György Lukács:Ο F. Nietzsche κάτω από το φώς του Μαρξισμού

1934: Η Elisabeth Förster-Nietzsche, (αδελφή του F.Nietzsche και επιμελήτρια του έργου του) δέχεται, σε εορταστική ατμόσφαιρα, τον ίδιο τον Hitler και αντιπροσωπεία από στελέχη του ναζιστικού κόμματος στα “Αρχεία Nietzsche”. Στην “τελετή” παρέδωσε στον Hitler και προσωπικά αντικείμενα του Nietzsche, που είχε πεθάνει το 1900. Η Elisabeth Förster-Nietzsche ήταν οπαδός του Hitler και του NSDAP. Ο ίδιος ο Hitler και αντιπροσωπεία της ανώτατης διοίκησης των Ναζί παρέυρεθηκαν στην κηδεία της την επόμενη χρονιά.

 

 

Το κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από το έργο του György Lukács “Ο F. Nietzsche κάτω από το φώς του Μαρξισμού”, Μετάφραση Ζ.Ι Καρακάρη, εκδόσεις Μαρη. Ένα κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο για τον χαρακτήρα, την κοινωνική βάση και την αληθινή ουσία της “ανταρσίας” διάφορων μικροαστικών ρευμάτων και διαννοούμενων απέναντι στην κοινωνική παρακμή της εποχής του Ιμπεριαλισμού…. 

Οι υπογραμμίσεις δικές μας.

 

 

 

…..Το έργο τού Νίτσε δέν είναι τίποτα’ άλλο από μία αδιάκοπη πολεμική εναντίον του μαρξισμού και του  σοσιαλισμού, αν καί δέν είχε, προφανώς, ποτέ του διαβάσει ό Νίτσε, ούτε μιά μονάχα γραμμή από τον Μαρξ, ή τον ‘Ένγκελς…γιατί κάθε φιλοσοφία καθορίζεται, ως πρός το περιεχόμενό της καί τη μέθοδό της, από τούς ταξικούς αγώνες της εποχής της. Οι φιλόσοφοι, ακριβώς όπως και οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες  και o άλλοι διανοούμενοι, μπορεί, λίγο ή πολύ, νά άγνοουν τη σχέση πού υπάρχει ανάμεσα στους ταξικούς αγώνες καί το περιεχόμενο καί τη μέθοδο κάθε φιλοσοφίας, μπορεί, πιθανώς, νά μη το συνειδητοποιούν ποτέ αυτό το γεγονός, ωστόσο, είναι βέβαιο, ότι ή θέση την όποια παίρνουν στα θέματα, τα οποία ονομάζονται «τελικά ζητήματα», καθορίζεται, πάντοτε, από τούς ταξικούς αγώνες.

Αυτό πού λέει ό “Ενγκελς για τούς νομικούς, ισχύει, ακόμη περισσότερο, για τους  φιλόσοφους: «Ή αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων, υπό τη μορφή -νομικών αρχών… παράγεται, χωρίς αυτοί πού ενεργούν νά Έχουν συνείδηση αυτής της  αντανάκλασης. Ό νομικός πιστεύει πώς ενεργεί χρησιμοποιώντας  προτάσεις u priori, ενώ o προτάσεις αυτές δέν είναι τίποτα’ άλλο παρά το αποτέλεσμα οικονομικών αντανακλάσεων»(1). Αυτός είναι ό λόγος για τον οποίον ό Ενγκελς πιστεύει πώς κάθε ιδεολογία συνδέεται συνειδητά «με μιά δυνατότητα πνευματικής προσαρμογής, ή οποία έχει μεταβιβασθεί σ’ αυτήν από τις  προηγούμενες Ιδεολογίες» (1).

Αυτό, ωστόσο, δέν εμποδίζει, ώστε ή εκλογή των παραδόσεων, ό τρόπος της κριτικής καί της χρησιμοποίησής των, ακριβώς όπως καί τα συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την άσκούμενη κριτική, νά προσδιορίζονται, σέ τελευταία ανάλυση. από τις οικονομικές συνθήκες και από τούς ταξικούς  αγώνες, πού αποτελούν την αναγκαία συνάρτηση των οικονομικών συνθηκών. Οι φιλόσοφοι γνωρίζουν από ένστικτο τι πρόκειται νά υπερασπίσουν, όπως γνωρίζουν και τη θέση στην οποία βρίσκεται ό εχθρός τους. Από ένστικτο, επίσης, μαντεύουν ποιες είναι οι τάσεις πού θεωρούνται «επικίνδυνες», στην εποχή τους, καί καταβάλλουν όλες τους  καί καταβάλλουν όλες τους τις προσπάθειες για νά καταπολεμήσουν αυτές τις τάσεις.

…….Ή μόνιμη επίδραση, πού θα καθορίσουμε τα  αντικειμενικά ενδεχόμενα της, δέ θα είχε ποτέ υπάρξει, αν ό Νίτσε δέν είταν ένας  πρωτότυπος καί  πλούσια προικισμένος στοχαστής. Κατέχει ένα ξεχωριστό χάρισμα λεπτής προαίσθησης καί είταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στα προβλήματα με τα οποία τράφηκε ό παρασιτικός διανοούμενος κόσμος τής ιμπεριαλιστικής περιόδου, προβλήματα πού τον συντάρασσαν καί τον καταβασάνιζαν, καί στα οποία μάταια προσπαθούσε νά δώσει κάποιες  απαντήσεις, οι όποιες θα μπορούσαν νά τού προσφέρουν μιά ικανοποίηση.

 Έτσι, ό Νίτσε κατόρθωσε νά επισκοπήσει πλατιές τομείς τού πολιτισμού και νά διαφωτίσει τα φλέγοντα προβλήματα πού σχετίζονται με αυτόν, χρησιμοποιώντας πνευματώδεις αφορισμούς. Μπόρεσε νά δώσει στους παρασιτικούς διανοούμενους πού συγκλονίζονταν από παρορμήσεις ανταρσίας, ή απλώς  από δυσαρέσκεια  την ικανοποίηση ορισμένων χειρονομιών, έπιφανειακά ύπερεπαναστατικών, οι οποίες τούς έθελγαν, ενώ, ταυτόχρονα, έδινε σ’ όλα αυτά τα προβλήματα, ή, τουλάχιστον, προσπαθούσε νά δώσει, απαντήσεις τέτοιες απ’ τις όποιες βλέπουμε ν’ αναπήδα, μέσω όλων αυτών των νιτσεϊκών λεπτοτήτων και  αποχρώσεων, το αληθινό πρόσωπο τής μονίμως αντιδραστικής τάξης τής ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας.

Αυτός ό διπλός χαρακτήρας τού νιτσεϊκού έργου ανταποκρίνεται πρός την κοινωνική κατάσταση καί, κατά συνέπεια, πρός τη διανοητικότητα καί την ευαισθησία τής αστικής τάξης τής Ιμπεριαλιστικής -περιόδου καί, μάλιστα, κατά τρεις τρόπους. Πρώτον: ή εναλλαγή μιας λεπτής αίσθησης των αποχρώσεων καί μιας υπερευαισθησίας δύσκολου έστέτ, μαζί με τις εκρήξεις μιας βιαιότητας σχεδόν υστερικής, αποτελούν το διακριτικό γνώρισμα όλων των μορφών τής παρακμής.

Άλλο χαρακτηριστικό στενά δεμένο με το πρώτο: ή βαθιά δυσαρέσκεια  πού γεννά ό σύγχρονος πολιτισμός, αυτό πού ό Φρόιντ ονομάζει “αρρώστια τού πολιτισμού”, μαζί με την ανταρσία πού την ακολουθεί, ανταρσία ή όποια σέ καμιά περίπτωση δέ θα μπορούσε νά οδηγήσει τον «αντάρτη» στην άρνηση των προσωπικών του προνομίων σαν παράσιτου, ώστε νά τον αφήσει νά θέσει υπό αμφισβήτηση τις κοινωνικές βάσεις τού καθεστώτος. Οι πρόμαχοι, επίσης, αυτής τής ανταρσίας χαιρετίζουν με ενθουσιασμό μιά φιλοσοφία ή οποία επιδοκιμάζει τον επαναστατικό χαρακτήρα τής δυσαρέσκειάς των καί ή οποία, ταυτόχρονα, ξέρει νά μετατρέπει αυτόν τον ενθουσιασμό, από άποψη κοινωνικού περιεχομένου, σέ επίδειξη δύναμης εναντίον τής δημοκρατίας και τού σοσιαλισμού.

Τρίτον: ή επίδραση τού Νίτσε ασκήθηκε, ακριβώς, σέ μίαν εποχή κατά την οποία ή παρακμή τής αστικής τάξης  έχει φτάσει σέ βαθμό τέτοιον, ώστε ή υποκειμενική κρίση γι’ αυτήν, από τούς ίδιους τούς άστούς, παρουσιαζότανε βαθύτατα μεταμορφωμένη. Πράγματι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μονάχα οι κριτικοί τής αντίθετης πλευράς, οι προοδευτικοί κριτικοί, ήταν εκείνοι πού είχαν αποκαλύψει καί στιγματίσει τα συμπτώματα τής παρακμής, ενώ ή μεγάλη πλειονότητα των άστών διανοούμενων εξακολουθούσε νά τρέφεται με την ψευδαίσθηση πώς ζούσε στον «καλύτερο των δυνατών κόσμων» και υπερασπιζόταν αυτό πού πίστευε πώς αποτελεί την «υγεία» τής ιδεολογίας τον, τον προοδευτικό της χαρακτήρα. Στο εξής, αντίθετα, ή ιδέα τής παρακμής, ή συνειδητοποίησή της γίνεται, ολοένα καί περισσότερο, το κεντρικό πρόβλημα τής διανοούμενης αστικής τάξης, άπ’ τη στιγμή πού παίρνει συνείδηση τού εαυτού της.

Ή μεταβολή αυτή εκφράζεται με το γεγονός ότι ή διανοούμενη αστική τάξη αρχίζει νά στρέφεται πρός τον ρελατιβισμό, τα παιχνίδια τού ναρκισσισμού, τον πεσιμισμό καί το νιχιλισμό. ~Ολ’ αυτά γεννούν συχνά στους έντιμους διανοούμενους μίαν ειλικρινή απελπισία, ή οποία υπάρχει κίνδυνος νά μεταβληθεί σέ αυθεντικό πνεύμα ανταρσίας, (μεσσιανισμός κ.λπ.).

Με την ψυχολογική ανάλυση του πολιτισμού πού κάνει, με τις αισθητικές του Ιδέες καί τις ηθικές του αντιλήψεις, ό Νίτσε είναι, προφανώς, ό περισσότερο πνευματικά προικισμένος καί ό πιο πλούσιος σέ αποχρώσεις αντιπρόσωπος της συνειδητοποίησης της παρακμής. Ή σημασία του Νίτσε, όμως, δέν περιορίζεται μονάχα σ’ αυτό το σημείο. Έχοντας ό Νίτσε πεισθεί πώς ή παρακμή είταν το θεμελιώδες φαινόμενο της αστικής ιστορίας της εποχής του, επιχείρησε να βρει τούς δρόμους από τούς οποίους θα μπορούσε να ξεπεραστεί αυτή ή παρακμή.

Οι πιο ζωντανοί, πραγματικά, διανοούμενοι, οι πιο ειλικρινείς, αναγκάσθηκαν, μια καί είταν στρατευμένοι στη φιλοσοφία της παρακμής, νά αναζητήσουν, με θέρμη, τον τρόπο του ξεπεράσματός της. Ή προσπάθειά τους, λοιπόν, αυτή, τους  έκανε πολύ ευαίσθητους στη δύναμη πού πήγαζε από τούς αγώνες της νέας κοινωνικής τάξης, το προλεταριάτο. Οι εντιμότεροι άπ’ αυτούς αντιλαμβάνονταν, παρακολουθώντας τον τρόπο της ζωής καί την ηθική της νέας αυτής τάξης, τα σημάδια μιας δυνατής θεραπείας τής άρρωστης κοινωνίας—και συνεπώς, (αυτό, κυρίως, τούς ενδιέφερε) μιας θεραπείας καί των δικών τους δεινών.

Το μεγαλύτερο μέρος άπ’ αυτούς τούς διανοούμενους, στην πραγματικότητα, δέν είχε καμιά ιδέα τής οικονομικής καί κοινωνικής σημασίας μιας πραγματικής σοσιαλιστικής μεταβολής. Την έβλεπε κάτω από τη γωνία τής ιδεολογίας μονάχα καί δέν είχε, εξ αίτιας αυτού του γεγονότος, μίαν ακριβή ιδέα των συνεπειών πού μπορούσε νά έχει ή απόφαση τους νά συνδεθούν με το καινούργιο κίνημα, συνεπειών οι όποιες θα είχαν σαν αποτέλεσμα μιά ριζική ρήξη με την τάξη τους. Αν επερχόταν αυτή ή ρήξη δέ θα είταν δυνατόν νά μην είχε απήχηση πάνω στην ιδιωτική ζωή τού διανοούμενου για τον όποιο γίνεται λόγος. Το κίνημα αυτό γίνεται ακόμη πιο συγκεχυμένο, γιατί εκτείνεται σέ σημαντικούς κύκλους των πιο προοδευτικών άστών διανοούμενων καί εκδηλώνεται, προπάντων, όπως, άλλωστε. είναι πολύ φυσικό, με σφοδρότητα, σέ περιόδους κρίσεων. (Ας θυμηθούμε την περίοδο κατά την οποία ψηφίσθηκαν τα έκτακτα μέτρα εναντίον του σοσιαλισμού, τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο καί το εξπρεσιονιστικό κίνημα στη Γερμανία, τον Μπουλανζισμό καί την υπόθεση Ντρέϋφους).

Το «κοινωνικό αίτημα» στο οποίο ανταποκρίνεται ή φιλοσοφία του  Νίτσε συνίσταται στο νά «διασώσει», ή, μάλλον στο νά «απελευθερώσει» έναν ορισμένο τύπο άστού διανοούμενου καί στο νά υποδείξει, στον διανοούμενο αυτόν, το μέσο το οποίο θα μπορούσε νά κάνει περιττή τη ρήξη του με την αστική τάξη καί, μάλιστα, κάθε σοβαρή ένταση των σχέσεων του με αυτήν. Ό τύπος αυτού του διανοούμενου προστατεύει καί ίσως μάλιστα ενισχύει την πολύ ευχάριστη αίσθηση πού έχει για τον εαυτό του ότι είναι αντάρτης, δημιουργώντας μιά γοητευτική αντίθεση ανάμεσα σέ μιά «επιφανειακή» καί «εξωτερική», κατά την άποψή του, επανάσταση καί μιά «βαθύτερη», «κοσμική καί βιολογική επανάσταση». Εξυπακούεται ότι μιά  «επανάσταση» τέτοιου είδους είναι προορισμένη νά προστατεύσει δλα τα προνόμια τής αστικής τάξης καί νά επιδιώξει με πάθος την υπεράσπιση τής προνομιούχου κατάστασης των αστών καί παρασιτικών διανοούμενων τής ιμπεριαλιστικής  περιόδου.

Πρόκειται για μιά «επανάσταση», πού στόχος της είναι οι μάζες, για μιά επανάσταση εμπνευσμένη από το φόβο τον οποίο έχουν οι προνομιούχοι μήπως χάσουν τα οικονομικά καί πολιτιστικά τους πλεονεκτήματα, ένα φόβο εγωιστικό πού τον μεταμφιέζουν δίνοντάς του μιά παθητική καί επιθετική έκφραση. Ό δρόμος πού δείχνει ό Νίτσε δέ βγαίνει έξω από τα όρια τής παρακμής, ή οποία είναι στενά δεμένη με τη διανοητική καί συναισθηματική ζωή αυτών των κύκλων. Από τη στιγμή, όμως, πού Αποκτούν οι κύκλοι αυτοί μιά καινούργια συνείδηση, ή παρακμή εμφανίζεται στα μάτια τους κάτω από ένα καινούργιο φως: μέσα στην ίδια την παρακμή κρύβονται τα γόνιμα σπέρματα μιας ριζικής ανανέωσης της ανθρωπότητας.

Αυτό το «κοινωνικό αίτημα» βρισκόταν σέ αρμονία με τα χαρίσματα, τις προσφιλέστερες πνευματικές τάσεις, με ολόκληρη την προσωπικότητα του Νίτσε. Όπως ακριβώς οι κοινωνικοί κύκλοι στους όποιους απευθυνόταν, και  ό ίδιος ό Νίτσε ήταν απασχολημένος, προπάντων, με τα προβλήματα του πολιτισμού καί ειδικώς με τα προβλήματα της τέχνης και της ατομικής ηθικής.

Ή πολιτική δέν εμφανίζεται ποτέ στα μάτια του Νίτσε παρά σαν ένας αφηρημένος καί απατηλός ορίζοντας. Στο θέμα τής οικονομίας ή άγνοιά του είναι ίδια με την άγνοια του μέσου διανοούμενου της εποχής του. Ό Μέρινγκ σημείωσε πολύ σωστά ότι τα επιχειρήματα του Νίτσε εναντίον του σοσιαλισμού δέν ξεπέρασαν ποτέ τα επιχειρήματα εκείνα πού χρησιμοποιούσαν άνθρωποι σαν τον Λέο και τον Τράιτσκε (2). Αυτός, λοιπόν, ό γάμος του πιο ανόητα χυδαίου άντισοσιαλισμου και μιας κατώτερης ποιότητας, άλλά επιτήδειας, κριτικής  του πολιτισμού και τής τέχνης, πού μερικές φορές, ωστόσο, είταν σωστή (βλ. π.χ. τις επιθέσεις του Νίτσε εναντίον τού Βάγκνερ καί του νατουραλισμού) είναι ό δημιουργός τής γοητείας των ιδεών καί τής εκφραστικής μορφής του Νίτσε για τούς διανοούμενους τής ιμπεριαλιστικής εποχής.

Ή γοητεία αυτή, άλλωστε, δέν σταματάει καθόλου στους πιο αντιδραστικούς μονάχα διανοούμενους. Συγγραφείς, επίσης, καθαρά προοδευτικοί, ή συγγραφείς πού το έργο τους έχει ένα προοδευτικό περιεχόμενο, όπως ό Ερρίκος καί ό Τόμας Μάν, ή ό Μπέρναρ Σώ, επηρεάστηκαν από το Νίτσε. Μπόρεσε μάλιστα νά προκαλέσει Ισχυρότατη εντύπωση καί σέ ορισμένους μαρξιστές διανοούμενους. Καί  έφτασε ένας άνθρωπος σαν τον Μέρινγκ νά διατυπώσει, γι’ αυτόν. κάποτε, την παρακάτω γνώμη:

«Ό Νιτσεισμός είναι ακόμη πιο χρήσιμος για το σοσιαλισμό καί από μίαν άλλην άποψη. Χωρίς καμιά αμφιβολία, τα έργα του Νίτσε ασκούν  ιδιαίτερη γοητεία σέ ορισμένους νέους προικισμένους με μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο, o όποιοι έχουν τη δυνατότητα νά γίνουν  ακόμη πιο μεγάλοι μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης καί οι όποιοι μένουν φυλακισμένοι μέσα στις ταξικές τους προλήψεις. Για αυτούς, όμως, ό Νίτσε δέν αντιπροσωπεύει παρά μιά μετάβαση, ένα τέρμα του  περάσματος πρός το Σοσιαλισμό» (3).

Τα παραπάνω είναι αρκετά για νά εξηγήσουν την κοινωνική βάση καί την ένταση της επίδρασης τού Νίτσε, όχι όμως καί τη διάρκειά της. Ή διάρκειά της εξηγείται από τα  αναμφισβήτητα χαρίσματα τού φιλόσοφου Νίτσε. Από τον Langbehn, (4 ), ως τούς δικούς μας Κοάσλερ καί κάποιους Burnham, οι συνηθισμένοι παμφλετογράφοι της  αντίδρασης δέν μπόρεσαν ποτέ νά κάνουν τίποτε άλλο παρά νά ανταποκρίνονται οπορτουνιστικά στις  ανάγκες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, χρησιμοποιωντας μιά λίγο ή πολύ επιδέξια επιχειρηματολογία.

Ό Νίτσε….κατόρθωσε νά συλλάβει καί νά διαμορφώσει στα έργα του μερικά από τα πιο βασικά καί τα πιο μόνιμα χαρακτηριστικά της αντιδραστικής συμπεριφοράς, πού προσιδιάζουν στην περίοδο τού Ιμπεριαλισμού, των παγκόσμιων πολέμων καί των επαναστάσεων. Για νά κρίνουμε στα πραγματικά του μέτρα τον Νίτσε, πρέπει νά τον συγκρίνουμε με τον σύγχρονό του Εντουαρντ φόν Χάρτμαν, ό όποιος συγκέντρωσε μες στο μυαλό του τις χυδαίες προλήψεις τού μετά το 1870 αντιδραστικού αστού, του «βολεμένου αστού», δηλαδή τού χορτάτου άστού. Αυτό τού εξασφάλισε στην  αρχή μιά πολύ μεγαλύτερη από το Νίτσε επιτυχία, μόλις, όμως, έφτασε ή ιμπεριαλιστική περίοδος  έπεσε στη λήθη.

Είναι αλήθεια πώς όλα στο Νίτσε προβάλλουν μέσα από μύθους. Οι μύθοι είν’ εκείνοι πού του επέτρεψαν να συλλάβει και νά προσδιορίσει ορισμένες τάσεις της εποχής του.  Αγνοούσε τα πάντα από την καπιταλιστική οικονομία καί δέ μπορούσε, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, νά παρακολουθήσει παρά μονάχα τα συμπτώματα του  ύπεροικοδομήματος, τα όποια καί μόνο είχε περιγράφει. Ή προσφυγή του στο μύθο εξηγείται, επίσης, καί από το γεγονός  ότι ό Νίτσε, κυριότερος φιλόσοφος της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης, δέν γνώρισε όσο ζούσε την Ιμπεριαλιστική περίοδο. Είναι για τον Ιμπεριαλισμό, ότι είταν ό Σοπενχάουερ για την μετά το 1848 αστική αντίδραση: κι ό ένας κι ό άλλος έζησαν μίαν εποχή πού δέ μπόρεσε νά παραγάγει παρά μόνο τα σπέρματα καί τα προμηνύματα της περιόδου πού επρόκειτο νά τη διαδεχθεί.

Για έναν φιλόσοφο πού δέ μπορούσε νά αποκαλύψει τις πραγματικά δρώσες δυνάμεις, αυτά τα προδρομικά σημάδια δέν είταν δυνατό νά συλληφθούν παρά με τη μορφή ουτοπιών καί μύθων. Ή φιλοσοφική σημασία του Νίτσε προέρχεται από το ότι, παρ’ ολ’ αυτά, μπόρεσε νά προσδιορίσει ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά της επερχόμενης Ιμπεριαλιστικής περιόδου. Βεβαίως, βοηθήθηκε από το ταλέντο τού άφοριστή καί του δημιουργού μύθων….

….Οι μύθοι καί οι αφορισμοί μπορούν, πράγματι, ανάλογα με τα στιγμιαία συμφέροντα της αστικής τάξης καί τις τάσεις των ιδεολόγων της, νά συγκροτηθούν σ’ ένα σύνολο καί νά ερμηνευθούνε κατά διάφορους τρόπους καί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τρόπους αντιφατικούς. Το γεγονός, όμως, ότι ανακαλύπτουμε, κάθε φορά, έναν «καινούργιο» Νίτσε, δείχνει ότι, κάτω άπ’ αυτές τις αλλαγές, υπάρχει μιά συνέχεια: ή συνέχεια των θεμελιωδών προβλημάτων του Ιμπεριαλισμού σαν περιόδου ή οποία αποτελεί  ένα σύνολο, από την άποψη των διαρκών συμφερόντων τής αστικής αντίδρασης, Αν τα παρακολουθήσουμε καί τα ερμηνεύσουμε, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τις μόνιμες ανάγκες των παρασιτικών διανοούμενων της αστικής τάξης.

Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι ό άνθρωπος πού μπορεί και συλλαμβάνει, πριν την ώρα τους, σημάδια σαν κι αυτά πού αναφέραμε παραπάνω, διαθέτει Ένα χάρισμα παρατηρητικότητας, ευαισθησίας στις ιδέες καί ευχέρειας αφαίρεσης, όχι τυχαίες. ’Απ’ αυτή την άποψη ή ιστορική Θέση του  Νίτσε είναι αντίστοιχη πρός τη θέση τού Σοπενχάουερ. Ενώνονται στενά μέσω της κύριας τάσης της φιλοσοφίας τους. Δέν θα ανακινήσουμε εδώ ιστορικά καί φιλοσοφικά προβλήματα επιδράσεων. Θεωρώ τις πρόσφατες προσπάθειες, πού σκοπό τους  έχουν την απόσπαση τού Νίτσε από τον ιρασιοναλισμό τού Σοπενχάουερ καί τη σύνδεσή του με τη φιλοσοφία του διαφωτισμού και του Χέγκελ, σαν παιδιαρίσματα, ή, μάλλον, θα μπορούσε νά πει κανείς πώς  όλες αυτές οι προσπάθειες αντιπροσωπεύουν τα χειρότερα μπαλώματα της ιστορίας.

 Ανάμεσα στο Σοπενχάουερ καί το Νίτσε υπάρχουν, φυσικά, πολλές διαφορές, οι όποιες γίνονται βαθύτερες  όσο προχωρεί περισσότερο ό Νίτσε καί παίρνει καθαρότερη συνείδηση των τάσεων του. Αυτές οι διαφορές, όμως, είναι διαφορές πού εξηγούνται, Αν λάβουμε υπόψη μας πώς  άλλη είναι ή εποχή στην οποία έζησε ο Νίτσε καί άλλη ή εποχή στην οποία έζησε ό Σοπενχάουερ. Πρόκειται για διαφορές ως πρός τα μέσα πού θα ρέπει νά χρησιμοποιηθούν για νά καταπολεμηθεί ή κοινωνική πρόοδος.

……Φυσικά, ό Νίτσε, περισσότερο κι από το Σοπενχάουερ, δέν πιστεύει σέ μιά πραγματικότητα της ιστορίας. Ωστόσο, ή απολογία πού αναλαμβάνει υπέρ του επιθετικού  Ιμπεριαλισμοί), παίρνει τη μορφή μιας μυθοποίησης της ιστορίας. Τέλος, καί για νά περιοριστούμε στους θεμελιώδεις συντελεστές, ή απολογητική του  Σοπενχάουερ, ως προς τη μορφή, είναι μιά έμμεση απολογητική, ή οποία, όμως, δέν τον εμποδίζει νά εκφράζει ανοιχτά τις  αντιδραστικές  του  πολιτικές συμπάθειες καί, μάλιστα, μ’ έναν προκλητικό καί κυνικό τρόπο. Στο Νίτσε, αντίθετα, ή αρχή της  έμμεσης απολογητικής εφαρμόζεται καί στα εκφραστικά μέσα. Ή  προσκόλλησή του, επίσης, στον αντιδραστικό καί επιθετικό ιμπεριαλισμό εκφράζεται με μιά στάση ύπερεπαναστατική. Ό αγώνας κατά της δημοκρατίας καί του σοσιαλισμού, ό μύθος του ιμπεριαλισμού, παρουσιάζονται σαν μιά παράδοξη μεταμόρφωση, μιά «μεταποίηση των άξιών», ή, ακόμη, σαν το λυκόφως των θεών: ή έμμεση απολογητική του Ιμπεριαλισμού γίνεται ή ψεύτικη επανάσταση των δημαγωγών.

…. ό νιτσεϊσμός  αντιπροσωπεύει μιά συστηματική ιδεολογική αντεπίθεση εναντίον τής εργατικής τάξης καί του σοσιαλισμού, οι όποιοι θεωρούνται ως  οι μεγαλύτεροι εχθροί του καπιταλισμού. Ή φιλοσοφία τού Νίτσε Αναπτύχθηκε σέ μίαν εποχή κατά την οποία ή πάλη των τάξεων έπαιρνε ολοένα οξύτερες μορφές, σέ μίαν εποχή, επίσης, κατά την οποία πολλές ψευδαισθήσεις είχαν αρχίσει νά καταρρέουν. Χαρακτηριστικό σημάδι τής νιτσεΐκής φιλοσοφίας είναι  ότι κλείνει μέσα της τα προμηνύματα των αντιλήψεων οι όποιες επικράτησαν κατά την ιμπεριαλιστική περίοδο τού καπιταλισμού. Μονάχα ένα αποφασιστικά επιθετικό αντιδραστικό κράτος, το οποίο θα έμπαινε στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη τού Νίτσε, νά αμυνθεί  αποτελεσματικά εναντίον τού σοσιαλιστικού κινδύνου. Μονάχα ή άνοδος των δυνάμεων εκείνων πού θα  αποδεικνύονταν ικανές νά εξασφαλίσουν αυτή την άμυνα, δίνει στο Νίτσε την ελπίδα πώς θα μπορούσαν, κάποια μέρα, οι δυνάμεις αυτές, νά θέσουν οριστικά έκτος μάχης την εργατική τάξη. Αν είναι τόσο δριμύς έναντι της Γερμανίας της εποχής του, αυτό οφείλεται στο ότι δέν παίρνει τα μέτρα πού εύχεται νά πάρει, ή, τουλάχιστον γιατί διστάζει νά τα πάρει.

Οι τάσεις για τις όποιες μιλήσαμε  προηγουμένως εμφανίζονται καθαρότερα στην ηθική τού Νίτσε. Το πράγμα είναι ευεξήγητο: Αν λάβουμε υπόψη μας την ταξική τοποθέτηση τού Νίτσε, την άγνοιά του πάνω στα οικονομικά ζητήματα, καθώς επίσης και το γεγονός  ότι έζησε πριν από την εμφάνιση τού Ιμπεριαλισμού, καταλαβαίνουμε πώς είταν πολύ φυσικό νά μη μπορούσε νά προβλέψει τις οικονομικές και κοινωνικές  εξελίξεις: τού Ιμπεριαλισμού. Ή ηθική, όμως, της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης  δεσπόζει  σαφέστατα πάνω-σ’ ολόκληρο το έργο του. Στον τομέα αυτόν είναι  αναμφισβήτητο ότι ό Νίτσε περιέγραψε εκ των προτέρων ποια θα είταν ή πραγματική μορφή τής εξέλιξης πού θα επακολουθούσε. Το μεγαλύτερο μέρος των αξιωμάτων της ηθικής του έγινε, με την επικράτηση του χιτλερισμού, μιά φοβερή πραγματικότητα. Διατηρούν δέ κάποια επικαιρότητα, τα  αξιώματα αυτά, Αν τα παραβάλουμε με την ηθική του ονομαζόμενου «αμερικανικού αιώνα»……

…. Οι οπαδοί μιας «εκλεπτυσμένης» ερμηνείας  του  νιτσεϊκού  έργου βρίσκουν κάποια δυσκολία στο να εναρμονίσουν την απολογία της βαρβαρότητας καί την κριτική τού  πολιτισμού την οποία επιχειρεί ο Νίτσε, καί ή οποία, συχνά, πρέπει νά ομολογήσουμε πώς είναι  αρκετά έξυπνη και επιδέξια: αυτή ή δυσκολία είναι εύκολο νά ξεπεραστεί.

Πρώτα’ οπ’ ολα ο Νίτσε δέν είναι ό μόνος πού επιχείρησε νά συνδυάσει τη λεπτότητα με την κτηνωδία. Στην περίπτωση, δηλαδή, του Νίτσε, δέν Εχουμε νά κάνουμε μ’ ένα ιδιαίτερο ψυχολογικό στοιχείο πού χαρακτηρίζει το έργο του καί το όποιοι θα πρέπει νά το λάβουμε ιδιαιτέρως υπόψη μας, άλλά με τον γενικό χαρακτήρα πού διέπει ολόκληρη την ιμπεριαλιστική παρακμή…..

….. λεπτότητα αισθητική, λεπτότητα ηθική και πολιτιστική, όσο τα μέλη τής διευθύνουσας τάξης είναι αναμεταξύ τους, κτηνωδία, σκληρότητα καί βαρβαρότητα εναντίον του «ξένου», εναντίον, δηλαδή, των καταπιεζομένων, ή εναντίον εκείνων που είναι ενδεχόμενο νά υποστούν τα δεινά της καταπίεσης.

Βλέπουμε εδώ, ότι ό ενθουσιασμός τού νεαρού Νίτσε για την αρχαία δουλεία παραμένει, αυξημένος, μάλιστα, καί τονισμένος στο έπακρο, όσο περνάει ό καιρός, το σταθερό καί μόνιμο κίνητρο της φιλοσοφικής του σκέψης.

Το γεγονός, βέβαια αυτό, εισάγει στα προφητικά οράματα τού Νίτσε, για το μέλλον του Ιμπεριαλισμού, Ένα ρομαντικό στοιχείο. Ό τύπος του ηγέτη πού πλάθει με τη φαντασία του ό Νίτσε — κάτι πού μοιάζει με τον Περικλή — Έναν Περικλή πολύ λεπτό και Ιδιοκτήτη σκλάβων — δέ θυμίζει παρά από πολύ -μακριά μονάχα το Χίτλερ και το Γκαίρινγκ. Ή άγνοια των οίκονομίκών καί κοινωνικών διαφορών πού χωρίζουν δυο περιόδους οδηγεί αναγκαστικά — χωρίς νά κάνουμε λόγο καί για τούς απολογητικούς σκοπούς πού επιδιώκει ό Νίτσε — σ’ αυτόν τον ιδεαλιστικό ρομαντισμό.

Δέν είναι, ωστόσο, τυχαίο το γεγονός, ότι αυτή τη στιγμή μεταβάλλεται ό Νίτσε σέ ονειροπόλο καί ρομαντικό, αν είναι, βέβαια, σωστό το πράγμα αυτό. Εδώ, έχουμε νά κάνουμε με το κεντρικό πρόβλημα πού απασχολεί τη σκέψη του Νίτσε. Ή μέριμνα πού δείχνει ό Νίτσε για τον πολιτισμό δέν είναι ένα απλό δέλεαρ το όποιο προσφέρεται στην παρακμάζουσα ιντελιγκέντσια, είναι, αντίθετα, αυτό το όποιο, πάντα, κατείχε μιά κεντρική θέση στη ζωή του, στην ευαισθησία του καί στη σκέψη του: όταν ό Νίτσε αγωνίζεται  εναντίον της παρακμής τού πολιτισμού, όταν πασχίζει νά μας πείσει για τη μελαγχολική του ανάπτυξη, είναι, βεβαίως, ειλικρινής, αν καί, όπως είναι φανερό, ή ειλικρίνεια του πηγάζει από μιά ταξική θέση άκρως αντιδραστική.

Το ρομαντικό όνειρο ενός ηγετικού στρώματος ιδιαιτέρως καλλιεργημένου που δίνει κατευθύνσεις, αλλά καί αντιπροσωπεύει, ταυτόχρονα, μιά βαρβαρότητα θεωρούμενη  αναπόφευκτη, βρίσκεται εδώ φωτισμένο από ένα φως ξεχωριστό. Αυτή ή υποκειμενική ειλικρίνεια, ή οποία περιβάλει μιά ψεύτικη προφητεία, αποτελεί ένα από τα στοιχεία τής γοητείας την οποία κατόρθωσε νά ασκήσει ό Νίτσε πάνω στους παρασιτικούς διανοουμένους της ιμπεριαλιστικής περιόδου. Είναι ή γοητεία πού τούς επέτρεψε νά καλύψουν, πίσω από τη μέριμνα «της διάσωσης του  πολιτισμού», τη δειλία τους, την προσαρμογή τους στις πιο αηδιαστικές μορφές τού ίμπεριλιαομοΰ καί τον πανικό τους  για την προλεταριακή επανάσταση…

….ο Νίτσε είχε ξεκαθαρισμένες ιδέες πάνω στα προβλήματα των τάξεων καί τού αγώνα των τάξεων. Στο Νίτσε, ή πάλη των τάξεων παίρνει τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στις ανώτερες φυλές και τις κατώτερες φυλές. Αυτή ή απλή φόρμουλα θυμίζει, ήδη. τον εκφασισμό της αστικής ιδεολογίας. Όλοι όσοι προσπαθούν νά «καθαρίσουν» το Νίτσε από την κατηγορία της συγγένειάς του με το Χίτλερ, επιμένουν νά ξεχωρίζουν τη νιτσεϊκή αντίληψη της ράτσας από την αντίστοιχη αντίληψη για τη ράτσα, όπως τη διατύπωσαν ό Γκομπινώ, ο Τσάμπερλαιν καί ο Ρόζεμπεργκ.

 Υπάρχει, πράγματι, ανάμεσα τους κάποια διαφορά πού δέ μπορούμε νά την παραγνωρίσουμε. Ό Νίτσε προσπαθεί νά άιτοδείξει ότι οι κοινωνικές τάξεις έχουν μιά βάση βιολογική. Ή ηθική του ξεκινά από το αξίωμα μιας αιώνιας ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους και επιχειρεί νά αποδείξει την ύπαρξη αυτής της ανισότητας. Ή θεωρία περί φυλών, τόσο κατά την άποψη του Νίτσε, όσο καί κατά την άποψη τού Γκομπινώ, οδηγεί σέ ηθικά καί κοινωνικά συμπεράσματα τα όποια είναι εντελώς ταυτόσημα. Παραμένει, ωστόσο, ανάμεσα τους μιά διαφορά: ό Νίτσε δέ δίνει ούτε τη μικρότερη σημασία στην υπεροχή της «άρείας» φυλής, γενικά, δέ γνωρίζει — για νά χρησιμοποιήσουμε την αγαπημένη του μέθοδο τού μύθου — παρά μονάχα φυλές κυρίων καί φυλές δούλων και δέ διατυπώνει παρά μόνο κοινωνικές καί ηθικές απόψεις στα έργα του. Αν τον δούμε το Νίτσε άπ’ αυτή τη σκοπιά, είναι, μάλλον, ένας  πρόδρομος του Σπένγκλερ, παρά του Ρόζενμπεργκ.

’Εκείνοι, ωστόσο, πού σήμερα τονίζουν αυτή τη διαφορά, είναι οι ιδιοι πού αγωνίζονται νά άποναζιστικοποιήσουν το Νίτσε. Ό Νίτσε, λοιπόν, κατόρθωσε νά συναγάγει από τη θεωρία του για τις φυλές συμπεράσματα εξίσου βάρβαρα καί Ιμπεριαλιστικά με τα συμπεράσματα στα όποια κατέληξε ό Ρόζενμπεργκ, αφού προηγου­μένως διάβασε τον Τσάμπερλαιν. …..

….Βλέπουμε νά εμφανίζεται καί πάλι, εδώ, ή κοινωνική  αποστολή του  νιτσεΐσμου, ή οποία συνίσταται στο να  απομακρύνει από το σοσιαλισμό τούς δυσαρεστημένους από την εποχή τους διανοουμένους και νά τούς εξωθήσει πρός την πιο άκρα αντίδραση. Ό σοσιαλισμός, πράγματι, απαιτεί μίαν εξωτερική καί μίαν εσωτερική μεταβολή του ατόμου (ρήξη με την τάξη του καί αλλαγή της υποκειμενικής του συμπεριφοράς), ενώ για νά ξεπεράσει κανείς την παρακμή με τον τρόπο πού υποδεικνύει ό Νίτσε, δέν υπάρχει καμμιά  ανάγκη νά αλλάξει: μένει αυτό πού είταν, (βάζει στην άκρη τα συναισθήματα μειονεκτικότητας πού τον βασανίζουν, αποκτώντας μίαν αγαθή συνείδηση), κι έτσι έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι πολύ πιο επαναστάτης από τούς ιδίους τούς σοσιαλιστές. Σ’ αυτό μπορούμε νά προσθέσουμε ακόμη, ότι οι προτεινόμενες από την ηθική τού Νίτσε λύσεις  έχουν  έναν ορισμένο κοινωνικό καί ιστορικό χαρακτήρα.

….ό νιτσεΐκός υπεράνθρωπος καί οι κύριοι της γης προσφέρουν στο διανοούμενο της παρακμής της Ιμπεριαλιστικής περιόδου τούς αναγκαίους ορίζοντες  που τού έλειπαν ως τώρα. Αυτά τα λίγα παραδείγματα  αρκούν για νά δείξουν τη μέθοδο πού κατευθύνει τις σχέσεις τού Νίτσε με τούς διανοούμενους: ή μέθοδος αυτή αποτελεί μίαν από τις εξηγήσεις της διάρκειας της επίδρασής του. Με το νά μπει στην ενεργητική υπηρεσία της άκρας Ιμπεριαλιστικής αντίδρασης (Χίτλερ), ή ίδια ή παρακμή «ξεπεράστηκε» καί «θεραπεύτηκε», χωρίς νά καταβάλλει καμιάν άλλη προσπάθεια έκτος από αυτήν πού συνίστατο στο νά δώσει ελεύθερο δρόμο στα χειρότερα ένστικτα της…

Μονάχα ξεκινώντας από την ηθική του, μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση του Νίτσε πάνω στα λεγάμενα «μεγάλα ζητήματα» τής φιλοσοφίας, τη θρησκευτική πίστη καί τον αθεϊσμό. Είναι πασίγνωστο το γεγονός ότι ό Νίτσε πάντα διακήρυσσε, καί μάλιστα όχι χωρίς πάθος, πώς ήταν άθεος, πώς καταπολεμούσε, με την ίδια ορμή, κάθε μορφή θρησκείας καί ιδιαίτερα τη χριστιανική θρησκεία. Αυτό το γεγονός εξηγεί, κατά  ένα μέρος, τη μεγάλη επίδραση πού άσκησε ό Νίτσε στους δια­ννοούμενους κύκλους, οι όποιοι, σέ μίαν αναλογία πού συνεχώς μεγάλωνε, εγκαταλείπανε τίς παλιές θρησκευτικές πίστεις.

Άφότου, όμως, γεννήθηκε αυτό το κίνημα, πήρε, όπως μπορέσαμε νά δοϋμε, ήδη, με το Σοπενχάουερ, πολλές καί διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην αρχή, πήρε την κατεύθυνση ενός αθεϊσμού πραγματικά υλιστικού καί θεμελιωμένου πάνω στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Αυτό το ρεύμα ενισχύθηκε σέ μεγάλο βαθμό με τον Ντάρβιν (όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Χαϊκελ), ή ανίατη, όμως, ανικανότητά του για μίαν υλιστική εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων καί συνεπώς καί των ηθικών καί πολιτικών φαινομένων, παρέμεινε ή μεγαλύτερή του αδυναμία.

Μη μπορώντας νά ξεπεράσει το κίνημα των διανοουμένων πού αναφέραμε, έναν ορίζοντα στενά αστικό, αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στον πεσιμισμό καί την απολογητική του καπιταλισμού. Δέ μπορούμε, φυσικά, νά μιλήσουμε για μιά πλατιά επίδραση του διαλεκτικού καί ιστορικού υλισμού πάνω στην αστική τάξη. Ακόμη καί στα εργατικά κόμματα — εξαίρεση αποτελεί το ρωσικό μονάχα κόμμα — ή επίδρασή του αδιάκοπα λιγόστευε, στη διάρκεια τής ιμπεριαλιστικής περιόδου, εξαιτίας του φιλοσοφικού ρεβιζιονισμού. ’Από μίαν άλλη πλευρά, βλέπουμε νά ενισχύεται το ρεύμα τού «θρησκευτικού άθεϊσμου», πού σαν αποστολή του είχε νά ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των κύκλων εκείνων οι όποιοι είχαν διακόψει τίς σχέσεις τους με τις θετικές θρησκείες, ύστερα, μάλιστα, από μιά ζωηρή πολεμική εναντίον τους. Έτσι, αυτοί πού ήτανε στρατευμένοι κάτω από τις σημαίες τού «θρησκευτικού  αθεϊσμού», μπορούσαν να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τηρούν μιά στάση «ανεξάρτητη», «αντικομφορμιστική» καί μάλλον «επαναστατική».

Ταυτόχρονα, ή θρησκευτικότητα, πού ή ύπαρξή της αποτελεί τόσο σημαντικό παράγοντα για την υποστήριξη του καπιταλιστικό καθεστώτος, θα κατόρθωνε νά διασωθεί. Για αυτόν δέ ακριβώς το λόγο ό «θρησκευτικός αθεϊσμός» έπαιρνε μίαν από τίς μορφές της έμμεσης απολογητικής του καπιταλισμού….

….. Ό Νίτσε, λοιπόν, δέν είχε την παραμικρότερη ιδέα για τα φιλοσοφικά προβλήματα τού διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Πολεμάει το σοσιαλισμό στον τομέα όπου πιστεύει ότι μπορεί νά τον βλάψει καίρια: στον κοινωνικό, ιστορικό καί ηθικό τομέα. Το εγκεκριμένο περιεχόμενο αυτών ακριβώς των μερών της φιλοσοφίας αποτελεί, λοιπόν, για το Νίτσε, το βασικό στοιχείο του συστήματός του. Ή θεωρία τής γνώσης δέν είναι παρά ένα όργανο πού ή κατάστασή του προσδιορίζεται από τους σκοπούς τούς όποιους πρόκειται νά εξυπηρετήσει.

Ή καινούργια αυτή θέση δέ χαρακτηρίζει μονάχα τη φιλοσοφία τού Νίτσε, άλλά καί ολόκληρη την αστική φιλοσοφία τής περιόδου τής παρακμής. Ή ανοδική περίοδος, πού τη χαρακτηρίζει ό αγώνας εναντίον της φεουδαρχικής ιδεολογίας  από τις διάφορες τάσεις, οι όποιες χωρίζουν την αστική ιδεολογία, παρουσιάζει μιά πλούσια ποικιλία από θεωρίες της γνώσης. Ό ιδεαλισμός και ό υλισμός, ό υποκειμενικός  ιδεαλισμός καί ό αντικειμενικός ιδεαλισμός, ή μεταφυσική καί ή διαλεκτική ….

Το τέλος αυτής της περιόδου σημαδεύεται Από το θάνατο τού αντικειμενικού ιδεαλισμού, πού ή αστική έκδοσή του είχε τραφεί βασικά από τις ηρωικές ψευδαισθήσεις της δημοκρατικής επανάστασης. Ύστερα από τη γαλλική επανάσταση, ό μηχανικός υλισμός χάνει τον παλιό χαρακτήρα της οικουμενικότητας, ό όποιος τον διέκρινε. “Ήδη, ό ορίζοντας του Φόιερμπαχ είναι πολύ στενότερος από τον όρίζοζσντα των προηγούμενων φιλοσόφων του XVI1 καί του XVIII αιώνα (Σ’ αυτή την εξέλιξη, ή περίπτωση της Ρωσίας αποτελεί  μίαν εξαίρεση, πού παραμένει άγνωστη στους έκτος της Ρωσίας συγχρόνους της). Αφού κυριάρχησε για μιά μικρή περίοδο ή φιλοσοφία των φυσικών επιστημών, ό μηχανικός υλισμός έχασε καί στον τομέα αυτόν τη δεσπόζουσα θέση του.

Παρ’ όλον ότι, όπως έδειξε ό Λένιν, ό επιστήμονας  πού μελετά τη φύση παραμένει, είτε το θέλει, είτε δέν το θέλει αν είναι πραγματικός επιστήμονας, υλιστής  όσον άφορα το πρακτικό μέρος της επιστήμης του, οι μεγάλες  επιτεύξεις  πού επιτελέσανε οι επιστήμες  νοθεύτηκαν και παραμορφώθηκαν από το φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Το αποτέλεσμα είταν ότι ή παγκόσμια σχεδόν ηγεμονία πού ασκούσε ό υποκειμενικός  ιδεαλισμός πάνω στην αστική φιλοσοφία αυτής τής εποχής, επέφερε μιά τεράστια παρακμή στο τομέα τής θεωρίας τής γνώσης.

 Ή αλήθεια είναι πώς εξακολουθεί ή θεωρία τής γνώσης νά καθορίζει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιφανειακά τουλάχιστον, το περιεχόμενο και τη μέθοδο τής φιλοσοφικής προσπάθειας. Θά μπορούσε, μάλιστα, νά πει κανείς  ο τι  αποτελεί ολόκληρη τη φιλοσοφία Στην πραγματικότητα πρόκειται για μίαν ακαδημαϊκή σχολαστική, ή οποία βρίσκεται στο δρόμο τής διαμόρφωσής της. άντι των μεγάλων μαχών πού δίνονταν άλλοτε για τις  εννοιες τού κόσμου, τώρα δέν έχουμε νά κάνουμε παρά με μικροπρεπούς καυγάδες καθηγητών, οι όποιοι αγωνίζονται για ασήμαντες λεπτομέρειες.

Ή προ ιμπεριαλιστική περίοδος προπαρασκευάζει ενεργητικά αυτή την παρακμή, μας επιτρέπει δέ, επίσης, νά αντιληφθούμε καθαρά την κοινωνική βάση τής ηγεμονίας, πού είχε τώρα πιά περιέλθει, στον τομέα τής αστικής φιλοσοφίας, στον υποκειμενικό ιδεαλισμό: ό υποκειμενικός ιδεαλισμός καί ό αγνωστικισμός, πού αναγκαστικά τον συνοδεύει, επιτρέπει στους  αστούς θεωρητικούς νά Ιδιοποιηθούν από την επιστημονική πρόοδο, κυρίως δέ από την πρόοδο των φυσικών επιστημών, καθετί πού εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών καί, ταυτόχρονα, νά πάρουν μιά φιλοσοφική θέση. Ό Ενγκελς, λοιπόν, έχει απόλυτο δίκιο πού αποκαλεί τον  αγνωστικισμό αυτής τής περιόδου «ντροπιασμένο υλισμό»(5).

Στην ιμπεριαλιστική περίοδο, καί ακόμη καί στην περίοδο πού την προπαρασκεύασε, οι ιδεολογικές ανάγκες τής αστικής τάξης γίνονται διαφορετικές. Δέν αρκεί πιά, στην περίοδο αυτή, να απέχει κανείς από του νά έχει μιά οποιαδήποτε θεώρηση του κόσμου, πρέπει ή φιλοσοφία νά πάρει και θέση καί πρέπει, επιπλέον, να πάρει θέση εναντίον του υλισμού: «ό ντροπαλός υλισμός» των αγνωστικιστών ποζιτιβιστών παίρνει, λοιπόν, ολοένα και πιο καθαρά μιά στάση άντιϋλιστική. Στην περίπτωση αυτή ό νεοκαντιανισμός και ό μαχισμός εμφανίζονται ως οι βασικές τάσεις, οι όποιες επιτελούν αυτή τη μεταμόρφωση, μιά μεταμόρφωση πού ακολουθείται παράλληλα καί από την ανάπτυξη τής νιτσεϊκής φιλοσοφίας (6). Ωστόσο, ή ιδεολογική θέση της αστικής τάξης, τής επέτρεπε ολοένα καί λιγότερο νά παίρνει μια ξεκαθαρισμένη στάση στα βασικά φιλοσοφικά ζητήματα.

Ό Λένιν έδειξε την αντίθεση ή οποία υφίσταται ανάμεσα στην ανοιχτή μάχη πού καθοδηγούσε ό Μπέρκλευ εναντίον τού υλισμού καί τούς μαχιστές, οι όποιοι εξωράιζαν τούς εαυτούς των με μιά άντιϊδεαλιστική μάσκα.

Ή αστική φιλοσοφία είταν υποχρεωμένη, για νά υπερασπισθεί τον ιδεαλισμό εναντίον του υλισμού, νά στρατευθεί σέ Ένα τρίτο στρατόπεδο. Είταν υποχρεωμένη, δηλαδή, νά προσδεθεί σέ μιά δήθεν ανώτερη άποψη, με την οποία θα μπορούσε νά κριτικάρει καί νά απορρίψει, εξίσου καλά, τόσο τον ιδεαλισμό, όσο καί τον υλισμό.

Αυτό μόνο το γεγονός δείχνει πώς ή θέση τους, στην ιστορική κλίμακα είχε, ήδη, γίνει μιά θέση αμυντική και ότι οι μέθοδοί της καί τα προβλήματα πού θέτουν οι μέθοδοι αυτές, είναι μέτρα άμυνας περισσότερο παρά μέσα ανάλυσης καί ερμηνείας, στην καθαρή έννοια, της αντικειμενικής πραγματικότητας. ’Εννοείται πώς ό καλώς καθορισμένος καί στοιχειοθετημένος αμυντικός χαρακτήρας της αστικής φιλοσοφίας της περιόδου της παρακμής, δέν αποκλείει καθόλου τις ισχυρότατες επιθέσεις εναντίον των αντιπάλων της, επιθέσεις οι όποιες δέν είναι λιγότερο σφοδρότερες Από την παθιασμένη άμυνα των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης.

 Οι τελευταίες αυτές  απόψεις τονίζονται ακόμη περισσότερο όταν μπαίνουμε στην ιμπεριαλιστική περίοδο, όπου εμφανίζονται κάθε μέρα και πιο πολλές «φιλοσοφικές  ανάγκες»….Ωστόσο, οι θεωρήσεις του κόσμου, πού γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτές τίς συνθήκες, διακρίνονται ποιοτικά  από τις κοσμοθεωρήσεις τής περιόδου τής ιδεολογικής  ανόδου. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή, μιά θεώρηση τού κόσμου, έστω καί όταν είναι ντυμένη με ιδεαλιστική μορφή, περισσότερο ή λιγότερο τονισμένη, αποτελούσε μίαν αντανάκλαση τής ουσίας της  αντικειμενικής πραγματικότητας.

Στο έξης, καθετί πού ονομάζεται θεώρηση του κόσμου, βασίζεται σέ μίαν αγνωστικιστική θεωρία της γνώσης, στην άρνηση της δυνατότητας νά γνωρίσουμε  αντικειμενικά την πραγματικότητα. Συνεπώς, δέ μπορεί παρά νά είναι ένας μύθος, δηλαδή μιά υποκειμενική κατασκευή, ή οποία εμφανίζεται με τον (γνωσιολογικά αθεμελίωτο) σκοπό νά φτάσει στην αντικειμενικότητα, μίαν αντικειμενικότητα όμως, πού δέν είναι δυνατό νά στηρίζεται  παρά πάνω σε βάσεις  άκρως υποκειμενικές, όπως ή ενόραση — ή οποία δέν είναι, συνεπώς, παρά μιά ψεύτικη  αντικειμενικότητα.

Ή ανάγκη τού μύθου γίνεται ολοένα καί πιο επιτακτική καί συνοδεύεται από μίαν αυξανόμενη ευπιστία, με την οποία εκδηλώνεται ή παρακμή τής αστικής τάξης αυτής τής περιόδου: στην εξέλιξη τής πραγματικότητας δέ μπορεί πιά νά αντιταχθεί παρά .μόνο ένα όνειρο, στο οποίο δίνει ή αστική φιλοσοφία την ψευτοαντικειμενική μορφή του μύθου, αντίθετα πρός τις μεγάλες συστηματικές κατασκευές τής ανοδικής της περιόδου, οι όποιες αναγκάζονταν, για νά καταπολεμήσουν τούς φεουδαρχικούς θρύλους, νά επικαλούνται ακριβώς τις πραγματικές τάσεις τής ανάπτυξης τής φύσης και τής ίστορίας….

….. ό τρόπος του ορισμού τού παρακμασμένου ανθρώπου, ως τής κεντρικής μορφής μιας ανάπτυξης στραμμένης πρός το μέλλον και τής παρακμής, ως τού εφαλτηρίου τού μέλλοντος, ξεχωρίζει το Νίτσε απ’ όλους τούς άλλους  αντιδραστικούς φιλοσόφους. Αυτοί, πράγματι, επιχείρησαν νά σώσουν την καπιταλιστική κοινωνία, προβάλλοντας τον ομαλό λεγόμενο άνθρωπο, δηλαδή, τον αστό καί το μικροαστό, με τον καιρό, όμως είδαμε πώς ήρθαν σέ αντίθεση με την πραγματικότητα του καπιταλισμού καί την αυξανόμενη παραμόρφωση τού ανθρώπου, την οποία αυτός προκαλεί. Ό Νίτσε διαλέγει, αποφασιστικά, σαν σημείο αφετηρίας, αυτή την παραμορφωμένη ανθρώπινη φύση, όπως την βλέπει νά εκδηλώνεται, στην εποχή του, με συμπτώματα σαν την αηδία τής ζωής, τον πεσιμισμό, το νιχιλισμό, την αυτοκαταστροφή, την απώλεια τής πίστης στον εαυτό της, την απουσία προοπτικών κ.λ.π ’Αναγνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους τής παρακμής, αισθάνεται ανάμεσα σ’ αυτούς και τον εαυτό του νά υπάρχει κάποια συναδέλφωση. Πιστεύει, όμως, πώς αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι της παρακμής μπορούν νά του προσφέρουν το υλικό με το οποίο θα φτιάξει τούς κυρίους τής γης. Όπως είδαμε, θεωρεί τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο τής παρακμής καί, ταυτόχρονα, και το αντίθετό του.

 Αυτή την ομολογία συνοψίζει με επιγραμματική μορφή το τελευταίο μέρος τού Ζαρατούστρα: Είναι ή στιγμή πού οι «ανώτεροι άνθρωποι» παίρνουνε θέση γύρω Από το Ζαρατούστρα, σχηματίζουν μιά πινακοθήκη διαφόρων μορφών παρακμής, τις όποιες ό Νίτσε τις χαρακτηρίζει με την ψυχολογική αίσθηση ενός ειδικού: Ό Ζαρατούστρας τούς απευθύνει την προφητεία του, τούς αναγγέλλει την έλευση του Υπεράνθρωπου καί τής αιώνιας επιστροφής. Σκοπός του Νίτσε δέν είναι νά ξεπεράσει την παρακμή, ή νά την κάνει νά εξαφανισθεί αφ’ έαυτής. Αν αποδίδει στην αιώνια επιστροφή τόσες μεγάλες αρετές, για τη φιλοσοφία του, είναι γιατί αναγνωρίζει σ’ αυτήν, πρώτ’ απ’ όλα, έναν χαρακτήρα νιχιλιστικό, ρελατιβιστικό καί απελπιστικό…

Αυτό πού εύχεται ό Νίτσε, είναι νά επιβάλλει μίαν αλλαγή στην κατεύθυνση, ξεκινώντας από την καινούργια βάση πού τού προσφέρεται, χωρίς, όμως, νά αλλάξει καί τη φύση του ρεύματος — ζητεί, συνεπώς, νά επιβάλλει μια μεταβολή: ζητεί, δηλαδή, νά μεταμορφώσει όλες τις μερικότητες της παρακμής σέ εργαλεία μαχητικής άμυνας τού καπιταλισμού, ζητεί νά μεταμορφώσει τον άνθρωπο τής παρακμής σέ ενεργό μαχητή τού βάρβαρου καί επιθετικού Ιμπεριαλισμού, τόσο στο εσωτερικό, όσο καί στο εξωτερικό.

Ό Διόνυσος  είναι το μυθικό σύμβολο αυτής τής μετατροπής στο εσωτερικό τής κυρίαρχης τάξης. Το Ecce homo τελειώνει με την εξής φόρμουλα: «Ό Διόνυσος έ ν α ν τ ί ο ν του Ε σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο υ » .

…Ό Νίτσε πρόσφερε σέ όλη την ιμπεριαλιστική περίοδο τη μέθοδο πού είχε ανάγκη ή έμμεση απολογητική τού καπιταλισμού. Έδειξε τούς δρόμους πού επρεπε να ακολουθήσει ό καπιταλισμός, για νά μπορέσει νά δημιουργήσει, με τη βοήθεια ενός άκρου αγνωστικισμού καί ενός ολοκληρωτικού νιχιλισμού, τον στιλπνό καί γοητευτικό κόσμο των συμβόλων με τα οποία εκφράζεται ό -μύθος τού Ιμπεριαλισμού.

Δέ σταματήσαμε, σκόπιμα, στις κραυγάζουσες  αντιθέσεις των μύθων πού έπλασε με τη φαντασία του ό Νίτσε. Εκείνος πού θα ήθελε νά υποβάλλει σέ μιά λογική καί φιλοσοφική ανάλυση τις  απόψεις τού Νίτσε, θ’ ανακάλυπτε  ένα ολοκληρωτικό χάος, όπου αντιπαρατίθενται διάφορες αυθαίρετες διαπιστώσεις, οι όποιες εναντιώνονται ή μιά πρός την άλλη και αποκλείουν οι μεν τις δέ. Ωστόσο, δέν πιστεύουμε πώς αυτό το γεγονός μπορεί νά αναιρέσει αυτό πού ευθύς εξ αρχής είπαμε: δηλαδή, ότι ό Νίτσε διαθέτει ένα σύστημα πού το χαρακτηρίζει ή συνέπεια.

Το συνδετικό στοιχείο αυτού τού συστήματος είναι το κοινωνικό περιεχόμενο πού διέπει τη σκέψη τού Νίτσε: ή πάλη του εναντίον τού σοσιαλισμού. Όταν αντιμετωπισθούν από αυτή την άποψη οι αντιφατικοί μύθοι τού Νίτσε, τότε αποκαλύπτεται  αμέσως ή ιδεολογική τους ενότητα: τότε αντιλαμβανόμαστε πώς  εχουμε νά κάνουμε με τούς μύθους τής Ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, ή οποία επιστρατεύει όλες της τις δυνάμεις εναντίον τού κυριότερου αντιπάλου της.

Δέν είναι πολύ δύσκολο νά καταλάβουμε, ότι ή πάλη ανάμεσα στους κυρίους καί την αγέλη, ή πάλη ανάμεσα στους  αριστοκράτες καί τούς δούλους, είναι μιά μυθική γελοιογραφία τής πάλης των τάξεων. Ξεκαθαρίσαμε, επίσης, νομίζω, αρκετά, την άποψη ότι ή πάλη τού Νίτσε εναντίον τού Δάρβιν αντιπροσωπεύει, καί αύτη, έναν μύθο πού γεννήθηκε Από τον πολύ δικαιολογημένο φόβο μήπως το κανονικό ρεύμα τής ιστορίας οδηγήσει πρός το σοσιαλισμό. Το ίδιο μπορούμε νά πούμε και για την αιώνια επιστροφή: κρύβει μιά μυθική και καθησυχαστική διαβεβαίωση: ή εξέλιξη τίποτα το καινούργιο δέ μπορεί νά παραγάγει.

Δέν είναι, επίσης, πολύ δύσκολο νά δούμε, ότι ό υπεράνθρωπος επινοήθηκε για νά επαναφέρει στους δρόμους του καπιταλισμού όλες τις δραστηριότητες πού είχαν κινητοποιηθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του, τα οποία εκφράζονται με την παραμόρφωση καί τον ακρωτηριασμό του ανθρώπου. Όσο για αυτό πού λένε πώς αποτελεί το θετικό μέρος των νιτσεϊκών μύθων, δέν είναι τίποτα’ άλλο από την κινητοποίηση των παρακμασμένων καί βάρβαρων ενστίκτων του ανθρώπου, πού τον διέφθειρε ό καπιταλισμός, για νά σωθεί, με τη βία, ό κοινωνικός παρασιτισμός. Και ως πρός το σημείο αυτό, ή φιλοσοφία του Νίτσε αντιπροσωπεύει έναν ιμπεριαλιστικό μύθο, ό όποιος προσπαθεί νά παρεμβάλλει εμπόδια στο μέλλον του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού.

Ιδού, τί είναι εκείνο πού θα μας επιτρέψει νά δούμε πιο καθαρά αυτό για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω: ή ιδεολογία τής περιόδου της  παρακμής της αστικής τάξης υποχρεώθηκε νά πάρει στάση αμυντική. Ή αστική τάξη, από τη φύση της, είναι αδύνατο νά μην έχει ανάγκη από ψευδαισθήσεις. Από την εποχή της Αναγέννησης ως την εποχή τής Γαλλικής ’Επανά­στασης, ή αστική τάξη είχε αγκαλιάσει την ιδανική εικόνα τού ελληνικού άστεος, πού το θεωρούσε σαν το πρότυπο, το όποιο έπρεπε νά πραγματοποιήσει.

Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, είχαμε νά κάνουμε με πραγματικές τάσεις καί με πραγματικά ρεύματα της γεννώμενης αστικής κοινωνίας, είχαμε νά κάνουμε, συνεπώς, με στοιχεία του ίδιου της του κοινωνικού είναι, με προοπτικές πού αφορούσαν το μέλλον της καί οι όποιες, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, αποτελούσαν τον πυρήνα του ιδανικού πού είχε θέσει σαν στόχο της. Στην περίπτωση του Νίτσε, ή εικόνα του ελληνικού άστεος παίρνει καί πάλι την άψη του ιδανικού, από το φόβο της καταστροφής της ίδιας τής αστικής τάξης, ή οποία καταφεύγει στα σύμβολα τού μύθου, γιατί δέν αισθάνεται τον εαυτό της ικανό νά αναμετρηθεί πραγματικά με τις ιδέες του αντιπάλου της.

Σέ τελευταία  ανάλυση, το περιεχόμενο της φιλοσοφίας τού Νίτσε καθορίζεται από άλλα «εχθρικά» φιλοσοφικά περιεχόμενα, από προβλήματα πού ανακινούνται καί ζητήματα πού τίθενται από τον ταξικό εχθρό. Ή μαχητικότητα του  τόνου καί ή επιθετική στάση πού παίρνει ό Νίτσε, αντιμετωπίζοντας τα διάφορα ζητήματα, δέ μπορεί παρά νά καλύψουν πολύ επιφανειακά τη βασική διάρθρωση τής φιλοσοφίας του. Ή θεωρία τής γνώσης τού Νίτσε βρίσκει το στήριγμά της σ’ εναν ακραίο ιρασιοναλισμό. Αρνείται ότι μπορούμε νά γνωρίσουμε με  έναν οποιοδήποτε τρόπο τον κόσμο, καταδικάζει τη λογική καί επικαλείται σέ βοήθεια του όλα τα βάρβαρα καί κτηνώδη ένστικτα του ανθρώπου: όμολογεΐ, με αυτό τον τρόπο, χωρίς νά το θέλει, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Το ταλέντο πού διέθετε ό Νίτσε δέν είταν ένα συνηθισμένο ταλέντο, γι’ αυτό και μπόρεσε νά δημιουργήσει, στο κατώφλι τής ιμπεριαλιστικής περιόδου του καπιταλισμού, ένα σύνολο από έπιθετικούς μύθους, o όποιοι κατόρθωσαν, για δεκάδες χρόνια, νά ασκήσουν μιά σοβαρότατη επίδραση. Για να εκφρασθεί, διάλεξε τον αφορισμό, ό όποιος όπως είδαμε, είναι ή μορφή λόγου πού ανταποκρινότανε, καλύτερα άπ’ οποιαδήποτε άλλη, στην κοινωνική καί ιστορική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ό καπιταλισμός: Ένα σύστημα κουρελιασμένο εσωτερικά, κούφιο καί απατηλό, μπορεί, χρησιμοποιώντας τον αφορισμό, νά ξαναντυθεΐ με κάποιο άποφόρι το οποίο θα του επιτρέψει νά κρύψει, έστω καί πρόχειρα, τις σχέσεις πού υφίστανται μεταξύ των ιδεών καί νά λάμψει, καί πάλι, με χίλια δυο αστραφτερά χρώματα..

 

 

1.Ένγκελς, έπιστολή στον Κόνραντ Σμιθ τής 27.10.1890. Men . Engels, Etudes philosophiqucs, οελ. 133 – 134.

2.Mehring, *Έργα Berlin, 1929. VI, 191.

3.Mehring «Α propos dc la Psychopathia spiritualia·, de Kurt Eisner, στο Neue Zeit. χρόνος X, τόμος II, σελ. 668 καί έπ.

4.Υπαινιγμός στό εργο Rembrandt Educateur de Langbehn (Σημ. Του μεταφρ.).

5.Engels: «Uber den hlstorischen Materialismus» in Fcucrbach,Bertie, 1927, oA . 85

6.Στα 1876 ό Άβενάριους δηιιοσιεύει τα Προλεγόμενα του και το 1888 -90 την Κριτική τής καθαρής εμπε ιριας . Τα βασικά φιλοσοφικά  έργα τού Μάχ είναι μεταγενέστερα, γύρω στο 1880, όμως, άρχισε νά γίνεται γνωστός σαν θεωρητικός. Γίνεται μάλιστα, αρχηγός τής αποκαλούμενης από τον Schuppe ένδοκόσμιας φιλοσοφίας. Ο Haus Vailinger, ένας από τούς καντιανούς πού βρίσκεται πολύ κοντότερα πρός τούς προγενέστερους οπαδούς του  Κάντ, δημοσίευσε αργότερα τη Φιλοσοφία τού ή οποία, ωστόσο. είχε γραφτεί, βασικά κατά το 1876 – 78. “Αν όλοι o στοχαστές αυτής τής τάσης ανακήρυξαν, αργότερα. το Νίτσε σαν έναν από τούς δικούς της (ό Vailinger είναι έ κείνος πού άρχισε πρώτος), γεγονός, πάντως, είναι ότι, στην περίπτωση αυτή, δέν πρόκειται για μίαν άμεση επίδραση (ό Νίτσε δέν γνώρισε ποτέ τα περισσότερα  έργα του  Κάντ), άλλά, μάλλον, για μιά βασική ομοιότητα των τάσεων, o όποιες σχετίζονται με τη θεωρία τής γνώσης, πού τις προκάλεσαν oι  νεότερες ιδεολογικές ανάγκες  τής αστικής τάξης.

 

3 σχόλια

  1. Praxis Review Απάντηση

    Αν και το κείμενο του Λούκατς έχει στο κέντρο της κριτικής τον Νίτσε, είναι και μια γενικότερη ακτινογραφία του φαινομένου των μανιασμένων “ριζοσπαστών” διαννοούμενων με τις διακηρύξεις για την παρακμή της εποχής του ιμπεριαλισμού. Διακηρύξεις που στην πραγματικότητα έχουν στον στόχο όχι το σύστημα αλλά τους μόνους που δυνητικά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προυποθέσεις ανατροπής του: Τους κομμουνιστές και το εργατικό κίνημα.

    Όπως γράφει και ο Λούκατς, όλοι αυτοί γνωρίζουν, από ένστικτο, που βρίσκεται ο πραγματικός αντίπαλος που πρέπει να συντριβεί και για αυτό-ανεξάρτητα πως εμφανίζονται και τι λόγια χρησιμοποιούν-προσαρμόζουν ανάλογα τις προτεραιότητες της κριτικής τους……

  2. Αγης Απάντηση

    Εναργές κείμενο. Μη έχοντας ουσιαστικά διαβάσει (παρότι κάποτε προσπάθησα) ούτε ολόκληρη παράγραφο του Νίτσε, μπορούν ωστόσο στην κριτική του Λούκατς ν’ αναγνωριστουν ανάγλυφες κάποιες κύριες τάσεις της αστικής ιδεολογίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού: νοσταλγία για τη δουλοκτησία (που ιστορικά παραπέμπει ευθέως στο ναζισμό αλλά και άμεσα στις σύγχρονες “αναδιαρθρώσεις” καθώς και στους μελλοντικούς “τεχνολογικούς” σχεδιασμούς), αναγωγή των ταξικών διαφορών στη “φύση” του ανθρώπου, ροπή του θετικιστικού αγνωστικισμού προς τον ιδεαλισμό και τον πραγματιστικό εκχυδαϊσμό…
    Από τις τάσεις που περιγράφονται στο κείμενο, ίσως (εμπειρικά μιλώντας) είναι παρωχημένη η προσφυγή στο μύθο. Νομίζω ότι και ο μύθος έχει υποκατασταθεί από μια ιδεολογική κενότητα μέσα από την οποία σαν κύριο χαρακτηριστικό της προβάλλει ένας ωμός τακτικίστικος κυνισμός. Βέβαια ίσως αυτή η άποψη (ως εμπειρική) να περιέχει και κάποιο δικό μου συγκυριακό υποκειμενισμό. Ωστόσο ίσως δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι στην κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης του 20ου αιώνα η εργατική τάξη, όπως κι αν το εκτιμά κανείς αυτό, ανέδειξε του δικούς της “υπερανθρώπους” και στην σύγχρονη εκδοχή του έπους βγήκε νικήτρια. Με άλλα λόγια νομίζω ότι για την άρχουσα τάξη είναι πια επικίνδυνος, ή ιστορικά ξοφλημένος, και ο μυθολογικός ρομαντισμός.

    Αλλά αφορμή για το σχόλιο, σαν συνέχεια και της συζήτησης που είχαμε εδώ
    https://praxisreview.gr/14096-2/
    είναι η αναφορά στον νιτσεϊκό ή στον αστικό, – της εποχής του ιμπεριαλισμού -, αθεϊσμό ως “έμμεση απολογητική του καπιταλισμού”.
    Νομίζω ( κι αν κάνω λάθος διόρθωσέ με) πως στην προηγούμενη συζήτηση, άσχετα από διαφορές στη βαρύτητα των δυο “πόλων” της ιδεολογίας του χριστιανισμού, συμφωνήσαμε επί της ουσίας ότι προσαρμοζόμενος στις ανάγκες της θρησκευτικής επισημοποίησής του κατέληξε σε μια ενότητα των εξής δυο δογματικών παραδοχών: α) ισότητα των ανθρώπων έναντι του θεού και β) αναγόρευση της κοινωνικής ανισότητας σε θεϊκή βούληση.
    Ενώ λοιπόν η αντιθρησκευτική αιχμή των καταπιεσμένων τάξεων έχει στην αιχμή της το δεύτερο σκέλος αυτής της ιδεολογικής ενότητας, δηλαδή τον θρησκευτικό καθαγιασμό της κοινωνικής ανισότητας, στην αιχμή του ιμπεριαλιστικού αθεϊσμού βρίσκεται το πρώτο σκέλος της: η ισότητα των ανθρώπων έναντι του θεού.
    Το σημειώνω σαν σημαντικό στοιχείο ενόψει και των σύγχρονων αστικών “εκσυγχρονιστικών” αντιλήψεων, που επειδή από θέσεις υποτίθεται “ορθολογιστικές” βάζουν στο στόχαστρό τους τον θρησκευτικό ανορθολογισμό, δημιουργούν το έδαφος μιας εντύπωσης περί ορισμένης κοινότητας, ταύτισης, ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή κριτική της θρησκείας.
    Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και εντελώς διαφορετική ιδεολογική στόχευση.
    Στην πραγματικότητα ο σύγχρονος αστικός απεγκλωβισμός από τις θρησκευτικές αντιλήψεις αποσκοπεί στην διδασκαλία της κοινωνικής ανισότητας (βλ. π.χ. σαν δείγμα την εισαγωγή της “επιχειρηματικότητας” κλπ στο σχολικό πρόγραμμα) απογυμνωμένης από κάθε ηθικό περιορισμό και κάθε ηθική υπονόμευσή της.
    Ίσως γιατί η θρησκεία καθαγιάζει την κοινωνική ανισότητα ως ένα αιώνιο και αμετάβλητο παρόν, όμως ο ιμπεριαλισμός επιδιώκει (μέσω και της “θεοποίησης” μιας σειράς εφαρμογών της σύγχρονης τεχνολογίας) τη ριζική μεταβολή αυτού του “αμετάβλητου” παρόντος στην κατεύθυνση εμβάθυνσης των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας, υπό όρους που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ηθικά ούτε και από την αμετάβλητη θρησκευτική αντίληψη μιας αμετάβλητης αιωνιότητας.
    (Από την άλλη βέβαια, η θρησκευτική έκφραση της κοινωνικο-πολιτικής αντίδρασης διεκδικεί ανταγωνιστικά τον δικό της ρόλο και την πρωτοκαθεδρία της στην ιδεολογική καθυπόταξη των ατόμων και επιδεικνύει την “αναγκαιότητά” της και τις δυνατότητες της σε αυτόν τον τομέα).

    Έγραφε ο Μαρξ: “Η κριτική [σ.μ. της θρησκείας] μάδησε τα φανταστικά λουλούδια από την αλυσίδα, όχι για να φέρει ο άνθρωπος την αλυσίδα χωρίς καμιά ψευδαίσθηση ή παρηγοριά, αλλά για να μπορεί ν’ αποτινάξει την αλυσίδα και να μαζέψει το ζωντανό λουλούδι” (Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ).
    Η σύγχρονη αστική κριτική της θρησκείας αποσκοπεί στο γερότερο σφίξιμο της αλυσίδας, στην απογυμνωμένη της αναγόρευση σε μόνη υπαρκτή πραγματικότητα και σε μόνη δυνατή κοινωνική προοπτική, στην αναγόρευση της εκμεταλλευτικής ηθικής σε μοναδική, αδιαμφισβήτητη και καθολική ηθική, στην εξαφάνιση του ζωντανού λουλουδιού μέσω της εξάλειψης και αυτής της θρησκευτικής του φανταστικής αντανάκλασης.
    Από εδώ και οι λόγοι μιας ορισμένης επιμονής μου στην προηγούμενη κουβέντα, έστω κι αν αυτή δεν έφτασε ως αυτό το “τελικό” σημείο.

  3. Praxis Review Απάντηση

    Το σχόλιο είναι εύστοχο και δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφωνία (πέρα από τις διαφορές στην προηγούμενη συζήτηση για τον Χριστιανισμό που βρίσκεται και στον σύνδεσμο που παραθέτεις).

    Δύο σημεία μόνο, όχι αντιπαραθετικά αλλά συμπληρωματικά:

    Πράγματι η εποχή του ιμπεριαλισμού στην ύστερη, σύγχρονη μορφή έχει γενικά υποκαταστήσει τον μύθο-όπως ήταν γνωστός σε προηγούμενες εποχές- με “μια ιδεολογική κενότητα μέσα από την οποία σαν κύριο χαρακτηριστικό της προβάλλει ένας ωμός τακτικίστικος κυνισμός”.

    Αυτός ο κυνισμός βέβαια δημιουργεί καθημερινά και τους δικούς του σύγχρονους “μύθους”, όπως η “αριστεία”, η “υγιής επιχειρηματικότητα” κ.λπ., που δεν έχουν σχέση με τον μυθολογικό ρομαντισμό αλλά με την ωμή απεικόνιση των συμφερόντων της αστικής τάξης.

    Αυτά τα πρότυπα ενσωματώνουν και υπερσυντηρητικές θρησκευτικές και σοβινιστικές αναπαραστάσεις στο γενικότερο πλαίσιο της ταξικής εκμετάλλευσης. Αναπαραστάσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν και να αναπαράγονται μέσα στο σύστημα του καπιταλισμού και που, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, μπορεί να βγαίνουν και στο προσκήνιο με το φασιστικά ρεύματα. Και τότε οι αντιδραστικοί μύθοι του Νίτσε ή άλλοι παρόμοιοι ξαναζούν….

    Επίσης, είναι σωστό ότι ο ρομαντισμός γενικά δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να απορριφθεί ώς αντιδραστικό, ανεξάρτητα από την εποχή η μορφή του. Ο ίδιος ο Λούκατς, που ασκεί αυτή την συντριπτική κριτική στον Νίτσε είχε συχνά διαφορετική στάση με άλλους ρομαντικούς συγγραφείς. Βέβαια η “αντιρομαντική” πλευρά του Λούκατς δεν είχε να κάνει τόοο με θεωρητικές αναζητήσεις αλλά με την πραγματικότητα του φασισμού που αιματοκύλισε μια ολόκληρη ήπειρο με τους αντιδραστικούς γερμανικούς ρομαντικούς μύθους στις σημαίες του. Διαδικασία την οποία έζησε ο Λούκατς στην εποχή του.

    Το εργατικό, σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα και οι στοχαστές του είχαν και έχουν τις δικές τους απελευθερωτικές μεγάλες αφηγήσεις που όχι μόνο ήταν και είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των μύθων τύπου Νίτσε αλλά βρίσκονταν πάντα πιο κοντά στην πραγματικότητα και προοπτική της ανθρωπότητας από την “πραγματιστική” ιδεολογία της εποχής του Ιμπεριαλισμού.

    Το κείμενο λοιπόν έχει σημασία για την κριτική στα συγκεκριμένα ρεύματα που πρεσβεύουν-σε διάφορες παραλλαγές-απόψεις σαν του Νίτσε και όχι για τον ρομαντισμό γενικά.

    Καλή συνέχεια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *