Karl Marx: Θέσεις για τον Feuerbach

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Καρλ Μαρξ  ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ(α)
1(β)

Η κυριότερη ατέλεια όλου του υλισμού ως τώρα -βάζοντας μαζί και το φοϊερμπαχικό- είναι πως το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, γίνεται αντιληπτός μόνο με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης παράστασης (Anschauung), όχι όμως σαν ανθρώπινη υλική δραστηριότητα ή σαν πράξη, όχι υποκειμενικά. [Γι’ αυτό συνέβηκε ώστε η ενεργητική πλευρά, σε αντίθεση με τον υλισμό, να έχει αναπτυχθεί από τον ιδεαλισμό -μα μόνο αφηρημένα, γιατί βέβαια ο ιδεαλισμός δεν γνωρίζει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σαν τέτοια](γ). Ο Φόιερμπαχ θέλει υλικά, διαφοροποιημένα από τα ιδεατά, αντικείμενα, μα δεν αντιλαμβάνεται την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα σαν δραστηριότητα πάνω σε αντικείμενα. Κατά συνέπεια, στην Ουσία του Χριστιανισμού βλέπει τη θεωρητική στάση σαν τη μοναδική γνήσια ανθρώπινη, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται με τη βρόμικη-εβραϊκή της μορφή εκδήλωσης. Δεν καταλαβαίνει, κατά συνέπεια, τη σημασία της «επαναστατικής», της «πρακτικο-κριτικής» δράσης[1].

2

Το ζήτημα, αν στην ανθρώπινη σκέψη μπορεί να αποδοθεί αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι καθόλου ζήτημα θεωρίας, μα πραχτικό ζήτημα. Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος να αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και την ισχύ, το εγκόσμιο της σκέψης [του](δ). Η φιλονικία για την πραγματικότητα η μη πραγματικότητα ενός πράγματος, πού έχει απομονωθεί από την πράξη, είναι ζήτημα καθαρά σχολαστικό[2].

3

Η υλιστική διδασκαλία [πως οι άνθρωποι είναι προϊόντα των περιστάσεων και της αγωγής και, κατά συνέπεια, οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα άλλων περιστάσεων και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνάει πως οι περιστάσεις αλλάζουν ίσα-ίσα από τους ανθρώπους και πως ο παιδαγωγός πρέπει και ο ίδιος να διαπαιδαγωγηθεί. Η θεωρία αυτή καταλήγει λοιπόν αναγκαστικά στο να χωρίζει την κοινωνία σε δυο μέρη, που το ένα από τα δυο στέκει πιο πάνω από την κοινωνία (λ.χ. στο Ροβέρτο Όουεν)](ε).

Η συνταύτιση της μεταβολής των περιστάσεων με την ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να νοηθεί μόνο σαν [ανατρεπτική](στ) πράξη[3].

4

Ο Φόιερμπαχ ξεκινάει από το γεγονός της θρησκευτικής αυτοαλλοτρίωσης, του αναδιπλασιασμού του κόσμου [σε ένα θρησκευτικό, φανταστικό και έναν πραγματικό κόσμο](ζ). Η εργασία του συνίσταται σε τούτο, στο να αποσυνθέτει το θρησκευτικό κόσμο στην εγκόσμια υποδομή του. [Δεν βλέπει πως όταν τελειώσει η εργασία αυτή, το κύριο πράγμα υπολείπεται ακόμα για να γίνει. Το γεγονός δηλαδή](η), πως η εγκόσμια υποδομή αποσπάται από τον εαυτό της και στερεώνει ένα ανεξάρτητο βασίλειο για τον εαυτό της στα σύγνεφα, πρέπει να εξηγηθεί [ίσα – ίσα](θ) από τον αυτο-χωρισμό και την αυτο-αντιφατικότητα τούτης της εγκόσμιας υποδομής. Πρέπει, λοιπόν, να κατανοηθεί πρώτα αυτή η ίδια στην αντίφαση της και υστέρα [με τον παραμερισμό της αντίφασης](ι) να επαναστατικοποιηθεί στην πράξη. Λοιπόν, αφού αποκαλύφτηκε η γήινη οικογένεια σαν το μυστικό τής άγιας οικογένειας [πρέπει τώρα αυτή η ίδια η γήινη οικογένεια να υποβληθεί σε θεωρητική κριτική και να ανατραπεί στην πράξη!(ια)[4].

5

Ο Φόιερμπαχ μη όντας ευχαριστημένος με την αφηρημένη νόηση [επικαλείται](ιβ) την υλική εποπτεία, μα δεν αντιλαμβάνεται την ύλικότητα σαν πραχτική, ανθρώπινη υλική δραστηριότητα[5].

6

Ο Φόιερμπαχ ανάγει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Μα η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση πού υπάρχει στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Ο Φόιερμπαχ, που δεν καταπιάνεται με την κριτική της πραγματικής αυτής ουσίας, είναι αναγκασμένος:

1. Να κάνει αφαίρεση της ιστορικής πορείας που ορίζει τη θρησκευτική διάθεση (gemut) καθεαυτή και να προϋποθέτει ένα αφηρημένο –απομονωμένο– ανθρώπινο άτομο.

2. Σ’ αυτόν η [ανθρώπινη](ιγ) ουσία μπορεί, κατά συνέπεια, να κατανοηθεί μόνο σαν «γένος», σαν εξωτερική, βουβή γενικότητα πού συνδέει με φυσικό μόνο τρόπο τα πολλά άτομα[6].

7

Ο Φόιερμπαχ δεν βλέπει, κατά συνέπεια, πως και η ίδια η «θρησκευτική διάθεση» είναι κοινωνικό προϊόν, και πως το αφηρημένο άτομο που αναλύει, στην πραγματικότητα ανήκει σε κάποια ορισμένη κοινωνική μορφή[7].

8

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ζωή(ιδ) ουσιαστικά είναι πραχτική. Όλα τα μυστήρια, που ωθούν τη θεωρία προς το μυστικισμό, βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης.

9

Το ανώτατο σημείο που φτάνει ο εποπτικός υλισμός, δηλαδή ο υλισμός πού δεν αντιλαμβάνεται την ύλικότητα σαν πραχτική δραστηριότητα, είναι η εποπτεία των ξεχωριστών ατόμων μέσα στην «κοινωνία των πολιτών»[8].

10

Η άποψη του παλιού υλισμού είναι η κοινωνία «των πολιτών». Η άποψη του καινούργιου υλισμού είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η [κοινωνικοποιημένη](ιε) ανθρωπότητα(ιστ).

11
Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλουμε[9].

 

 

Γράφηκαν από τον Καρλ Μαρξ την άνοιξη του 1845. Δημοσιεύτηκαν, με μικρές διορθώσεις, από τον Έγκελς για πρώτη φορά το 1888 σαν προσθήκη στην ξεχωριστή έκδοση του Λουδοβίκου Φόιερμπαχ.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

 

(α) Οι «Θέσεις για το Φόιερμπαχ» γράφηκαν από τον Μαρξ την άνοιξη του 1845 στις Βρυξέλλες, μόλις τέλειωσε ο Μαρξ μαζί με τον Έγκελς την Άγια Οικογένεια. Βρίσκονταν σε ένα σημειωματάριο του Μαρξ με τις χρονολογίες 1844-47 και έχουν την επικεφαλίδα «1. ad Feuerbach». Δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά από τον Έγκελς το 1888 σαν προσθήκη στη θεωρημένη έκδοση του έργου του: Λουδοβίκος Φόιερμπαχ.  Ο Έγκελς στην προσθήκη αυτή δεν έδοσε τις «Θέσεις» όπως τις «έριξε βιαστικά στο χαρτί» ο Μαρξ, μα έκανε μερικές μικροδιορθώσεις για να γίνουν πιο κατανοητές στον αναγνώστη. Εδώ δίνουμε τις «Θέσεις» όπως τις παρουσίασε ο Έγκελς το 1888 και σε (αριθμητική) υποσημείωση, κάτω από κάθε θέση, το αρχικό κείμενο, πριν το διορθώσει ο Έγκελς (τις εκφράσεις, δηλαδή, ή τις λέξεις του Μαρξ που τροποποίησε ο Έγκελς -Θ.Θ.)

Ύστερα από την κριτική του ιδεαλισμού που έκανε ο Μαρξ στα Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα και την Άγια Οικογένεια δίνει στις «Θέσεις» αυτές, πλάι στην κριτική ενάντια στο μεταφυσικό υλισμό του Φόιερμπαχ, τις βασικές γραμμές από τη δική του υλιστική κοσμοθεωρία. Οι Θέσεις αυτές δείχνουν το τελειωτικό ξεπέρασμα από το Μαρξ κάθε επίδρασης από το Φόιερμπαχ και τον ουτοπιστικό συναισθηματικό ουμανισμό του, απ’ όπου αρχίζει να απομακρύνεται από το 1843, που στράφηκε προς τον κομμουνισμό.

Παρ’ όλο που η αστική φιλοσοφία φτάνει με το Φόιερμπαχ στο ανώτατο σημείο που είταν δυνατό να φτάσει, δεν μπορεί -ίσα – ίσα επειδή είναι αστική- να δόσει υλιστική λύση και στα κοινωνικά προβλήματα. Όσο και αν πολεμάει ο Φόιερμπαχ τη θρησκεία και τον ιδεαλισμό, όσο και αν τονίζει πως το πρωταρχικό είναι η ύλη και το πνεύμα το δευτερεύον, το παράγωγο, δεν φτάνει ως το συνεπή υλισμό που θα αγκαλιάσει και τα κοινωνικά φαινόμενα. Στη σωστή αντίληψη για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους καθώς και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη Φύση φτάνουμε τότε μόνο, όταν θεωρήσουμε τον άνθρωπο και τη Φύση καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα τους, όχι όπως ο Χέγκελ, σαν πνευματικές, ούτε όπως ο Φόιερμπαχ, σαν εποπτεία, μα σαν συγκεκριμένες, πραγματικές υλικές σχέσεις. Τότε θα δούμε πως ο δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Φύση καθώς και τα μέσα για τη διαμόρφωση του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα, μα η συγκεκριμένη ανθρώπινη δράση, η πράξη, που αποτελεί το ουσιαστικό στον άνθρωπο. Δεν είταν λοιπόν δυνατόν να ικανοποιηθεί ο Μαρξ με ένα τέτοιο υλισμό, που αγνοούσε την επαναστατική πραχτική δράση του άνθρωπου.

Τη σημασία της πραχτικής δράσης την είχε αντιληφθεί ο Μαρξ από τότε κιόλας που είταν ιδεαλιστής οπαδός του Χέγκελ. Στη διδακτορική του διατριβή κατηγορεί το Δημόκριτο πως ο υλισμός του δεν καθοδηγεί τους ανθρώπους στην πραχτική τους δράση. Είταν λοιπόν φυσικό, τώρα που είταν υλιστής και κομμουνιστής, να απομακρυνθεί από τον υλισμό του Φόιερμπαχ που παραβλέπει την πραχτική δράση. Και η απομάκρυνση αυτή αρχίζει να διαφαίνεται στα άρθρα του στη «Rheinische Zeitung» και να γίνεται όλο και πιο καθαρή όσο ο Μαρξ περνάει από τη ριζοσπαστική δημοκρατική θέση στον κομμουνισμό. Όταν απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της «Rheinische Zeitung» είδε πια καθαρά πως ο υλισμός του Φόιερμπαχ δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμιά επαναστατική δράση, γιατί στρέφεται προς τη Φύση και τη θρησκεία και όχι προς την πολιτική.
Αρχίζει τότε την κριτική της φοϊερμπαχικής φιλοσοφίας.

Στην «Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου» του Χέγκελ νομίζει πως η πιο βαριά μορφή «αλλοτρίωσης» δεν είναι η θρησκευτική «αλλοτρίωση» του Φόιερμπαχ μα η πολιτικοκοινωνική, που έχει τις ρίζες της στην αστική κοινωνία και την ατομική ιδιοκτησία. Ο άγριος συναγωνισμός ανάμεσα στα άτομα, που είναι απαραίτητος όρος ύπαρξης του ατόμου στην αστική κοινωνία, ξεκόβει το άτομο από την κοινωνία, το απομονώνει και το κάνει εγωιστικό. Δεν το αφήνει να ζήσει μια ζωή «σύμφωνη με την ουσία του ανθρώπινου γένους». Για να αρθεί η πολιτικο-κοινωνική αυτή «αλλοτρίωση» είναι ανάγκη, πριν απ’ όλα, να μεταβληθούν οι κοινωνικοί όροι που την προκαλούν και να διαμορφωθούν καινούργιοι σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές.

Στα άρθρα του στα «Γερμανο-γαλλικά Χρονικά» ο Μαρξ προχωρεί ακόμα πιο μπρος στην κριτική του και τονίζει πως η μεταβολή αυτή δεν μπορεί να γίνει με την «αγωγή» και την «αγάπη» του Φόιερμπαχ, μα με την κατάργηση της ατομικής ιδιοχτησίας. Η απομάκρυνση, έτσι, από τη φιλοσοφία του Φόιερμπαχ γίνεται τώρα διαφωνία και η διαφωνία αυτή γίνεται ρήξη στα «Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» του Μαρξ και στην «Άγια Οικογένεια» που έγραψε μαζί με τον Έγκελς.

Στα «Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», ύστερα από μια βαθιά κριτική της αστικής Πολιτικής Οικονομίας, του καπιταλιστικού συστήματος, της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ και της διαλεχτικής του, φτάνει ο Μαρξ σε μια καινούργια υλιστική κοσμοθεωρία. Η πιο βαριά μορφή «αλλοτρίωσης» δεν είναι τώρα πια ούτε η θρησκευτική ούτε η πολιτικο-κοινωνική, μα η οικονομικο-κοινωνική, όπου η «αλλοτριωμένη» εργασία εμποδίζει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την «ουσία του ανθρώπινου γένους» και πιο πολύ απ’ όλους τους ανθρώπους τον εργάτη. Η «αλλοτριωμένη» εργασία, που μετατρέπει τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων σε σχέσεις αντικειμένων -σε ανταλλαγή εμπορευμάτων- εμποδίζει τον άνθρωπο να μεταβάλει συνειδητά τη Φύση και μ’ αυτό τον ίδιο τον εαυτό του. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άρση της «αλλοτρίωσης» αυτής είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοχτησίας στα παραγωγικά μέσα και η κατάργηση αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την προλεταριακή κομμουνιστική επανάσταση.

Στην «Άγια Οικογένεια», όπου αναπτύσσονται πιο πέρα οι βάσεις του ιστορικού υλισμού, το ρήγμα με τη φοϊερμπαχική φιλοσοφία έχει μεγαλώσει τόσο, που δεν αναφέρονται σ’ αυτή, σχεδόν καθόλου, ούτε οι όροι ακόμα «αλλοτρίωση» και «ουσία του γένους των ανθρώπων» που είταν τόσο αγαπητοί στο Φόιερμπαχ.

Και στις «Θέσεις» που γράφηκαν αμέσως ύστερα από την «Άγια Οικογένεια» και είναι το επισφράγισμα της πορείας αυτής, ξεκαθαρίζει ο Μαρξ, μια για πάντα, τις σχέσεις του με το Φόιερμπαχ. Οι Θέσεις αυτές είναι «το πρώτο ντοκουμέντο, όπου έχει ριχτεί ο μεγαλοφυής σπόρος της καινούργιας κοσμοθεωρίας». Στις «Θέσεις για το Φόιερμπαχ», που πρέπει να θεωρηθούν σαν συνέχεια από τα «Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» και την «Άγια Οικογένεια», ξεπέρασε ο Μαρξ μαζί με το φοϊερμπαχικό υλισμό και κάθε είδος δογματισμού και ουτοπισμού. Ύστερα από τις «Θέσεις» ακολούθησε η «Γερμανική Ιδεολογία», όπου μαζί με τον Έγκελς επεξεργάστηκε τις βάσεις του ιστορικού υλισμού.

(β) Ότι είναι μέσα σε αγκύλες είναι η μορφή πού έδοσε στο μέρος αυτό ο Έγκελς όταν πρωτοδημοσίεψε τις Θέσεις αυτές το 1888 και οι παραπομπές κάτω από κάθε «Θέση» (με γράμματα) δίνουν το αρχικό κείμενο, όπως το «έριξε στο χαρτί», το 1845, ο Μαρξ. (Αντίθετα, οι αριθμοί στο τέλος κάθε Θέσης παραπέμπουν σε σημειώσεις του μεταφραστή -Θ.Θ.).

(γ) Κατά συνέπεια η ενεργητική πλευρά αναπτύσσεται αφηρημένα, σε αντίθεση με τον υλισμό, από τον Ιδεαλισμό -πού φυσικά δεν γνωρίζει την πραγματική, την υλική δραστηριότητα σαν τέτια.

(δ) Δεν υπάρχει στο κείμενο του Μαρξ.

(ε) Για τη μεταβολή των περιστάσεων και την αγωγή ξεχνάει πως οι άνθρωποι αλλάζουν τις περιστάσεις και πως ο παιδαγωγός πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί. Πρέπει, κατά συνέπεια, να διαχωρίσει την κοινωνία σε δυο μέρη -πού το ένα τους να στέκει πάνω απ’ αυτή.

(στ) Επαναστατική.

(ζ) Σε ένα θρησκευτικό και σε ένα εγκόσμιο.

(η) Δεν υπάρχει στο σημείωμα του 1845 και η πρόταση αυτή αρχίζει έτσι: Μα το πως η εγκόσμια υποδομή…

(θ) μόνο.

(ι) Δεν υπάρχει στο σημείωμα του 1845.

(ια) Πρέπει αυτή η ίδια η γήινη οικογένεια να εκμηδενιστεί θεωρητικά και πραχτικά.

(ιβ) θέλει.

(ιγ) Δεν υπάρχει στο σημείωμα του 1845.

(ιδ) Κάθε κοινωνική ζωή.

(ιε) Λείπει η υποσημείωση.

(ιστ) Λείπει η υποσημείωση.

 

[1]. Στην πρώτη τούτη θέση για τον Φόιερμπαχ μας τονίζει ο Μαρξ τη διαφορά ανάμεσα στον παλιό υλισμό και τον ιδεαλισμό και εξηγεί πως οι ελλείψεις του παλιού υλισμού, καθώς και του υλισμού του Φόιερμπαχ, βρίσκονται στην παραγνώριση του ρόλου που παίζει η πραχτική δραστηριότητα του ανθρώπου, η πράξη γενικά. Ο Φόιερμπαχ, όπως και όλοι οι υλιστές, παραδέχεται πως ο αισθητός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα και έξω από το σκεπτόμενο μυαλό, μα την αντικειμενικότητα αυτή του εξωτερικού κόσμου την αντιλαμβάνεται μόνο παθητικά, απλά, πως υπάρχει έξω από τον άνθρωπο. Δεν προσέχει καθόλου την υποκειμενική πλευρά της αντικειμενικότητας αυτής, πως δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος αποτελείται από αντικείμενα που ταυτόχρονα είναι και αντικείμενα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σ’ αυτή ίσα – ίσα την παραγνώριση της πρακτικής δραστηριότητας τού ανθρώπου οφείλεται και η ιδεαλιστική αντίληψη του Φόιερμπαχ, πως η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι μόνο πνευματική, θεωρητική εργασία, γιατί, αντίθετα από τον παλιό υλισμό, μόνο ο ιδεαλισμός τονίζει το σπουδαίο ρόλο της ανθρώπινης δραστηριότητας, με τη διαφορά πως τη δραστηριότητα αυτή τη βλέπει μόνο σαν διανοητική δραστηριότητα.

Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ούτε ένα πνευματικό ον μόνο, που εξουσιάζει τον κόσμο με την αμόλυντη από κάθε πραχτική δράση σκέψη του, ούτε ένα παθητικό δημιούργημα της Φύση;. Την ανθρώπινή του φύση την απόχτησε με την κοινωνικοοικονομική του δράση. Με τη δράση αυτή μεταβάλλει τη Φύση, που γι’ αυτόν δεν είναι απλά και μόνο αντικείμενο, όπως στα ζώα, και τη μετατρέπει ολοένα και πιο πολύ σε περιοχή της πραχτικής του δραστηριότητας, σε αντικείμενο της δουλειάς του, σε κάτι που ικανοποιεί τις ανάγκες του, που κι αυτές δεν είναι πάντοτε οι ίδιες μα γίνονται όλο και πιο πολλές όσο πλαταίνει η περιοχή της δράσης του. Η πραχτική δραστηριότητα του ανθρώπου μεταβάλλει τη Φύση που χάνει όλο και πιο πολύ την ανεξαρτησία της από τον άνθρωπο και γίνεται όλο και πιο πολύ ανθρωποποιημένη Φύση, Φύση για τον άνθρωπο. Παράλληλα μ’ αυτό και εξ αιτίας αυτού μεταβάλλεται και ο ίδιος ο άνθρωπος και αλλάζει τη φύση του στο ίδιο μέτρο που μέσα στην παραγωγή αλλάζει την εξωτερική Φύση. Σ’ αυτό βρίσκεται και ο επαναστατικός χαρακτήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας, της ανθρώπινης πράξης.

Από την παραγνώριση του επαναστατικού ρόλου που παίζει η πραχτική δραστηριότητα του ανθρώπου πρέπει να εξηγηθεί και το γιατί ο Φόιερμπαχ είδε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους η ανάμεσα στους ανθρώπους και τη Φύση μόνο σαν φυσιολογικές και δεν μπόρεσε έτσι να καταλάβει ούτε την κοινωνία ούτε το άτομο. Τους ανθρώπους τους βλέπει σαν άτομα ξεχωριστά, που δεν συνδέονται μεταξύ τους με κοινωνικές σχέσεις, μα μόνο με φυσικές, φυσιολογικές. Έτσι δημιουργεί έναν άνθρωπο ανεξάρτητο από την κοινωνία, το ίδιο πάντα ζωολογικό είδος, ένα γενικό άνθρωπο και κατά συνέπεια ανύπαρκτο.

[2]. Ο Μαρξ δεν ικανοποιείται καθόλου με τον παθητικό ισχυρισμό του Φόιερμπαχ πως οι αισθήσεις μάς δίνουν τη σωστή εικόνα του εξωτερικού κόσμου και βεβαιώνουν την πραγματική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου και παρατηρεί στη δεύτερη τούτη θέση, πως ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο, όχι μόνο γιατί έχει αισθήσεις που επάνω σ’ αυτές επιδρά ο εξωτερικός κόσμος, μα γιατί ο άνθρωπος δρα επάνω στον εξωτερικό κόσμο, γιατί ο εξωτερικός κόσμος είναι αντικείμενο της δραστηριότητας του, το αποτέλεσμα της παραγωγικής πραχτικής του δράσης. Μόνο η πράξη, μόνο η παραγωγική εργασία, που μ’ αυτή ο άνθρωπος μεταβάλλει τη Φύση για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, μόνο αυτή αποτελεί την απόδειξη πως μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εξωτερικό κόσμο όλο και πιο πολύ. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα πως το ζήτημα για τη σχέση της νόησης με το Είναι δεν είναι θεωρητικό μα πραχτικό ζήτημα.

Επειδή ο εξωτερικός κόσμος είναι αντικείμενο της δραστηριότητας του ανθρώπου, κάθε ζήτημα για την πραγματικότητα μιας γνώσης έξω από την πράξη είναι ζήτημα σχολαστικό, που ανήκει στην αφηρημένη και δίχως περιεχόμενο θεωρητική σκέψη.

Με την παραγωγική εργασία του ανθρώπου, από τη μια μεριά, ανθρωποποιείται η Φύση, γίνεται Φύση για τον άνθρωπο, και αντικειμενοποιείται, από την άλλη, ο άνθρωπος και το αποτέλεσμα είναι να συνδέεται όλο και πιο πολύ με το αντικείμενο, η νόηση με το Είναι.

[3]. Ενάντια στη θεωρία του Φόιερμπαχ για το περιβάλλον, πού θεωρεί τους ανθρώπους σαν προϊόντα των περιστάσεων και της αγωγής, παρατηρεί ο Μαρξ πως οι περιστάσεις δημιουργούνται από αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο μέσα στην παραγωγική του δράση και μέσα σ’ αυτή μεταβάλλονται. Η αγωγή δεν είναι κάτι το γενικό και απόλυτο, πού στέκεται Εξω από την κοινωνία χωρίς να έχει καμιά σχέση με τη μορφή της κοινωνίας. Η αγωγή είναι και αυτή προϊόν των κοινωνικών σχέσεων όπως και ο ίδιος ο παιδαγωγός. Ο Μαρξ παρατηρεί ακόμα πως ο χωρισμός της κοινωνίας σε δυο διαφορετικές ομάδες, μια ομάδα πού την αποτελούν οι λίγοι εκλεκτοί που μπορούν να διαπαιδαγωγούν τους άλλους και μια ομάδα πού την αποτελεί η μάζα πού έχει ανάγκη από διαπαιδαγώγηση, ξεκινάει από την αντίληψη πως πρέπει να υπάρχει από τη μια η αριστοκρατία του πνεύματος και από την άλλη η παθητική μάζα πού θα διαπαιδαγωγείται από την πρώτη. Η αντίληψη αυτή αντικαθρεφτίζει την ταξική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας και δικαιολογεί, ως ένα σημείο, την ύπαρξη των τάξεων. Έτσι η φοϊερμπαχική φιλοσοφία, παρ’ όλη τη διαφωτιστική της τάση, παίρνει ένα συντηρητικό χαραχτήρα. Στη θεωρία αυτή του Φόιερμπαχ αντιπαραθέτει ο Μαρξ τη θεωρία της επαναστατικής πράξης, που με την ανατρεπτική της δραστηριότητα ερμηνεύει ταυτόχρονα και περιστάσεις και ανθρώπους.

[4]. Ο Φόιερμπαχ πιστεύει πως η θρησκεία έχει τις ρίζες της στην αντίθεση ανάμεσα στο άτομο και το γένος. Επειδή δεν μπορεί το άτομο να κάνει μια ζωή σύμφωνη με την «ουσία του ανθρώπινου γένους» αναγκάζεται να μεταθέτει τη ζωή αυτή στον ουρανό και να μετασχηματίζει την ουσία του ανθρώπινου γένους σε θεό με την «αλλοτρίωση» των ιδιοτήτων του ανθρώπινου γένους στο θεό, και της ζωής, πού αντιστοιχεί με τη ζωή του γένους, σε επουράνια ζωή. Με τη θρησκευτική αυτή «αλλοτρίωση» δημιουργείται μ’ αυτό τον τρόπο ένας διπλασιασμός του ανθρώπου σε ένα ψεύτικο επουράνιο και σε ένα πραγματικό εγκόσμιο.

Όπως ο Φόιερμπαχ εξηγεί την εμφάνιση της θρησκείας με μια ψυχολογική ουσιαστικά διαδικασία, έτσι δίνει και στη θρησκευτική «αλλοτρίωση» μια ψυχολογική λύση. Για να αρθεί η «αλλοτρίωση» αυτή είναι αρκετό κατά τη γνώμη του να αποδείξουμε τις ανθρώπινες βάσεις της καθώς και το ανθρώπινο περιεχόμενο της. Μ’ αυτό οι άνθρωποι θα γνωρίσουν την ουσία του ανθρώπινου γένους και θα ζητήσουν να την πραγματοποιήσουν στον πραγματικό κόσμο και όχι σε ένα φανταστικό.

[5]. Ο Φόιερμπαχ αντιπαραθέτει στον ιδεαλισμό την προτεραιότητα του υλικού Είναι, της υλικής Φύσης και του υλικού ανθρώπου και στην αφηρημένη σκέψη της φιλοσοφίας αντιπαραθέτει τη σκέψη που στηρίζεται στην υλική εποπτεία της αντικειμενικής πραγματικότητας και θεωρεί σαν αναντίρρητο αξίωμα πως η υλική εποπτεία είναι η απόδειξη της αντικειμενικής αλήθειας και κατά συνέπεια και η απόδειξη πως η σκέψη που στηρίζεται σ’ αυτή αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα και αλήθεια. Μα επειδή παραβλέπει την επαναστατική δράση και επειδή το υλικό το αντιλαμβάνεται σαν παθητικό αντικείμενο της εποπτείας και όχι σαν αντικείμενο της πραχτικής ανθρώπινης δράσης, δεν μπορεί να φτάσει ως τη σωστή αντίληψη για τις σχέσεις ανάμεσα ατή νόηση και το Είναι και έτσι δεν μπορεί ούτε τον ιδεαλισμό να αντικρούσει και να αναιρέσει.

[6]. Επειδή ο Φόιερμπαχ δεν εξετάζει το θρησκευτικό ζήτημα ιστορικά, δεν βλέπει τις κοινωνικές βάσεις της θρησκείας και διαπραγματεύεται τη θρησκεία, όπως και όλα τα άλλα κοινωνικά ζητήματα, από ανθρωπολογική άποψη, εξηγώντας τη γέννηση της θρησκείας από την αντίφαση ανάμεσα στο άτομο και την ανθρώπινη κοινότητα, πού κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στη θρησκεία την ιδανική περιοχή της ανθρώπινης κοινότητας. Επειδή εξετάζει το θρησκευτικό συναίσθημα αφηρημένα και επειδή στο αφηρημένο άτομο αντιπαραθέτει μια παρόμοια αφηρημένη κοινότητα (ουσία του ανθρώπινου γένους), η θρησκευτική «αλλοτρίωση» μεταβάλλεται σε μια καθαρά θρησκευτική διαδικασία.

[7]. Αντίθετα από την ιδεαλιστική αντίληψη του Φόιερμπαχ για τη θρησκεία, παρατηρεί εδώ ο Μαρξ πως η θρησκεία, όπως και κάθε ιδεολογία, τόσο στη γέννηση της όσο και στην εξαφάνιση της, καθορίζεται από κοινωνικά αίτια. Το θρησκευτικό συναίσθημα, με το μυστικισμό και τις αυταπάτες που το συνοδεύουν, γεννιέται από τις αντιστραμμένες κοινωνικές σχέσεις και δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει όσον καιρό διατηρούνται οι αντιστραμμένες αυτές σχέσεις. Όταν με την επαναστατική πράξη παραμεριστούν οι σχέσεις αυτές και αντικατασταθούν με τις πραγματικές, τότε θα χαθεί και το θρησκευτικό συναίσθημα από τους ανθρώπους.

[8]. Μια από τις κυριότερες αίτιες για τη στενότητα και τις ελλείψεις του φοϊερμπαχικού υλισμού είναι οι αστικές αντιλήψεις, που ούτε μπόρεσε μα ούτε και θέλησε να απαλλαγεί από αυτές. Σαν αστός διανοούμενος δεν θέλει τη ριζική μεταβολή της κοινωνίας και γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνεται ποτέ τον επαναστατικό ρόλο της ανθρώπινης πράξης. Δημιουργεί ένα αφηρημένο άτομο -τον άνθρωπο γενικά έξω από την ιστορία, την κοινωνία, τις τάξεις- που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εικόνα του ατόμου όπως το διαμορφώνει ο συναγωνισμός στην καπιταλιστική κοινωνία και παράλληλα μια παρόμοια αφηρημένη κοινωνία -την ουσία του ανθρώπινου γένους. Έτσι παραμένει μέσα σε ένα εποπτικό υλισμό, που σαν αστική ιδεολογία περιορίζεται να δίνει καινούργιες ερμηνείες και καινούργια σημασία στον κόσμο. Λόγια, λόγια που δεν μεταβάλλουν την κατάσταση σε τίποτα.

Στον εποπτικό αυτό υλισμό, όπως γενικά και σε όλη την παλαιά φιλοσοφία, αντιπαραθέτει ο Μαρξ το διαλεχτικό και ιστορικό ολισμό, που σαν θεωρία του επαναστατικού προλεταριάτου δεν ζητάει μόνο τη σωστή γνώση του κόσμου μα βάζει σκοπό του, πριν απ’ όλα, τη μεταβολή του.

[9]. Στις δυο τελευταίες αυτές θέσεις βλέπουμε ολοκάθαρα την πολιτικο-κοινωνική και πνευματική εξέλιξη του Μαρξ στα πρώτα χρόνια της νεότητας του. Από τον καιρό που πρώτο-στράφηκε προς τον κομμουνισμό, στο άρθρο του κιόλας «Για μια Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου» τονίζει πως τότε μπορεί κανείς να δόσει περιεχόμενο στη φιλοσοφία, όταν τη μεταβάλει σε επαναστατική θεωρία. «η θεωρία γίνεται ολική δύναμη μόλις καταχτήσει τις μάζες», λέει κάπου εκεί.

Στα «Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» και την «Άγια Οικογένεια» εξηγεί πολύ καθαρά πως η φιλοσοφία σαν θεωρητική και αφηρημένη σκέψη είναι στείρα και πως τότε μονάχα γίνεται κινητήρια δύναμη της ιστορίας, όταν μεταβληθεί σε οδηγό για την επαναστατική πράξη, που αυτή θα κάνει τον άνθρωπο να ζήσει μια ζωή σύμφωνη με την «ουσία του ανθρώπου».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *