κάθε κρίση πρέπει να βρίσκεται μέσα σ’αυτά τα όρια: να Είναι ή να Μην Είναι. Όπως είναι αναγκαίο, ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα (ανύπαρκτος). Ενώ ο άλλος κρίνεται ο δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών όπου τα όμοια ανήκουν σε συγγενή ομάδα και είναι ο σωστός.
    Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα και θα μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, της φθαρτής, τον απατηλό. Νομίζουν πως κάθετί έχει δυο τρόπους να υπάρχει έχοντας δυο μορφές, η μια δεν τους αρκεί. Εδώ ακριβώς κάνουν λάθος. Τ’αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Από τη μια, το αιθέριο πυρ της φλόγας, ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ’την άλλη, διάφορο απ’τον εαυτό του, αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή σκοτάδι πυκνό μπερδεμένο. Σου μιλώ για τον φαινομενικό κόσμο, το διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς ποτέ απ’τη φθαρτή σκέψη.
    Επειδή όλα έγιναν από φως και σκότος, με τις δικές τους δυνάμεις, και μετά σκληρή πάλη πήραν διάφορες μορφές, ό,τι “περισσεύει” είναι τόσο φως, όσο και σκότος ίσα μεταξύ τους, γιατί πέραν αυτών δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα άλλο, ούτε κενό].
    Λέει ο κ Θωμαδάκης: Ορίζοντας τη νόηση ως ιδιότητα, ως κατηγόρημα της ύλης (Υπόσταση), ο Σπινόζα ξεπέρασε την εποχή του αφήνοντας πίσω τόσο τους ιδεαλιστές όσο και τους εκπροσώπους του μηχανιστικού υλισμού. Με την Υπόσταση, την επιστημονική αυτή ανακάλυψη, έγινε αποφασιστικός κρίκος στην ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά του στην ανθρωποτητα.
    Εδώ ο διανοητής πρέπει νε έχει πολλές ενστάσεις. Η νοούσα Υπόσταση δεν μπορεί παρά να είναι μια θεολογική προσέγγιση στην θεωρία περί νόησης. Ο Αναξαγόρας την υπόσταση αυτή την όρισε ως “Νου” και ο Χέγκελ ως Απόλυτο-Εγώ. Από την άλλη ο Αναξίμανδρος όρισε ως υπόσταση του κόσμου το “αντιφατικό στοιχειώδες” όπου το Άπειρο είναι τόσο Μεγάλο όσο και Μικρό. Τόσο Μεγάλο που περιέχει ποσοτικά τα πάντα όσο και το Μικρό που να περιέχεται από τα πάντα. Το Μικρό το στοιχειώδες για τον Αναξίμανδρο, όντας σε συνεχή εξέλιξη είναι ποιοτικά αυτό το ίδιο Άπειρο. Και ο Ζήνων συμπληρώνει: Για να υπάρχει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και κάποια απόσταση από άλλο, δεν μπορεί να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Έτσι αν υπάρχουν πολλά είναι τόσο μικρά όσο και μεγάλα. Τόσο μικρά που είναι μηδενικού μεγέθους και τόσο μεγάλα που είναι απείρου μεγέθους. Εδώ ο Ζήνων με τον δικό του τρόπο δείχνει ότι το Είναι ως τέτοιο έχει αντιφατική φύση και ως αντιφατική Υπόσταση είναι το Εν Δυνάμει Είναι. Το εν δυνάμει Είναι είναι η αντιφατικότητα γυμνή κι έχει όλα τα πρόσωπα συγχρόνως και κανένα. Έτσι μιλά και σκέπτεται η Αντιφατική Υλική Υπόσταση. Δηλαδή δεν έχει απόλυτα δικό της Λόγο και Νόηση, αλλά όντας όλα τα πρόσωπα και συγχρόνως κανένα, γεννάται κάθε φορά από την πράξη και τους συνηρμούς του νοήμονος ανθρώπου.
    Επειδή το Νοείν για τον Σπινόζα είναι ορθολογικό, το λογικο-γλωσσικό του σύστημα προϋποθέτει ότι λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά θ’αναπαράγει και θα επαναλαμβάνει τα ίδια λογικο-γλωσσικά παίγνια τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “συνθετικά πρότυπα του τέλους”. Αυτά από τη στιγμή που ετέθησην οι όροι λειτουργίας του συστήματος, είναι εκεί από την αρχή περιμένοντας την πραγματοποίησή τους από αυτήν τη λειτουργία. Αυτό το σύστημα είναι αντικειμενικό, ορθολογικό, κλειστό προδιαγεγραμμένο και τετελεσμένο. Άρα δεν μπορεί να είναι Διαλεκτικό-αντιφατικό.
    Εμείς λοιπόν μπορούμε να λέμε και να ορίζουμε ό,τι θέλουμε και όπως θέλουμε, αλλά αν θέλουμε να ακολουθούμε τη Λογική πρέπει να μην τσαλαβουτάμε σε αλληλο-συγκρουόμενα λογικά συστήματα γιατί γεννώνται αντινομίες.
    Και βέβαια η αντίληψη περί της Υπόστασης δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονική ανακάλυψη, όπως ισχυρίζεται ο κ. Θωμαδάκης, είναι μια ποιητική σύλληψη ή τέλος πάντων μια ευφυής υπόθεση.
    Πάρα κάτω ο κ. Θωμαδάκης προσπαθεί να φέρει αφηρημένα παραδείγματα της μετατροπής την ποσότητας σε ποιότητα και το αντίθετο όμως η ορολογία και η διαλογική ακολουθία του είναι τόσο μίζερη που χάνεται η διαλεκτική κομψότητα του λέγειν. Λέει ο Λάο-Τσέ: “η μεγάλη ευθείθα οφείλει να είναι κυρτή”, “το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες”. Ο Ηράκλειτος “η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής” και η σύγχρονη γεωμετρία: Ο κύκλος είναι πολύγωνο απείρων γωνιών.
    Με τα σημερινά δεδομένα η σύγχρονη επιστήμη έχει ανάγκη και ψάχνει για ένα νέο λογικό όργανο που θα μπορέσει να περιγραψει τον κόσμο και να οδηγήσει την επιστήμη στον νέο κόσμο. Όλα τα δεδομένα θέλουν αυτό το οργανο σκέψης να είναι η Διαλεκτική. Δηλαδή η επιστήμη χρειάζεται μια νέα λογοκο-γλωσσική σύνταξη, πάνω στην οποία να πατήσει η νόηση και να δόσει ένα Διαλεκτικο-τυπικο όργανο σαν αυτό του Αριστοτέλη για τον Ορθολογισμό. (Ο ενδιαφερόμενος ας ανατρέξει στην ανάρτησή μου “Διαλεκτικη Υλιστική Σκέψη”, thodoroskavasisblogspot.com).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *