Franz Kafka: Η δοκιμασία

 

Είμαι υπηρέτης, αλλά δουλειά δεν υπάρχει για μένα εδώ. Είμαι φοβισμένος καί δεν κάνω βήμα πηρός τα μπρος, δεν μπαίνω καν στην ίδια γραμμή με τούς άλλους, αλλά αυτό είναι μόνο ή μία αιτία τής απραξίας μου, καί μπορεί κιόλας νά μην έχει νά κάνει τίποτα με την απραξία μου, ή ουσία πάντως είναι, πώς δεν καλούμαι για υπηρεσία, άλλοι έχουν κληθεί καί δέν το έχουν επιδιώξει περισσότερο από μένα, ίσως καί νά μην είχαν ούτε την επιθυμία νά κληθούν, ενώ εγώ τουλάχιστον την αισθάνομαι μερικές φορές πολύ έντονα.

Έτσι λοιπόν κάθομαι ξαπλωμένος στο ξυλοκρέβατό μου στην κάμαρα των υπηρετών, κοιτάζω τα δοκάρια ψηλά στην οροφή, αποκοιμιέμαι, ξυπνάω καί ξανακοιμάμαι. Καμιά φορά πηγαίνω απέναντι στο καπηλειό, πού σερβίρουν μιά ξινή μπύρα, έχει τύχει κιόλας νά χύσω το ποτήρι μου από αηδία, μετά όμως ξαναπίνω. Μού αρέσει νά κάθομαι εκεί, γιατί πίσω από το κλειστό παραθυράκι, χωρίς νά γίνομαι αντιληπτός από κανέναν, μπορώ νά ατενίζω τα παράθυρα τού οίκου μας. Δέν μπορείς νά δεις καί πολλά πράγματα εκεί πηρός την πλευρά τού δρόμου, θαρρώ μόνο τα παράθυρα των διαδρόμων καί φυσικά όχι εκείνων των διαδρόμων, πού οδηγούν στις κατοικίες των κυρίων.

’Αλλά είναι δυνατό καί νά κάνω λάθος, κάποιος το είχε ισχυριστεί κάποτε, χωρίς μάλιστα νά τον ρωτήσω γι’ αυτό, καί ή γενική εντύπωση, πού δίνει αυτή ή πλευρά τού σπιτιού, το επιβεβαιώνει. Σπάνια μόνο ανοίγονται τα παράθυρα, κι αν γίνει καμιά φορά αυτό, το κάνει κάποιος υπηρέτης, πού ακουμπάει τότε στο παραπέτο καί κοιτάξει για λίγο κάτω. Πρόκειται λοιπόν για διαδρόμους, όπου δεν θα τον αιφνιδιάσει κανείς. Εξάλλου δεν γνωρίζω αυτούς τούς υπηρέτες, οι μόνιμα εκεί πάνω απασχολούμενοι υπηρέτες κοιμούνται άλλου, όχι στην κάμαρά μου.

Κάποτε, καθώς μπήκα στο καπηλειό, είδα στη θέση μου στο παρατηρητήριο νά κάθεται κάποιος άλλος. Δεν τολμούσα νά κοιτάξω καλά καί δοκίμασα από την πόρτα νά στρίψω καί νά φύγω. ’Αλλά ό επισκέπτης με φώναξε κοντά του καί αποδείχτηκε, πώς κι αυτός ήταν υπηρέτης, πού κάπου τον είχε κάποτε πάρει το μάτι μου, χωρίς όμως νά έχω μιλήσει μέχρι τώρα μαζί του.

«Γιατί θέλεις νά φύγεις; Κάθισε κάτω καί πιες! Κερνάω». Κάθισα λοιπόν. Με ρώτησε μερικά πράγματα, δέν ήξερα νά τού απαντήσω, ναι, δεν καταλάβαινα καν τίς ερωτήσεις. Για αυτό τού είπα: «”Ίσως νά μετανιώνεις τώρα, πού με κάλεσες, γι’ αυτό  φεύγω», κι έκανα νά σηκωθώ. “Άπλωσε όμως το χέρι του πάνω από το τραπέζι καί με τράβηξε κάτω: «Μείνε», μού είπε, «ήταν μονάχα μιά δοκιμασία. “Οποίος δέν άπαντά στις ερωτήσεις, έχει περάσει τη δοκιμασία».

 

 

 

To κείμενο βρίσκεται στο “Το Σινικό Τείχος και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Επίκουρος, σελ  31-32

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *