Alexandra Kollontai: Τι είναι η Εργατική Αντιπολίτευση-Ο ρόλος και οι λειτουργίες του συνδικάτου

Το κείμενο είναι το τέταρτο μέρος του βιβλίου της Α.Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση». Το πρώτο μέρος (μαζί με ορισμένα εισαγωγικά σχόλια) βρίσκεται εδώ ,το δεύτερο εδώ και το τρίτο εδώ

Το συγκεκριμένο τμήμα είναι και βασικό μέρος της πλατφόρμας της Εργατικής Αντιπολίτευσης, αφού, πέρα απο τος Θέσεις της, περιλαμβάνει και όλη τη διαπάλη στο εσωτερικό του κόμματος των Μπολσεβίκων. Έτσι αποτελεί και  μια σημαντική καταγραφή των απόψεων όλων των τάσεων και ηγετών, ορισμένοι απο τους οποίους, λίγα χρόνια αργότερα (όταν άλλαξαν οι συσχετισμοί), εμφανίστηκαν σαν οπαδοί της….. “αυτoοργάνωσης του προλεταριάτου”.

 

 

Οι υπογραμμίσεις δικές μας

 

 

 

 

Ό ρόλος καί οι λειτουργίες τού συνδικάτου

 

 

 

 

Αναφέραμε, περιληπτικά, τις βασικές γραμμές των αίτιων πού προκαλούν  την εσωτερική κρίση τού Κόμματός μας. Ας εξετάσουμε τώρα τα κύρια σημεία τής διαφοράς ανάμεσα στούς ηγετικούς κύκλους τού Κομμουνιστικού Κόμματος καί την Εργατική ’Αντιπολίτευση. Τα σημεία αυτά είναι δύο: ό ρόλος καί οι λειτουργίες των συνδικάτων στην περίοδο ανοικοδόμησης τής οικονομίας καί ή οργάνωση τής βιομηχανίας πάνω σέ κομμουνιστική βάση, καί το θέμα τής αυτόνομης δραστηριότητας των μαζών καί τής γραφειοκρατίας στο Κόμμα καί στά σοβιέτ. Ας σταθούμε στο πρώτο θέμα, μιά καί το δεύτερο απορρέει άπ’ αυτό.

Ή περίοδος διατύπωσης των «θέσεων» πάνω στο θέμα των συνδικάτων έχει λήξει. Μάς προσφέρονται έξη πλατφόρμες, έξη ομάδων στο εσωτερικό) τού Κόμματος. Ποτέ δέν υπήρχε στο Κόμμα μιά τέτοια ποικιλία απόψεων, μια τέτοια σχολαστικότητα στις αποχρώσεις, ποτέ δέν είχε εμπλουτιστεί ή κομμουνιστική σκέψη από ένα τόσο μεγάλο όγκο ορών πάνω σ’ ένα καί μόνο θέμα. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι σοβαρό, ουσιώδες.

Πολύ σωστά. Πρόκειται για το ξεκαθάρισμα τού ποιος θα οικοδομήσει την κομμουνιστική οικονομία καί πώς. Εκεί βρίσκεται ή βάση, ή καρδιά τού προγράμματός μας. Το θέμα δέν είναι λιγότερο σημαντικό, ίσως περισσότερο, άπ’ αυτό τής κατάκτησης τής πολιτικής εξουσίας από  το προλεταριάτο. Μόνο ή ομάδα τού «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», με τον σύντροφο Μπουμπνόφ, μπορεί νά είναι αρκετά τυφλή για νά θεωρεί ότι «αυτή τή στιγμή το θέμα των συνδικάτων δέν έχει την παραμικρή αντικειμενική σημασία καί δέν παρουσιάζει καμιά ειδική θεωρητική δυσκολία».

Είναι φυσικό νά δημιουργείται σύγχυση μέσα στά Κόμμα. Ουσιαστικά, το ερώτημα είναι τούτο: πρός  τα πού θα κινήσουμε τον τροχό τής ιστορίας, πρός τα μπρος ή πρoς τα πίσω; Κανένας κομμουνιστής δέν μπορεί νά μένει αμέτοχος στη συζήτηση για τον ρόλο των συνδικάτων. Νά γιατί δημιουργήθηκαν έξη διαφορετικές  ομάδες.

Αν όμως εξετάσουμε προσεχτικά τίς θέσεις όλων αυτών των  ομάδων, πού χωρίζονται ή μιά από την άλλη με απειροελάχιστες διαφορές, γίνεται φανερό ότι πάνω στο βασικό πρόβλημα, το «ποιος πρέπει νά οικοδομήσει την κομμουνιστική οικονομία καί νά οργανώσει την παραγωγή σέ νέες βάσεις;» δέν υπάρχουν παρά δύο  ά π ο ψ ε ι ς. Ή μιά πού εκφράζεται στις θέσεις τής Εργατικής ’Αντιπολίτευσης. Ή άλλη, πού συγκεντρώνει όλες τίς άλλες πολύμορφες, άλλά βασικά ίδιες, άποχρώσεις.(1)

Προς τα πού τείνουν οι θέσεις τής Εργατικής ’Αντιπολίτευσης καί πώς αντιλαμβάνεται τίς λειτουργίες καί το ρόλο των επαγγελματικών συνδικάτων, ή μάλλον των «παραγωγικών ενώσεων» (2) στη σημερινή κατάσταση;

«Θεωρούμε ότι το θέμα της ανόρθωσης καί της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα μας δέν μπορεί να λυθεί παρά μόνο όταν αλλάξει όλο το  σύστημα οργάνωσης καί διεύθυνσης της εθνικής οικονομίας» (ομιλία του  Σλιάπνικοφ, στις 30 Δεκέμβρη) . Σημειώστε, σύντροφοι, το «όταν αλλάξει όλο το σύστημα». Τί θα πει αυτό;Ή πραγματική διαφωνία, λέει παρακάτω ό Σλιάπνικοφ, βρίσκεται στον τρόπο με τον όποιο το Κόμμα μας θα εφαρμόσει στην πράξη, στη σημερινή μεταβατική εποχή, την οικονομική του πολιτική: μέσω των οργανωμένων σέ συνδικάτα εργατικών μαζών, ή χωρίς την άμεση συμμετοχή τους, μέσω τής γραφειοκρατικής οδού των υπαλλήλων με ειδικές αρμοδιότητες».

Ακριβώς εκεί βρίσκεται ή πραγματική διαφωνία: θα οικοδομήσουμε τον κομμουνισμό με τα χέρια των έργατων ή χωρίς τή συμμετοχή τους, μέσω των κρατικών υπαλλήλων; Ας το σκεφτούν οι σύντροφοι: είναι δυνατό νά πραγματοποιήσουμε, νά οικοδομήσουμε την οικονομία, την κομμουνιστική παραγωγή, με τα χέρια καί το μυαλό ανθρώπων πού ανήκουν σέ μιά ξένη τάξη καί πού είναι σημαδεμένοι από τή ρουτίνα τού παρελθόντος; Αν σκεφτούμε σαν μαρξιστές καί σαν επιστήμονες, θ’ απαντήσουμε καθαρά καί κατηγορηματικά: όχι, δέν είναι δυνατό. Νά φανταζόμαστε ότι «υπάλληλοι με πείρα», τεχνικοί, ειδικοί στην καπιταλιστική οργάνωση τής παραγωγής, θα μπορέσουν ξαφνικά νά ξεφορτωθούν τις συνηθισμένες μεθόδους καί αντιλήψεις τους, τις ιδέες με τις όποιες διαπαιδαγωγήθηκαν καί πού όσο υπηρετούσαν το κεφάλαιο ενσωματώθηκαν στον ίδιο τον οργανισμό τους, ότι θα μπορέσουν νά εργαστούν για το φτιάξιμο τού νέου κομμουνιστικού οικονομικού μηχανισμού (γιατί στην πραγματικότητα χρειάζεται νά βρεθούν νέες μορφές παραγωγής, οργάνωσης τής εργασίας, νέα δραστικά κίνητρα), σημαίνει ότι ξεχνάμε τούτη τή γενική εμπειρική αλήθεια, ότι ένα οικονομικό σύστημα δέν το αλλάζουν διάφορες ευφυίες άλλά ά μόνο οι βαθύτερες ανάγκες  μιας  ολόκληρης τάξης·

Μπορούμε νά εξετάσουμε τή μεταβατική περίοδο ανάμεσα στο φεουδαρχικό σύστημα πού ήταν βασισμένο στη δουλεία καί στο βούρδουλα, καί στο καπιταλιστικό σύστημα με την υποτιθέμενη ελεύθερη εργασία καί τούς μισθωτούς βιομηχανικούς εργάτες. Τί θα συνέβαινε αν ή αστική τάξη, χωρίς πείρα στην οργάνωση τής καπιταλιστικής της οικονομίας, είχε καλέσει σαν κύριους οργανωτές των εργοστασίων της τούς πιο αξιόλογους καί τούς πιο ταλαντούχους επιστάτες καί υπαλλήλους των μεγάλων φεουδαρχικών κτημάτων, αυτούς δηλαδή πού ήταν συνηθισμένοι νά διευθύνουν την εργασία των δουλοπάροικων; Θα μπορούσαν αυτοί οι έμπειροι, οι «ειδικοί» στο είδος τους, πού μεγάλωσαν με το σεβασμό τού βούρδουλα, νά αποσπάσουν από το προλεταριάτο μια μεγάλη παραγωγικότητα τής «ελεύθερης» εργασίας του, όταν παρ’ ολο πού πεινούσε είχε τή δυνατότητα, μέχρις ένα βαθμό, νά ξεφύγει από τη βάναυση μεταχείριση ενός εργοστασιάρχη πηγαίνοντας στο στρατό, δουλεύοντας στά αγροκτήματα, αλητεύοντας, ζητιανεύοντας, ξεφεύγοντας όμως από μιά μισητή εργασία;

Δέ θα είχαν, αντίθετα, καταστρέψει εξ αρχής τή νέα οργάνωση τής εργασίας καί μαζί όλο το καπιταλιστικό σύστημα πού βασίζεται πάνω σ’ αυτήν; Παλιά αφεντικά κολλήγων, παλιοί μεγαλοϊδιοκτήτες, ή καί επιστάτες τους μπόρεσαν νά προσαρμοστούν στις νέες μορφές παραγωγής. Ή αστική τάξη όμως δέν βρήκε ανάμεσα τους τούς πραγματικούς δημιουργούς καί ιδρυτές τού οικονομικού της συστήματος.

Το ταξικό ένστικτο έκανε τούς ιδιοκτήτες των πρώτων εργοστασίων νά καταλάβουν ότι για νά βρουν το σωστό δρόμο καί νά καθορίσουν νέες σχέσεις κεφαλαίου καί εργασίας, ήταν προτιμότερο νά προχωρούν αργά καί ψηλαφώντας, χρησιμοποιώντας όμως τα δικά τους μέσα καί τή δική τους αντίληψη, χωρίς νά δανείζονται από ένα ξεπερασμένο σύστημα εκμετάλλευσης τής εργασίας, ανεφάρμοστες καί ολέθριες μεθόδους, ικανές όχι νά αυξήσουν άλλα νά μειώσουν την παραγωγή. Το δημιουργικό ένστικτο τής τάξης τους δίδαξε πολύ σωστά τούς καπιταλιστές, ότι στην πρώτη περίοδο συσσώρευσης τής καπιταλιστικής ενέργειας, αντί για το βούρδουλα τού αφέντη, χρειαζόταν ένα άλλο κέντρισμα, το κέντρισμα τής άμιλλας καί τού συναγωνισμού, με την απειλή τής ανεργίας καί τής φτώχειας. Καί οι καπιταλιστές, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο αυτό το κίνητρο, αυτό το κέντρισμα, μπόρεσαν νά το χρησιμοποιήσουν για ν’ αναπτύξουν τις νέες μορφές τής αστικής καπιταλιστικής παραγωγής, αυξάνοντας αυτόματα με τον τρόπο αυτό την απόδοση της υποτιθέμενης «ελεύθερης» μισθωτής εργασίας.

Έτσι, εδώ καί πέντε αιώνες, ή αστική τάξη προχώρησε στα τυφλά, ψάχνοντας, υπακούοντας μόνο στο ταξικό της ένστικτο. Βασίστηκε πολύ περισσότερο στο αισθητήριό της απ’ ό,τι στην πείρα των σοφών «ειδικών», στους εμπειρογνώμονες τής φεουδαρχικής οικονομίας. Καί ιστορικά είχε δίκιο(3)

’Έχουμε σήμερα στα χέρια μας ένα παντοδύναμο όπλο πού μας βοηθάει να βρούμε τον συντομότερο δρόμο προς τή νίκη, πού μειώνει τα όσα υποφέρει σ’ αυτό το δρόμο ή εργατική τάξη, καί πού δίνει μιά γερή βάση στο νέο κομμουνιστικό οικονομικό σύστημα. Το όπλο αυτό είναι ή υλιστική αντιμετώπιση τής ιστορίας. Καί αντί νά το χρησιμοποιήσουμε, αντί νά εμβαθύνουμε τις εμπειρίες μας καί νά επαληθεύσουμε τις έρευνες μας με μιά τέτοια αντίληψη τής ιστορίας, είμαστε έτοιμοι νά παραμερίσουμε τις ιστορικές αλήθειες καί νά χαθούμε στο χάος τού τυφλού εμπειρισμού, βασισμένοι στην τύχη μας! . . . ‘

Όσον οδυνηρή κι αν είναι ή οικονομική μας κατάσταση, δεν υπάρχει κανένας λόγος νά φτάνουμε σέ τέτοιες εκδηλώσεις απελπισίας. Αυτοί πού πρέπει ν’ απελπίζονται είναι οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις πού, με την εκμηδένιση τής δημιουργικής ενέργειας τού καπιταλισμού, βρίσκονται πραγματικά σέ αδιέξοδο. Όχι εμείς, ή εργαζόμενη Ρωσία, μπροστά στην οποία ή Οκτωβριανή Επανάσταση άνοιξε απέραντους ορίζοντες, αφάνταστες μορφές παραγωγής με μιά απόδοση πλούτου άγνωστη σέ μας. ’Αλλά πρέπει νά μάθουμε νά μην ψάχνουμε την πηγή των δυνάμεών μας στο παρελθόν καί αντίθετα νά αφήνουμε ελεύθερη τή δημιουργική πρωτοβουλία τού μέλλοντος.

Κι αυτό κάνει ή Εργατική Αντιπολίτευση. Ποιος μπορεί νά είναι ό δημιουργός, ο μάστορας τής κομμουνιστικής οικονομίας; Όχι βέβαια, μερικοί, ευφυείς ίσως, αντιπρόσωποι τού παρελθόντος, άλλά μόνο ή τάξη εκείνη πού είναι από την ίδια την ύπαρξή της δεμένη με αυτό το νέο σύστημα παραγωγής, το περισσότερο παραγωγικό καί το περισσότερο τελειοποιημένο, πού γεννιέται με τον κόπο των εργατών. Ποιο όργανο είναι ικανό να εκφράσει καί νά δραστηριοποιήσει τις δυνατότητες τής νέας αυτής οργάνωσης τής οικονομίας καί τής παραγωγής; Τα εργατικά συνδικάτα ή οι κρατικές υπηρεσίες με τον κοινωνικά ανάμεικτο καί γραφειοκρατικό μηχανισμό τους; Ή Εργατική Αντιπολίτευση θεωρεί ότι μόνο τα εργατικά συνδικάτα είναι ικανά νά κάνουν κάτι τέτοιο καί όχι μιά ανακατεμένη καί γραφειοκρατική κοινωνία υπαλλήλων, κυρίως όταν περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρηματιών τής παλιάς καπιταλιστικής σχολής, με το γερασμένο πνεύμα τής καπιταλιστικής ρουτίνας.

«Τα εργατικά συνδικάτα, αντί νά περιορίζονται όπως σήμερα σέ μιά παθητική βοήθεια στις κρατικές υπηρεσίες, πρέπει νά πάρουν μέρος δραστήρια καί ατομικά στη διεύθυνση τού συνόλου τής εθνικής οικονομίας» (Θέσεις τής Εργατικής Αντιπολίτευσης). Το νά ψάξουμε, νά βρούμε, καί νά εφαρμόσουμε νέες τελειότερες οικονομικές μορφές, το νά δοκιμάσουμε νέα κίνητρα για την αύξηση τής αποδόσεως τής εργασίας, ολ’ αυτά δέν είναι πραγματοποιήσιμα παρά από οργανώσεις πού μέσα από την καθημερινή τους πείρα, είναι αναπόσπαστα δεμένες με την καινούργια μορφή παραγωγής. Μόνο αυτές είναι ικανές νά βγάλουν άπ’ αυτή την πείρα ένα σωρό πραχτικά συμπεράσματα, πού φαίνονται ασήμαντα, άλλά πού στην πραγματικότητα είναι τεράστιας σημασίας, σ’ ό,τι άφορά τον τρόπο αντιμετώπισης τού εργάτη σέ συνθήκες νέες όπου ή φτώχεια, ή ανεργία καί δ συναγωνισμός στην αγορά εργασίας έχουν πλέον εκλείψει σαν κίνητρα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα μιας εργατικής τάξης πού βρίσκεται στο κατώφλι τού κομμουνισμού είναι νά βρεθεί ένα κίνητρο, ένας σκοπός για την εργασία. Κανείς άλλος από την ίδια την εργατική τάξη, όπως εκφράζεται με τις οργανώσεις της, δέν είναι σέ θέση νά λύσει αυτό το πρόβλημα.

Ή συνδικαλιστική δραστηριότητα προσφέρει μεγάλες δυνατότητες στις πραχτικές εμπειρίες καί στο ταξικό αισθητήριο, για ό,τι άφορά την οργάνωση καί την ανακάλυψη νέων μορφών παραγωγής, γιατί μπορεί νά χρησιμοποιήσει τις οργανωτικές ικανότητες του προλεταριάτου, δηλαδή τής μόνης τάξης πού μπορεί να οικοδομήσει τον κομμουνισμό.

Έτσι αντιμετωπίζει το θέμα ή Εργατική Αντιπολίτευση. Έτσι αντιλαμβάνεται το ρόλο των συνδικάτων. Από κεΐ βγαίνει καί ένα από τα κυριότερα σημεία των θέσεων της: «Ή οργάνωση τής διεύθυνσης τής εθνικής οικονομίας ανήκει στο πανρωσικό Συνέδριο των οργανωμένων σέ επαγγελματικές καί κλαδικές ενώσεις παραγωγών, πού εκλέγει ενα κεντρικό όργανο για να διευθύνει το σύνολο τής εθνικής οικονομίας τής δημοκρατίας».

Το άρθρο αυτό εξασφαλίζει μεγάλα περιθώρια στην πρωτοβουλία του προλεταριάτου, πού παύει νά είναι περιορισμένο καί ευνουχισμένο από ενα γραφειοκρατικό μηχανισμό, σημαδεμένο από το πνεύμα καί από τή ρουτίνα του καπιταλιστικού καί αστικού οικονομικού συστήματος. Ή Εργατική Αντιπολίτευση έχει εμπιστοσύνη στη δημιουργική δύναμη τής εργατικής τάξης. Απ’ αυτή τή θέση απορρέει το σύνολο του προγράμματός της.

Άλλά’ άπ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζουν οί διαφωνίες ανάμεσα στην Εργατική ’Αντιπολίτευση καί τις ηγετικές κορυφές του Κόμματός μας. Έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη (όχι φυσικά από πολιτική άποψη, άλλά σ’ ό,τι άφορα τις δημιουργικές ικανότητες του προλεταριάτου στην οικονομία) , νά ή ουσία των θέσεων πού προέρχονται από τούς ηγετικούς μας κύκλους. Οι κορυφές του Κόμματός μας δέν πιστεύουν ότι τα χοντροκομμένα χέρια των αμόρφωτων σέ τεχνικά θέματα εργατών, είναι ικανά νά δημιουργήσουν τις γενικές γραμμές, το κύριο πλαίσιο, των οικονομικών μορφών από τις οποίες θα βγει με τον καιρό το αρμονικό σύστημα τής κομμουνιστικής παραγωγής. Νομίζουν όλοι, ό Λένιν όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν όπως ο Ζηνόβιεφ, ότι ή παραγωγή είναι κάτι το τόσο ευαίσθητο πού δέν μπορεί νά μη χρειάζεται «οδηγούς». Πρέπει πριν άπ’ όλα νά μορφωθούν οι εργάτες, νά πάνε σχολείο, καί αργότερα, όταν μεγαλώσουν, θα παραμερίσουμε τούς καθηγητές τούς ανώτατου συμβουλίου τής εθνικής οικονομίας καί θα επιτρέψουμε στά συνδικάτα νά αναλάβουν την διεύθυνση τής οικονομίας.(4)

Είναι χαρακτηριστικό το ότι όλες οι θέσεις των ηγετών μας συμφωνούν σέ τούτο το βασικό σημείο: είναι πολύ νωρίς ακόμα για νά δώσουμε την παραγωγή καί οικονομική διεύθυνση στα συνδικάτα, χρειάζεται «υπομονή». Οι απόψεις τού Τρότσκι, τού Λένιν, τού Ζηνόβιεφ, τού Μπουχάριν καί άλλων διαφέρουν στο λόγο για τόν όποιο δέν πρέπει ακόμα να παραδώσουμε τις οικονομικές υπηρεσίες στα συνδικάτα. Όταν είναι να πουν ότι ή διεύθυνση αυτή πρέπει να ασκείται χωρίς τή συμμετοχή των εργατών, χάρις σ’ ένα γραφειοκρατικό σύστημα πού κληρονομήσαμε από το παλιό καθεστώς, τότε όλοι συμφωνούν, τότε όλοι οι σύντροφοί μας των κορυφών τού Κόμματος δείχνουν μια συγκινητική αλληλεγγύη.

«Το κέντρο βάρους τής συνδικαλιστικής δράσης στη σημερινή περίοδο, λένε οι θέσεις των “Δέκα”, πρέπει να μεταφερθεί στον τομέα τής οικονομικής οργάνωσης. Τα συνδικάτα, σαν ταξική οργάνωση τού προλεταριάτου, φτιαγμένα στη βάση των κλάδων τής παραγωγής, πρέπει να αναλάβουν το κύριο μέρος τής οργάνωσης τής παραγωγής». Το «κύριο μέρος» είναι μια ελαστική έκφραση, πού δέν είναι ακριβής, μια έκφραση πού δίνει πολλές δυνατότητες ερμηνείας, άλλα πού επιτρέπει συγχρόνως νά θεωρηθεί ότι ή πλατφόρμα των «Δέκα» δίνει μεγαλύτερη θέση στα συνδικάτα, σ’ ό,τι αφορά τή διεύθυνση τής οικονομίας, άπ’ ό,τι το σύστημα τού Τρότσκι.

Είναι σωστό αυτό; Οι θέσεις των «Δέκα» εξηγούν παρακάτω τί εννοούν με «κύριο μέρος»: «ενεργητική συμμετοχή σ’ όλα τα ρυθμιστικά κέντρα τής παραγωγής, οργάνωση τού εργατικού ελέγχου, καταμέτρηση καί μοίρασμα τού εργατικού δυναμικού, συναλλαγές μεταξύ πόλης καί υπαίθρου, μετατροπή τής βιομηχανίας σέ βιομηχανία ειρήνης, πάλη ενάντια στο σαμποτάζ, γενική κινητοποίηση τής εργασίας κλπ.».

Καί αυτό είν’ ολο. Τίποτα το καινούργιο πού νά ξεπερνάει ό,τι κάνανε μέχρι σήμερα τα συνδικάτα, πού νά επιτρέπει νά σώσουμε τή βιομηχανία μας καί νά προχωρήσουμε έστω καί κατά ένα βήμα στο βασικό θέμα τής Ανάπτυξης καί τής ανοικοδόμησης των παραγωγικών δυνάμεων τής χώρας. Για νά μην υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τον δευτερεύοντα ρόλο, καί καθόλου ρόλο διεύθυνσης, για τον όποιο προορίζει τα συνδικάτα ή πλατφόρμα των «Δέκα», δηλώνει ότι: «Τα συνδικάτα με την προχωρημένη τους μορφή [όχι αμέσως, φυσικά, αλλά όταν πάρουν αυτή την προχωρημένη μορφή Α.Κ.] πρέπει νά γίνουν, κατά τή διάρκεια τής κοινωνικής επανάστασης πού έχει αρχίσει, τα όργανα τής σοσιαλιστικής εξουσίας, νά δουλεύουν σαν τέτοια, σέ αλληλεξάρτηση με τούς άλλους οργανισμούς, νά εφαρμόζουν τίς νέες αρχές οργάνωσης τής οικονομικής ζωής». Εξετάζονται στη συνέχεια οι σχέσεις αλληλεξάρτησης Ανάμεσα στά συνδικάτα καί το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας ή τίς υπηρεσίες του. Ποια είναι ή διαφορά με τή «συγχώνευση» τού Τρότσκι; Μόνο μιά διαφορά μεθόδου. Οι θέσεις των «Δέκα» τονίζουν πάρα πολύ τον «μορφωτικό» χαρακτήρα των συνδικάτων. “Όταν μιλάνε για το ρόλο των συνδικάτων, καί ειδικότερα για το ρόλο τους στην οικονομική οργάνωση καί μόρφωση, οι ηγετικοί μας κύκλοι από πολιτικοί γίνονται ξαφνικά παιδαγωγοί!

Βλέπουμε νά αναπτύσσεται μιά πολύ περίεργη συζήτηση, όχι πλέον πάνω στο σύστημα διεύθυνσης τής οικονομίας, αλλά πάνω στον τρόπο με τον όποιο θα μορφωθούν οι μάζες. Στην πραγματικότητα, ξεφυλλίζοντας κανείς τίς θέσεις καί τίς στενογραφημένες ομιλίες των ηγετών συντρόφων μας, μένει κατάπληκτος με την ξαφνική παιδαγωγική τους έξαρση. Ό καθένας πού φτιάχνει θέσεις έχει καί το δικό του σύστημα, το τελειότερο απ’ όλα, για νά μορφώσει τίς εργατικές μάζες. ‘Όλα όμως τα συστήματα ξεκινούν από το μοναδικό αξίωμα, ότι δέν πρέπει νά δοθεί κανένα περιθώριο στον μαθητή για νά δοκιμάσει, νά τελειοποιήσει καί νά εκδηλώσει τίς δημιουργικές του ικανότητες. Απ’ αυτή την άποψη, οι παιδαγωγοί των ηγετικών μας κύκλων παρουσιάζουν κάποια καθυστέρηση σέ σχέση με την εποχή τους.

Γιατί στην πραγματικότητα, για τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μπουχάριν καί άλλους, ό ρόλος των συνδικάτων δέν είναι νά διευθύνουν την οικονομική ζωή ούτε νά αναλάβουν την παραγωγή, Αλλά νά χρησιμεύουν σαν εργαλείο για τή μόρφωση η των μαζών. Κατά τή διάρκεια τής συζήτησης, μερικοί σύντροφοι νόμισαν οτι ο Τρότσκι υποστήριζε την προοδευτική καί όχι άμεση κρατικοποίηση των συνδικάτων. Ότι έτσι κι αλλιώς αναγνώριζε σαν αποστολή τους τή διεύθυνση τής εθνικής οικονομίας, όπως λέει καί το πρόγραμμά μας, πράγμα πού τοποθετεί τον Τρότσκι  πιο κοντά στην Αντιπολίτευση.

Ή ομάδα Λένιν – Ζηνόβιεφ, αρνούμενη την κρατικοποίηση, θεωρούσε σαν κύριο λόγο ύπαρξης των συνδικάτων, τή λειτουργία τους σαν «σχολές κομμουνισμού». «Για σάς, λέει ο Τρότσκι στον Ζηνόβιεφ, τα συνδικάτα είναι απαραίτητα για μία πρώτη επιλογή» (‘Ομιλία τής 30 Δεκέμβρη). Καί αυτός, από μιά πρώτη άποψη, βλέπει διαφορετικά το ρόλο των συνδικάτων: κατά τή γνώμη του δηλαδή, ή κύρια λειτουργία τους είναι ή οργάνωση τής παραγωγής. Καί σ’ αυτό έχει πάρα πολύ δίκιο. Ό Τρότσκι έχει επίσης δίκιο όταν λέει: «Από τή στιγμή πού τα συνδικάτα είναι σχολές κομμουνισμού, αυτό πρέπει νά εννοηθεί όχι από την άποψη τής γενικής προπαγάνδας τού κομμουνισμού μέσα ατούς οργανωμένους εργάτες (γιατί τότε θα ήταν άπλοι κύκλοι) , ούτε τής κινητοποίησης των μελών τους για τον ανεφοδιασμό ή τα μέτωπα, άλλά από την άποψη μιας πλατείας μόρφωσης των μελών τους μέσα από τή συμμετοχή τους στην παραγωγή». (‘Ομιλία τής 30 Δεκέμβρη). Αυτές είναι αναμφισβήτητες αλήθειες. Το μόνο πού έχει ξεχαστεί είναι ότι τα συνδικάτα δέν είναι μόνο «σχολές κομμουνισμού», είναι οι δημιουργοί τού κομμουνισμού.

Αυτό πού δέν λαμβάνεται υπόψη, είναι ή δημιουργική δραστηριότητα τού προλεταριάτου. Ό Τρότσκι αποφεύγει το πρόβλημα λέγοντας ότι «οι πραγματικοί οργανωτές τής παραγωγής [στο εσωτερικό τού συνδικάτου] είναι οι κομμουνιστές πού βρίσκονται στην ηγεσία τού συνδικάτου». Ποιοι κομμουνιστές; Αυτοί πού, όπως το θέλει ο Τρότσκι (βλέπε τις θέσεις του) διορίζονται από το Κόμμα, για λόγους πού συχνά δέν έχουν καμιά σχέση με τις λειτουργίες τού συνδικάτου στην οικονομία καί την παραγωγή, αυτοί πού στέλνονται καί τοποθετούνται από το Κόμμα στη μιά ή στην άλλη συνδικαλιστική ή υπηρεσιακή θέση; Ό Τρότσκι είναι ειλικρινής. Δέν πιστεύει ότι ή εργατική μάζα είναι έτοιμη νά δημιουργήσει  τον κομμουνισμό, καί δέν πιστεύει ότι ψάχνοντας μέσα στις δυσκολίες, κάνοντας λάθη, είναι παρ’ ολ’ αυτά έτοιμη νά φτιάξει νέες μορφές παραγωγής. Το είπε ξεκάθαρα καί δημόσια. εφάρμοσε το δικό του σύστημα μόρφωσης των μαζών: το βούρδουλα, καί στην κεντρική του επιτροπή των επικοινωνιών, προετοίμασε αυτές τίς μάζες για το ρόλο τού αφεντικού, με τίς ίδιες μεθόδους πού χρησιμοποιούσανε παλιά στά εργαστήρια.

Ό παραγιός πού, μετά από αρκετές καρπαζιές, γίνεται μάστορας, αφού πέρασε από τή φθορά τής ρουτίνας, θα οδηγήσει οπωσδήποτε την επιχείρησή του στην καταστροφή. Όσο όμως ο βούρδουλας τού αφεντικού καί δάσκαλου τον απειλεί, δουλεύει κουτσά στραβά καί παράγει.

Νά τι ονομάζει ο Τρότσκι μεταφορά τού κέντρου τού προβλήματος «από την πολιτική στην παραγωγή». Τό νά αυξηθεί, έστω καί για λίγο, ή παραγωγή, με οποιοδήποτε μέσο, είναι γι’ αυτόν το παν, χωρίς νά υπάρχει άλλο πρόβλημα. Σ’ αυτό περιορίζεται ο μορφωτικός ρόλος των συνδικάτων.

Ό Λένιν καί ο Ζηνόβιεφ δέν συμφωνούν. Είναι πιο σύγχρονοι παιδαγωγοί. «Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι τα συνδικάτα είναι σχολές κομμουνισμού. Τί είναι μιά σχολή κομμουνισμού; Αν πάρουμε τον όρο αυτό κατά λέξη, σέ μιά σχολή κομμουνισμού πρέπει κανείς νά διδάσκει καί νά μορφώνει καί οχι νά διατάζει» (χειροκροτήματα). Σπόντα εναντίον τού Τρότσκι! Καί ο Ζηνόβιεφ προσθέτει: «Τα συνδικάτα… έχουν αναλάβει μιά τεράστια εργασία, σήμερα κάτω από την προλεταριακή σκοπιά καί μετέπειτα κάτω από την καθαρά κομμουνιστική σκοπιά. Αυτός είναι ο βασικός ρόλος των συνδικάτων».

Σήμερα αρχίζουμε νά ξεχνάμε σέ επικίνδυνο βαθμό αυτήν την αλήθεια, αφού ο καθένας τολμάει ν’ αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό κίνημα, δηλ. την πιο πλατεία οργάνωση τής εργατικής τάξης, με τόση αναίδεια, χυδαιότητα καί βιαιότητα. Πρέπει νά θυμηθούμε ότι, ή συνδικαλιστική οργάνωση έχει τή δική της αποστολή, πού δέν είναι νά κατευθύνει άπ’ ευθείας, νά δίνει διαταγές, νά παίζει τή δικτατορία, άλλά πριν άπ’ όλα νά παρασέρνει εκατομμύρια εργαζομένων στο ρεύμα τού οργανωμένου προλεταριακού κινήματος…

Ό παιδαγωγός Τρότσκι ξεπέρασε λοιπόν τα όρια, το παράκανε με το παιδαγωγικό του σύστημα. Άλλα τί προτείνει ο ίδιος δ Ζηνόβιεφ; Να δώσουμε στα συνδικάτα στοιχειώδη μαθήματα κομμουνισμού, «να μάθουμε στις μάζες τις αρχικές βάσεις τού προλεταριακού κινήματος». Καί πώς θα γίνει αυτό; Με την πραχτική καθημερινή εμπειρία, με την πραγματική δημιουργία νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης (όπως το θέλει ή Αντιπολίτευση) ; Τίποτα το παρόμοιο! Ή ομάδα Λένιν – Ζηνόβιεφ πιστεύει σ’ ένα σύστημα διαπαιδαγώγησης με συνταγές καί με μαθήματα ηθικής πού συνοδεύονται από προσεχτικά διαλεγμένα παραδείγματα. Έχουμε μισό εκατομμύριο κομμουνιστών (καί μέσα σ’ αυτούς, δυστυχώς, πολλούς «ξένους» πού μάς ήρθανε από άλλον κόσμο) για εφτά εκατομμύρια εργάτες. Το Κόμμα, κατά τον Λένιν, συγκέντρωσε την «πρωτοπορία τού προλεταριάτου» καί την αφρόκρεμα των κομμουνιστών, καί σέ στενή συνεργασία με τούς «ειδικούς» των κρατικών οικονομικών υπηρεσιών, επεξεργάζεται με μεθόδους εργαστηρίου τις μορφές τής κομμουνιστικής οικονομίας. Οι κομμουνιστές αυτοί, πού εργάζονται υπό την επίβλεψη των «καλών παιδαγωγών» του ανώτατου συμβουλίου τής εθνικής οικονομίας καί των κεντρικών γραφείων, είναι οι «καλοί μαθητές», τα βουτυρόπαιδα πού άλλοτε έπαιρναν πάντα πέντε (5) Καί οι εργατικές μάζες των συνδικάτων πρέπει νά βλέπουν αυτούς τούς παραδειγματικούς μαθητές καί νά διδάσκονται από το παράδειγμά τους. Όταν πρόκειται όμως για νά πάρουν στά χέρια τους το πηδάλιο, τότε, δέν έχει έρθει ακόμα ή στιγμή…

Κατά τη γνώμη τού Λένιν, τα συνδικάτα, δηλ. ή πραγματική οργάνωση τής εργατικής τάξης, δέν είναι καθόλου οι δημιουργοί τής κομμουνιστικής οικονομίας, «αποτελούν τή σύνδεση ανάμεσα στην πρωτοπορία καί τις μάζες, με την καθημερινή τους δράση πείθουν τις μάζες», κ.τ.λ.

Δέν είναι ό βούρδουλας τού Τρότσκι. Δέν είναι ή «Οικοκυρική» τού παπά-Συλβέστρου.(6)  Είναι το γερμανικό σύστημα Frobel-Pestalozzi, τής διδασκαλίας με παραδείγματα. Τα συνδικάτα δέν κάνουν τίποτα το ουσιαστικό στην οικονομική ζωή, άλλά πείθουν τις μάζες, καί τούς χρησιμεύουν σαν σύνδεση με την πρωτοπορία τής τάξης, με το  Κόμμα, πού με τη σειρά του, σημειώστε – το καλά, δέν διαχειρίζεται το ίδιο σαν σύνολο καί δέν οργανώνει την παραγωγή, άλλα ιδρύει οικονομικές υπηρεσίες με ανομοιογενή σύνθεση, οπού τοποθετούνται καί κομμούνιστές…

Το  ποιο είναι το καλύτερο σύστημα, θέλει συζήτηση. Το σύστημα τού Τρότσκι είναι πάντως πιο ξεκάθαρο καί πιο πραγματικό. Με συνταγές ή με το παράδειγμα των «καλών μαθητών», ή τέχνη τής διδασκαλίας δέν θα προοδεύσει ποτέ. Αυτή είναι μια αλήθεια πού πρέπει να έχουμε υπόψη μας.

Ή ομάδα τού Μπουχάριν έχει μια ενδιάμεση τοποθέτηση, ή μάλλον προσπαθεί να συνδυάσει τα δύο συστήματα διδασκαλίας. Σημειώστε ότι ούτε αυτή ή ομάδα αναγνωρίζει το δικαίωμα των συνδικάτων να δρουν ανεξάρτητα στα οικονομικά θέματα. Κατά τον Μπουχάριν καί την ομάδα του, τα συνδικάτα «έχουν ένα διπλό ρόλο»; από τή μιά μεριά είναι μια «σχολή κομμουνισμού», ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο Κόμμα καί στις μάζες πού δέν είναι στο Κόμμα (αυτό το πήρε από τον Λένιν), ένας μηχανισμός πού σπρώχνει τις προλεταριακές μάζες στη δράση (σημειώστε, σύντροφοι, τή διαφορά: στη δράση, καί όχι στη δημιουργία νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, όχι στην έρευνα για την ανακάλυψη ενός νέου συστήματος παραγωγής). Από την άλλη μεριά αποτελεί όλο καί περισσότερο μέρος τού οικονομικού μηχανισμού καί τού μηχανισμού τής κυβερνητικής εξουσίας (αυτό το πήρε από τον Τρότσκι καί τή «συγχώνευσή» του) .

Καί πάλι δέν συζητιέται ο ρόλος των συνδικάτων, άλλά ή κατάλληλη μέθοδος  χρησιμοποίησης των συνδικάτων για τή μόρφωση των μαζών. Ό Τρότσκι υποστηρίζει —ή μάλλον υποστήριζε— ότι πρέπει νά μπει στο κεφάλι των συνδικάτων ή κομμουνιστική οικονομική σοφία, με το σύστημα πού ο ίδιος χρησιμοποίησε στις μεταφορές, καί ότι πρέπει νά μορφωθούν σέ τέτοιο βαθμό με διορισμούς, μετατοπίσεις, στρατιωτικοποιήσεις καί άλλα μαγικά μέτρα αυτού τού είδους, ώστε νά συγχωνευτούν με τις κρατικές οικονομικές υπηρεσίες καί νά γίνουν υπάκουοι εκτελεστές των σχεδίων  πού επεξεργάζεται το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας.

Ο Λένιν καί ό Ζηνόβιεφ δεν βιάζονται τόσο πολύ να «συγχωνεύσουν» τα συνδικάτα με τις οικονομικές υπηρεσίες του κράτους. Τα συνδικάτα, λένε, μπορούν νά παραμείνουν συνδικάτα. Τή βιομηχανία θα τή διαχειρίζονται άνθρωποι πού εμείς διαλέγουμε. Το οργανωτικό γραφείο τής κεντρικής επιτροπής τα καταφέρνει πολύ καλά σέ κάτι τέτοια. Όταν θα έχουν διαπαιδαγωγηθεί μέσα στά συνδικάτα βρισμένοι καλοί μαθητές, ήσυχοι καί εργατικοί, θα τούς «τοποθετήσουμε» στά γραφεία τού Κράτους. Καί τα συνδικάτα δέν θα ’χουν παρά νά εξαφανιστούν καί νά διαλυθούν.

Τον δραστήριο ρόλο σέ οικονομικά θέματα, τον αναλαμβάνει το ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας καί τα άλλα γραφειοκρατικά όργανα. Στά συνδικάτα Αφήνουμε το ρόλο των σχολών. Μόρφωση, Ακόμα μόρφωση καί πάντα μόρφωση… Νά το σύνθημα του Ζηνόβιεφ καί τού Λένιν. Ό Μπουχάριν στο σύστημα διαπαιδαγώγησης κάνει τον ριζοσπάστη, καί γι’ αυτό τον μάλωσε ο Λένιν καί τού κολλήσανε καί ένα κακόηχο παρατσούκλι: (7) ο Μπουχάριν καί ή ομάδα του, υπογραμμίζοντας τον παιδαγωγικό ρόλο των συνδικάτων στις σύγχρονες πολιτικές συνθήκες, υποστηρίζει την όσο γίνεται πιο μεγάλη εργατική δημοκρατία στο έσωτερικο των συνδικάτων. Ισχύει παντού ή αρχή τής εκλογής των αντιπροσώπων, καί μόνον αυτή, καί οι υποψήφιοι πού προτείνουν τα συνδικάτα είναι υποχρεωτικοί καί όχι πιά «προαιρετικοί».

Τί δημοκρατικότητα! Ούτε ή Εργατική Αντιπολίτευση νά ’τανε. Μόνο πού υπάρχει μιά μικρή διαφορά: ή Εργατική Αντιπολίτευση αναγνωρίζει τα συνδικάτα σαν τούς δημιουργούς καί τούς καθοδηγητές τής κομμουνιστικής οικονομίας. Ό Μπουχάριν, όπως ο Τρότσκι καί όπως ο Λένιν, τα προορίζει για το ρόλο των σχολών κομμουνισμού καί τίποτα παραπάνω. Γιατί νά μην κάνει τον ριζοσπάστη σχετικά με τον τρόπο εκλογής των αντιπροσώπων, όταν ξέρει ότι ή αρχή αυτή δέν θα ’χει καμιά επίδραση στο σύστημα διεύθυνσης τής παραγωγής; Γιατί ή διεύθυνση τής οικονομίας βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο των συνδικάτων καί στά χέρια των υπηρεσιών τού κράτους... Ό Μπουχάριν θυμίζει τούς παιδαγωγούς πού διδάσκουν μέ την παλιά μέθοδο, από τα διδακτικά βιβλία, «λέξη με λέξη», καί ενθαρρύνουν την «πρωτοβουλία» των μαθητών κάνοντάς τους νά εκλέγουν ένα συμμαθητή τους για πρόεδρο τής τάξης, έναν υπεύθυνο για το διάλειμμα, έναν υπεύθυνο για τα θεάματα καί τα παιχνίδια.(8)

Κι’ έτσι τα δύο συστήματα συνδυάζονται καί παντρεύονται θαυμάσια. Το ποια θα είναι τ’ αποτελέσματα καί σέ τί θα χρησιμεύσουν οι τρόφιμοι των εκλεκτικών μας μεντόρων, είναι άλλο θέμα.

Αν ο Άνατόλ Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι ήταν αναγκασμένος, στις παιδαγωγικές του συναντήσεις, νά χάνει τον καιρό του καταπολεμώντας τέτοιες «εκλεκτικές αιρέσεις», ή θέση τού λαϊκού επίτροπου για την παιδεία θα γινόταν αφόρητη…

Δέ θα έπρεπε όμως νά υποτιμήσουμε τις μεθόδους διδασκαλίας των συντρόφων τής ηγεσίας, σ’ ότι αφορά τα συνδικάτα. ‘Όλοι καί μαζί τους ο Τρότσκι, καταλαβαίνουν ότι στην παιδεία, ή «πρωτοβουλία» έχει μιά όχι αμελητέα σημασία. Γι’ αυτό ψάχνουν νά βρουν τούς τομείς όπου τα συνδικάτα μπορούν νά πάρουν πρωτοβουλίες καί νά δείξουν τη δημιουργικότητά τους στά οικονομικά θέματα, χωρίς νά βλάψουν το σύνολο τού γραφειοκρατικού συστήματος διεύθυνσης τής παραγωγής.

Ό πιο αθώος τομέας πού βρέθηκε για την προώθηση τής πρωτοβουλίας των μαζών καί για τή «δραστήρια συμμετοχή τους στη ζωή;» (κατά τον Μπουχάριν), είναι ή καλυτέρευση των συνθηκών ζωής. Ή Εργατική Αντιπολίτευση ασχολείται αρκετά με το θέμα αυτό, αλλά καταλαβαίνει πολύ καλά ότι το βασικό πεδίο όπου πρέπει νά εξασκηθεί ή πρωτότυπη δράση τού προλεταριάτου, είναι ή δημιουργία των νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, πού περιλαμβάνουν τίς συνθήκες ζωής. Αντίθετα, για τον Τρότσκι καί τον Ζηνόβιεφ, ή παραγωγή οργανώνεται από τίς κρατικές υπηρεσίες καί τα συνδικάτα καλούνται νά ασχοληθούν με χρήσιμες, αλλά λίγο περιορισμένες, λειτουργίες, τής εσωτερικής ρουτίνας. Ό Ζηνόβιεφ, π.χ., θεωρεί σαν «οικονομικό ρόλο» των συνδικάτων το μοίρασμα των ρούχων τής δουλειάς. Καί το λέει ξεκάθαρα: «Δέν υπάρχουν σημαντικότερες λειτουργίες από τίς οικονομικές: σήμερα, το να διορθωθεί ενα δημόσιο λουτρό στο Πέτρογκραντ είναι δέκα φορές πιο ουσιαστικό από το να γίνουν πέντε άριστες ομιλίες».

Τί είναι ολ’ αυτά: αφελής σύγχυση, ή θελημένη άγνοια τού πρωτότυπου καί οργανικού ρόλου των συνδικάτων στην παραγωγή καί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με το πρόσχημα ότι αναλαμβάνουν την περιορισμένη αποστολή τής οργάνωσης τής καθημερινής ζωής καί τής εσωτερικής ρουτίνας; Την ίδια σκέψη, με λίγο διαφορετικές εκφράσεις, βρίσκουμε στον Τρότσκι. Ό Τρότσκι καλεί γενναιόδωρα τα συνδικάτα, να πάρουνε όσο γίνεται μεγαλύτερες πρωτοβουλίες στον οικονομικό τομέα. Άλλα ποιες είναι αυτές οι πρωτοβουλίες ή σέ τί συνίσταται ή συμμετοχή στην καλυτέρευση τής ζωής των μαζών; Να «μπαίνουν καινούργια τζάμια» σ’ ενα εργαστήριο, νά βουλώνονται οι λακκούβες μπροστά σ’ ενα εργοστάσιο… (‘Ομιλία τού Τρότσκι στο συνέδριο των εργατών ορυχείων). Νά μάς συγχωρείτε, σύντροφε Τρότσκι, άλλά τέτοια πράγματα αφορούν το νοικοκυριό, καί αν περιορίζετε τή δραστηριότητα των συνδικάτων σέ τέτοια λαμπρά παραδείγματα πρωτοβουλίας, δέν θα είναι πιά σχολές κομμουνισμού, άλλά επαγγελματικές σχολές για διαχειριστές πολυκατοικιών… Ό Τρότσκι όμως πλαταίνει το πεδίο τής «πρωτοβουλίας των μαζών» καί τις καλεί, όχι βέβαια νά οργανώσουν ανεξάρτητα τις συνθήκες ζωής (για νά πάει κανείς τόσο μακριά πρέπει νάχει την τρέλα τής Εργατικής Αντιπολίτευσης) , άλλά νά πάρουν μαθήματα για την καλυτέρευση τής ζωής των εργατών, από το συμβούλιο εθνικής οικονομίας!

«Για όλα τα θέματα πού αφορούν τούς εργάτες, την τροφή τους, την οικονομία των δυνάμεών τους, πρέπει τα συνδικάτα νά γνωρίζουν με ακρίβεια (νά γνωρίζουν, κι όχι νά συμμετέχουν ενεργά) , την καθημερινή εργασία πού γίνεται στο ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας, όχι μόνο γενικά όπως όλος ό κόσμος, άλλά σέ βάθος καί λεπτομερειακά». (‘Ομιλία τής 30 Δεκέμβρη).

Οι μέντορες τού ανώτατου συμβουλίου εθνικής οικονομίας δέν αρκούνται στο νά αναγκάζουν τα συνδικάτα νά «εκτελούν» τα σχέδιά τους, άλλά εξηγούν στους μαθητές τις οδηγίες τους. Αποτελεί πρόοδο σέ σχέση με το σύστημα πού χρησιμοποιήθηκε στην ομοσπονοία Μεταφορών…

Άλλα ο πρώτος τυχόν εργάτης καταλαβαίνει πολύ καλά ότι, το νά μπουν καινούργια τζάμια σ’ ένα εργαστήριο, όσο χρήσιμο καί νά ’ναι, είναι μια πράξη πού πολύ λίγο μοιάζει με τή διεύθυνση της παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις καί ή ανάπτυξή τους δέν έχουν καμιά σχέση με μία παρόμοια επιχείρηση. Παρ’ ολ’ αυτά το ερώτημα παραμένει: πώς θ’ αναπτυχθούν αυτές οι δυνάμεις; Πώς θα οργανωθεί ή οικονομική ζωή, πώς θα συνδυαστούν οι νέες συνθήκες ζωής με τις απαιτήσεις τής παραγωγής, έτσι ώστε νά εξοικονομηθεί όσο γίνεται περισσότερη εργατική ενέργεια για τούς σκοπούς πού επιδιώκουμε, μειώνοντας το σύνολο τής παραγωγικής εργασίας; Το Κόμμα μπορεί νά φτιάξει ενα στρατιώτη, έναν πολιτικό αγκιτάτορα, με δυο λόγια έναν εκτελεστή ενός σχεδίου πού υπάρχει ήδη. Δέν μπορεί όμως νά φτιάξει ένα δημιουργό τής κομμουνιστικής οικονομίας: μόνο το συνδικάτο ανοίγει τις πόρτες στη δημιουργική δραστηριότητα.

Εξ άλλου δέν είναι αυτός ό ρόλος τού Κόμματος. Ό ρόλος του είναι νά δημιουργεί τις ευνοϊκές συνθήκες για νά βγαίνει από τις εργατικές μάζες πού είναι συγκεντρωμένες σύμφωνα με την οικονομική τους λειτουργία, ό εργάτης – δημιουργός νέων μεθόδων δουλειάς, νέας απασχόλησης τού εργατικοΰ δυναμικού, νέας συγκέντρωσης τής παραγωγικής ενέργειας. Για νά νικηθεί ή οικονομική κρίση, για νά δημιουργηθεί ή κομμουνιστική οικονομία, δ εργάτης πρέπει πριν απ’ όλα νά γεννήσει στο μυαλό του μιά νέα μέθοδο οργάνωσης τής δουλειάς καί νέες μεθόδους διαχείρισης.

Δυστυχώς, αυτή ή απλή μαρξιστική αλήθεια δέν βρίσκει σήμερα σύμφωνους τούς κορυφαίους τού Κόμματός μας. ’Αλλά γιατί; Γιατί έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στούς γραφειοκράτες καί τεχνικούς πού κληρονομήσαμε από το παλιό καθεστώς, απ’ ό,τι στον υγιή αυθορμητισμό, στην προλεταριακή δημιουργικότητα των εργατών. Μπορεί κανείς για κάθε άλλο τομέα ν’ αναρωτηθεί για το ποιος πρέπει νά διευθύνει, το σύνολο των εργατών ή οι ειδικοί γραφειοκράτες. Αυτό ισχύει για τή μόρφωση των μαζών, την ανάπτυξη τής επιστήμης, την οργάνωση τού στρατού ή των υγειονομικών υπηρεσιών, αλλά δέν ισχύει στον οικονομικό τομέα. ’Εδώ, δέ χωράει συζήτηση καί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για όλους όσους δέν έχουν ακόμα ξεχάσει την ιστορία.

Κάθε μαρξιστής ξέρει ότι ή ανασυγκρότηση τής παραγωγής καί ή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, εξαρτώνται από δύο παράγοντες: την πρόοδο τής τεχνικής καί την ορθολογιστική οργάνωση τής εργασίας, την αύξηση τής παραγωγικής ενέργειας, την ανακάλυψη νέων κίνητρων εργασίας. Στην ιστορία τής ανθρωπότητας αυτό συμβαίνει κάθε φορά πού περνάει από ενα κατώτερο σ’ ενα ανώτερο οικονομικό στάδιο.

Στη δημοκρατία των εργαζομένων, ή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την τεχνολογική πρόοδο έρχεται σέ δεύτερη μοίρα σέ σχέση με την ορθολογιστική οργάνωση τής εργασίας καί την εφεύρεση ενός νέου οικονομικού συστήματος. Ακόμα καί στην περίπτωση πού ή Ρωσία των σοβιέτ θα πραγματοποιούσε εξ ολοκλήρου το σχέδιο εξηλεκτρισμού, χωρίς ριζικές αλλαγές στη διαχείρηση καί την οργάνωση τής εθνικής της οικονομίας, το μόνο πού θάκανε είναι νά φτάσει τις καπιταλιστικές χώρες. Για την ορθολογιστική όμως χρησιμοποίηση τής άψυχης καί έμψυχης ενέργειας και τή συγκρότηση Ενός νέου συστήματος παραγωγής, ή εργαζόμενη Ρωσία βρίσκεται σέ ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες πού τής επιτρέπουν νά αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις πιο πέρα από τις αστικές καπιταλιστικές χώρες. Στη Ρωσία των σοβιέτ, ή ανεργία σαν κίνητρο δέν υπάρχει πιά. Ή εργατική τάξη απελευθερωμένη από τον καπιταλιστικό ζυγό έχει τή δυνατότητα νά εκφράσει νέες καί πρωτότυπες γνώμες, για να βρεθούν νέοι λόγοι για την προσπάθεια των εργατών καί νά δημιουργηθούν αφάνταστες μέχρι σήμερα μορφές παραγωγής.

Ποιος όμως είναι ικανός νά εχει ενα τέτοιο δημιουργικό πνεύμα, ενα τέτοιο λογικό αισθητήριο; Τα γραφειοκρατικά στοιχεία πού διευθύνουν τις υπηρεσίες τού κράτους, ή τα συνδικάτα, πού με την πείρα των μελών τους στην οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στο εργοστάσιο, εχουν πραχτικές ενδείξεις πού χρησιμεύουν πράγματι στην αναδιοργάνωση όλης τής εθνικής οικονομίας;

Ή Εργατική Αντιπολίτευση έχει σαν αρχή το ότι ή διεύθυνση τής εθνικής οικονομίας είναι υπόθεση των συνδικάτων, καί σ’ αυτό είναι περισσότερο μαρξιστική από τούς θεωρητικούς των κυρίαρχων κύκλων μας.

Ή Εργατική Αντιπολίτευση δέν είναι τόσο άσχετη ώστε νά αγνοεί το μεγάλο ρόλο τής τεχνικής καί τής επιστήμης. Με κανένα τρόπο δέν σκοπεύει νά συγκροτήσει ενα εκλεγμένο από το συνέδριο των παραγωγών ηγετικό όργανο, καί μετά νά διαλύσει τα συμβούλια εθνικής οικονομίας καί τα κεντρικά γραφεία. Τα πράγματα τα βλέπει τελείως διαφορετικά: θέλει νά υποταχθούν τα απαραίτητα καί τεχνικά αναγκαία κεντρικά γραφεία, στην καθοδήγηση τού οργάνου αυτού πού θα τούς δίνει θεωρητικές κατευθύνσεις, θα τα χρησιμοποιεί όπως χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές τούς ειδικευμένους τεχνικούς τους, για την πραγματοποίηση δηλ. σχεδίων πού οι ίδιοι είχαν φανταστεί καί χαράξει σέ γενικές γραμμές.

Οι ειδικοί μπορεί νά προσφέρουν πάρα πολλά σ’ ό,τι άφορά τίς τεχνικές καλυτερεύσεις, μπορούν νά διευκολύνουν τίς έρευνες τού προλεταριάτου, είναι αναγκαίοι καί απαραίτητοι, όπως ή ίδια ή επιστήμη καί ή πρόοδός της είναι απαραίτητες σέ κάθε μαχητική καί ιστορικά προοδευτική τάξη. Αλλά οι αστοί ειδικοί, ακόμα κι όταν εχουν την ταμπέλα τού κομμουνιστή, είναι ανίκανοι καί ήθικά αδύναμοι όταν πρόκειται για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σ’ ενα όχι καπιταλιστικό κράτος, για την ανακάλυψη νέων μεθόδων οργάνωσης τής εργασίας ή για την εξεύρεση νέων κίνητρων για την εντατικοποίηση τής προσπάθειας. Σ’ αυτό τον τομέα πρέπει νά μιλήσει ή τάξη, δηλ. τα συνδικάτα σαν ή πιο χαρακτηριστική καί ξεχωριστή έκφραση της.

Στό τέλος τού μεσαίωνα καί στην αρχή των νέων χρόνων ή νέα αστική τάξη δέν είχε κανένα τεχνολογικό προβάδισμα σέ σχέση με τή φεουδαρχική τάξη πού βρισκόταν σέ οικονομική παρακμή. Ο έμπορος (revendeur), δηλ. ο  πρώτος καπιταλιστής, ήταν αναγκασμένος ν’ αγοράζει τα εμπορεύματα από τον ίδιο τεχνίτη πού με λίμες, ψαλίδες καί πρωτόγονους τόρνους, Έφτιαχνε διάφορα αντικείμενα για τον φεουδάρχη του, τον ιδιοκτήτη του ή για τον ξένο εμπορο με τον όποιο είχε μια «ελεύθερη» συναλλαγή. “Όταν όμως ή φεουδαρχία έφτασε στο ανώτερο σημείο τελειότητας, έπαψε νά είναι αποδοτική, καί ή ανάπτυξη τής παραγωγικής ενέργειας άρχισε να μειώνεται. Τότε ή ανθρωπότητα έβαλε το ερώτημα: οικονομική παρακμή ή ερευνά για νέες μορφές εργασίας καί επομένως για ένα νέο οικονομικό σύστημα ικανό να αυξήσει την παραγωγικότητα, να δώσει νέες προοπτικές στην παραγωγή, να προσφέρει νέες δυνατότητες στην πρόοδο τής παραγωγικής ενέργειας;

Καί ποιοι ήταν ικανοί να βρουν το νέο δρόμο για την αναδιοργάνωση τής παραγωγής; Φυσικά, οι αντιπρόσωποι τής τάξης πού δέν ήταν δεμένη με τή ρουτίνα τού παρελθόντος καί πού καταλάβαινε ότι ή ψαλίδα καί ό τόρνος θα έφερναν πολύ λιγότερα αποτελέσματα στά χέρια τού κολλήγου, άπ’ ό,τι στα χέρια ενός «ελεύθερου» εργάτη, δηλ. μισθωβίωτου, πού ή φτώχεια τον ανάγκαζε να εργάζεται…

Καί ή νέα, προοδευτική τάξη, έχοντας έτσι ανακαλύψει την ουσιαστική κινητήρια δύναμη τής παραγωγικότητας τής εργασίας, οικοδόμησε πάνω σ’ αυτή τή βάση, όλο το σύνθετο καί μεγαλειώδες με τον τρόπο του σύστημα τής καπιταλιστικής παραγωγής… Οι τεχνικοί ήρθαν νά βοηθήσουν τούς καπιταλιστές πολύ αργότερα. Ή βάση ήταν το νέο σύστημα οργάνωσης τής εργασίας, οι νέες σχέσεις ανάμεσα στην εργασία καί το κεφάλαιο.

Το ίδιο ισχύει καί σήμερα. Κανένας ειδικός ή τεχνικός πού είναι σημαδεμένος από τή ρουτίνα τού παλιού συστήματος παραγωγής, δέν είναι ικανός νά προσφέρει κάτι το ζωντανό καί το τονωτικό, σ’ ότι αφορά την οργάνωση τής εργασίας καί τή δημιουργία μιας κομμουνιστικής οικονομίας. Το λόγο έχει το σύνολο των εργατών. Ή Εργατική Αντιπολίτευση έβαλε καθαρά καί ειλικρινά αυτό το τεράστιας σημασίας πρόβλημα, μπροστά στο κόμμα.

Ό Λένιν θεωρεί ότι οι βάσεις τού κομμουνισμού στον οικονομικό τομέα μπορούν νά δημιουργηθούν μέσω τού Κόμματος. Είναι σωστό κάτι τέτοιο; Καί πρώτα άπ’ όλα, νά δούμε, πώς λειτουργεί το Κόμμα; Κατά τον Λένιν «περιλαμβάνει την πρωτοπορία τού επαναστατικού προλεταριάτου». Καί σέ συνέχεια μοιράζει την πρωτοπορία αυτή στις κρατικές υπηρεσίες, δίνοντας πίσω ένα μέρος της στά συνδικάτα —μέρος πού δέν έχει καμιά δυνατότητα δράσης στη διεύθυνση καί την οργάνωση τής εθνικής οικονομίας—, καί εκεί πέρα αυτοί οι καλά μορφωμένοι, πιστοί στον αγώνα τους  καί ίσως γεμάτοι ικανότητες κομμουνιστές, πνίγονται καί σαπίζουν σέ μιά γενική ατμόσφαιρα ρουτίνας καί γραφειοκρατίας πού έχει εισχωρήσει στά όργανα πού διευθύνουν την «δημιουργικότητα στην οικονομία». Ή επίδραση των συντρόφων αυτών έξασθενίζεται, αποδυναμώνεται, καί ή πρωτοβουλία τους σβήνει.

Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά μέσα στά συνδικάτα: εδώ, το προλεταριακό περιεχόμενο είναι πιο έντονο, υπάρχει μεγαλύτερη ομοιογένεια, ο κοινός στόχος είναι στενά δεμένος με τα συμφέροντα τής εργασίας καί τής καθημερινής ζωής των παραγωγών, πού είναι καί μέλη των εργοστασιακών επιτροπών, πού αποτελούν τις διευθύνσεις των εργοστασίων ή τα γραφεία των συνδικάτων. Ή δημιουργική πρωτοβουλία, ή έρευνα νέων μορφών οικονομικής οργάνωσης, νέων κίνητρων για την εντατικοποίηση τής εργασίας, ολ’ αυτά δεν μπορούν νά γεννηθούν παρά μέσα σ’ αυτό το φυσιολογικό σύνολο τής προλεταριακής τάξης. Μπορεί ή πρωτοπορία αυτής τής τάξης νά πραγματοποιεί μιά επανάσταση, μόνο όμως το σύνολο τής τάξης μπορεί μέσα στην καθημερινή πραχτική τής ταξικής ζωής, νά δημιουργήσει την οικονομική βάση τής νέας κοινωνίας.

Αυτός πού δεν πιστεύει στις πρωτότυπες ικανότητες τού προλεταριακού συνόλου -—τού όποιου ή πιο έντονη έκφραση είναι τα συνδικάτα—, πρέπει νά εγκαταλείψει για πάντα την ιδέα τής δημιουργίας μιας κομμουνιστικής οικονομίας. Ούτε ό Κρεστίνσκι, ούτε ο Πρεομπραζένσκι, ούτε ακόμα ο Λένιν ή ο Τρότσκι, δεν θα ανακαλύψουν χωρίς κανένα λάθος, μέσα από τον μηχανισμό τού Κόμματος, τούς εργάτες αυτούς πού είναι ικανοί νά βρουν, νά δοκιμάσουν καί νά προβάλουν ένα νέο σύστημα παραγωγής, ένα νέο τρόπο σχέσης με τον εργάτη. Γιατί αυτοί οι εργάτες δέν μπορούν νά αναδειχθούν παρά από τούς παραγωγούς καί τούς οργανωτές τής παραγωγής μέσα από την πραχτική τής ζωής.

Δυστυχώς, αυτή ή απλή καί καθαρή αλήθεια πού καταλαβαίνει ο κάθε εργάτης έχει ξεχαστεί από τις κορυφές τού Κόμματός μας. Ό κομμουνισμός δέν ιδρύεται με διάταγμα. Πρέπει νά δημιουργήσει από την έρευνα ζωντανών ανθρώπων, πού μπορεί νά κάνουν καί λάθη, από τή δημιουργική ορμή τής ίδιας τής εργατικής τάξης.

Στις εντονες συζητήσεις πού γίνονται ανάμεσα στις κορυφές τού κόμματός μας καί την Εργατική Αντιπολίτευση, το σημείο σύγκρουσης είναι το έξης: σέ ποιόν εμπιστεύεται τό Κόμμα μας τη συγκρότηση τής κομμουνιστικής οικονομίας; στο ανώτατο συμβούλιο εθνικής οικονομίας με όλες τίς γραφειοκρατικές του διακλαδώσεις, ή στα συνδικάτα; Ό Τρότσκι θέλει νά πραγματοποιήσει μια «συγχώνευση» τού ανώτατου συμβουλίου καί των συνδικάτων, έτσι ώστε το πρώτο νά καταπιεί τα δεύτερα. Ό Ζηνόβιεφ καί ο Λένιν θέλουν νά υποβάλουν τίς συνδικαλιστικές μάζες σέ μιά κομμουνιστική «διαπαιδαγώγηση», Έτσι ώστε τα συνδικάτα νά διαλυθούν ανώδυνα μέσα στις κρατικές υπηρεσίες. Ο Μπουχάριν καί όλοι οι άλλοι πού φτιάχνουνε θέσεις λένε στην πραγματικότητα τα ίδια, με διαφορετικές διατυπώσεις. Ή διαφορά βρίσκεται στά λόγια: ή βάση είναι ή ίδια.(9)

Μόνο ή Εργατική Αντιπολίτευση λέει κάτι το διαφορετικό καί υποστηρίζει τα ταξικά συμφέροντα τού προλεταριάτου, τή δημιουργία καί την πραγματοποίηση τού ουσιαστικού του καθήκοντος.

Τή διεύθυνση τής εθνικής οικονομίας στη δημοκρατία των εργαζομένων, στην μεταβατική περίοδο. Πού διανύουμε, πρέπει νά την αναλάβει ενα όργανο εκλεγμένο από τούς εργάτες παραγωγούς. Όλες οι άλλες οικονομικές υπηρεσίες τού κράτους θα εκτελούν την οικονομική πολιτική τού ανώτατου αυτού οργάνου τής δημοκρατίας των εργαζομένων. Όλα τ’ άλλα δέν είναι παρά απώλεια χρόνου καί δέν αποκαλύπτουν παρά μιά ελλειψη εμπιστοσύνης στη δημιουργική ενέργεια των εργατών, ελλειψη εμπιστοσύνης ανάξια τού κόμματός μας, πού χρωστάει τή δύναμή του στην άστήρευτη πηγή Επαναστατικής ενέργειας πού είναι το προλεταριάτο.

Δέ θα ’ταν καθόλου παράξενο αν, στο συνέδριο τού κόμματος, αυτοί πού εγραψαν τίς διάφορες οικονομικές πλατφόρμες, με εξαίρεση την Εργατική Αντιπολίτευση, συμφωνούσαν μεταξύ τους μετά από αμοιβαίες παραχωρήσεις καί συμβιβασμούς. Τίποτα το ουσιαστικό δέν τούς χωρίζει.

Μόνον ή Εργατική Αντιπολίτευση δέν πρέπει καί δέν μπορεί να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό δέ σημαίνει ότι θέλει νά κάνει διάσπαση. Άλλος είναι ο σκοπός της. ’Ακόμα κι’ αν νικηθεί στο συνέδριο, σκοπεύει νά παραμείνει μέσα στο Κόμμα για νά υπερασπιστεί σταθερά καί βήμα προς βήμα τις απόψεις της, νά σώσει το Κόμμα καί νά διορθώσει την πολιτική του γραμμή.

 

 

Για άλλη μιά φορά καί με δύο λόγια: τί θέλει ή Εργατική Αντιπολίτευση;

1.Νά συγκροτήσει το  ηγετικό όργανο τής εθνικής οικονομίας άπο εργάτες, άπο τούς ίδιους τούς παραγωγούς.

2.Γιά νά γίνει κάτι τέτοιο, αντί νά συνεργάζονται παθητικά με τίς οικονομικές υπηρεσίες τού κράτους, τα συνδικάτα πρέπει νά φτάσουν σέ μιά ενεργό συμμετοχή σ’ αυτές τις υπηρεσίες, μέσα από την εκδήλωση τής δημιουργικής πρωτοβουλίας των εργατών.Ή Εργατική Αντιπολίτευση ορίζει μία σειρά πρωταρχικών μέτρων πού προετοιμάζουν προοδευτικά την εγκαθίδρυση αυτού τού καθεστώτος.

3.Ή διεύθυνση τού ένος ή τού άλλου κλάδου τής βιομηχανίας αναλαμβάνεται από το αντίστοιχο συνδικάτο, μόνον όταν το συνδικάτο αυτό έχει αναγνωριστεί σαν αρκετά προετοιμασμένο, από το πανρωσικο κεντρικό συμβούλιο των συνδικάτων.

4.Τοποθετήσεις χωρίς άδεια τού συνδικάτου σέ υπηρεσιακές θέσεις στη βιομηχανία απαγορεύονται σ’ όλες τίς περιπτώσεις. Όλοι οι υποψήφιοι τού συνδικάτου είναι υποχρεωτικοί. Όλοι οι αντιπρόσωποι των συνδικάτων είναι υπεύθυνοι απέναντι σ’ αυτά καί ανακλητοί.

5.Για νά πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, πρέπει ν’ αρχίσουμε από το δυνάμωμα των συνδικάτων στη βάση, προετοιμάζοντας κάθε εργοστασιακή επιτροπή για τή διεύθυνση τής επιχείρησης.

6.Ή συγκέντρωση τής διεύθυνσης ολόκληρης τής εθνικής οικονομίας στά χέρια των συνδικάτου (αντί τής σημερινής διπλής εξουσίας τού συμβουλίου εθνικής οικονομίας καί τού πανρωσικοΰ κεντρικού Συμβουλίου των συνδικάτων) δημιουργεί μιά έ ν ι α ί α θέληση πού διευκολύνει την εφαρμογή τού ενιαίου οικονομικού σχεδίου, απαραίτητη προϋπόθεση τού κομμουνιστικού συστήματος.

Αποτελούν συνδικαλιστική παρέκκλιση ολ’ αυτά; Δέν είναι μάλλον ή πραγματοποίηση τού προγράμματος τού Κόμματός μας; Καί οι θέσεις πού απομακρύνονται απ’ αυτό δέν είναι αντίθετα οι θέσεις των άλλων συντρόφων;

 

 

 

Σημειώσεις:

 

(1) ‘Η ομάδα το5 Ίγκνάτοφ καί άλλων πού πλησιάζει πολύ την εργατική ’Αντιπολίτευση στο θέμα τής εσωτερικής δομής καί τής έξυγίανσης τού Κόμματος, έχει πάνω στλ συνδικάτα μία αρκετά άσαφή θέση.

(2) Συνδικαλιστικές οργανώσεις πού συγκροτοθνται με κριτήριο τον τομέα παραγωγής. Σ.Μ.

(3)  Ή μεταβατική περίοδος από τόν φεουδαρχισμό ατόν καπιταλισμό, άναφέρεται κατά πάσα πιθανότητα σάν άπάντηση στον Αένιν πού χρησιμοποιεί τό ίδιο παράδειγμα. Στήν Αναφορά τής Κ.Κ. τού Ρ.Κ.Κ. στό 9ο συνέδριο (29 μάρτη-5 άπρίλη 1920) ο Αένιν λέει: «... νομίζετε μήπως δτι ή αστική τάξη άφοϋ διαδέχτηκε τήν φεουδαρχία έκανε σύγχιση ανάμεσα ατό Κράτος καί τις υπηρεσίες του; Οχι, δέν ήταν τόσο κουτή. Σκέφτηκε δτι γιά τις υπηρεσίες χρειάζονταν άνθρωποι πού νά είναι ικανοί. “Ας πάρουμε τούς φεουδάρχες κι δς τούς αναμορφώσουμε»… «μιά τάξη δέν είναι ικανή νά διαχειριστεί τις υπηρεαίες γιά τό λόγο οτι είναι μιά προοδευτική τάξη».Β. Αένιν. Διαλεχτά “Εργα, (γαλλική έκδοση) τόμος 3, σ. 399. Σ.Μ.

(4) “Έχουμε καί πάλι ενα ιστορικό «μάθημα». Οι αριστοκράτες ήταν φυσικά πάρα πολύ πιο μορφωμένοι σέ οικονομικά θέματα από τούς αστούς. Τούτοι δω όμως, ακολουθώντας το ταξικό τους αισθητήριο, δέν τοποθέτησαν τον φεουδάρχη επί κεφαλής των επιχειρήσεων τους, καί δν τον πήραν για διαχειριστή για νά χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις του, τον κράτησαν προσεχτικά, παρ’ όλες τις επιστημονικές του γνώσεις σέ κατώτερη θέση. ’Αντί νά τού δώσουν τή διεύθυνση τής επιχείρησής τους, τού εργοστασίου τους, την ανάλαβαν οι ίδιοι.

(5) Το πέντε ήταν δ ανώτερος βαθμδς ατά ρωσικά σχολεία.

(6)  Το Ν τ ο μ ο ο τ ρ ο ϊ, έγχειρίδιο οικιακής οικονομίας του 16ου αιώνα

(7) «Σμιντικομιστής»: Κατά πάσα πιθανότητα «κομμουνιστής σαν τον Σμίντοβιτς». Σ.Τ.Μ.

(8)  Βλ. τίς θέσεις της ομάδας του Μπουχάριν, αρθρο 17

(9)Δέ θ’ άσχοληθούμε με την ανάλυση τον θέσεων των άλλων ομάδων, γιατί δέν προσφέρουν τίποτα το καινούργιο στην καθ’ έαυτή συζήτηση καί αποπροσανατολίζουν τή συζήτηση με λεπτομέρειες.

 

 

Α.Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση», μτφ. Πέτρος Λινάρδος, εκδόσεις Βέργος, 1975, σελ. 41-64.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *